Μητροπολίτης Μάνης: Σχέση εκκλησίας και Ιατρικής επιστήμης

του Μητροπολίτη Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Ο λόγος ενός Ιεράρχου πρέπει να είναι θεολογικός, βιβλικός, πατερικός, χριστοκεντρικός και πρωτίστως εκκλησιαστικός.

Ωστόσο, το προσκλητήριο των κοινωνικών θεμάτων, των ανθρωπίνων προβλημάτων που καταφθάνει ενώπιόν μας δεν απορρίπτεται και δεν τυγχάνει της λήθης ή της αδιαφορίας του όλου ποιμαντικού έργου. Βέβαια, τα ζητήματα που έρχονται στο προσκήνιο πρέπει να «εμβαπτίζονται» στην Αγία Γραφή, στην Ιερά Παράδοση, στη σοφή διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας. Συνάμα, κυρίως, είναι ιερότατο χρέος να έρχονται στην προσευχητική διακονία του Αρχιερέως.

Από την άλλη πλευρά, δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η γνώση εφ’ όλων των θεμάτων, ως επί παραδείγματι θεμάτων νομικών, ιατρικών, οικονομικών, μηχανολογικών ζητημάτων και προβλημάτων της αστροφυσικής, της βιολογίας, κ.α. καθ’ ότι υπάρχουν και επιλαμβάνονται οι ειδικοί επιστήμονες κατά κατηγορίαν, δηλ. οι επαΐοντες.

Με συστολή, λοιπόν, και αυτογνωσία της θέσεως και του ρόλου που πρέπει να έχει ο καθένας μας, χαράσσουμε ακροθιγώς και ταπεινώς τις παρακάτω γραμμές, ευρισκόμενοι στις παρυφές του λόφου των θετικών επιστημών με το επίκαιρο τούτο θέμα της σχέσης Εκκλησίας και ιατρικής επιστήμης.

Ο Θεός δημιουργήσας «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Αυτού τον άνθρωπον, την κορωνίδα της δημιουργίας, εκτείνει την πρόνοιά Του στη συντήρηση και την υγεία και του τελευταίου ανθρωπίνου κυττάρου. Άλλωστε, ο Θεός μας έδωκε σώμα υπέρτερον πάντων των ζώων. Μας έδωκε ψυχήν «κατ’ εικόνα» Του εστολισμένη με νού, λογική, θέληση, συναίσθηση και, το κυριώτερο, ο άνθρωπος έχει σχέση, αναφορά ως πρόσωπο με το Θεό. Ως λέγει ο Ι. Δαμασκηνός: «Ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον άκακον, ευθύν, ενάρετον, άλυπον, αμέριμνον, στολισμένον με την λαμπρότητα κάθε αρετής, προικισμένον με όλα τα αγαθά, ωσάν κάποιον δεύτερον κόσμον, μικρόν κόσμον μέσα εις τον μεγάλον, άλλον άγγελον προσκυνητήν, σύνθετον, θεατήν της ορατής δημιουργίας, γνώστην των μυστηρίων της νοητής, Βασιλέα των επιγείων, που κυβερνάται άνωθεν, επίγειον και ουράνιον, προσωρινόν και αθάνατον, ορατόν και νοούμενον, ενδιάμεσον μεταξύ μεγαλείου και μικρότητος» (ΕΠΕ, 19, Β, 211 επ.).

Ωστόσο, συνέπεια της προπατορικής αμαρτίας του ανθρώπου ήταν η αχρείωση και η αμαύρωση του «κατ’ εικόνα». Διεσαλεύθησαν οι σχέσεις του με τον Δημιουργό αλλά και με την κτίση. Εισήλθε στη ζωή του ανθρώπου ως αποτέλεσμα της πτώσεως και της αποστασίας του από τον Θεό, η φθορά, η ασθένεια, ο πόνος, ο κόπος, οι θλίψεις, με αποκορύφωμα τον θάνατο.

Βέβαια, «ούκ εστιν αίτιος των κακών ο Θεός», ως λέγει ο Μ. Βασίλειος (ΕΠΕ 7, 87) και το κακόν δεν εκτίσθη συγχρόνως με το καλόν. Ο Θεός έπλασε σώμα και όχι ασθένεια. Η νόσος δεν είναι δημιούργημα του Παναγάθου Θεού. Ο πόνος δεν είναι από τον Θεό. Μόνον τον επιτρέπει. Και τούτο γιατί έπλασε τον άνθρωπο από άπειρη αγάπη να ζει και να γεύεται την μακαρία ευφροσύνη και χαρά στην κοινωνία μαζί Του στον Παράδεισο.Εκεί δεν υπήρχε κανένας πόνος και, φυσικά, μετά την έξοδο του ανθρώπου απ’ αυτόν, ο Θεός επιτρέπει τον πόνο προς παιδαγωγία. Και βέβαια δεν άφησε ο Ουράνιος Πατήρ αβοήθητο τον πεπτωκότα άνθρωπο, αλλά με την άπειρο αγάπη Του προσέφερε την σωτηρία και την απαλλαγή του κυρίως από τον θάνατο. Αυτό πραγματώνεται με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού. Και επειδή ο άνθρωπος τυγχάνει ψυχοσωματικόν ον, συναποτελούμενον εκ ψυχής και σώματος, έρχεται η χριστιανική διδασκαλία και αγκαλιάζει τον όλο άνθρωπο, το δισύνθετον αυτού, εξυψώνοντας το σώμα σε «ναό του Αγίου Πνεύματος» και την ψυχή ως το πολυτιμότερον στοιχείον του ανθρώπου, καθ’ ο,τι αθάνατος. Έτσι έχουμε μία συνάντηση θρησκείας και επιστήμης, πίστεως και επιστήμης και ειδικότερα ιατρικής επιστήμης, Εκκλησίας και Ιατρικής.

Κατ’ αρχάς, στην Αγία Γραφή δεν απαγορεύεται η προσφυγή στην ιατρική περίθαλψη και για να μιλήσουμε ειδικότερα, σχετικά με το σώμα, την ιατρική χρησιμοποιεί ο προφήτης Ησαΐας για να θεραπεύσει τον Εζεκία (κεφ. ΛΗ’) και ο Ραφαήλ για να φροντίσει τον Τωβία (κεφ. ΙΑ’). Έπειτα η Σοφία Σειράχ (κεφ. ΛΗ’) πλέκει κυριολεκτικά το εγκώμιο στο ιατρικό επάγγελμα-λειτούργημα. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Τίμα ιατρόν προς τας χρείας αυτού και γαρ αυτόν έκτισε Κύριος» (στιχ. 1, 1) και παρακάτω στο ίδιο κεφάλαιο: «Κύριος έκτισε εκ γης φάρμακα … αυτός έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού» (στιχ. 4 και 6).

Ο ίδιος δε ο Χριστός πολλάκις ευρισκόμενος μπροστά σε ασθενείς ανθρώπους τους παρέχει την θεραπεία, ασφαλώς και του σώματος και της ψυχής, γιατί είναι ο Ιατρός ψυχών και σωμάτων. Είναι Εκείνος που θεράπευσε λεπρούς, τυφλούς, χωλούς, παραλυτικούς, κωφαλάλους, την αιμορροούσα γυναίκα, την κατάκοιτο και πυρέσσουσα πενθερά του Πέτρου, την θυγατέρα του Ιαείρου, τους δαιμονιζομένους, την συγκύπτουσα γυναίκα και βέβαια έχουμε και περιγράφονται στα Ιερά Ευαγγέλια και αναστάσεις νεκρών από τον Χριστό. Είχε στο Πανάγιο πρόσωπό Του εκπληρωθεί ο προφητικός λόγος: «Αυτός τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασεν» (Ματθ. 8, 17). Έπειτα ο Χριστός έδωσε στους Αποστόλους, από την πρώτη αποστολή τους, την εξουσία που είχε ο Ίδιος να θεραπεύει τους ασθενείς (Ματθ. 10, 1). Γι’ αυτό και στις «Πράξεις των Αποστόλων» διαβάζουμε πολλές φορές για τις θεραπείες ασθενών από τους μαθητάς και Αποστόλους.

Η Εκκλησία κατόπιν παρουσιάζει τον Χριστό ως τον Συνοδοιπόρο στον ανθρώπινο πόνο, ως τον Καλό Σαμαρείτη, ως τον Φίλο των ανθρώπων, ως τον Παράκλητο και τον Ελεήμονα. Τηρεί δε απαρασάλευτα και διηνεκώς τον λόγον του Κυρίου, ως ιερό καθήκον, το «ησθένησα και επισκέψασθέ με» (Ματθ. 25, 36) και το του Απ. Παύλου «χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. 12, 15). Έτσι σέβεται το σώμα, τιμά το πρόσωπο, δείχνει υπευθυνότητα απέναντι στην επιστήμη, προσφέρει διακονία στον κάθε ασθενή.

Έπειτα η ποιμαντική της Εκκλησίας συναντάται με την ενάσκηση της ιατρικής. Συναντώνται στο έργο της προόδου της επιστήμης και της παρηγορίας του ανθρώπινου πόνου. Ο ιατρός επιτελεί το χρέος του κατά τον Ιπποκράτειο όρκο και την ιατρική δεοντολογία. Ο ιερεύς το δικό του ποιμαντικό χρέος. Βρίσκεται στο προσκέφαλο του κάθε ασθενούς και μεριμνά για την σωτηρία της ψυχής. Αυτό αποδεικνύει χρόνια τώρα η πείρα τόσο των ιατρών όσο και των κληρικών, οι οποίοι υπηρετούν νυχθημερόν στα νοσηλευτικά Ιδρύματα.

Ειδικότερα στον ιερό κλήρο υπάρχουν και πολλοί Ιερείς και με την ιδιότητα του ιατρού, διαφόρων ειδικοτήτων, οι οποίοι συνδράμουν στο υψηλό έργο της ιατρικής και της νοσηλευτικής. Άριστο παράδειγμα είναι ο άγιος Λουκάς, ο χειρουργός, ο και Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας, ο θαυματουργός, ο οποίος έγινε γνωστός τα τελευταία χρόνια στον ελλαδικό χώρο.

Κατά συνέπειαν, η χριστιανική διαδασκαλία και η Εκκλησία, επικροτεί και καταφάσκει την πρόοδο της επιστήμης και ειδικότερα την ιατρική επιστήμη και άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος. Δεν υφίσταται καμμία σύγκρουση στο σημείο αυτό θρησκείας και επιστήμης, όπως θέλουν να ισχυρίζονται μερικοί, για άλλους λόγους, εκτός πίστεως και επιστήμης. Η συμπόρευση της πίστεως με το ιατρικό λειτούργημα ως συνέργεια του θείου και ανθρωπίνου παράγοντα, ακριβώς όπως σημειώσαμε, επιβεβαιώνεται τόσο από τα ιερά κείμενα της Αγίας Γραφής, όσο και από την ίδια την πράξη της Εκκλησίας στο διάβα των αιώνων.

Μάλιστα η επιστημονική αναζήτηση εκκινά από την θεική εντολή «πλήρωσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής» (Γεν. 1, 28) ως και η θέση των πρωτοπλάστων στον Παράδεισο της τρυφής «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (Γεν. 1, 15). Εδώ έγκειται ακριβώς η όλη εργασία και η δημιουργικότητα του ανθρώπου και η επιστημονική ερευνητική εργασία. Δηλ. στην εντολή να μεριμνήσει για την δημιουργία, την οποία, με τόση σοφία δημιούργησε και συντηρεί για το αγαθό του ανθρώπου. Έτσι η ιατρική αποτελεί έργο ευλογίας γιατί συμβάλλει στην ευόδωση του μεγάλου αγαθού της υγείας. Η μέριμνα για το σώμα είναι καθήκον, η ατίμωση είναι πράξη άνομη και αμαρτωλή. Ο,τι δε είναι για το καλό της διατήρησης του σώματος σε υγιεινή κατάσταση, η Εκκλησία το επικροτεί. Αρκεί βέβαια να μην γίνεται αθέτηση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης και του ιατρικού λειτουργήματος.

Η γνώση ουδόλως καταφρονείται από την Εκκλησία, γιατί αποτελεί δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Γι’ αυτό και η επιστημονική πρόοδος έχει κάτι το θεικό μέσα της. Η ορθή χριστιανική ορθόδοξη θεολογία σέβεται την έρευνα και την επιστήμη. Η δε σύζευξη της πληροφορικής και των τεχνολογιών αιχμής με τους τομείς υγείας έχει αλλάξει την όλη πραγματικότητα. Αυτό είναι πράγματι επιστημονική επανάσταση. Έτσι η ρομποτική υποκατέστησε την μυική δύναμη, η πληροφορική την μνήμη, η κυβερνητική την σκέψη. Κατά συνέπειαν, μεταλλάσσεται το περιεχόμενο των φυσικών όρων, η έννοια της ασθένειας, η θεραπευτική μέθοδος, ακόμη και η διατροφή. Αλλά η Εκκκλησία ευλογεί κάθε επιστημονική εργασία, μελέτη και πρόοδο φυσικά όταν είναι για το καλό της ανθρωπότητας και όχι για την καταστροφή της. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αληθή πρόοδο της επιστήμης χωρίς ηθικές προϋποθέσεις, άλλως δεν γίνεται επωφελής, αλλά εγωπαθώς καταστροφική. Πάντα ισχύει εν προκειμένω η αρχαία ρήση: «Πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής πανουργία και ου σοφία φαίνεται». (Πλάτων-Σ. Μενέξενος).

Από την άλλη, η θεωρία του επιστημονισμού, που θεωρούσε την επιστήμη ικανή να εισδύσει και στην ουσία των όντων και να δώσει τελεσίδικες απαντήσεις στα μεταφυσικά πνευματικά προβλήματα και θέματα, έπαυσε να υπάρχει. Και σ’ αυτόν τον αυστηρό επιστημονικό τομέα απεδείχθη η σχετικότητα της επιστημονικής γνώσης. Η επιστήμη έχει όρια και οφείλει, αν είναι αυθεντική επιστήμη, να μένει σ’ αυτά. Όλοι έχουν όρια και ο ιερεύς θα πεί: «Αυτό είναι θέμα της ιατρικής επιστήμης» και ο σωστός ιατρός θα πεί: «Αυτό είναι πνευματικό θέμα». Ειδικότερα, κορυφαίοι ιατροί αλλά και επιστήμονες των φυσικών και άλλων επιστημών, ομολογούν το: «Μέχρις εδώ, παραπέρα σηκώνω τα χέρια». Τι ακριβώς δηλώνει αυτό; Δηλώνει ότι ο σοβαρός και υπεύθυνος επιστήμονας ξέρει ότι είναι πεπερασμένη η λογική του ανθρώπου και τα όρια της επιστήμης κάπου τελειώνουν και πάλι συνεχίζουμε την έρευνα, την παρατήρηση και το πείραμα. Και μόνο να σκεφθούμε από τον χώρο της αστροφυσικής, αυτό που έχει λεχθεί, ότι σήμερα κατανοούμε μόνο το μικρό ποσοστό του 4% του ολικού σύμπαντος, ενώ το υπόλοιπο 96% είναι «σκοτεινό» και «άγνωστο» και από το χώρο της ιατρικής, ότι ολοένα και νέα επιστημονικά δεδομένα παρουσιάζονται και ποικίλες εξελίξεις σε ασθενείς και θεραπείες, καταλαβαίνει κανείς ότι δεν μπορεί να κρατεί μία στάση αλαζονείας και αυτάρκειας και, το χειρότερο, περιφρόνησης και από τις δύο πλευρές. Ακόμη καταλαβαίνουμε ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε, δεν είναι μόνο ύλη. Υπάρχει και το άϋλο, το πνευματικό στοιχείο. Υπάρχει και το θαύμα, όπως αποδεικνύεται από την ιστορία της Εκκλησίας. Γι’ αυτό κάθε προσπάθεια υπηρεσίας στον άνθρωπο δεν πρέπει να είναι μονοδιάστατη και μόνο εγκόσμια.

Άλλωστε και κατά τον Ιπποκράτη «ουκ ένι ιατρικήν ειδέναι, όστις μη οίδεν ότι τι εστιν ο άνθρωπος», δηλαδή είναι αδύνατο να γνωρίζει την ιατρική αυτός που δεν γνωρίζει ακριβώς τι είναι άνθρωπος.

Κατά συνέπειαν, είναι πέραν της επιστήμης, θέματα λατρείας της Εκκλησίας, όπως τα ζητήματα με την θεία μετάληψη. Άλλως εν προκειμένω θα έχουμε ανεπίτρεπτη είσοδο στα interna corporis της Εκκλησίας, από άλλον εξωγενή παράγοντα. Το ίδιο και η Εκκλησία για θέματα ιατρικής δεοντολογίας. Ως έχει γραφεί από κορυφαίο καθηγητή της Αγγειοχειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών: «Η ιατρική επιστήμη αναλαμβάνει την ανακούφιση του πόνου και τη θεραπεία της σωματικής ασθενείας, ενώ η Εκκλησία φτάνοντας μέχρι τη ρίζα του αιτίου, που φθείρει την ψυχή και καταβάλλει την ανθρώπινη Ύπαρξη, αποδεικνύεται “πνευματικό θεραπευτήριο” σε συνεχή εφημερία, το οποίο, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ολοκληρώνει το έργο της ιάσεως σε κάθε καταπονημένη ψυχή» (Παναγιώτου Δημακάκου, «Ο ανθρώπινος πόνος, ιατρική και πνευματική θεώρηση», Αθήναι 2016, σ. 19 επ.). Εδώ πλέον ισχύουν τα θαυμάσια λόγια: «Εγώ, Κύριε, τον γιάτρεψα, Εσύ τον εθεράπευσες» (Ambroise Pare) και η «επιστήμη δεν έχει Θεό, οι επιστήμονες έχουν Θεό και επιστήμη» (Louis Paster).

Δεν είναι συνεπώς ο λόγος της Ορθόδοξης Εκκλησίας αναχρονιστικός, απηρχαιωμένος, συντηρητικός. Δεν αντιτάσσεται την επιστήμη, τα μαθηματικά, την φυσική, την χημεία, την βιολογία, την ιατρική, την αστρονομία, την τεχνολογία. Η ορθόδοξη Εκκλησία καταφάσκει την επιστημονική πρόοδο, χαίρεται με τις ανακαλύψεις, με τα νέα φάρμακα, με τα σύγχρονα επιτεύγματα της ιατρικής πρακτικής. Ως σπουδαιότατο παράδειγμα στέκονται οι κορυφαίοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι Τρεις Ιεράρχες, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ειδικότερα, ο πρώτος, είχε σπουδάσει αστρονομία, μαθηματικά, ιατρική, φιλοσοφία και οι άλλοι φιλολογία, φιλοσοφία και ρητορική. Και οι Τρεις τους ήταν πανεπιστήμονες και «φιλόσοφοι νόες».

Κατ’ ακολουθίαν, αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι η επιστήμη έχει δικό της πεδίο ερεύνης και δράσης και δεν υπεισέρχεται σε ζητήματα πίστεως. Δεν κάμνει, δεν επιτρέπεται να κάμνει, μεταφυσική και η δύναμή της ουδόλως θέτει στο περιθώριο την πίστη. Αν, δε, η επιστήμη πλουτίζει τον άνθρωπο σε γνώσεις και σε επιτεύγματα θαυμαστά στο χώρο της ιατρικής, η πίστη, η μεταφυσική, η θρησκεία, η Εκκλησία, συνελόντ’ ειπείν, είναι κάτι άλλο. Εξημερώνει τον άνθρωπο, τον εξευγενίζει, τον αγιάζει, τον θεώνει, φέρνει τον Παράδεισο «εν τη καρδία» ως πρόγευση της Βασιλείας των Ουρανών. Είναι άλλης κατηγορίας από εκείνη της ιατρικής επιστήμης, καθ’ ότι Εκείνος που έπλασε τον άνθρωπο όρισε ως σκοπό της δημιουργίας Του και την τελείωσή του. Η Εκκλησία σ’ αυτό θητεύει. Το «ποιος» και το «γιατί» για τον άνθρωπο θα το πεί η χριστιανική διδασκαλία, το «πως» και το «τι» η επιστήμη.

Γι’ αυτό, τελικά, εμπιστευόμεθα το Θεό και δεχόμεθα το ιατρικό δέον.

Πηγή: Μητρόπολη Μάνης