Μητροπολίτης Μάνης: O Χριστός είναι το Φως του κόσμου

Χθες και σήμερα, 1-2 Φεβρουαρίου 2021, εορτάστηκε η Δεσποτο-θεομητορική εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου στο Γύθειο και στον ομώνυμο παλαιό ιερό Ναό που βρίσκεται στο Επισκοπείο της Ιεράς Μητροπόλεως Μάνης.

Στον πανηγυρικό αρχιερατικό Εσπερινό, ως και στην θ. Λειτουργία προεξήρχε ο Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ’ συμπαραστατούμενος από τον Αρχιμ. π. Συμεών Λαμπρινάκο, Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Μητροπόλεως, τον πρωτοπρ. π. Ηλία Μανιατάκο και τον αρχιδιάκονο π. Χριστόδουλο Κρουστάλη, ενώ στο αναλόγιο ήταν οι: Ανάργυρος Δερδελάκος και Πέτρος Καλαποθαράκος.

Υπήρξε και διαδικτυακή αναμετάδοση από το «κανάλι» της Ι. Μητροπόλεως. Προσέτι τηρήθηκαν όλα τα απαραίτητα υγειονομικά μέτρα.

Στον Εσπερινό ο Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ’ είπε τα εξής:

«Εορτάζουμε σήμερα την Δεσποτο-θεομητορική Εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου. Δηλαδή, σαράντα ημέρες μετά την Γέννηση του Χριστού, η Υπεραγία Θεοτόκος μετά του Ιωσήφ του δικαίου, φέρει το θείο βρέφος, τον Χριστόν, στο Ναό του Θεού, κατά το έθος του Μωσαικού Νόμου. Εκεί ανέμενε ο γέρων πρεσβύτης ο δίκαιος και ευλαβής Συμεών, ο οποίος ήταν από το Άγιον Πνεύμα «κεχρηματισμένος», δηλ. του είχε αποκαλυφθεί, να μη δεί θάνατο πριν δεί με τα ίδια του τα μάτια τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου. Όταν, λοιπόν, είδε το παιδίον Ιησούς και το επήρε στις αγκάλες του, συγκινημένος ευχαρίστησε και δοξολόγησε τον Θεό και είπε τα συγκλονιστικά λόγια: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού Σου Ισραήλ». Δηλαδή, τώρα ας αναχωρήσω από την παρούσα ζωή, ειρηνικός και χαρούμενος. Ας πεθάνω, διότι αξιώθηκα να δω τον Χριστό, να τον υπαντήσω και συναντήσω και μάλιστα να Τον κρατήσω στις αγκάλες μου. Οποία ωραία στιγμή για τον γέροντα Συμεών. Οποία, άγια τέλη του δικαίου και ευλαβούς γέροντος Συμεών! Έτσι μετέστη ο Συμεών από τα επίγεια στα ουράνια δώματα.

Αυτές οι άγιες στιγμές που εβίωσε ο Συμεών θέτουν ενώπιόν μας και τα έσχατα του κάθε ανθρώπου. Όλα είναι ρευστά, όλα μεταβάλλονται, όλα επιδέχονται τροποποιήσεις, δεύτερες σκέψεις. Ένα μόνον είναι το πιο σίγουρο. Ο θάνατος. Κανένας άνθρωπος δεν έμεινε για πάντα εδώ. Όλοι οι άνθρωποι παραδίδονται μία ημέρα στη φθορά του σώματος. Ο θάνατος δε, δεν κάνει διακρίσεις. Πεθαίνουν και πλούσιοι και πτωχοί, μορφωμένοι και αγράμματοι, μεγάλοι στην ηλικία και νέοι, ακόμη και νήπια, άνδρες και γυναίκες. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πόλη ή χωριό που να μην έχει κοιμητήριο. Και ακόμη είναι άγνωστη και η ώρα του θανάτου. Ουδείς γνωρίζει την ημέρα και την ώρα της αναχώρησής του από τον μάταιο τούτο κόσμο. Και βέβαια, ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος φοβάται τον θάνατο και διατυπώνει πολλά ερωτήματα. Γιατί να υπάρχει ο θάνατος; Τι γίνεται μετά το θάνατο; Που βρίσκονται οι ψυχές; Η αγωνία για τον θάνατο πάντοτε υπάρχει και ο προβληματισμός είναι εξόχως έντονος. Ο άνθρωπος αρνείται δηλ. να συμφιλιωθεί με τον θάνατο και τα συναισθήματά του είναι ανάμικτα και αλλόκοτα. Τότε η θλίψη και ο ψυχικός πόνος και τα δάκρυα του θρήνου έρχονται στο προσκήνιο. Από την άλλη πλευρά ο άνθρωπος κάνει το παν για να τον αποφύγει και να τον λησμονήσει με διάφορα τεχνάσματα. Αλλά διαπιστώνει ότι ούτε η ιατρική επιστήμη μπορεί να βοηθήσει ολοκληρωτικά ούτε καμμία άλλη τεχνολογική πρόοδος. Επομένως ο θάνατος είναι θάνατος και αποτελεί ένα μεγάλο μυστήριο. Συμβαίνει να είναι ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου, γιατί ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο να ζει στην αθανασία. Όμως, μετά την πτώση του κατέστη δεκτικός της φθοράς. Υφίσταται τον θάνατο ως τιμωρία, όπως βέβαια τον είχε προειδοποιήσει ο Θεός (Γεν. β’, 17). Για πρώτη φορά σ’ ολόκληρη την Αγία Γραφή, εδώ στο πρώτο βιβλίο, αναφέρεται η λέξη θάνατος. Όμως, το έλεος, η άπειρη αγάπη και η φιλανθρωπία του Θεού με την ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού, τον θάνατο και την Ανάστασή Του, ο θάνατος νικήθηκε. Έτσι, ενώ πεθαίνουμε δεν παραμένουμε αιώνια σ’ αυτή την κατάσταση! Η Ανάσταση του Χριστού είναι ο προάγγελος και της δικής μας αναστάσεως. Θα πεθάνουμε, θα χωριστεί η ψυχή μας από το σώμα μας και το μεν σώμα θα διαλυθεί, η ψυχή όμως παραμένει αθάνατος. Έπειτα δε, μία ημέρα που ο Κύριος γνωρίζει, θα αναστηθούμε και θα ξαναενωθεί η ψυχή με το σώμα, ένα άλλο σώμα άφθαρτο. Έτσι ο θάνατος κατά την χριστιανική διδασκαλία είναι ως ένας ύπνος, μακρότερος του συνήθους. Είναι μία κοίμηση. Δεν είναι κανένας χαμός ούτε το οριστικό τέρμα της ύπαρξής μας. Είναι μόνον το τέλος της επίγειας ζωής και η αρχή της αιώνιας ζωής.

Αυτά ο ίδιος ο Χριστός μας τα διαβεβαίωσε. Μίλησε για την αιώνια ζωή με την φοβερή Παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου (Λουκ. ιστ’, 19-31), μίλησε για την Δευτέρα Παρουσία (Ματθ. κε’, 31-46) και διεκήρυξε ότι: «Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή» (Ιω. ια’, 25) και ακόμη είπε τον καταπληκτικό και μοναδικό λόγο ότι «ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται» (Ιω. ια’, 25).

Είναι πολύ χαρακτηριστικό δε, ότι στο «Σύμβολο της Πίστεως», που είναι η σύνοψη της διδασκαλίας της Εκκλησίας ομολογούμε στο τελευταίο άρθρο: «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Δηλ. βασικότατο κεφάλαιο της πίστεώς μας είναι η αναμενόμενη κοινή ανάσταση των νεκρών και η γενική και τέλική κρίση από τον Δικαιοκρίτη Χριστό.

Γι’ αυτό και στην Εκκλησία δεόμεθα: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν την επί του φοβερού βήματος του Χριστού αιτησώμεθα». Δηλ. να έχουμε χριστιανικά τα τέλη της ζωής μας, χωρίς πόνους και έργα που ντροπιάζουν, έργα αισχύνης· να είναι οι τελευταίες ώρες μας ειρηνικές και βέβαια να έχουμε καλή απολογία μπροστά στο φοβερό θρόνο του Χριστού.

Είναι ακόμη πολύ σπουδαία η δέηση προς την Παναγία στην ευχή: «Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, …» όπου λίγο παρακάτω ικετεύουμε και λέμε: «Και εν τω καιρώ της εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα».

Ναί, να καλοτυχίζουμε εκείνους που έζησαν ενάρετα και έτσι έφυγαν απ’ αυτή τη ζωή. Λύπη να αισθανόμαστε γι’ αυτούς που έφυγαν αμετανόητοι. Και μόνον στους απίστους, τους μη έχοντας ελπίδα κυριαρχεί ο θρήνος. Σκεπτόμενοι αυτά, ας αγωνιζόμαστε στην παρούσα ζωή τον καλόν αγώνα της πίστεως. Μη μας βρεί η ώρα του θανάτου «εν αμαρτίαις». «Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού» (Ψαλμ. 115, 6). Δηλ. είναι τίμιος ενώπιον του Κυρίου ο θάνατος των ανθρώπων που έζησαν με ευσέβεια, ο θάνατος όμως των αμαρτωλών είναι κακός θάνατος. Τότε μαζί με τον γέροντα Συμεών μπορούμε να λέμε και εμείς: «Νυν απολύεις τον δούλον σου… εν ειρήνη».

Θα κλείσω το αποψινό κήρυγμα με τους στίχους ενός γέροντα ασκητή που επιγράφει το ποίημά του:

Το σακκούλι της ψυχής

Όσον καιρό κι’ αν ζήσω
μα θάρθη μια ημέρα
όπου τη γης θ’ αφήσω
και κάθε τι ‘δω πέρα.

Μα ο,τι η ψυχή κλείνει
μεσ’ σ’ το δικό της σάκκο
αυτό όχι δεν θα μείνη
μέσα σ’ της γης το λάκκο.

Τον σάκκο αυτό μαζί μου
‘ψηλά θα πάρω μόνον·
μ’ αυτόν θ’ αρθή η ψυχή μου
‘μπρός σ’ του Θεού τον Θρόνον.

Κι’ εκεί θα τον ανοίξη
κι’ όλα ένα προς ένα
ναί! Σ’τον Κριτήν θα δείξη
τι έχει συναγμένα.

Έργα και λόγους, σκέψεις
μικρά ή μεγάλα
φρονήματα και βλέψεις
κι’ όσα στη γη είχ’ άλλα.

Κι’ αν έχη ο Χρόνος κάτι
βαθειά καταχωνιάσει
μα του Κριτού το μάτι
στο φως κι’ αυτό θ’ αδειάση.

Χριστέ μου αυτός ο σάκκος
ας έχη συναγμένα
πριν με σκεπάση ο λάκκος
καλά κι’ ευλογημένα».

Στη Θ. Λειτουργία ο Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ’ κήρυξε τον θείο λόγο λέγοντας τα εξής:

«Χθες στον Εσπερινό αναλύσαμε τις πρώτες φράσεις, που είπε ο γέρων Συμεών, όταν είδε το Παιδίον Ιησούς. «Νυν απολύεις…».

Καταλήγει όμως στην δοξολογητική του αυτή εκφώνηση προς το Θεό με εξόχως σπουδαία φράση για τον Χριστό. Λέγει ότι είναι: «Φως εις αποκάλυψιν εθνών».

Αλήθεια, ο Χριστός είναι «το Φως του κόσμου». Ο Ίδιος μας το διαβεβαίωσε: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής» (Ιω. η’, 12).

Με την ενανθρώπησή Του ο Χριστός διέλυσε το σκότος της ειδωλολατρίας και η διδασκαλία Του φώτισε πάντα τα έθνη. Όπου πήγε το φως του Ευαγγελίου του Χριστού, έθνη ολόκληρα εκπολιτίσθηκαν, δέχθηκαν την αλήθεια, έφυγαν από την πλάνη. Το φως της γνώσεως έλαμψε. Και τούτο το φως φώτισε πολλές πλευρές του ανθρώπινου βίου. Έτσι ο Χριστιανισμός έγινε παράγων αληθούς προόδου και ανόδου εξ επόψεως πνευματικής του ανθρώπου και της κοινωνίας . Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι υπό το φως του Χριστιανισμού, η ανθρώπινη προσωπικότητα καταξιώνεται και καθίσταται σεβαστή. Στον Χριστιανισμό ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, όχι άτομο. Είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα Θεού» και «καθ’ ομοίωσιν» Αυτού. Η ζωή του έχει νόημα. Υπάρχει σκοπός της ζωής του. Έχει χαρίσματα και θείες δωρεές μέσα του και υπάρχει δυναμική προς θέωσίν του.

Ειδικότερα, η σύζευξη ανδρός και γυναικός, δηλαδή ο γάμος, ευλογείται και αγιάζεται και καθίσταται Ιερός θεσμός και ιερό Μυστήριο της Εκκλησίας. Έπειτα η δημιουργία οικογένειας είναι μεγάλη ευλογία και τα τέκνα είναι δώρα του Θεού. Η γυναίκα από την κατάσταση του «πράγματος», της εκμετάλλευσης και υποτέλειας, ανυψώνεται και επιτελεί το λειτούργημά της σε ισοτιμία με τον άνδρα. Η βρεφοκτονία καταπολεμάται και το παιδί δεν είναι πλέον εις καταφρόνησιν, αλλ’ έχει την θέση του από τότε που ο Χριστός δέχθηκε τα παιδιά και τα ευλόγησε λέγοντας «άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με» (Ματθ. 19, 14). Ο άλλος άνθρωπος δεν είναι εχθρός. Είναι ο πλησίον.

Ως είναι δε γνωστόν γίνεται πολύς λόγος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα ατομικά δικαιώματα. Ωστόσο οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι το φως του Ευαγγελίου και ο Χριστιανισμός ανέδειξαν την αξία των δικαιωμάτων αυτών. Ο Χριστιανισμός ευλόγησε την σωματική και πνευματική ελευθερία, κήρυξε την ισοτιμία των ανθρώπων, πολέμησε την δουλεία, τις διακρίσεις, την οικονομική απληστία και εκμετάλλευση των πλουσίων, την ανηθικότητα πάσης μορφής.

Αξίζει να υπενθυμίσουμε την Μεγάλη Χάρτα των Ελευθεριών, την Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου το 1789, την «Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου» του ΟΗΕ το 1948, άλλες σχετικές Διακηρύξεις της Ενωμένης Ευρώπης τα τελευταία χρόνια, ως και την Συνθήκη της Λισσαβόνας το έτος 2007, που όλα αυτά γράφουν για τα ατομικά δικαιώματα και καλώς. Αλλά δεν μπορούμε να λησμονήσουμε την συμβολή του χριστιανικού πνεύματος και ήθους στην δημιουργία αυτών των κειμένων.

Το φως του Ευαγγελίου φώτισε τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κοινωνιολογία του Ευαγγελίου εξύψωσε τον πολιτισμό των ανθρώπων. Έπειτα και στη Θεία Λειτουργία ακούσατε ότι γίνεται αναφορά για το χριστιανικό φως. Αρχίζουμε με την δοξολογία: «Δόξα σοι τω δείξαντι το φως». Δοξάζουμε, υμνολογούμε τον Θεό, που μας έφερε και απεκάλυψε το αληθινό φως. Και πριν την ανάγνωση του Ευαγγελίου διαβάζουμε μία ευχή και παρακαλούμε τον Θεό «να ελλάμψει στις καρδιές μας το «ακήρατο φως της θεογνωσίας». Έτσι μόνον θα μπορούμε να κατανοήσουμε τα Ιερά Γράμματα. Και περί το τέλος πάλιν, μετά την θεία Κοινωνία, λέμε τον ύμνον: «Είδομεν το φως το αληθινόν», δηλαδή «κοινωνήσαμε» το αληθινό φως που είναι ο Χριστός και Αυτός είναι ο Φωτοδότης.

Ωστόσο υπάρχουν τρεις κατηγορίες: Εκείνοι που εξακολουθούν να παραμένουν στο σκότος γιατί αγάπησαν το σκότος τα πονηρά έργα παρά το φως. Εκείνοι, έπειτα, που ζούν στο ημίφως. Είναι εκείνοι οι χλιαροί χριστιανοί, που κάποτε γνώρισαν την πίστη και τώρα βρίσκονται σε ημιμάθεια, σε μία χλιαρότητα περί την ευσέβειαν και αρκούνται σε τυπικότητες και σε εξωτερικές συμπεριφορές χωρίς κάτι το βαθύτερο και το ουσιαστικότερο. Και τέλος είναι και η κατηγορία εκείνων των ανθρώπων που είναι στο φως, που είναι πράγματι λουσμένοι στο φως. Μακάρι ν’ ανήκουμε διηνεκώς σ’ αυτή την ευλογημένη κατηγορία.

Αδελφοί μου, ζούμε σε μια εποχή δύσκολη. Στη λεγόμενη μετά τον κορωνοιό εποχή. Μια εποχή, όπου θα έχουμε αναθεωρήσεις κοινωνικών προτεραιοτήτων, επιτάχυνση της αυτοματοποίησης της ζωής , αύξηση της επιτήρησης, θα έχουμε πολλές ανασφάλειες, απομόνωση από την μία πλευρά και αλληλεξάρτηση από την άλλη. Αλλά και εποχή που ο άνθρωπος θα νοιώθει πολύ κενό μέσα του, θάχει πολλά ερωτηματικά για την ύπαρξή του. Εποχή που θα καθίσταται από πρόσωπο, άτομο και αριθμός. Ακριβώς όμως σ’ αυτή την δύσκολη εποχή, ας μη παύσουμε να είμεθα συνδεδεμένοι με το Φως, το φως το αληθινό που είναι ο Χριστός. Είμεθα το φως του κόσμου. Και τούτο, γιατί χωρίς το φως του Χριστού, η ζωή μας θάναι αθλιοτέρα μυρίων θανάτων.

Υπαπαντή που γιορτάζουμε σημαίνει υπάντηση-συνάντηση με το Χριστό.

Ναί, συνάντηση με το Φως! Αυτό και θέλουμε.