Μητροπολίτης Μάνης: Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μας οδηγεί στη θεολογική ανθρωπολογία

Του Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Η Β’ Κυριακή των Νηστειών της Μεγ. Τεσσαρακοστής είναι αφιερωμένη στον μεγάλο πατέρα της Εκκλησίας μας, τον Άγιο Γρηγόριο, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τον Παλαμά. Η ιερά υμνογραφία τον αποκαλεί: «Στύλον της πίστεως», «Πρόμαχον της Εκκλησίας», «Φωτός λαμπρόν κήρυκα», «Φωστήρα της Ορθοδοξίας».

Πράγματι, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπήρξε κορυφαία θεολογική προσωπικότητα. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τέλη του 13ου αιώνα, εξεπαιδεύθη κατ’ άριστον βαθμόν, ώστε μάλιστα διασώζεται το γεγονός, ότι στο τέλος μιάς διαλέξεώς του περί της συλλογιστικής μεθόδου του Αριστοτέλους, ο σοφός Μετοχίτης είπε, ότι και ο ίδιος ο Αριστοτέλης εάν ήταν παρών, θα τον επαινούσε. Εμόνασε 23 χρόνια στο Άγιον Όρος, ποίμανε την Θεσσαλονίκη ως Αρχιεπίσκοπος και εκοιμήθη το 1360.

*

Ωστόσο, τους χρόνους εκείνους τάραξε το πλήρωμα της Εκκλησίας, ο αιρετικός Βαρλαάμ ο Καλαβρός και άλλοι αιρετικοί ομόφρονές του και δημιουργήθηκαν οι λεγόμενες «ησυχαστικές έριδες», ως έμειναν στην ιστορία.

Το κεντρικό θέμα της αναταραχής αυτής ήταν κυρίως το μεθεκτόν ή αμέθεκτον της θείας ουσίας. Ο αγ. Γρηγόριος έχοντας πολυμάθεια, δυνατή θεολογική κατάρτιση, πιστότητα στην πατερική παράδοση και φωτισμό Αγίου Πνεύματος, διέκρινε μεταξύ θείας ουσίας αμεθέκτου και θείας ενεργείας μεθεκτής.

Την ουσία του Θεού, κατά τον Παλαμά, ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσεγγίσει και εννοήσει. Παραμένει ακατάληπτος για τον ανθρώπινο νού. Ο Θεός όμως έχει και άκτιστον ενέργεια και αυτή είναι καταληπτή. Έτσι ισχύει: «Του Θεού το μεν άγνωστον, το δε γνωστόν και το μεν άρρητον, το δε ρητόν».

Ο Άγιος, έδωσε νέα πνοή στη θεολογική σκέψη. Και κατ’ εξοχήν, μίλησε για την θέωση του ανθρώπου, αυτή την εμπειρία, η οποία και είναι δυνατή από του παρόντος. Λέγει, ότι το φως, το οποίον είδον οι μαθητές κατά την θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου, το φως το οποίο βλέπουν οι «καθαροί τη καρδία» και η υπόσταση των αγαθών του μέλλοντος αιώνος, αποτελούν το αυτό πνευματικό γεγονός για τον άνθρωπο (Λόγος υπέρ των ιερών ησυχαζόντων, 1, 3, 43). Η παρούσα δε εμπειρία είναι «εις αρραβών» αναφορικά με την μέλλουσα και ολοκληρωμένη πραγματικότητα. Τονίζεται δηλ. η μεγάλη αλήθεια της μετοχής του ανθρώπου στο θείο φως. Έτσι η θέωση χαρακτηρίζεται ως «η εις το κρείττον αλλοίωσις, η επί τα υπέρ φύσιν έκστασις και ανάβασις». Είναι το απόρρητον θέαμα, η λαμπρότητα και το ύψος της θεωρίας, όπου καταξιώνεται χάριτι Θεού ο άνθρωπος. Νοείται δε η θέα της δόξης του Θεού ή η θεωρία ως εν Χριστώ και υπό του Αγ. Πνεύματος κατορθούμενη, ως δωρεά του Ουρανίου Πατρός προς τους αξίους αυτής πιστούς. Ως θα πεί και ένας άλλος μεγάλος, προ του Παλαμά, πατήρ της Εκκλησίας «Ου ποιούμεν, αλλά πάσχομεν την θέωσιν» (Μάξιμος ο Ομολογητής, Φιλοκαλία, Β’ τομ.).

*

Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς καθιερώνει μία θεολογική χριστιανική ανθρωπολογία. Ο άνθρωπος, δηλαδή, είναι προορισμένος και προσανατολισμένος προς την θέωση, την κοινωνία με τον Θεό. Και αν έπεσε ο άνθρωπος, ο Αδάμ, ο Χριστός ο Νέος Αδάμ αποτελεί την μοναδική δυνατότητα της αποκαταστάσεως του παλαιού Αδάμ, του αμαρτωλού ανθρώπου, της δυναμικής επανόδου του στην λαμπρά κατάσταση του παραδείσου. Έτσι καταφαίνεται, ότι με το «κατ’ εικόνα Θεού» δηλούται το «είναι» του ανθρώπου, με το καθ’ ομοίωσιν Θεού» το «δυνάμει είναι» αυτού. Θείο, λοιπόν, περιεχόμενο της θεολογικής ανθρωπολογίας και όχι της κοσμικής και ανθρωποκεντρικής είναι η προς τον Θεόν ομοίωσις του ανθρώπου. Αυτό είναι η θέωση. «Άγιοι έσεσθε», και «τέλειοι έσεσθε». Και η θέωση είναι η κορυφή της πνευματικής κατά Χριστόν ζωής.

*

Και στις ημέρες μας βέβαια, γίνεται πολύς λόγος για την αξία του ανθρώπου και το νόημα της ζωής. Οφείλουμε όμως να προσέξουμε το περιεχόμενο αυτής της προβληματικής. Υπάρχει λόγος περί ανθρώπου με κίνητρα καθαρώς γήινα και κοσμικά. Λόγος που δεν λυτρώνει, αλλά υποδουλώνει. Λόγος που δεν φέρει υπαρξιακή λύτρωση, αλλά ταραχή. Λόγος περί ανθρώπου με κέντρο τον άνθρωπο και όχι το Θεό. Πρόκειται για ένα ανθρωποκεντρικό ουμανισμό, που οδηγεί άλλοτε σ’ ένα «υπεράνθρωπο» και άλλοτε σ’ ένα «υπάνθρωπο». Αυτό όμως είναι τραγική ανθρωπολογία, ανίκανη να διαισθανθεί το θείο μυστήριο του ανθρώπου, την κορωνίδα της δημιουργίας του Θεού.

Το σπουδαίο όμως και βασικό, εν προκειμένω, είναι ότι στη διδασκαλία του Γρηγορίου του Παλαμά, ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί επ’ ουδενί λόγω, ανεξαρτήτως του Δημιουργού του. Μόνο μία τέτοια θεολογική χριστιανική ανθρωπολογία μας προφυλάσσει από τις εκτροπές της υλιστικής ανθρωπολογίας και μόνον αυτή ανοίγει τελικά την πύλη του Αιωνίου. Το ιδεώδες των χριστιανών δεν είναι κατ’ ακολουθίαν ένας αόριστος ανθρωπισμός, αλλ’ ένας θεολογικός χριστοκεντρικός ανθρωπισμός, ο οποίος βασίζεται στην εν Χριστώ αναγέννηση κατά το βιβλικό χωρίο «Εάν μη τις γεννηθή άνωθεν, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του Θεού» (Ιω. γ’, 3).

Ο μεγάλος πατήρ του 14ου αιώνα, είναι σαφής: «Διό και πάντες οι πίστει παραδέξασθαι καταξιωθέντες το μυστήριον, υμνείν δι’ αποφάσεως δύνανται Θεόν, ου μέντοι και ενούσθαι και οράν διά φωτός Αυτόν» (Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 2, 3, 53).