Μητροπολίτης Μάνης: Να μαλακώσουν οι καρδιές μας

Του Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Καρδιές υπό πνευματική έννοια. Αλλά πως έχουν γίνει έτσι οι καρδιές μας; Σκληροκάρδιες, λίθινες, παγωμένες. Με αισθήματα αντιπάθειας, κακίας, εχθρότητας προς τον πλησίον. Είναι αλήθεια ότι, συσσωρεύονται οι καταγγελίες, οι μηνύσεις, οι αντιπαλότητες, οι αντεκδικήσεις, οι ύβρεις. Η αγάπη έχει εξαφανισθεί. Το φιλάνθρωπον έχει εξοριστεί. Το συμπαθές έχει σβηστεί. Και από κοντά η συνείδηση ταραγμένη και η θλίψη ν’ ανεβαίνει και να εγκαθίσταται στο θρόνο της καρδιάς.

Όμως, δεν μπορεί να συνεχίζεται προς τον κατήφορο αυτή η κατάσταση. Χρειάζεται μία πνευματική ανάβαση. Ανάβαση καρδιών. Και αυτό θα γίνει όταν μαλακώσουν οι καρδιές μας. Πως θα γίνει αυτό;

Το πρώτον κατόρθωμα, είναι η αυτογνωσία. Πράγματι, είναι εξόχως σημαντική η γνώση του είναι μας. Όσον γνωρίζουμε τον εαυτόν μας, τόσο μαλακώνει η καρδιά μας. Έτσι καταλαβαίνουμε ο,τι μόνοι μας φύγαμε από τον Παράδεισο και τώρα τον νοσταλγούμε. Αλλά, ωστόσο, έχουμε την δυναμική της επανόδου. Με το «γνώθι σεαυτόν», θα συνειδητοποιούμε συνεχώς, ότι δεν μπορεί, να μένουμε στη σκληροκαρδία, στα διανοήματα και τις αμαρτωλές πράξεις. Θα νοιώσουμε ότι είμαστε «γη» και «πηλός» και «χώμα», ως προς τα ιδιώματα της ανθρώπινης φύσης και ότι είμαστε φθαρτοί και παροδικοί στην μάταιη τούτη ζωή. Η διαπίστωση δε, του Ιώβ θάναι συνεχώς μπροστά μας, ότι «πας…βροτός εις γην απελεύσεται, όθεν και επλάσθη» (Ιώβ, 34,15), αλλά και το ψαλμικόν θα μας υπενθυμίζει ότι «άνθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού˙ ωσεί άνθος του αγρού, ούτως εξανθήσει» (Ψ. 103,15). Αν λοιπόν, αποκτήσουμε την αυτογνωσία, τότε, το σκληρόν της καρδίας, αρχίζει να χάνεται και η θεώρηση του βίου μας είναι εντελώς διαφορετική.

Δεύτερον, έρχεται η μετάνοια και με το «ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου» έχουμε πλέον συντρίψει τα λιθάρια της σκληρής καρδιάς μας, γιατί καινούργια καρδιά αναγεννάται μέσα μας. Ο «παλαιός άνθρωπος» πεθαίνει. Η μετάνοια, ως απομάκρυνση από τον αμαρτωλό κόσμο, καταξιώνει τον άνθρωπο και καθαρίζει εαυτόν από παντός «μολυσμού σαρκός και πνεύματος» και τον γεμίζει με την λαμπρότητα του φωτός του Χριστού. Γι’ αυτό, το Εξομολογητήριο είναι λιμάνι σωτηρίας, εκεί, όπου την αμαρτωλή καρδιά, την κερδίζει ο ουρανός. Εκεί, όπου ο Θεός είναι φοβερός, όχι για την τιμωρία Του, αλλά για την άπειρη αγάπη Του. Αυτή ακριβώς, η εκ βαθέων μετάνοια είναι το χαροποιόν πένθος. Η μετάνοια είναι εκείνη, που ελκύει την χάρι και ο Χριστός πλέον «κατοικεί» στις καρδιές (Εφεσ. 3,17).

Τρίτον, μαλακώνει την καρδιά, η μελέτη των θείων λόγων. Ως δρόσος έρχεται στη καρδιά ο λόγος του Θεού, γιατί αυτός είναι όντως «ρήματα της ζωής της αιωνίου» (Ιω. 6,62) και ως φως οδηγητικό «ταίς τρίβοις μου» (Ψ. 118,105). Δεν αρκούν οι ωραιοπαθείς λόγοι, η φλυαρία λόγων, η αργολογία, λόγοι και λέξεις άνευ ουσίας, η κενολογία. Ιδιαίτερα η Αγία Γραφή, τα Λειτουργικά βιβλία και τα άλλα πνευματικά συγγράμματα, κατ’ εξοχήν των θεοφόρων Πατέρων, ευφραίνουν και γεμίζουν τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Και όσο βαθύτερα μελετούμε, τόσο περισσότερο βρίσκουμε σαφή απάντηση στα φλέγοντα προβλήματα, στις ανησυχίες μας, στις ποικίλες αναζητήσεις. Καταλαβαίνουμε τότε, ότι ο θείος λόγος είναι «ζων και ενεργής». Ο λόγος του Θεού, που έρχεται και σπάζει τον πέτρινο όγκο της καρδιάς και ζωογονεί την ύπαρξη.

Έπειτα, τέταρτον, είναι η τήρηση των εντολών. Εδώ, ένας λόγος του Χριστού, μας κατευθύνει στο σωστό δρόμο και λέγει: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς εκείνός εστιν ο αγαπών με» (Ιω. 14,21). Δηλαδή, εκείνος που γνωρίζει και κατέχει τις εντολές μου και βέβαια τις εφαρμόζει στη ζωή του, εκείνος πραγματικά με αγαπά. Η αγάπη μας προς τον Θεό διέρχεται από την τήρηση των θείων εντολών. Αυτή η αγάπη είναι εκείνη που μαλακώνει την καρδία μας. Ο Απ. Παύλος πολύ ωραία θα μας συμβουλεύσει: «Ως τέκνα φωτός περιπατείτε… δοκιμάζοντες τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω» (Εφεσ. 5,8-10). Και ένας αποστολικός πατήρ της Εκκλησίας, ο Κλήμης Ρώμης, το λέγει καθαρά: «Ο έχων αγάπην εν Χριστώ ποιησάτω τα του Χριστού παραγγέλματα». Υπακούοντας, λοιπόν, στις εντολές του Ευαγγελίου και φυλάσσοντες αυτές στον καθ’ ημέρα βίον, τότε η καρδιά μας παύει νάναι λίθινη. Καθίσταται αγαπώσα καρδία, προς τον Κύριον και τον πλησίον.

Πέμπτον, συνδετικός κρίκος, που συνδέει Θεό και άνθρωπο είναι η προσευχή. Ο «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» πλασθείς άνθρωπος εκζητεί το Θεό και «αίρει την ψυχή του» προς τον Δημιουργό. Άμα ο άνθρωπος προσεύχεται, μαλακώνει η καρδία του. Και τούτο, γιατί πλέον με την προσευχή συνομιλούμε με το Θεό, λυγίζουμε, σκύβουμε το κεφάλι, γονατίζουμε, κλαίμε, ζητάμε το έλεός Του. Είμαστε στο χώρο του Πνεύματος. Στην οδό της μιμήσεως, όπως παροτρύνει ο παύλειος λόγος: «Γίνεσθε ούν μιμηταί του Θεού, ως τέκνα αγαπητά και περιπατείτε εν αγάπη, καθώς και ο Χριστός ηγάπησεν υμάς» (Εφεσ. 5,1-2). Ιδιαίτερα, πέρα από την ατομική προσευχή και μάλιστα με την προσήλωση στο Απόδειπνο, στην Παράκληση και στους Χαιρετισμούς προς την Υπεραγία Θεοτόκο, κατ’ εξοχήν στις Ιερές Ακολουθίες στο ναό, εκεί, πλέον σπάζει η καρδιά μας και η ικεσία μας ανέρχεται στον ουρανό, ως το θυμίαμα

απ’ αυτό το αναμμένο θυμιατήρι της καρδιάς μας. Εκεί στο ναό, όλα μας υποβοηθούν να απαγκιστρωθούμε από την γήινη τύρβη και να επικοινωνήσουμε με το Θεό και να αναφωνήσουμε: «Στερέωσον, Κύριε επί την πέτραν των εντολών σου, σαλευθείσαν την καρδίαν μου…» (Β’ Ειρμός Μεγ. Κανόνος).

Έκτον. Το πλήρωμα όμως θα έλθει στη Θεία Μετάληψη. Εκεί, στην υπέρτατη μυσταγωγική ώρα, δεν μπορούμε να βρεθούμε με σκληροκαρδία. Δεν επιτρέπεται να πλησιάσουμε. Αν δεν έχει «σπάσει» η καρδιά μας, αυτή η ίδια, μας διώχνει. Στο υπερώο, γινόμαστε συνδαιτημόνες μοναχά με αλλαγμένη καρδιά. Εκεί πρέπει να ξεχειλίζει η καρδιά μας από αγάπη στον Κύριο και στον συνάνθρωπο. Επειδή, «εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν» (Α’ Κορ. 10,17), γιατί διαφορετικά «ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει» (Α’ Κορ. 11,29). Όταν μεταλαμβάνουμε, προετοιμασμένοι πνευματικά, των Αχράντων Μυστηρίων, τότε μαλακώνει και η καρδιά μας. Έχουμε λάβει μέσα μας τον Χριστό. Κοινωνήσαμε από το Άγιο Ποτήριο των χαρισμάτων και ευλογιών του Αγίου Πνεύματος. Έχουμε πρόγευση της Βασιλείας των Ουρανών στη καρδιά μας και αυτή πλέον φλέγεται αφλέκτως από θεία και άρρητη αγαλλίαση. Είναι κάποια «άλλη χαρά». Είναι η «καρδία η καιομένη» (Λουκ. 24,32).

Και έπειτα, έβδομον, μαλακώνει η καρδιά μας, ως συνέχεια της Λατρείας του Θεού, και με την ελεημοσύνη. Άμα έχουμε μεταλάβει Σώμα και Αίμα Χριστού στο ναό, δεν μπορούμε εξερχόμενοι, να μην είμαστε ελεήμονες, φιλάνθρωποι, συμπονετικοί, διάκονοι και ευεργέτες. Η ελεημοσύνη είναι όχι απλή θεωρία, αλλά πράξη αγάπης δεμένη άρρηκτα με μία «ελεήμονα καρδία», που δεν γνωρίζει πλέον σκληρότητα, αδιαφορία, τυπικότητα, γραφειοκρατία, απροσεξία, επιπολαιότητα. Όταν δίνουμε, χαιρόμαστε και μαλακώνει η καρδιά μας. Όταν διακονούμε ευφραίνεται και αγάλλεται μαζί και όλη μας η ύπαρξη, κέντρο της οποίας είναι η καρδιά. Όταν ευεργετούμε, γράφουμε στο βιβλίο του ουρανού τα αγαθά έργα μας και η καρδιά μας είναι ανοικτή στον ουρανό και τα ώτα μας και αυτά ανοικτά και ακούμε το: «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται» (Ματθ. 5,7). Τι πλέον θέλουμε; Αυτό δεν ζητάμε;

Και όγδοον, ένα τελευταίο σημείο. Μαλακώνει η καρδιά, όταν ζωντανέψει μέσα μας και το ιεραποστολικό φρόνημα. Όταν νοιώσουμε, το του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, ότι: «Έλλησί τε και βαρβάροις, σοφοίς και ανοήτοις οφειλέτης ειμί» (Ρωμ. 1,14) και όταν αισθανθούμε, όπως εκείνος, ο μέγας Παύλος, τον λόγο του: «Ανάγκη γαρ μοι επίκειται, ουαί δε μοί εστιν, εάν μη ευαγγελίζομαι» (Α’ Κορ. 9,16). Αλλά και όπως οι Πέτρος και Ιωάννης ομολόγησαν ότι «ου δυνάμεθα ημείς α είδομεν και ηκούσαμεν μη λαλείν» (Πραξ. 4,20). Το φρόνημα αυτό, είναι μία ζώσα μαρτυρία και ομολογία για τον Χριστό, μία τοποθέτηση του φωτός «επί την λυχνίαν», η εφαρμογή της τελευταίας θείας εντολής του «πορευθέντες», που όλα αυτά, φέρουν την καλή αλλοίωση της καρδίας.

Στην ποικίλη πνευματική κρίση, στο καθεστώς της συνεχούς έντασης και υπερέντασης και την αγριότητα της εποχής μας χρειαζόμεθα, πράγματι, να μαλακώσουν οι καρδιές μας. Γι’ αυτό, η αγία μας Εκκλησία καλεί όλους ανεξαιρέτως και αυτούς που απομακρύνθησαν απ’ αυτήν, σε επιστροφή στην αγκαλιά της, επαναλαμβάνουσα το του Ψαλμωδού: «Υιοί ανθρώπων έως πότε βαρυκάρδιοι, ίνα τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος» (Ψ. 4,2).

Και τότε, να είμαστε βέβαιοι, ότι «εν τοις σκηνώμασιν Θεού», «εν ταίς αυλαίς οίκου Κυρίου», ηρεμούμε, γαληνεύουμε και «η ειρήνη του Χριστού, θα βρίσκεται στο είναι μας. Και τούτο, τελικά, «έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος (= το άστρο της αυγής που φέρει το φως δηλ. ο Χριστός) ανατείλη εν ταίς καρδίαις ημών» (Β’ Πετρ. 1,19).