Μητροπολίτης Μάνης: Λόγος στην Ανάληψη του Χριστού

Του Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Η Ανάληψη του Χριστού είναι ένα υπερφυσικό γεγονός. Η μαρτυρία του ιστορικού αυτού γεγονότος βρίσκεται στην Αγία Γραφή.

Συγκεκριμένα, η περιγραφή της Αναλήψεως του Κυρίου αναφέρεται στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και στις Πράξεις των Αποστόλων. Το Ευαγγέλιο γράφει: «Εξήγαγε δε αυτούς έξω έως εις Βηθανίαν, και επάρας τας χείρας αυτού ευλόγησεν αυτούς. Και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν. Και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης, και ήσαν διά παντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν. Αμήν» (Λουκ. κδ’, 50-53).

Οι Πράξεις περιγράφουν: «Είπε δε (ο Κύριος) προς αυτούς˙ ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους ή καιρούς ούς ο πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία, αλλά λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς, και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης. Και ταύτα ειπών βλεπόντων αυτών επήρθη, και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών. Και ως ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν πορευομένου αυτού, και ιδού άνδρες δύο παρειστήκεισαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή, οι και είπον· άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; Ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ’ υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν. Τότε υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ από όρους του καλουμένου ελαιώνος, ο έστιν εγγύς Ιερουσαλήμ, σαββάτου έχον οδόν» (Πραξ. α’,7-12).

Από τους άλλους ευαγγελιστές, μόνον ο Μάρκος γράφει ότι: «Μετά το λαλήσαι αυτοίς ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού» (ιστ’, 19).

Ως γεγονός, η Ανάληψη του Κυρίου, συνέβη πλησίον της Ιερουσαλήμ, στα περίχωρα της Βηθανίας, στο όρος των ελαιών και συγκεκριμένα 40 ημέρες μετά την Ανάστασή Του. Ο Κύριος εμφανιζόταν επί σαράντα ημέρες σε διαφόρους τόπους στους μαθητές Του, αλλά μετά την τελευταία εμφάνιση και ομιλία Του προς αυτούς, τους παρέλαβεν από τα Ιεροσόλυμα και οδήγησε «έξω έως εις Βηθανίαν», όπου και ανελήφθη ενώπιον των μαθητών του στους ουρανούς.

Έμμεση αναφορά της Αναλήψεως έχουμε βέβαια και σ’ άλλα χωρία της Κ. Διαθήκης, όπως το σπουδαιότερον είναι εκείνο το οποίο αναφέρει τα λόγια του Κυρίου προς την Μαρία την Μαγδαληνή: «Μη μου άπτου˙ ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου˙ πορεύου δε προς τους αδελφούς μου και ειπέ αυτοίς˙ αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα υμών και Θεόν μου και Θεόν υμών» (Ιω. κ’,17). Μάλιστα το ρήμα «αναβαίνω προς τον Πατέρα μου» είναι στον ενεστώτα και δηλώνει ότι λίαν προσεχώς έμελλε να αναβεί στους ουρανούς. Επίσης μνεία της Αναλήψεως έχουμε στην Α’ Τιμόθεον Επιστολή του Απ. Παύλου όταν γράφει: «Ανελήφθη εν δόξη» (Α’ Τιμ. γ’,16) και του Απ. Πέτρου όταν γράφει: «Ος εστιν εν δεξιά του Θεού πορευθείς εις ουρανόν» (Α’ Πετρ. γ’,22).

Η μεμαρτυρημένη δε Ανάληψη του Κυρίου με πολλά χωρία της Κ. Διαθήκης επικυρώνεται και με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και συγκεκριμένα με το έβδομο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως όπου ορίζεται: «Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός».

Ειδικότερα, ερμηνεύοντας τις θείες Γραφές, μανθάνουμε ότι ενώ ο Χριστός δίδασκε και καθωδηγούσε τους μαθητές Του με αιώνια ρήματα και διδάγματα και ενώ εκείνοι τον έβλεπαν, τον άκουγαν και τον παρακολουθούσαν, τότε ο Κύριος ήρεμα άρχισε να ξεχωρίζει τον εαυτόν Του απ’ αυτούς και με θεία μεγαλοπρέπεια άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό. Αυτή είναι η Ανάληψη και αυτό το γεγονός εορτάζουμε και πανηγυρίζουμε και ψάλλουμε υπέροχους ύμνους. Έκθαμβοι, απορημένοι, κατάπληκτοι οι μαθητές έβλεπαν αυτήν την ανάβαση του θείου Διδασκάλου και παρακολουθούσαν με ιερότατο δέος το άρρητο μεγαλείο της ανόδου αυτής του Κυρίου. Και τότε μία φωτεινή νεφέλη τον έκρυψεν από τα μάτια τους και αυτοί αισθάνθηκαν μία μεγάλη χαρά, μία γλυκύτητα στις ψυχές τους.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Χριστός τους μαθητές Του τους εξήγαγε για να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες της Αναλήψεώς Του, καθ’ ότι οι μαθητές δεν τον είδαν ανιστάμενο από τον τάφο επειδή η Ανάστασή Του θα αποδεικνυόταν από τις εμφανίσεις Του, ενώ για την Ανάληψη δεν θα είχαν άλλο αποδεικτικό τρόπο του γεγονότος αυτού, δηλαδή της ανόδου Του στους ουρανούς, αν δεν ήσαν παρόντες. Έβλεπαν οι μαθητές και οι λοιποί, οι οποίοι ήσαν την ώραν εκείνη, την ανάβαση του Κυρίου στον ουρανό και την νεφέλη ως βασιλικό όχημα, δεν είδαν όμως για πολύ χρονικό διάστημα τον Κύριον ανερχόμενο, αλλά καθώς στην Ανάσταση δεν είδαν την αρχή αλλά το τέλος, έτσι και τώρα είδαν την αρχή της Αναλήψεως, το δε τέλος δεν το έβλεπαν. Έπειτα την αρχή της Αναστάσεως ήταν περιττό να δούν, επειδή έβλεπαν κενό τον τάφο και τον ίδιον μπροστά τους ζώντα, την Ανάληψη όμως μέχρι τέλους δεν έβλεπαν, επειδή οι οφθαλμοί δεν ήσαν ικανοί να θεωρήσουν μακρύτερον στο ύψος. Γι’ αυτό και οι δύο άγγελοι οι λαμπροφορεμένοι, «εν εσθήτι λευκή» τους είπαν: «Άνδρες, Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ’ ημών εις τον ουρανόν; ούτως ελεύσεται, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν» (Πραξ. α’,11). Μάλιστα τότε, ο Κύριος «επάρας τας χείρας αυτού ευλόγησε αυτούς». Αξίζει να προσέξουμε ότι είναι εξαιρετικά σπουδαίο το σημείο αυτό, καθ’ ότι η ευλογία του Κυρίου ως Αρχιερέως είναι ευλογία η οποία αφορά όλους τους πιστούς, γιατί οι μαθητές αντιπροσωπεύουν όλους μας. Το κείμενο αναφέρει ότι: «Και εγένετο εν τω ευλογείν αυτούς» που σημαίνει ότι ο Κύριος τους ευλογούσε συνεχώς αλλά και εξακολουθεί και τώρα να μας ευλογεί. Και δεν υπάρχει ιερότερο γεγονός από το να ευρισκόμεθα διηνεκώς υπό την ευλογία του Κυρίου. Ακόμη, το ρήμα «διέστη απ’ αυτών» σημαίνει απόσταση ολοένα και αυξανομένη, η οποία καταλήγει στην απομάκρυνση, στην άνοδο στους ουρανούς, όχι βέβαια σε φυγή. Και έπρεπε ν’ ανέλθει ο Χριστός στους ουρανούς, γιατί όπως ο Ίδιος είχε ειπεί, ούτε ο άλλος, ο Παράκλητος  ουκ ελεύσεται προς υμάς» (Ιωάν . ιστ’ 7).

Με την Ανάληψη λοιπόν, έχουμε το τελευταίο γεγονός της επί γης παρουσίας του Κυρίου και την αρχή της ανυψώσεώς Του στη θεία δόξα. Στις «Πράξεις» χρησιμοποιείται μάλιστα ένα άλλο ρήμα για το γεγονός της Αναλήψεως. Υπάρχει το ρήμα: «επήρθη». Δηλαδή υψώθηκε από την γη σιγά – σιγά και βαθμιαίως εισήλθε στη δόξα Του και «εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού», ακριβώς διότι ήταν ισότιμος και σύνθρονος και ομόδοξος με τον Θεόν Πατέρα. Το σημαντικόν όμως είναι ότι ως συνάναρχος Υιός και Λόγος του ανάρχου Θεού Πατρός βεβαίως ουδέποτε έπαυσε να υπάρχει εκ δεξιών του Πατρός. Τώρα ωστόσο ανέρχεται ως Θεάνθρωπος, φέροντας ενωμένη αχωρίστως μετά της θεότητός Του και την θεωθείσα ανθρωπίνη φύση Του, την οποία προσέλαβε με την ενανθρώπησή Του. «Ανελήφθη εν δόξη» και αυτό το θριαμβευτικό γεγονός δηλώνει ότι ανύψωσε ο Κύριος και την ανθρωπίνη φύση. Και βέβαια ο Ίδιος μας βεβαίωσε ότι εκεί πλησίον Του θα είναι και οι πιστοί χριστιανοί, όπως είπε στους μαθητές Του, ότι αποθνήσκω χάριν υμών «ίνα όπου ειμι εγώ και υμείς ήτε» (Ιω. ιδ’,3) αλλά και στην αρχιερατική προ της θυσίας Του προσευχή παρεκάλεσε τον Ουράνιο Πατέρα Του «Πάτερ ούς δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι» (Ιω. ιζ’,24)

Έτσι, η εορτή της Αναλήψεως υποδηλώνει ότι έχουμε προοπτική. Προοπτική θεώσεως. Είμεθα και ημείς δεκτοί στη θεία δόξα. Οι ουρανοί δεν είναι κλειστοί. Ο Χριστός μας τους άνοιξε και μας τίμησε να απολαύσουμε τις θείες δωρεές της μεγαλωσύνης και φιλανθρωπίας Του. Ιδού ο πλούτος της θείας αγάπης! Εκεί όπου με την Ανάληψή Του εισήλθε ο Κύριος, εκεί υποδεικνύει και επιθυμεί να εισέλθουμε και ημείς, οι πιστοί όλων των αιώνων. Και επειδή η κεφαλή της Εκκλησίας, ο Χριστός, βρίσκεται τώρα στην αιώνια δόξα, γι’ αυτό και ο Απ. Παύλος εκφράζεται για την μέλλουσα δόξα που επιφυλάσσει ο Κύριος στα μέλη της Εκκλησίας Του, ως να είναι από τώρα τετελεσμένο γεγονός. Γράφει: «συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. β’,6), δηλαδή μας έβαλε να καθίσουμε μαζί του στην επουράνια δόξα. Ο Χριστός, συνεπώς, με την Ανάληψή Του ανύψωσε και μας πάνω στον θρόνο της θεότητος. Μας ανύψωσε όχι τοπικώς αλλά τροπικώς, πνευματικώς, την ανθρώπινη φύση, μας δόξασε και μας χάρισε την θέωση. Όλα πλέον είναι αγιασμένα. Ως λέγουν οι θεοφόροι Πατέρες, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ανεβίβασεν «άπαν το ανθρώπινον εις τους ουρανούς». Ο Μ. Αθανάσιος λέγει: «Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον Αδάμ απεργάσητε». Άρχισε από το σπήλαιον της Βηθλεέμ στη γη την σωτηρία του ανθρώπου και τον φέρνει τώρα στη δόξα «εν τοις επουρανίοις». Και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει στον λόγο του «Εις την Ανάληψιν του Κυρίου», ότι «ολοκληρώθηκε πιά το μυστήριο του θανάτου και πραγματοποιήθηκε η νίκη κατά των εχθρών και υψώθηκε το εναντίον τους τρόπαιο, ο σταυρός, και ανέβηκε ψηλά αυτός που αιχμαλώτισε πολλούς αιχμαλώτους, αυτός που έδωσε τη ζωή και τη βασιλεία, αυτά τα αγαθά δώρα στους ανθρώπους» (ΕΠΕ, τ.11, σ.45). Ο δε Ι. Χρυσόστομος αναφέρει στην Α’ ομιλία του «Εις την Ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού: «Δε βλέπεις αυτήν την απόσταση ανάμεσα στον ουρανό και στη γη; Καλύτερα όμως ας αρχίσουμε από κάτω. Δε βλέπεις πόση είναι η απόσταση από τον άδη μέχρι τη γη; και από τη γη πάλι μέχρι τον ουρανό; και από τον ουρανό πάλι μέχρι τον ψηλότερο ουρανό; και από εκείνον μέχρι τους αγγέλους, τους αρχαγγέλους, τις ουράνιες δυνάμεις και μέχρι σ’ αυτόν το θρόνο του Θεού; Σ’ αυτήν όλη την απόσταση και σ’ αυτό το ύψος ανέβασε το ανθρώπινο γένος» (ΕΠΕ, τομ. 36, σ.215).

Η Ανάληψη, κατ’ ακολουθίαν, είναι το αποκορύφωμα της λυτρωτικής αυτής πορείας προς πλήρη ανακαίνιση και ανάπλαση και αφθαρτοποίηση της ανθρωπίνης φύσεως. Από την ημέρα της Αναλήψεως, ο άνθρωπος πλέον δεν είναι απλός ένας κάτοικος της γης αυτής. Είναι πολίτης του ουρανού. Μετέχει του ουρανίου πολιτεύματος. Καθίσταται κοινωνός της θεότητος.

Η εορτή αυτή, αληθώς, είναι ένδοξη και υψηλή. Υπερβαίνει την ανθρώπινη διάνοια. Τω όντι, ο Κύριος, την απαρχή της ανθρωπίνης φύσεως ανήγαγε στον άναρχο Πατέρα και όλο το ανθρώπινο γένος έλαβε την χάρι και την πλούσια ευλογία διά του αναληφθέντος Ιησού Χριστού. Η ευχή, λοιπόν, είναι: Μακάρι, όλοι μας, να καταστούμε άξιοι, όπως υπαντήσουμε «εν νεφέλαις» τον Κύριον και πάλιν ερχόμενον απ’ ουρανού μετά πασών των αγγελικών δυνάμεων και ν’ απολαύσουμε της μακαρίας δόξης και ευφροσύνης. ΑΜΗΝ.