Μητροπολίτης Μάνης: Η συμβολή της Εκκλησίας στη διαιώνιση της αξίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

Του Σεβ. Μητροπολίτη Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Με αφορμή δημοσιεύματα σχετικά με την αξία και χρησιμότητα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γενικότερα της κλασικής παιδείας, τα οποία προκλήθηκαν, μετά την γνωστή απόφαση του Πανεπιστημίου του Princeton, αξίζει να παραθέσουμε μερικές σκέψεις για την συμβολή της Εκκλησίας στη διαφύλαξη και διάδοση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας ανά τους αιώνες.

Τυγχάνει αδήριτο γεγονός, ότι η Εκκλησία, ήταν και είναι, ένα θερμοκήπιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αποδεικτικά στοιχεία αποτελούν:

α). Το Ιερό Ευαγγέλιο β). Οι Έλληνες Πατέρες γ). Η υμνολογία δ). Οι αντιγραφείς των μοναστηρίων ε). Τα επίσημα κείμενα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας.

Και κατά πρώτον, η γλώσσα των Ιερών Ευαγγελίων είναι η «κοινή» ελληνική γλώσσα, ως εξέλιξη της αττικής διαλέκτου, η γλώσσα η οποία χρησιμοποιείτο σ’ όλα τα κέντρα του ελληνιστικού κόσμου.

Και τα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης, ως π.χ. οι Πράξεις των Αποστόλων και οι Επιστολές του Απ. Παύλου διακρίνονται για την εκφραστικότητα, την ελαστικότητα και εν γένει ωραιότητα της ελληνικής γλώσσας.

Αποτελεί ύψιστο πνευματικό προνόμιο και ευεργέτημα ότι έχουμε εμείς οι Έλληνες, πρώτοι, το Ιερό Ευαγγέλιο στη γλώσσα μας.

Έπειτα, επί κεφαλής της όλης παρατάξεως της σπουδής και γραφής των ελληνικών γραμμάτων ήσαν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας. Είναι αυτοί, οι οποίοι με τις ελληνικές σπουδές τους, με την βαθειά τους κλασική παιδεία διεμόρφωσαν κατ’ άριστον τρόπον την καθόλου θύραθεν και χριστιανική σύνθεση του αποκαλουμένου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.

Ως έγραφε ο κορυφαίος Άγγλος ιστορικός, ο Macaulay, «τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας είναι εφάμιλλα προς όλην την υπάρχουσαν φιλολογία της καλυτέρας εποχής της Ελλάδος, από του Ομήρου μέχρι του Αριστοτέλους». (Τhe life and letters of Lord, t. B’, London 1876).

Έτσι από το περίφημο έργο του Μεγ. Βασιλείου «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», τους υπέροχους λόγους του Ι. Χρυσοστόμου, του «Δημοσθένους της Εκκλησίας», μέχρι την «Μυριόβιβλον» του Φωτίου, αλλά και τα πατερικά έργα των κατοπινών αιώνων, η αρχαία ελληνική γλώσσα βρήκε τον «φύλακα άγγελόν» της στα πολύτιμα συγγράμματα, όλων των ειδών, των θεοφόρων αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.

Και τούτο, γιατί όλοι τους, είχαν αισθανθεί την ακρίβεια, την μορφή και το περιεχόμενο, τουτέστιν το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, την μορφωτική δύναμή της, την διεύρυνση του πνεύματος, την βελτίωση του ανθρώπου, την κριτική σκέψη που φέρουν τα αρχαία ελληνικά.

Από κοντά και η υμνογραφία και η υμνολογία της λατρείας της Εκκλησίας, η όλη εκκλησιαστική ποίηση, η οποία αποτελεί απαύγασμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

Αυτό το ιδιαίτερο φιλολογικό είδος, οι ύμνοι, όπως έχουν γραφεί και αποτυπωθεί από τους κατόχους της κλασικής γλώσσας, κυριολεκτικά, όχι μόνον λειτουργούν ως φύλακες της γλώσσας αλλά συνάμα έχουν την δύναμη να μιλούν στη ψυχή του πιστού.

Και το παράδοξο είναι ότι μπορεί ο πιστός να είναι και αγράμματος, αλλά η εκκλησιαστική αυτή ποίηση κρύβει με τις λέξεις της ένα μυστήριο που συνέχει και μυσταγωγεί τις ψυχές. Ως να έχουν πνευματοποιηθεί αυτές οι λέξεις της γλώσσας μας και τελικά να λειτουργούν ως μελωδία της ψυχής.

Ένα άλλο αξιόλογο σημείο, το οποίο αξίζει να υπενθυμίσουμε είναι η με κάθε εμβρίθεια μελέτη και αντιγραφή από τους μοναχούς της όλης κληρονομιάς της κλασικής αρχαιότητος.

Με άφθαστη υπομονή και φιλεργία στις Ιερές Μονές περισυνελέγησαν από παντού και ανεγράφησαν με εξαιρετική επιμέλεια, πλείστα κείμενα των αρχαίων φιλοσόφων, ποιητών, ιστορικών και εν γένει συγγραφέων και έτσι πλούτισαν πολλές βιβλιοθήκες, μελετήθηκαν οι αρχαίοι συγγραφείς και διεσώθη η ελληνική γλώσσα αλλά και όλη αυτή η πνευματική εργασία απετέλεσε την βάση της διανόησης και των νεοτέρων χρόνων και δη της Αναγεννήσεως.

Ενδεικτικό παράδειγμα τυγχάνει η περίφημη Μονή του Στουδίου, όπου λειτουργούσε εργαστήριο αντιγραφής κωδίκων υπό την διεύθυνση του ηγουμένου οσίου Θεοδώρου με τις ειδικότητες των καλλιγράφων, ταχυγράφων, οξυγράφων και χρυσογράφων.

Αξίζει, τέλος, να σημειώσουμε, ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα διεσώθη και επεβίωσε και χάριν της διατηρήσεώς της στα επίσημα κείμενα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας. Πρόκειται κάθε φορά για κείμενα τα οποία τυγχάνουν δείγματα της συζεύξεως αληθείας της πίστεως της διδασκαλίας της Εκκλησίας και των κλασικών γραμμάτων.

Τω όντι, τα αρχαία ελληνικά, ως πηγή εμπνεύσεως, ως γλωσσικό θυσαύρισμα, ως πολιτιστική ιδιοπροσωπία μας, είναι απολύτως δίκαιο να ισχυρισθούμε ότι ουδόλως είναι προγονοπληξία ή τι το νεκρόν. Πικρή η αλήθεια: Όποιος δεν γνωρίζει αρχαία ελληνικά έχει έλλειμμα.

Γι’ αυτό και συνιστά οιονεί έγκλημα η προσπάθεια ποσοτικής και ποιοτικής μειώσεως ή παραγκωνισμού των κλασικών σπουδών και δη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

Ένας βασικότατος λίθος του οικοδομήματος της συνοχής του ελληνισμού, είναι και η ενιαία ελληνική γλώσσα από της απωτάτης αρχαιότητος μέχρι σήμερα. Και η Εκκλησία, τα μέγιστα, συντελεί στη διατήρηση του λίθου αυτού.