Μητροπολίτης Μάνης: Η σαγήνη της Εκκλησίας

Του Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Διατυπώνεται από πολλούς το ερώτημα: Τι κάνει σήμερα η Εκκλησία; Ασφαλώς και τούτο είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Και στα μεγάλα βέβαια ερωτήματα, εάν σπεύσει κανείς να απαντήσει με ένα εύκολο ναί ή ένα όχι, τότε αδικεί το θέμα. Τέτοια ερωτήματα απαιτούν πολλές διευκρινίσεις.

Τι κάνει, λοιπόν, η Εκκλησία μέσα στον κόσμο; Ο Ίδιος ο Κύριος, εν προκειμένω, θα δώσει την απάντηση παραβολικώς: «Πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών σαγήνη βληθείση εις την θάλασσαν και εκ παντός γένους συναγαγούση· ην, ότε επληρώθη, αναβιβάσαντες αυτήν επί τον αιγιαλόν και καθίσαντες συνέλεξαν τα καλά εις αγγεία, τα δε σαπρά έξω έβαλον» (Ματθ. ιγ’ 47-48). Ακριβώς με την εικόνα αυτή, της σαγήνης, ο Κύριος παρουσιάζει την «βασιλεία των ουρανών», που είναι η Εκκλησία Του, γιατί ακριβώς επειδή η Εκκλησία είναι μέγα «μυστήριον», προσεγγίζεται μόνο με παραβολές και εικόνες.

«Σαγήνη», λοιπόν, η Εκκλησία. Αλλά τι είναι η σαγήνη; Πρόκειται για ένα δίχτυ, με το οποίον οι ψαράδες, ψαρεύουν τα ψάρια. Είναι το δίχτυ της τράτας. Οι ψαράδες, δηλαδή, ρίχνουν το δίχτυ στη θάλασσα και μετά το σύρουν στη στεριά. Καθώς όμως το σύρουν, περιχωρούν ψάρια πρώτης ποιότητος, δευτέρας, άλλα ακατάλληλα για φαγητό, φίκια μερικές φορές και ακόμη και άλλα αντικείμενα. Το δίχτυ της τράτας σαρώνει κυριολεκτικά το βυθό της θάλασσας. Και βέβαια αφού το σύρουν στη στεριά, τότε οι ψαράδες κάνουν στη συνέχεια την διαλογή των ψαριών.

Έτσι κατά αλληγορικόν τρόπον, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Χριστός, είναι ο Μεγάλος Ψαράς που με το κήρυγμά του ρίχνει το δίχτυ της «αλιείας ψυχών». Είναι ο Αλιεύς των ψυχών! Έπειτα οι μαθητές Του, οι ποιμένες, συνεχίζουν το έργον της αλιείας ψυχών. Άλλωστε, στο κάλεσμά Του προς τους ψαράδες της Γεννησαρέτ είπε: «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. δ’, 19).

Και είναι φυσικό το δίχτυ του κηρύγματος του Ευαγγελίου του Χριστού, να γεμίζει τη σαγήνη με πλήθος ψυχών. Αλλά βέβαια, όπως μέσα στο δίχτυ της τράτας περιχωρούν ψάρια πρώτης και δευτέρας ποιότητος, άχρηστα και σαπρά, φίκια και άλλα αντικείμενα, έτσι και στην σαγήνη της Εκκλησίας περιχωρούν ψυχές αγιασμένες, καλές, αλλά και ψυχές αμαρτωλές. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία, ως θεανθρώπινος οργανισμός, περιέχει και θεία και ανθρώπινα στοιχεία. Περιχωρεί το άγιον και το αμαρτωλόν. Επομένως να μη περιμένει κανείς να βρεί μόνον τους αγιασμένους και τους καλούς, αλλά και τους κακούς και ασεβείς. Η αγάπη και η ευσπλαγχνία του Θεού δέχεται τους πάντες.

Ωστόσο, υπάρχει μία ουσιαστική διαφορά μεταξύ της σαγήνης της τράτας των ψαράδων και της σαγήνης ως Εκκλησία. Το δίχτυ της τράτας συλλαμβάνει ψάρια σε θάνατο και ακόμη τα ψάρια μέσα στο δίχτυ αυτό, δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν από δευτέρας ποιότητος και να γίνουν πρώτης ή από άχρηστα, να γίνουν χρήσιμα. Η σαγήνη, η Εκκλησία όμως, συλλαμβάνει ψυχές για τη ζωή και υπάρχει περίπτωση και ελπίδα να αλλάξουν, να μεταμορφωθούν διά της μετανοίας και της χάριτος του Θεού, διά του Ιησού Χριστού. Να γίνουν από δευτέρας ποιότητος, πρώτης· από αμαρτωλοί, άγιοι, από άδικοι και από ασεβείς, ενάρετοι. Έπειτα ισχύει και τούτο. Ενόσω η σαγήνη ευρίσκεται στη θάλασσα του ανθρώπινου βίου, αποκλείεται η διαλογή. Θα περιχωρούν και θα συνυπάρχουν: Μέλη τίμια και μέλη άτιμα. Μέλη ευσχήμονα και μέλη ασχήμονα. Μέλη υγιή και μέλη ασθενή. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού, όπως θέλημά Του είναι να βρέχει επί δικαίους και αδίκους και να ανατέλλει τον ήλιον επί αγαθούς και πονηρούς (Ματθ. ε’, 45). Η διαλογή θα γίνει στα έσχατα, στην συντέλεια του αιώνος, στη μεγάλη εκείνη ημέρα της κρίσεως.

*

Χρειάζεται όμως και μία άλλη διευκρίνηση. Η σαγήνη για την οποία μιλάμε και παρομοιάζεται η Εκκλησία, για να είναι χρήσιμη και να φέρει σε πέρας τον σκοπό της, είναι ανάγκη να βυθιστεί στη θάλασσα. Είναι συνεπώς κάτω από το ύδωρ. Είναι κρυμμένη. Έτσι και η Εκκλησία, μέσα στον κόσμο είναι ένα «μυστήριον αποκεκρυμμένον». Δηλαδή, δεν είναι κάτι φανερό. Δεν είναι κάτι που μετρείται με αριθμούς. Δεν είναι κάτι που ζυγίζεται με σταθμά. Δεν είναι κάτι στατικόν. Δεν μπορείς να καταγράψεις τα στάδια, μέσα στα οποία κινείται, τις κατακτήσεις που κάνει, τις επιτυχίες που πραγματοποιεί. Πως μπορεί να φανεί η «συντριβή» μιάς καρδιάς, τουτέστιν η μετάνοια, η αναζήτηση και η δίψα του Θεού, η επιστροφή στη δυναμική της πνευματικότητας, αφού είναι εσωτερικό θέμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν μπορείς με τους ιστορικούς νόμους να διατυπώσεις πάντοτε την επίδρασή της, δεν μπορείς με ανθρώπινα, νομικά κριτήρια να κρίνεις, όπως άλλα ρεύματα και συστήματα φιλοσοφικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, πολιτικά, κ.α.

Το γεγονός της Εκκλησίας θέλει μια άλλη θεώρηση, θέλει μια αποκρυπτογράφηση. Για να γνωρίσεις αυτό το μυστήριο χρειάζεται να έχεις πεφωτισμένους τους οφθαλμούς της καρδίας, όπως λέγει ο Απ. Παύλος (Εφεσ. α’, 18) ή ειδική «διάνοια», όπως προσθέτει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (Α’ Ιω. ε’, 20). «Όρασις ψυχής» χρειάζεται. Έτσι, μόνον εκείνοι που διαθέτουν «όραση ψυχής», οι «βλέποντες» και οι «ορώντες», μπορούν να πλησιάσουν και να δούν τι κάνει η Εκκλησία στον κόσμο. Γιατί, όπως είπεν ο Κύριος, υπάρχουν και «οι μη βλέποντες» και «οι μη ορώντες». Τέτοιοι αντιπροσωπευτικοί τύποι ήσαν βέβαια οι Φαρισαίοι, της εποχής του Κυρίου, οι αρχιερείς και γραμματείς και οι σταυρωτές του Κυρίου. Εγίνοντο πολλά, πάρα πολλά και εκείνοι δεν έβλεπαν τίποτα. Έτσι και σήμερα γίνονται πολλά, εκτός από τα φιλανθρωπικά και πολιτιστικά και πάρα πολλά πνευματικά και ακόμη και θαύματα, και πολλοί δεν βλέπουν τίποτα. Κυρίως δεν διαισθάνονται τις πνευματικές αλλοιώσεις στις ψυχές πολλών συνανθρώπων μας.

Βεβαίως υπάρχει μία απορία: Γιατί δεν μπορούν να τα δούν και να τα ψηλαφίσουν οι πάντες; Το γιατί, όμως, το είπεν ο Χριστός σε μία μεγάλη ώρα, μπροστά στον αντιπρόσωπο της κοσμικής εξουσίας, μπροστά στον Πιλάτο. Όταν ρωτήθηκε ο Κύριος, συ τι είσαι και τι κάνεις; Τότε είπεν ένα βαρυσήμαντο λόγο, που ίσως να μην τον έχουμε ζυγίσει όσο πρέπει: «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιωάν. ιη’ 36). Είναι μία βασική αλήθεια αυτή. Η όλη υπόθεση της Εκκλησίας είναι κάτι που έχει αλλού τις ρίζες της, δεν εγκαθιδρύεται όπως τα άλλα πολιτεύματα, τα ανθρώπινα, ώστε να μπορεί να πολιτογραφηθεί στα δελτία αυτού του κόσμου.

Και σε άλλο σημείο, είπε πάλιν, ο Χριστός: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστι» (Λουκ. ιζ’ 21). Τούτο συμπληρώνει την φράση του Ιησού μπροστά στον Πιλάτο. Η βασιλεία Του, βασικώς και πρωτίστως, είναι κάτι εσωτερικό. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνήσεις με άδολη διάθεση και ειλικρινή ελατήρια, για να βρείς μέσα σε ποιες ψυχές κατοικεί αυτό το μυστήριον και τι ρόλο παίζουν οι ψυχές αυτές, μέσα στην ανθρώπινη ζωή.

Οι πολίτες της βασιλείας του Θεού είναι καταχωρημένοι σε «αόρατα» και «μυστικά αρχεία», τουτέστιν τα πνευματικά, που δεν φαντάζουν και δεν γεμίζουν το ανθρώπινο μάτι. «Η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (Κολοσ. γ’ 3), θα γράψει ο θείος Παύλος. Έτσι η ιστορία της Εκκλησίας παρουσιάζει μόνο μερικές πλευρές του μυστηρίου του Θεού μέσα στον κόσμο, όσον αφορά κυρίως τα διοικητικά ζητήματα, που είναι πράγματα χειροπιαστά. Το κύριο μέρος, όμως, δεν συλλαμβάνεται, όπως ένας ιστορικός μπορεί να συλλάβει και να διατυπώσει την ζωή ενός έθνους ή ένας κοινωνιολόγος να περιγράψει τις ανθρώπινες συμπεριφορές μιάς κοινωνίας. Γι’ αυτό και ο Κύριος, κάθε φορά που κάνει λόγο γι’ αυτό το καινούργιο πολίτευμα, ομιλεί με Παραβολές.

Τελικά, τω όντι, η Εκκλησία είναι η μεγάλη σαγήνη που δοκιμάζει την πίστη μας ή και την απιστία μας. Το ναί ή το όχι στην κλήσι του Θεού. «Διά πίστεως γαρ περιπατούμεν ου διά είδους» (Β’ Κορ. 5, 7), θα πεί ο Απ. Παύλος. Αυτός είναι ο τρομερός λόγος που κάνει πολλούς να βρίσκονται σε κατάσταση αμφιβολίας και προβληματισμού. Αυτός ο λόγος «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Είναι μία πέτρα προσκόμματος.

*

Αλλά η Εκκλησία, τελικά, όπως διαπιστώνουμε από το Ι. Ευαγγέλιο και την πατερική διδασκαλία, περιβάλλει όλους τους ανθρώπους, με πολλή κατανόηση και αποβλέπει πάντοτε στη σωτηρία τους. Ο λόγος της δεν είναι μισαλλόδοξος και αναχρονιστικός, όπως αβασάνιστα και επιπόλαια μερικοί κονδυλοφόροι διατείνονται. Η Εκκλησία έρχεται και ευλογεί την πρόοδο και καταφάσκει την επιστημονική έρευνα.

Και το σπουδαιότερο της Εκκλησίας είναι η αγιαστική δύναμή της, η νίκη κατά της αμαρτίας και του θανάτου. Αυτό είναι το μέγιστο που δίνει η Εκκλησία. Μεταδίδει την αθανασία. Γι’ αυτό υπάρχει και γι’ αυτό δρα στον κόσμο. Ένας δε αρνητισμός, που παρουσιάζεται ενίοτε για την Εκκλησία, αυτός είναι φυσικό να προέρχεται από αδαείς ανθρώπους, ακαλλιέργητους περί την εκκλησιολογία. Αν, αυτοί οι άνθρωποι, είχαν επίγνωση τι κάμνουν, μία ημέρα ειλικρινώς θα έκλαιγαν πικρώς και θα επαναλάμβαναν τα εξομολογητικά λόγια του Ι. Αυγουστίνου: «Αργά σε αγάπησα, Θεέ μου, και εσύ ήσουν μέσα στην ψυχή μου και εγώ ήμουν στραμμένος έξω». Ωστόσο, η Εκκλησία ξέρει και αφουγκράζεται και τους αρνητές και τους απίστους. Ξέρει, να σπογγίζει τα δάκρυα, γιατί σ’ αυτή, μία ημέρα, θα φθάσουν οι φθαρμένες εικόνες του Θεού και θα ζητήσουν την συγχώρηση και το θείο έλεος.

Ξέρει, να προσλαμβάνει την αμαρτωλή ανθρώπινη φύση και να την αναγεννά. Ξέρει, ότι ο Θεός και αυτούς που πολεμούν την Εκκλησία, που επιμένουν σ’ ένα αντικληρικαλισμό, ο,τι τους αναμένει. Ξέρει, ότι θα έλθει η ώρα και γι’ αυτούς. Ίσως δεν είναι ακόμη, γιατί ο Θεός αλλιώς μετράει τον χρόνο. Έχει δικό του χρονόμετρο. Άλλωστε το «μετανοείτε» του Χριστού, δεν σημαίνει «μετανοήσατε» μια φορά. Σημαίνει ζωή συνεχούς μετάνοιας. Σημαίνει ολοκληρωτική επιστροφή στο σπίτι του Πατέρα, του απομεμακρυσμένου ανθρώπου, όταν θα έλθει «εις εαυτόν». Τότε, μόνον τότε, θα φθάσει και θα πεί ο άνθρωπος αυτός: Μα τι κάνω εγώ τώρα; Τι λέω; Τι γράφω; Γιατί γελάω; Γιατί περιφρονώ; Γιατί σκανδαλίζω συνειδήσεις; Γιατί πληγώνω ψυχές; Γιατί κατακρίνω; Αλλ’ αυτή η εσωτερική συντριβή θα ελκύσει τη χάρι. Θα φύγει το σκοτάδι και θα έλθει το φως.

Σαγήνη, λοιπόν, η Εκκλησία και αυτή η σαγήνη δεν υφίσταται τη φθορά του χρόνου. Η Εκκλησία, αιώνες τώρα, πριν από κάθε κρατική υπόσταση και συνταγματική αναφορά, υπάρχει και δρα και προσεύχεται και πορεύεται, γιατί είναι άλλη πραγματικότητα. Βρίσκεται στον κόσμο, αλλά δεν είναι εκ του κόσμου και «ουκ έστιν βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χάρι εν Πνεύματι αγίω» (Ρωμ. ιδ’, 17). Κύρια πατρίδα έχει τον «καινό» ουρανό, στον μέλλοντα αιώνα και κατά τούτο διακρίνεται από της ευδαιμονίας, της περιοριζομένης επί της γης αυτής.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη από διακηρύξεις, και από συγκυβερνήσεις, ούτε από οπαδούς ούτε από εξορθολογισμούς. Εκείνη νοεί τα υπέρ αίσθησιν και ποδηγετεί τον άνθρωπο να λάβει την τέλεια του Θεού επίγνωση, γι’ αυτό και αποκαλύπτεται, φανερούται «εν τοις μυστηρίοις», γιατί δεν μυσταγωγεί το ανθρώπινο, αλλά το θεανθρώπινο. Το μεγάλο θέμα είναι να επιτύχουμε να ζούμε, όχι όπως εμείς θέλουμε και πολιτευόμαστε, αλλ’ όπως υπαγορεύει η Εκκλησία. Αλήθεια, το μπορούμε; Αν ναί, τότε είμαστε όντως ελεύθεροι και μακάριοι. Είμαστε άνθρωποι του μέλλοντος αιώνος.

Ζωτική, κατ’ ακολουθίαν, συνέπεια της πίστεώς μας στο Θεό, όταν λέμε ότι πιστεύουμε, είναι η αναφορά μας και ο σύνδεσμός μας με την Εκκλησία. Γιατί έχει λεχθεί ότι δεν μπορεί νάχει το Θεό Πατέρα, όποιος δεν έχει την Εκκλησία μητέρα (Ι. Κυπριανός). Αυτή είναι η εντελέχεια που μένει στον αιώνα και μας δείχνει το αιώνιο. Ρώτησαν κάποτε έναν άγιο γέροντα: «Συ τι κάνεις τώρα εδώ;» Και εκείνος απάντησε: «Ετοιμάζω τον λόγο που θα πω στο Θεό». Αν το σκεφθούμε αυτό, όποιοι και όπως και αν είμαστε μέσα στη σαγήνη, που είναι η Εκκλησία, ασφαλώς και θα ‘χει ύψιστη αξία, ένα «ιλάσθητι» και ένα «μνήσθητι». Και αυτά, προφθάσωμεν, πριν «ηχήσουσι σάλπιγγες» και πριν το «φοβερόν λογοθέσιον», όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου.