Μητροπολίτης Μάνης: Ένα μάθημα για τον Χριστό από τον Μέγα Αθανάσιο

του Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Είχε δίκαιο, ο εθνικός μας ιστορικός, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, όταν έγραφε, ότι ο Μέγας Αθανάσιος, «απέβη ο αγιώτερος των ηρώων ή μάλλον ο ηρωικώτερος των αγίων» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 2, σελ. 510), και πολύ περισσότερο είχε δίκαιο, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν έλεγε: «Αθανάσιον επαινών αρετήν επαινέσομαι˙ ταυτόν γαρ εκείνόν τε ειπείν και αρετήν επαινέσαι» (ΒΕΠΕΣ 59, 148).

Ο Μέγας Αθανάσιος, ο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, είναι αναντιρρήτως μία εκ των περιφανεστέρων προσωπικοτήτων της Εκκλησίας. Φλογερός μαχητής και ομολογητής της ορθοδόξου πίστεως, έλυσε θεμελιώδη προβλήματα και θέματα της Εκκλησίας, αντιμετώπισε επιτυχώς την φοβερή αίρεση του Αρείου και θεμελίωσε πολύ ουσιαστικά την ορθόδοξη χριστιανική τριαδολογία, ήδη από τον 4ο αιώνα. Υπέστη βέβαια πολλές διώξεις και εξορίες, αλλά πάντοτε παρέμενε με ακατάβλητο θάρρος, με αδαμάντινο χαρακτήρα, με ακλόνητη πίστη, με ακάματη σταθερότητα στην ορθόδοξη διδασκαλία. Εκοιμήθη το 373, δράσας ως Επίσκοπος 45 ολόκληρα έτη, εκ των οποίων διήλθε πλέον των 15 στην εξορία. Στις 18 Ιανουαρίου τιμάται από την Εκκλησία η μνήμη του και στις 2 Μαίου η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του.

*

Ωστόσο, στις ημέρες μας ελκύει την προσοχή μας ένα θέμα στο οποίο χρειάζεται πολλή καθοδήγηση και χριστιανική μόρφωση και αυτό το θέμα είναι το Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Το Πανάγιον Πρόσωπον, το οποίο συνεχώς βάλλεται ή κακοποιείται ή εμπαίζεται ή δέχεται τα πυρά της τυραννίας του ορθού λόγου. Επί πλέον κυκλοφορεί και μία αντιευαγγελική ρητορική και φρασεολογία περί του Ιησού Χριστού και πολύς κόσμος εξακολουθεί να βρίσκεται σε άγνοια ή ημιμάθεια ή και σε αποξένωση από το θεανδρικό Πανάγιον Πρόσωπο του Κυρίου.

Κατά συνέπειαν, τυγχάνει αρήδιλος ανάγκη να αναθερμανθεί η αλήθεια περί του Χριστού, ως του Μοναδικού Λυτρωτού των ανθρώπων από την αμαρτία και τον θάνατο. Πλείστοι λησμονούμε ότι ο Χριστός είναι το Α και το Ω πάσης θεωρίας και πάσης ζωής, ότι είναι για τον καθένα μας το Φως, η Αλήθεια, η Ζωή, το Ύδωρ, η Ανάστασις, η Αγάπη, ο Άρτος της ζωής μας. Λησμονούμε ότι «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον τοις ανθρώποις, εν ω δεί σωθήναι ημάς» (Πραξ. δ’,12).

Και το Όνομα, «το υπέρ παν όνομα» είναι ο Χριστός. Έπειτα έχει διαπιστωθεί και τούτο, ότι λόγος περί Θεού ή περί θρησκείας ασφαλώς και γίνεται. Αλλά λόγος περί του Χριστού αποφεύγεται. Οδηγούμεθα ολίγον κατ’ ολίγον σε μία αποχριστιανοποίηση της κοινωνίας. Η εν Χριστώ ζωή θεωρείται πολλάκις εμπόδιο για την ανομία μας, για την επιβολή της πολύμορφης αμαρτίας. Ο Χριστός βρίσκεται σε εξορία, μακράν του ιδιωτικού, οικογενειακού, επαγγελματικού και δημόσιου βίου. Ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος και υλόφρων άνθρωπος διαπιστώνουμε ότι δεν θέλει τον Χριστό στη ζωή του.

*

Γι’ αυτό, αξίζει να αφήσουμε τον Μέγα Αθανάσιο να μας οδηγήσει και πάλιν στη ζώσα χριστοκεντρικότητα. Οδηγός είναι τα σπουδαιότατα συγγράμματά του. Σ’ αυτά, κυρίως στο «Περί ενανθρωπήσεως», στο «Κατά αρειανών Α’ – Γ’», στο «Περί της εν Νικαία Συνόδου» αλλά και σε ομιλίες του όπως «Εις το πάθος του Κυρίου και εις τον Σταυρόν», ο σοφός Πατήρ της Εκκλησίας, αληθώς, έρχεται και μας καθοδηγεί στην σώζουσα αλήθεια περί του Προσώπου του Ιησού Χριστού. Ο μέγας αυτός Ιεράρχης στηρίζεται στην Αγία Γραφή καθ’ ότι γράφει: «Οι Γραφές διά θεολόγων ανδρών παρά Θεού ελαλήθησαν και εγράφησαν˙ ημείς δε παρά των αυταίς εντυγχανόντων θεοπνεύστων διδασκάλων, οι και μάρτυρες της Χριστού θεότητος γεγόνασι, μαθόντες μεταδίδομεν» (Περί ενανθρωπήσεως, PG 25, 196).

*

Έπειτα, αν στην αιρετική του δοξασία, ο δυσσεβής εκείνος Άρειος, διεκήρυττε ότι, «όπως όλα τα κτίσματα, έτσι και ο Υιός του Θεού είναι κτίσμα και ποίημα και όπως όλα δεν ήσαν πρότερον εξ αρχής, αλλ’ έγιναν ύστερον, έτσι και Αυτός, ο του Θεού Λόγος, ήτο κάποτε καιρός, κατά τον οποίον δεν υπήρχε, αλλ’ έχει και Αυτός αρχή», ο θεοφόρος Μέγας Αθανάσιος έρχεται και αντικρούει, θεολογεί και θεμελιώνει την Χριστολογία, όπως την εξέφρασε και διετύπωσε κατόπιν η Α’ Οικουμενική Σύνοδος το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας. Χρησιμοποίησε ο άγιος Αθανάσιος τις σπουδαιότατες εκφράσεις «γέννημα της ουσίας», «Υιός φύσει μονογενής», «φύσει και αληθινός Υιός», «Λόγος εστίν αΐδιος φύσει της ουσίας του Θεού ο Υιός» τις οποίες και διαβάζουμε στο «Κατά αρειανών», δεύτερο έργο του.

Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος τελικά, με την θεολογική συνδρομή του Μεγ. Αθανασίου δογμάτισε τα σχετικά γνωστά άρθρα στο Σύμβολο της Πίστεως περί του Χριστού και περαιτέρω απεφάνθη τον αφορισμόν εις τους λέγοντας: «ην ποτε ότε ουκ ην» και «πριν γεννηθήναι ουκ ην» και ότι «εξ ουκ όντων» εγένετο, ή «εξ ετέρας υποστάσεως» ή «ουσίας» ή «κτιστόν» ή «τρεπτόν» ή «αλλοιωτόν» τον Υιόν του Θεού. Ο θεόπνευστος Αθανάσιος με την όλη του παιδεία, πραγματικά θεολόγησε για να κατανοηθούν σαφώς οι δύσκολες έννοιες και λέξεις: Θεός και Υιός, γέννησις και αιωνιότητα, ομοούσιον και υπόστασις, η εκ Πατρός γέννησις και η εν χρόνω γέννησις, η ενανθρώπησις, η εν Χριστώ κένωσις κ.α.

*

Ένα ακόμη σημαντικό σημείο της χριστολογίας του Αθανασίου, το οποίο οφείλουμε να αναφέρουμε είναι η σύναψη του Υιού του Θεού και του ανθρώπου, άλλως η δυνατότητα της σωτηρίας του. Δηλαδή, γράφει, πολύ χαρακτηριστικά, ο ιερός Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας ότι: «Ει κτίσμα ην ο Υιός, έμενεν άνθρωπος ουδέν ήττον θνητός, μη συναπτόμενος τω Θεώ. Ου γαρ κτίσμα συνήπτε τα κτίσματα τω Θεώ, ζητούν και αυτό τον συνάπτοντα˙ ουδέ το μέρος της κτίσεως σωτηρία της κτίσεως αν είη, δεόμενον και αυτό σωτηρίας… κατά την συγγένειαν της σαρκός ηλευθερώθημεν και λοιπόν συνήφθημεν και ημείς τω Λόγω» (Κατά αρ. Β’ 69) και έπειτα: «Ουκ αν εθεοποιήθη ο άνθρωπος, ει μη φύσει εκ του Πατρός και αληθινός και ίδιος αυτού ην ο Λόγος ο γενόμενος σαρξ. Διά τούτο γαρ τοιαύτη γέγονεν η συναφή, ίνα τω κατά φύσιν της θεότητος συνάψη τον φύσει άνθρωπον και βέβαια γένηται η σωτηρία και η θεοποίησις αυτού» (οπ. παρ. 70).

Έτσι έχει παραμείνει στη θεολογία της Εκκλησίας το μέγα απόφθεγμά του ότι: «ο Λόγος ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (PG 25, 192). Αυτά τα λόγια σαφώς και καταφάσκουν την σωτηριολογική χριστολογία του θεοφόρου πατρός.

*

Ένα δε τελευταίο σημείο, άξιο προσοχής, της διδασκαλίας του Μεγάλου Αθανασίου είναι και εκείνο, το οποίο αναφέρεται στο θέμα του θανάτου, διότι η σωτηρία του ανθρώπου εννοείται ότι έχει ως προϋπόθεση τον θάνατο της μεταπτωτικής φθοράς. Έτσι ο Υιός και Λόγος του Θεού «συνιδών ότι άλλως ουκ αν λυθείη των ανθρώπων η φθορά, ει μη διά του πάντως αποθανείν, ουχ οίον τε δε ην τον Λόγον αποθανείν, αθάνατον όντα και του Πατρός Υιόν, τούτου ένεκεν το δυνάμενον αποθανείν εαυτώ λαμβάνει σώμα, ίνα τούτο του επί πάντων Λόγου μεταλαβόν, αντί πάντων ικανόν γένηται τω θανάτω και διά τον ενοικίσαντα Λόγον άφθαρτον διαμείναι και λοιπόν από πάντων η φθορά παύσηται τη της αναστάσεως χάριτι» (PG 25, 112).

Ο Χριστός με την ενανθρώπησίν Του «ηφάνισε τον θάνατον» και θα γράψει ο Μ. Αθανάσιος: «Όθεν, ο Χριστός, εικότως έλαβε σώμα θνητόν, ίνα και ο θάνατος εν αυτώ λοιπόν εξαφανισθήναι δυνηθεί και οι κατ’ εικόνα πάλιν ανακαινισθώσιν άνθρωποι» (οπ. παρ. 120). Επέτυχε τελικά την αφθαρσία του ανθρωπίνου σώματος, καθ’ ότι ο Χριστός «ει και απέθανε (το σώμα του Χριστού) διά το υπέρ πάντων λύτρον, αλλ’ ουκ οίδε φθοράν. Ολόκληρον γαρ ανέστη, επεί μηδέ άλλου τινός αλλ’ αυτής της ζωής ην το σώμα» (οπ. παρ. 133).

Ο Κύριος είναι, λοιπόν, η αυτοζωή, η Ανάστασις και δώρησε στον άνθρωπο την ανάσταση. Συγκεκριμένα γράφει ο Μ. Αθανάσιος: «Ύστερον επί σωτηρία των πάντων έλαβε σώμα και την μεν οικουμένην περί Πατρός εδίδαξε, τον δε θάνατον κατήργησε, πάσι δε την αφθαρσίαν εχαρίσατο διά της επαγγελίας της αναστάσεως, απαρχήν ταύτης το ίδιον εγείρας σώμα, και τρόπαιον αυτό κατά θανάτου και της τούτου φθοράς επιδειξάμενος τω σημείω του σταυρού». (οπ. παρ. 152). Και σ’ άλλο σημείο υπογραμμίζει: «Ουκ απολλύμεθα διαλυόμενοι, αλλ’ ως σπειρόμενοι αναστησόμεθα, καταργηθέντος του θανάτου κατά την του Σωτήρος χάριν» (οπ. παρ. 132). Και γι’ αυτόν τον θάνατον, ο Μέγας Αθανάσιος, θα τονίσει: «Πάλαι μεν γαρ πριν την θείαν επιδημίαν γενέσθαι του Σωτήρος, φοβερός ην και αυτοίς τοις αγίοις ο θάνατος, και πάντες τους αποθνήσκοντας ως φθειρομένους εθρήνουν˙ άρτι δε του Σωτήρος αναστήσαντος το σώμα, ουκέτι μεν ο θάνατος εστι φοβερός, πάντες δε οι τω Χριστώ πιστεύοντες, ως ουδέν αυτόν όντα πατούσι».

*

Μετά απ’ όλα αυτά, ουδόλως θα πρέπει, ούτε να μυθολογούμε, ούτε να χλευάζουμε «γελώντες με τα αχλεύαστα», ούτε να λέγουμε άτοπα και αθεολόγητα ρήματα, αλλά και ούτε να παραβαίνουμε τις θείες εντολές. Προς τον Σωτήρα Χριστόν να προσβλέπουμε, γιατί όπως πάλιν γράφει ο Μ. Αθανάσιος: «Τα ψυχικά πάθη περιείλε (=καθάρισε) των ανθρώπων ο Χριστός, ώστε τους μεν πόρνους σωφρονείν, τους δε ανδροφόνους μηκέτι ξίφους κρατείν, τους δε δειλία προκατεχομένους ανδρίζεσθαι» (οπ. παρ. 185). Και ως επίσης διακηρύττει ο ιερός πατήρ, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Χριστός είναι ο Σωτήρ του κόσμου, ο «έλκων εις ευσέβειαν, πείθων εις αρετήν, διδάσκων περί αθανασίας, εις πόθον των ουρανίων ενάγων, αποκαλύπτων την περί του Πατρός γνώσιν, την κατά του θανάτου δύναμιν εμπνέων, εκάστω δεικνύων εαυτόν και την των ειδώλων αθεότητα καθαιρών». (οπ. παρ. 149).

*

Πλην όμως, διαπιστώνουμε, μετά πολλής θλίψεως, ότι οι άνθρωποι, και σήμερα έπειτα από 20 αιώνες αγνοούν και επισωρεύουν αρνητικούς λογισμούς και δεν κατανοούν την θεότητα του Χριστού. Ευρίσκονται μακράν από την ορθή απάντηση στο κορυφαίο ερώτημα: Τι είναι ο Χριστός; Κατ’ ακολουθίαν του φαινομένου αυτού και αυτή η έννοια της Εκκλησίας καθίσταται ακατανόητη. Και ακόμη περισσότερο, η όλη συμπεριφορά αλλά και η διαλεκτική είναι ως «υιών απειθείας», ασεβείας και ανυπακοής ως προς την του Χριστού διδασκαλία.

Έτσι το Ευαγγέλιον παραμένει κλειστό, η θεία αποκάλυψη περίεργον τι και η κατά Χριστόν μάθηση αποβαίνει εξοβελιστέα. Είναι δε γνωστόν, ότι κατά διάφορα χρονικά διαστήματα κυκλοφορούν πολλά βιβλία στη κατηγορία των έργων fiction (μυθοπλασία). Είναι αποκυήματα της φαντασίας των συγγραφέων με εντυπωσιακούς εμπορεύσιμους τίτλους, που θέλουν, αυτά τα βιβλία, να παρουσιάσουν το Πρόσωπο του Χριστού, αλλά δυστυχώς το αλλοιώνουν και το παραμορφώνουν. Καθίστανται έτσι οι άνθρωποι αυτοί ασεβείς και ανίεροι.

Καλούμεθα, λοιπόν, σε μία βαθύτερη εκ νέου κατανόηση του θεανδρικού Προσώπου του Χριστού. Προβάλλει επιτακτική η ανάγκη επανακατήχησης και επανευαγγελισμού του λαού μας. Ως ωραιότατα έχει λεχθεί «δεν υπάρχουν πολλά ή ολίγα, ούτε μικρά ή μεγάλα προβλήματα. Το μόνο πρόβλημα είναι η απουσία του Χριστού από την ζωή μας».

Και βέβαια, η γνώση του Χριστού, η προσέγγιση του Παναγίου Προσώπου Του δεν είναι απλώς μία ιστορία του παρελθόντος, ούτε μία θεωρητική ενατένιση. Είναι μία βιωματική προσέγγιση, ένας τρόπος ζωής, μία μυστηριακή κοινωνία μαζί Του. Μόνον τότε, θα αισθανθεί υπαρξιακά ο άνθρωπος ότι ο Χριστός είναι το «Φως του κόσμου», ο «Ποιμήν ο καλός», ο «Άρτος ο ζων», η «Ανάστασις», ο «Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος». Και ο Κύριος συνεχώς έρχεται στη ζωή του καθενός. Είναι ο ευγενέστερος επισκέπτης της ψυχής του κάθε ανθρώπου, της ανθρωπότητος. Αυτός ο Χριστός, διαβεβαιώνει: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω˙ εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού» (Αποκ. γ’, 20).

Εξερχόμενοι, λοιπόν, από το της Αλεξανδρείας σπουδαστήριον, του πανσόφου Ιεράρχου, του Μεγάλου Αθανασίου «αξίως του Ευαγγελίου του Χριστού» πολιτευσώμεθα.