Μητροπολίτης Καστορίας: Έλεγχος εμφυλιοπολεμικών στερεοτύπων

του Μητροπολίτη Καστορίας Καλλινίκου

Στην εφημερίδα «Οδός» αναδημοσιεύθηκε το άρθρο του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, με τίτλο «Η διαχείριση από την Εκκλησία του νόμου για τον πολιτικό γάμο των ομοφυλοφίλων», το οποίο χαρακτηρίζεται για την νηφαλιότητα, την ψυχραιμία, την διάκριση με την οποία αντιμετωπίζει το θέμα και θέτει τις προτάσεις του, ελπίζοντας στην αλήθεια που είναι μεγάλη και τελικά υπερισχύει.

Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύθηκε και από κεντρικές εφημερίδες, με καλά σχόλια, όπως «ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ένας ιεράρχης που έχει συμβάλει στη διατύπωση νηφάλιου λόγου από την Εκκλησία, καθώς ως πρόεδρος της επιτροπής είχε την ευθύνη για τη σύνταξη του ανακοινωθέντος της Ιεράς Συνόδου στις 24 Ιανουαρίου και για τη διαχείριση της ενημέρωσης αμέσως μετά την Ιεραρχία» (ΤΑ ΝΕΑ). Και όντως, ο συγκεκριμένος Μητροπολίτης διακρίνεται για την σοφία και την σύνεσή του και την δυνατότητά του να διαλέγεται με κάθε άνθρωπο.

Και νομίζω ότι όποιος αγαπά τον διάλογο και την δημοκρατία, ακόμη και αν ήταν αντίθετος, θα εκτιμούσε τα λόγια του Μητροπολίτου Ναυπάκτου, όπως: «απαιτείται ψυχραιμία, διάκριση, νηφαλιότητα, που είναι γνωρίσματα ώριμου εκκλησιαστικού και θεολογικού λόγου. Πάντοτε είναι επικίνδυνα τα δύο άκρα, ο ζηλωτισμός και ο ενδοτισμός». Στον ίδιο τόνο είναι γραμμένο όλο το άρθρο του Σεβασμιωτάτου.

Ως απάντηση στο άρθρο αυτό γράφηκε σε ιστοσελίδα συγκεκριμένου ιδεολογικού προσανατολισμού και αναδημοσιεύθηκε επίσης στην «Οδό» το άρθρο της κ. Μαρίας Δεδούση, με τον αυθαίρετο και υβριστικό τίτλο «Η Εκκλησία ως εχθρός του πολιτεύματος», στο οποίο γίνεται φανερή η παντελής άγνοια της Εκκλησίας από την αρθρογράφο. Και θα μου επιτραπεί να πω, ότι το άρθρο χαρακτηρίζεται από απόλυτο στερεοτυπικό λόγο και από εμπάθεια.

Και δεν θα έπρεπε, γιατί για οποιονδήποτε δημοκράτη θα ήταν ευκαιρία να συζητήσει και να διαλεχθεί με επιχειρήματα με τον «αντίπαλό» του, αν έτσι βλέπει την Εκκλησία.

Η αρθρογράφος όμως, αφού αγνοεί το σύνολο του άρθρου που σχολιάζει, απομονώνει και επικεντρώνει σε μια φράση: «Όσοι πολέμησαν ή αμφισβήτησαν την Εκκλησία περιήλθαν στην αφάνεια, όμως η Εκκλησία και ως θεσμός παραμένει και θα παραμείνη στους αιώνες».

Αυτό, όμως, δεν έπρεπε να την προκαλέσει, αφού στην αφάνεια πηγαίνει όποιος πολεμά την Εκκλησία, και όχι όποιος δεν την πολεμά. Η ίδια υποθέτουμε ότι δεν υπερασπίζεται κάποιον πολέμιο της Εκκλησίας.

Από αυτήν την φράση αφορμάται για να στρεψοδικήσει και να διατυπώσει την συκοφαντική κατηγορία ότι «η Εκκλησία πολεμάει λυσσαλέα το σύστημα … την φιλεύθερη δημοκρατία».

Δεν είναι απλώς αυθαίρετη και συκοφαντική η φράση αυτή, αλλά παρακινεί και σε εχθροπάθεια και δυνητικά σε επιθετικότητα και βιαιοπραγία εναντίον του συκοφαντούμενου, εν προκειμένω της Εκκλησίας. Αλλά τα «δημοκρατικά» αντανακλαστικά ορισμένων φαίνεται ότι λειτουργούν κατά παραγγελία.

Η αρθρογράφος αφού έλαβε, όπως νομίζει, την αφορμή που ζητούσε, στην συνέχεια αραδιάζει τα δικά της «πιστεύω» και τα δικά της «απόλυτα και αδιάσειστα» δόγματα, περιπίπτοντας σε ένα σωρό στερεοτυπικές εκφράσεις, αντιφάσεις, συλλογιστικές αυθαιρεσίες και λογικά κενά.

Ομολογεί ότι οι διάφοροι Ολοκληρωτισμοί πολεμούν την Εκκλησία. Αυτό είναι αλήθεια και ιστορικά διαπιστωμένο, γιατί η Εκκλησία κηρύσσει και πράττει την αγάπη και την ελευθερία και αντιμάχεται την τυραννία. Η δική της όμως αυθαίρετη ερμηνεία είναι ότι δεν πολεμάται η Εκκλησία από τους Ολοκληρωτισμούς γιατί είναι αντίθετη με αυτούς, αλλά γιατί και η Εκκλησία είναι ολοκληρωτισμός! Αλίμονό μας αν η ιστορία ερμηνευόταν, λοιπόν, με τέτοιες αυθαίρετες ερμηνείες!

Όμως με τέτοια τεχνάσματα η αρθρογράφος φθάνει στον σκοπό της, δηλαδή να ταυτίσει την Εκκλησία ­-την Ορθόδοξη Εκκλησία προφανώς- με τον «θρησκευτικό σκοταδισμό» και την «ακροδεξιά»! Τόσο δημοκρατικά!

Πλέον, βάζει την Εκκλησία ολοκληρωτικά στον στόχο της, και αρχίζει να μας στολίζει με όλες τις κατηγορίες που είχε στον ντουλάπι των προκαταλήψεών της: Είμαστε, λέει, μισαλλόδοξοι, αρνητές της κοινωνικής προόδου, δύσπιστοι και αντιστασιακοί κατά της επιστήμης, ακραίοι δογματικοί κλπ.

Τι να πεί κανείς;

Γνωρίζουμε, βεβαίως, ότι οι ρίζες αυτών των προκαταλήψεων βρίσκονται στην φεουδαρχική Δύση και στον εκεί μεσαίωνα. Οφείλουν, όμως, οι Έλληνες ιστορικοί, διανοητές, πολιτικοί, δημοσιογραφούντες να γνωρίζουν ότι η φεουδαρχική δύση και ο μεσαίωνας δεν έχουν καμμιά σχέση με την Ορθοδοξία και γενικά με την Ανατολή και την Ελλάδα. Αυτό, όμως, δεν είναι πρόβλημα αποκλειστικά της αρθρογράφου, αλλά γενικότερα της ξένης ιστοριογραφίας που κυριαρχεί ως μη ώφελε και στην πατρίδα μας.

Όμως η άγνοια φανατίζεται και φανατίζει.

Σε άλλο σημείο, η αρθρογράφος ταυτίζει την «ελεύθερη επιλογή» με την δημοκρατία. Αφήνοντας στην άκρη την αυθαίρετη επίσης άποψή της ότι η Εκκλησία πολεμά την ελευθερία της επιλογής (θα έπρεπε να απαιτήσω πολύ βαθύτερη θεολογική γνώση από την αρθρογράφο περί των όρων, πράγμα μάλλον μάταιο) θέλω να σημειώσω ότι αυτό το αξίωμα της αρθρογράφου, παραπέμπει ευθέως, χωρίς να το ομολογεί, στον διάλογο που είναι απαραίτητο να γίνει στην σύγχρονη Δημοκρατική μας Πατρίδα, ήτοι στον διάλογο και την επιστημονική συζήτηση περί του άκρατου δικαιωματισμού και της σχέσης του με την δημοκρατία. Έναν διάλογο που φαίνεται ότι η αρθρογράφος αποστρέφεται, ούσα προφανώς η ίδια «φιλελεύθερη δημοκράτης».

Τέλος, θα ήθελα να σχολιάσω μια χαρακτηριστική και μηδενιστική του κειμένου της συλλογιστική αυθαιρεσία. Γράφει: «Εκείνη (η Εκκλησία) θέλει να μας υπαγορεύει τι να κάνουμε και, κυρίως, τι να μην κάνουμε. Ο δογματισμός κάθε είδους βασίζεται στις απαγορεύσεις· ακόμη και οι προτροπές του έχουν αρνητικό χαρακτήρα: να ζεις ενάρετα σημαίνει να μην κάνεις αμαρτίες, να υπακούς σε μια σειρά από «μην». Κι αυτό είναι επίσης βασικό χαρακτηριστικό της Ακροδεξιάς…».

Ποιος είναι ο συλλογισμός της αρθρογράφου: Η Εκκλησία (την ταυτίζει αυθαίρετα με τον κάθε είδους δογματισμό) λέει «μη», η ακροδεξιά λέει «μη», άρα η Εκκλησία είναι ακροδεξιά. Σκοπός του συλλογισμού της είναι να «κατεβάσει» την Εκκλησία στην πολιτική σκηνή και να της επιτεθεί με τους όρους που γνωρίζουν οι πολιτικοί να …συνομιλούν στα «παράθυρα».

Δεν είναι όμως η αλήθεια όπως βολεύει την αρθρογράφο.

Κατ᾽ αρχάς η Εκκλησία, λέει: Ο Θεός Φως εστί. Ο Θεός αγάπη εστί. Αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Αγάπα τον εχθρό σου. Συγχώρεσε τον συνάνθρωπό σου. Παρηγόρησε τους πονεμένους. Σκόρπισε τα υπάρχοντά σου στους πτωχούς. Να είσαι ταπεινός και όχι αλαζόνας. Μείνε ελεύθερος από τα πάθη. Γίνε εγκρατής και λιτοδίαιτος κ.ο.κ. Όλα αυτά δεν είναι «μη», αλλά «πράξε».

Κατά δεύτερον, ο μηδενισμός του συλλογισμού της αρθρογράφου έγκειται στο αυθαίρετο αξίωμά της ότι το «μη» είναι κακό και «αντιδημοκρατικό»!

Δεν ξέρω ποιους έχει φακελώσει η αρθρογράφος ως ένοχους του «μη», αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά ότι: «Μη» λέει ο πατέρας και η μητέρα στα παιδιά τους· «μη», λέει ο δάσκαλος στους μαθητές του· «μη», λέει ο γιατρός στους ασθενείς· «μη», λέει ο προπονητής στους αθλητές κ.ο.κ. Αλλά και η αρχαία ελληνική σοφία έχει στα διαμάντια της σκέψης της πολλά «μη».

Ποιοί είναι οι εχθροί του «μη»; Όσοι θέλουν να εκμεταλλεύονται τα παιδιά και τους νέους, μεταξύ των οποίων όσοι εκμεταλλεύονται την κακή συναισθηματική και οικογενειακή κατάσταση των νέων, για να τους οδηγήσουν στους δικούς τους «παραδείσους» και για δικούς τους σκοπούς, που αποφεύγω και να τους ονοματίσω.

Συνελόντι ειπείν, ας μην επιτρέψουμε (συγγνώμη για το …«μην») τα ιδεολογικά και εμφυλιοπολεμικά (κάθε είδους εμφυλίων) στερεότυπα να δηλητηριάζουν τον σύγχρονο βίο στην Πατρίδα μας.

Ας κρατήσουμε την ψυχραιμία, την νηφαλιότητα, την ευγένεια, την λογική στις συζητήσεις μας στην Δημοκρατική Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν είναι χώρα­-παρίας διακοσίων ετών ώστε να μας κουνούν το δάκτυλο οι «φωτισμένοι», αλλά ένα από τα πλέον ιστορικά έθνη με χιλιετίες σοφίας και παράδοσης, και η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί τον αρχαιότερο θεσμό της, που δεν απαξιώνεται με γενικεύσεις, συνθήματα και αυθαιρεσίες, αλλά στήριξε, στηρίζει και θα στηρίζει τον άνθρωπο.