Μητροπολίτης Φαναρίου: Με την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά

Του Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, Γενικού Διευθυντή της Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος

Το Βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (†11 Μαρτίου), ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής παραδόσεως.

Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.). Αφού πέρασε από τα δώδεκα χρόνια της στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μίξεως. Ζώντας αυτή τη ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Όπως η ίδια εξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά «διετέλεσα δημόσιον προκείμενη της ασωτίας υπέκκαυμα, ου δόσεώς τινος, μα την αλήθειαν, ένεκεν», αλλά έκανε το έργο της δωρεάν «εκτελούσα το εμοί καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλίεται στον βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας τη φύση.

Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάσθηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια απεκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπάρχει είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σ’ εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της πως η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και πως η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, που παγίδευσε τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδίου αυτού δεν αρκέσθηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού περιφερόταν στους δρόμους «ψυχάς νέων αγρεύουσα».

Αισθάνθηκε, όμως, βαθειά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στη συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας. Με τη βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή τη φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στη συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή να την προτρέπει να πορευθεί στην έρημο πέραν του Ιορδάνου. Εκείνη, αφού ζήτησε τη συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου, πήρε το δρόμο προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.

Κατά τα πρώτα δέκα επτά χρόνια στην έρημο πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά να νικήσει το διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής της.

Η Οσία ζούσε δέκα επτά χρόνια στην έρημο «θηρσίν ανημέροις ταίς αλόγοις επιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικών ασμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στη γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «έως ότου με το φως εκείνο το γλυκύ περιέλαμψεν, και τους λογισμούς τους ενοχλούντας μοι εδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε. Το ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και παρέμεινε έκτοτε γυμνή, καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ως πολλάκις με χαμαί πεσούσαν άπνουν μείναι σχεδόν και ακίνητον».

Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και τη συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και το παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης θεώθηκε και το σώμα της. Λόγω της μεγάλης πνευματικής καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.

Ήταν γυμνή, αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια: «γυνή γαρ ειμί, και γυμνή, καθάπερ οράς, και την αισχύνην του σώματός μου απερικάλυπτον έχουσα». Το σώμα τρεφόταν από τη Χάρη του Θεού: «τρέφομαι γαρ και σκέπτομαι τω ρήματι του Θεού διακρατούντος τα σύμπαντα». Στην περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών προερχόταν από το ότι η ψυχή της εδεχόταν την ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της. «Αρκείν ειπούσα την χάριν του Πνεύματος, ώστε συντηρείν την ουσίαν της ψυχής αμίαντον».

Κάποτε σε ένα μοναστήρι ασκήτευε ο ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς († 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου, έβλεπε θεία οράματα, του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, γιατί ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματκής ανωτερότητος, αν, δηλαδή, υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούριο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του απεκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στη συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σ’ ένα μοναστήρι που βρισκόταν στον Ιορδάνη ποταμό.

Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στη φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν από θεωρία και πράξη, ζούσαν έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.

Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας σύμφωνα με τον οποίο την Κυριακή της Τυρινής, προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν κανόνα να μη συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφε, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή.

Αυτό τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον πατέρα που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου βρισκόταν.

Είχε περπατήσει μια πορεία είκοσι ημερών και, όταν κάθισε να ξεκουρασθεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που ομοίαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διεπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον, που έβλεπε, ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα, –το χρώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες–, και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες που δεν έφθαναν πιο κάτω από το λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία είχε αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε ότι ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ήρξατο εύχεσθαι υποψιθυρίζουσα· φωνή δε αυτής ουκ ηκούετο έναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ορά αυτήν υψωθείσαν ως ένα πήχυν από της γης και τω αέρι κρεμαμένην και ούτω προσεύχεσθαι».

Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι είναι αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Εκραύγαζε ο Αββάς με δάκρυα να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον, αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προεκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δεί κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και είχε ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρεκάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του αφού ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ο,τι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε, για να λάβει την ευχή της, το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «έκαστος εξαιτών ευλογήσαι τον έτερον».

Επειδή ο Αββάς σκεπτόταν μήπως ήταν κάποιο άϋλο πνεύμα, εκείνη, που μπορούσε να διακρίνει τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άϋλο πνεύμα.

Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη τη ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει την επόμενη χρονιά, κατά τη Μεγάλη Πέμπτη, σ’ έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνου ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετανοίας, που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Και νυν εκείνου εφίεμαι ακατασχέτω τω έρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πεί σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα, άλλωστε, και με τον κανόνα που υπήρχε σ’ εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δεί και πάλι «το ποθούμενον πρόσωπον» την επομένη χρονιά, και μάλιστα ήταν στενοχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, ενώ θα ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μια ημέρα.

Το επόμενο έτος, ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια, όπως του το είχε προείπει η Οσία Μαρία, δεν μπόρεσε να βγεί από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής, και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Όταν την Κυριακή των Βαΐων είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.

Τη Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σ’ ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι, για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μη του στερήσει, λόγω των αμαρτιών του, την ευκαιρία να τη δεί εκ νέου.

Μετά τη θερμή προσευχή την είδε να έρχεται από την άλλη πλερά του Ιορδάνου ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά επάνω στο νερό του ποταμού «και περιπατούσαν επί των υδάτων επάνω, και προς εκείνον βαδίζουσαν». Στη συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πεί το Σύμβολον της Πίστεως και το «Πάτερ ημών». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και εκοινώ-νησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα, ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νυν απολύεις την δούλην σου, ω Δέσποτα, κατά το ρήμά σου εν ειρήνη· ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου».

Στη συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στον χείμαρρο, που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων και οδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατήσαι την ακράτητον». Εκείνη, έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, δηλαδή πατώντας πάνω στα νερά του Ιορδάνου ποταμού.

Το επόμενο έτος, σύμφωνα με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς εβιαζόταν να φθάσει «προς εκείνο το παράδοξον θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ως θηρευτής εμπειρότατος» να δεί «το γλυκύτατον θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως, δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δείξόν μοι, Δέσποτα, τον θησαυρόν σου τον άσυλον, ον εν τήδε τη ερήμω κατέκρυψας· δείξόν μοι, δέομαι, τον εν σώματι άγγελον, ου ουκ έστιν ο κόσμος επάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, και τον οποίο θησαυρό δεν ήταν άξιος ο κόσμος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κειμένην την Οσίαν νεκράν, και τας χείρας ούτως ώσπερ έδει τυπώσασαν, και προς ανατολάς ορώσαν κειμένη τω σχήματι». Ευρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, αββά Ζωσιμά, εν τούτω τω τόπω της ταπεινής Μαρίας το λείψανον, απόδος τον χούν τω χοΐ, υπέρ εμού διά παντός προς τον Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνί Φαρμουθί (κατ’ Αιγυπτίους, όπως εστι κατά Ρωμαίους Απρίλιος), εν αυτή δε τη νυκτί του πάθους του σωτηρίου, μετά την του θείου και μυστικού δείπνου μετάληψιν». Την ευρήκε, δηλαδή, νεκρή, κείμενη στη γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή της που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.

Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μια ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «και ήνπερ ώδευσεν οδόν Ζωσιμάς διά είκοσι ημερών κοπιών, εις μίαν ώραν Μαρία διέδραμεν, και ευθύς προς τον Θεόν εξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί.

Στη συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «εποίησεν ευχήν επιτάφιον». Και μετά, με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων το σώμα τοις δάκρυσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας και γι’ αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει βρισκόταν σε απορία. Τότε «ορά λέοντα μέγαν τω λειψάνω της Οσίας παρεστώτα, και τα ίχνη αυτής αναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «ουχί τούτον τοις κινήμασι μόνον ασπαζόμενον, αλλά και προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Γέροντα και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει εκείνο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή ο ίδιος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Ευθύς δε άμα τω σώματι θαπτόμενο», δηλαδή, με τα μπροστινά του πόδια έσκαψε τον λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.

Ο δε ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστώτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο «ο μεν λέων επί τα ένδον της ερήμου ως πρόβατον υπεχώρησεν. Ζωσιμάς δε υπέστρεψεν, ευλογών και αινών τον Θεόν ημών».
Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατά δύναμιν» και «της αληθείας μηδέν προτιμήσαι θέλων».

Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας δείχνει πως μια πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν Θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχομένη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή της, αλλ’ όμως με την Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με τη μετάνοιά της, τη βαθειά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ’ ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ’ ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρωπίνης φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.

Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπήσεως του Χριστού που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.