Μητροπολίτης Αιτωλίας: Η Ορθοδοξία είναι σημείο αναφοράς για τον κόσμο που διψά για αλήθεια

Φωτό: ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ / ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ

Ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού για την Κυριακή της Ορθοδοξίας 2024

Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος
κ. κ. Ιερώνυμε,
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς,
Αγαπητοί μου αδελφοί συμπρεσβύτεροι και συνδιάκονοι,
Λαέ του Θεού ευλογημένε,

«Εποφειλομένη προς Θεόν ετήσιος ευχαριστία, καθ’ ην ημέραν απελάβομεν την του Θεού Εκκλησίαν συν αποδείξει των της ευσεβείας δογμάτων και καταστροφή των της κακίας δυσσεβημάτων» είναι η Κυριακή της Ορθοδοξίας, στην οποία εορτάζουμε την ανάμνηση της αναστηλώσεως των Αγίων Εικόνων το 843 μ. Χ., την οριστική λήξη μιάς περιόδου συγκρούσεων, οι οποίες έδιδαν την εντύπωση ότι στρέφονταν γύρω από το θέμα της ύλης και της στάσεως της Εκκλησίας έναντί της, στην πραγματικότητα όμως είχαν ως επίκεντρο το πρόσωπο του Χριστού.

Για επιπλέον από 100 συναπτά έτη ταλανίστηκαν Εκκλησία και Αυτοκρατορία, καθότι η «συναλληλία» και η «συμφωνία» των δύο θεσμών δεν ήταν ένα γεγονός νομικού περιεχομένου μόνο, αλλά αποτύπωνε μία από κοινού στάση, η οποία ρύθμιζε την καθημερινότητα και την πορεία ζωής των υπηκόων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που ήταν ταυτόχρονα και πιστοί.

Δεν ήταν θεοκρατικό το Βυζάντιο. Δεν ήταν οι εκκλησιαστικοί ηγέτες οι οποίοι υπαγόρευαν στην πολιτεία τι θα πράξει. Η βυζαντινή πολιτεία όμως λάμβανε υπ’ όψιν της την διδασκαλία της Εκκλησίας, διότι αυτή αφορούσε στους ανθρώπους. Συνδεόταν με την παράδοση, με τον τρόπο δηλαδή της ζωής της Εκκλησίας, καθότι αυτός διαμόρφωνε την καθημερινότητα του λαού.

Τόσο η ζωή των αυτοκρατόρων, το πρωτόκολλο της αυλής, της διοικήσεως του κράτους, όσο και η ζωή των ανθρώπων περιστρέφονταν γύρω από τις εορτές της πίστεως. Οι ημέρες νηστείας και οι ημέρες καταλύσεως διαμόρφωναν το διαιτολόγιο των ανθρώπων. Και η συζήτηση για τα δόγματα της πίστεως ήταν η καθημερινότητα στις αγορές, στα fora των πόλεων, καθότι η βυζαντινή κοινωνία ήταν στηριγμένη σε έναν πολιτισμό μεταφυσικής, είχε έγνοια για την αιωνιότητα και την σωτηρία της ανθρωπίνης υπάρξεως, την μετοχή στην Βασιλεία του Θεού.

Γι’ αυτό και η εικονομαχική έρις, απόπειρα της Πολιτείας να διαμορφώσει την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, επέφερε την διάσπαση στην εσωτερική συνοχή της αυτοκρατορίας, στην ενότητά της. Η σύγκρουση ήρθε σε μία περίοδο στην οποία οι ανατολικές επαρχίες του κράτους υφίσταντο την πρώτη μεγάλη πίεση από το ανεικονικό Ισλάμ, ενώ η καταγωγή των αυτοκρατόρων της δυναστείας του Αμορίου από την μονοφυσιτική Αρμενία, τους οδήγησε, με πρόσχημα την λατρεία των ιερών εικόνων, να προσπαθήσουν να μειώσουν την επίδραση την οποία ασκούσε η Εκκλησία, διά της μοναστικής παραδόσεως και πρακτικής, στην κοινωνία, ώστε να αντιμετωπιστούν οικονομικές και στρατιωτικές δυσχέρειες. Η νομοθέτηση όμως που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της την παράδοση και την πίστη, γεννά περισσότερα προβλήματα, από όσα οι προθέσεις των νομοθετούντων επιδιώκουν να λύσουν.

Και επειδή «ο τρώσας και ιάσεται», έπρεπε να έρθουν δύο γυναίκες αυτοκράτειρες, η Ειρήνη η Αθηναία και η Θεοδώρα η Αυγούστα, για να επαναφέρουν την τάξη, επικυρώνοντας την αυθεντική διδασκαλία της Εκκλησίας και δείχνοντας ότι μόνο μέσα σε σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού Πολιτείας και Εκκλησίας, καθώς και επιγνώσεως ρόλων, μπορεί να διαφυλαχθεί η ενότητα της κοινωνίας. Δεν είναι ασφαλώς ιστορικά τυχαίο το ότι, λίγα χρόνια μετά την οριστική αποκατάσταση της ορθοδόξου παραδόσεως, η Αυτοκρατορία έφθασε στην μέγιστη ακμή της με την δυναστεία των Μακεδόνων.

Η Κυριακή της Ορθοδοξίας λοιπόν ήταν και εξακολουθεί να είναι εορτή ευχαριστίας, μνήμης και αναστοχασμού.

Ευχαριστούμε, ιδιαιτέρως αυτή την ημέρα, τον Τριαδικό Θεό, δοξάζοντάς Τον με την τέλεση της θείας λειτουργίας, την λιτάνευση των ιερών εικόνων, την ανάγνωση του Συνοδικού της Ορθοδοξίας, διότι επιτρέπει να διασώζεται αυτή η μακρά παράδοση της συναλληλίας, η οποία διαφυλάττει την ενότητα του Γένους και της πατρίδας μας.

Εξακόσια χρόνια μετά την αναστήλωση των εικόνων, στην μεγάλη περιπέτεια της Τουρκοκρατίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία απέμεινε ο ένας και μοναδικός θεσμός στον οποίο στηρίχθηκε η διατήρηση της δίψας του σκλαβωμένου Έλληνα ανθρώπου για ελευθερία, αυτοδιάθεση και ιστορική συνέχεια. Όπως επισημαίνει ο σπουδαίος ιστορικός της εποχής μας Νικόλαος Σβορώνος, «η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται επικεφαλής των δυνάμεων που οργανώνουν την άμυνα του Ελληνισμού και εξασφαλίζουν τη διατήρησή του μέσα στις δύσκολες συνθήκες της κατάκτησης, και συνδέεται άρρηκτα με το Έθνος. Εμφανίζεται συγχρόνως ως η μόνη πολιτική δύναμη που συνεχίζει κατά κάποιον τρόπο την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ενσαρκώνει το όνειρο ενός μελλοντικού ενιαίου ελληνικού χριστιανικού κράτους. Η εθνική ιδέα βρίσκεται περισσότερο παρά ποτέ συνδεδεμένη με τη χριστιανική Ορθοδοξία».

Μετά την επανάσταση του 1821 και την ανεξαρτησία του Ελληνικού κράτους, Πολιτεία και Εκκλησία ξαναβρίσκουν, ύστερα από ομολογουμένως αρκετές δοκιμασίες, την σημερινή «συναλληλία», η οποία κατοχυρώνεται εξαιρετικά με το σύνταγμα της μεταπολιτεύσεως το 1974, από την ψήφιση του οποίου συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια. Και η συμπόρευση αυτή έρχεται και πάλι να υπενθυμίσει ότι ο λαός μας θέλει την ενότητα των δύο κυρίαρχων θεσμών, οι οποίοι είναι οι πυλώνες του, ώστε να μπορεί,με συστατικά στοιχεία την ιστορία, την πρόοδο, την συνύπαρξή του με τους άλλους λαούς,να διαλεχθεί με το σήμερα, χωρίς να λησμονεί την ταυτότητά του. Την αγάπη δηλαδή για τον άνθρωπο, πέρα και πάνω από νομικές θεσπίσεις. Την αγάπη για τον κόσμο, όποιος κι αν είναι αυτός και όπως και αν πορεύεται, χωρίς τον συσχηματισμό με στοιχεία τα οποία καθηλώνουν τον άνθρωπο στο τώρα, χωρίς διάσταση Αναστάσεως και αιωνιότητας.

Γι’ αυτό και η εικονομαχική έρις, απόπειρα της Πολιτείας να διαμορφώσει την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, επέφερε την διάσπαση στην εσωτερική συνοχή της αυτοκρατορίας, στην ενότητά της. Η σύγκρουση ήρθε σε μία περίοδο στην οποία οι ανατολικές επαρχίες του κράτους υφίσταντο την πρώτη μεγάλη πίεση από το ανεικονικό Ισλάμ, ενώ η καταγωγή των αυτοκρατόρων της δυναστείας του Αμορίου από την μονοφυσιτική Αρμενία, τους οδήγησε, με πρόσχημα την λατρεία των ιερών εικόνων, να προσπαθήσουν να μειώσουν την επίδραση την οποία ασκούσε η Εκκλησία, διά της μοναστικής παραδόσεως και πρακτικής, στην κοινωνία, ώστε να αντιμετωπιστούν οικονομικές και στρατιωτικές δυσχέρειες. Η νομοθέτηση όμως που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της την παράδοση και την πίστη, γεννά περισσότερα προβλήματα, από όσα οι προθέσεις των νομοθετούντων επιδιώκουν να λύσουν.

Και επειδή «ο τρώσας και ιάσεται», έπρεπε να έρθουν δύο γυναίκες αυτοκράτειρες, η Ειρήνη η Αθηναία και η Θεοδώρα η Αυγούστα, για να επαναφέρουν την τάξη, επικυρώνοντας την αυθεντική διδασκαλία της Εκκλησίας και δείχνοντας ότι μόνο μέσα σε σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού Πολιτείας και Εκκλησίας, καθώς και επιγνώσεως ρόλων, μπορεί να διαφυλαχθεί η ενότητα της κοινωνίας. Δεν είναι ασφαλώς ιστορικά τυχαίο το ότι, λίγα χρόνια μετά την οριστική αποκατάσταση της ορθοδόξου παραδόσεως, η Αυτοκρατορία έφθασε στην μέγιστη ακμή της με την δυναστεία των Μακεδόνων.

Δεν είναι κτήμα μας η ύλη, αλλά είμαστε διαχειριστές της. Γι᾽ αυτό και θυμόμαστε και ευχαριστούμε για την δωρεά της τον Θεό, που μας την έδωσε, ώστε διά του αγιασμού της μέσα από την αντιπροσφορά της στον Δημιουργό την ώρα της θείας λειτουργίας, να λαμβάνουμε χάρη, αγάπη και ευλογία. Ο άρτος και ο οίνος, μεταβαλλόμενα τω Πνεύματι τω Αγίω σε σώμα και αίμα Χριστού, γίνονται για μας “άφεσις αμαρτιών και ζωή αιώνιος”.

«Να λειτουργείται ο πιστός και να πλημμυρίζει από θείο δέος και ευγνωμοσύνη. Να φεύγετε από τον ναό γεμάτοι με τη δύναμι και την χάρι του Κυρίου. Να συγκλονίζεσθε από το μεγαλείο της αγάπης του Θεανθρώπου. Και να μη λέτε τίποτε δικό σας. Και να αγαπάτε τους αγνώστους και τους αδιάφορους ως αδελφούς. Και να αφήνετε το τρεμάμενο είναι σας να αγαπά την κτίσι και τα ζώα, τα χώματα, τα δέντρα, τα ποτάμια, τα βουνά…και όλη την δημιουργία, που περιμένει την ευλογία της αγάπης σας».
Αυτός είναι ο δρόμος της μνήμης, τον οποίο διασώζει η Ορθοδοξία στην παράδοσή της. Με αυτόν τον τρόπο μπολιάζει τον λαό μας και τον κάθε άνθρωπο, απανταχού της γης, ζητώντας από τον καθένα να αναλάβει την ευθύνη να αγωνιστεί “υπέρ της των πάντων ενώσεως”, “υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου”, χωρίς να περιμένει τους άλλους και να μεμψιμοιρεί.

Ναί, είναι ο κόσμος μας σήμερα ατομοκεντρικός. Ναί, κυριαρχεί η εικονική πραγματικότητα, στην οποία το ανθρώπινο πρόσωπο είναι αδιάφορο, καθώς μένουμε στο “φαίνεσθαι”. Οι νέοι μας ζούνε την βία ως εξοικείωση και συνήθεια στα εικονικά παιχνίδια. Η κοινωνία των προσώπων έχει υποκατασταθεί από την επικοινωνία, κι αυτή συνήθως των παραλλήλων μονολόγων, όπου το μήνυμα δεν προσλαμβάνεται, καθότι εκλείπει η θέαση του προσώπου του άλλου, η καρδιακή ενσυναίσθηση, η διάθεση να ιδωθεί ο πλησίον αγαπητικά. Ο ατομοκεντρικός πολιτισμός έχει θεοποιήσει την επιθυμία του “εγώ”. Γι᾽ αυτό και η Ορθοδοξία παραμένει μία διαρκής υπενθύμιση ότι πληρότητα ζωής δεν υπάρχει χωρίς Χριστό και χωρίς πλησίον, χωρίς την εμπειρία της κοινότητας η οποία ξεκινά από την λειτουργία, και αποδίδει και φανερώνει την αξία του προσώπου ως πολύτιμου και μοναδικού για τον κόσμο και τον χρόνο.

«Μέσα στον άνθρωπο κυοφορείται το θαύμα του «εξαίφνης», η αλλαγή, η έκπληξη, ο αιφνιδιασμός. Μπορεί να μετανοήση, να μεταμορφωθή, να αλλάξη νού και μορφή. Σου επιφυλάσσει εκπλήξεις. Μπορεί ο έσχατος να γίνη πρώτος και ο πρώτος έσχατος. Δεν προδιαγράφεται η ζωή του. Δεν υπολογίζεται (οικονομικώς και αριθμητικώς) η αξία του. Είναι ένα ον εν εξελίξει. Βρίσκεται εν πορεία. Μένει πάντοτε ο ίδιος, γινόμενος εξ ολοκλήρου άλλος θεία χάριτι. Δεν είναι τμήμα ενός συνόλου. Είναι δυνάμει το όλον. Είναι εν σμικρώ ολόκληρη η Εκκλησία. Αυτό το έκτακτο, το μοναδικό και ανεπανάληπτο που κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος, έρχεται και θέλει να σώση η Εκκλησία. Και διά της σωτηρίας και του φωτισμού του ανθρωπίνου προσώπου, φωτίζεται και σώζεται ο κόσμος όλος και η δημιουργία».

Είναι, εν τέλει, εορτή αναστοχασμού η Κυριακή της Ορθοδοξίας. Σε έναν κόσμο, ο οποίος έχει την εντύπωση ότι το πρόσκαιρο του χρόνου και του πολιτισμού είναι αυτό που καλούμαστε να ακολουθήσουμε, η Ορθοδοξία επιμένει στο διαρκές που μας δίδει η παράδοσή μας. Μας καλεί να υπερασπιστούμε με όλο μας το είναι “την εν Σταυρώ θείαν κένωσιν” του Χριστού ως πρότυπο για να ζήσει με νόημα και πληρότητα ο κόσμος. Χωρίς θυσία, χωρίς μέτρο και άσκηση, χωρίς αγώνα να συναντήσουμε το πρόσωπο του πλησίον μας και να το διακονήσουμε υπερβαίνοντας τα δικαιώματα, χωρίς να διακρίνουμε το διαρκές της χαράς που έρχεται όταν αναλαμβάνουμε την ευθύνη για τον άλλο και τον κόσμο, αλλά και όταν συγχωρούμε χωρίς κρατούμενα, αν σκοπός μας είναι μόνο η ευχαρίστηση εκ της απολαύσεως, τότε η παρακμή των καιρών μας θα κρατήσει. Και θα μας συμπαρασύρει σε έναν ηθικό και υπαρξιακό μηδενισμό, κάνοντάς μας να χάσουμε την πνευματική μας ιδιοπροσωπία, που δεν μπορούμε να την περιορίσουμε στην διανοητική πρόοδο, αλλά καλούμαστε να την δούμε στην εμπειρία της κοινωνίας των προσώπων.

Είναι συγκλονιστικά τα λόγια του μεγάλου Αγιορείτη θεολόγου, λογίου και πνευματικού ανθρώπου π. Βασιλείου Γοντικάκη: “Δεν είμαστε λίγοι, είμαστε πολλοί. Το πλήθος και η δύναμίς μας βρίσκονται στον δυναμισμό του προζυμιού της ελευθερίας του Πνεύματος. Δεν φοβόμαστε και δεν τα χάνομε. Όχι επειδή είμαστε δυνατοί, αλλ’ επειδή είναι δυνατός Αυτός που μας αγαπά, και αγαπά τον κάθε άγνωστο, ανώνυμο άνθρωπο με την αγάπη που αγαπά την οικουμένη.

Η εποχή μας είναι κρίσιμη, άρα καλή, αν τη δούμε μέσα από το μυστήριο της θείας λειτουργίας, της ιεράς Αποκαλύψεως. Είναι μία αφορμή μετανοίας και σωτηρίας όλων μας».

Η Ορθοδοξία δεν είναι ένα σχήμα της Ιστορίας. Δεν είναι για να μας υπενθυμίζει δάφνες του παρελθόντος, κάνοντάς μας να εφησυχάζουμε σ᾽ αυτές. Είναι και θα παραμείνει σταθερό σημείο αναφοράς για τον άνθρωπο και τον κόσμο που διψά για αλήθεια, για ελευθερία, για αγάπη. Μπορεί να είναι «σημείον αντιλεγόμενον» στους καιρούς όπου η επίκληση της πίστεως ως«συγκαταθέσεως χωρίς ανάγκη πολλής ερμηνείας», ως «απολυπραγμονήτου συγκαταθέσεως», θεωρείται κάτι το ξεπερασμένο και για κάποιους «οπισθοδρομικό», στην πραγματικότητα όμως είναι η διαρκής φανέρωση της ελπίδας ότι «το μέγα τραύμα, ο άνθρωπος» μπορεί να γιατρευτεί, να προχωρήσει, να νικήσει το κακό, όταν έχει στην καρδιά του την αντοχή που του προσφέρει η Παράδοση σε κάθε δοκιμασία. Κι αυτή θα παραμείνει η πρόταση της Ορθοδοξίας και στην πατρίδα μας και στην οικουμένη, χωρίς να φοβάται τον διάλογο, χωρίς να απορρίπτει την αντίθεση, χωρίς να κλείνεται στο χθες.

Ας κρατήσουμε, λοιπόν, και ας συμπορευθούμε ως Έλληνες και Ορθόδοξοι με βάση τα σοφά λόγια του π. Βασιλείου Γοντικάκη:

«Ποιος σας είπε ότι δεν έχει αντοχή η πίστι και η Παράδοσί μας, όχι μόνο τις δοκιμασίες να ξεπεράση, αλλά να είναι ευγνώμων και προς αυτούς που τις προκαλούν; Και ποιος σας είπε ποτέ ότι οι Έλληνες νίκησαν στην ιστορία με την αριθμητική υπεροχή, και ότι το θαύμα της πίστεως στηρίζεται στη στατιστική;

Πάντοτε ο δυναμισμός του ελληνικού και Ορθόδοξου βρίσκεται στο ελάχιστο και αδύνατο, που κρύβει μέσα του κάτι το μέγιστο πνευματικά. Και αυτό, από μόνο του, φανερώνει κάποια θεική ευγένεια και λεπτότητα ανθρωπιάς, που σώζει τον αδύνατο, χωρίς να τον πληγώνη, και είναι ξένο προς τη βαρβαρότητα του άγαν, που συνθλίβει τον άνθρωπο, χωρίς να τον υπολογίζη».

Ευχηθείτε, Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα να στηριζόμαστε πάντοτε στην αντοχή της πίστεως και της ορθοδόξου παραδόσεώς μας για να υπερβαίνουμε δοκιμασίες και να ξεπερνάμε εμπόδια, για να βιώνουμε διαρκώς το θαύμα της πίστεώς μας και να φανερώνουμε με κάθε τρόπο, με τη ζωή και τα έργα μας, την διπλή ταυτότητά μας, ως Έλληνες και ως Ορθόδοξοι, μέσα στον σύγχρονο κόσμο.