Κοινός εορτασμός του Πάσχα από όλους τους Χριστιανούς – Η απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου

© ΑΠΕ-ΜΠΕ

Του Πέτρου Βασιλειάδη*

Σε μια διαδικτυακή, διομολογιακή και διεπιστημονική, συνάντηση, την οποίαν οργάνωσε το Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου» (CEMES) την Κυριακή 4 Απριλίου, συγκυριακά ημέρα εορτασμού του Πάσχα από του χριστιανούς της Δύσεως και – με αρκετά συμβολικό τρόπο – Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως των Ορθοδόξων, θεολόγοι και φυσικοί επιστήμονες προβληματίστηκαν, εάν τελικά είναι σύμφωνος με την Ορθόδοξη παράδοση, και συγκεκριμένα με τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (της “Αγίας και Μεγάλης” κατά την παράδοση), ο φετινός Ορθόδοξος απανταχού της γης εορτασμός του Πάσχα, ένα δηλαδή μήνα μετά από το Πάσχα των χριστιανών της Δύσεως.

Στην συνάντηση, εκτός των μελών του Κέντρου: της Προέδρου του, καθηγήτριας της κοινωνιολογίας της θρησκείας στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, του θεολόγου και φυσικού, καθηγητού στο ίδιο τμήμα, Πέτρου Παναγιωτόπουλου, του Προέδρου επί τιμή του CEMES και διευθύνοντος το διορθόδοξο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Ορθόδοξη οικουμενική θεολογία» του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος, Ομοτ. Καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη, του Ομοτ. Καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Graz, Γρηγορίου Λαρεντζάκη, και του Γενικού Γραμματέα του, θρησκειολόγου και διδάσκοντος στο Διεθνές Πανεπιστήμιο και το μεταπτυχιακό του Ανατόλια, Νικολάου Δημητριάδη, μετείχε και ο Αρχιεπίσκοπος των Καθολικών, Ομότ. Καθηγητής Ιωάννης Σπιτέρης και οι καθηγητές του Φυσικού Τμήματος του ΑΠΘ, Αργύρης Νικολαΐδης και Λουκάς Βλάχος.

Παράλληλα, και με αφορμή την κοινή επιθυμία των Προκαθημένων της Καθολικής Εκκλησίας, Πάπα Φραγκίσκου, και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, κ. Βαρθολομαίου, να εορταστεί από κοινού το Πάσχα στη Νίκαια της Βιθυνίας το 2025, την 1700ή δηλαδή επέτειο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που εκείνη την χρονιά συμπίπτει ο εορτασμός του Πάσχα κατά το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο, διερωτήθηκαν για τους λόγους και τα αίτια που οι προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου έναν αιώνα τώρα (από την ιστορική πατριαρχική και συνοδική εγκύκλιο του 1920 «προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» για κοινό εορτασμό του Πάσχα) δεν ευοδώθηκαν. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί η περίπτωση του Μιλούτιν Μιλάνκοβιτς, διαπρεπούς Ορθόδοξου Σέρβου θετικού επιστήμονα, στην Πανορθόδοξη Σύνοδο που ακολούθησε το 1923, ο οποίος εισηγήθηκε ένα ακριβέστερο του Γρηγοριανού αναθεωρημένο Ιουλιανό Ημερολόγιο, το οποίο υιοθέτησαν όσες Εκκλησίας αποφάσισαν αλλαγή του ημερολογίου, κυρίως για να μετριαστούν οι εσωτερικές αντιδράσεις των ακραίων συντηρητικών, που προτιμούσαν ένα ημερολόγιο που φέρει το όνομα ειδωλολάτρη αυτοκράτορα (Ιουλιανό), και όχι ενός χριστιανού παπά (Γρηγορίου)! Βέβαια, η πρόταση αυτή, ιδανική μέχρι σήμερα για τις ακίνητες εορτές του χριστιανισμού (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια κλπ), τελικά δημιούργησε τα προβλήματα που φέτος είναι περισσότερο από οφθαλμοφανή, και επί πλέον ούτε και η δική του Σερβική Εκκλησία υιοθέτησε.

Οι πρόσφατες αντιδράσεις που προκάλεσε δημοσίευμα του Αρχιεπισκόπου Τελμησσού, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και μόνιμου αντιπροσώπου του στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, Ιώβ (Getcha) για το όραμα ενός κοινού εορτασμού στη Νίκαια για τα 1700 χρόνια από την σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της ενιαίας Εκκλησίας του Χριστού, αναπόφευκτα οδήγησε και στο ερώτημα: Οι χριστιανοί της Δύσεως ή οι Ορθόδοξοι της Ανατολής είναι πιο κοντά στην απόφαση και το πνεύμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπως κατά καιρούς προβληματίστηκαν πολλοί Ορθόδοξοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι, προσπαθώντας παράλληλα να εξηγήσουν γιατί οι Ορθόδοξοι εορτάζουν το Πάσχα σε διαφορετική ημερομηνία από τους άλλους χριστιανούς.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε την πρακτική/ποιμαντική, αλλά και ουσιαστικά οικουμενική, απόφαση των Καθολικών, αλλά και των Ευαγγελικών, στη χώρα μας να συνεορτάζουν το Πάσχα όχι με τους ομοδόξους τους σε όλο τον κόσμο, αλλά από κοινού με τους Ορθοδόξους.

Το συμπέρασμα των τοποθετήσεων των συνομιλητών της πιο πάνω διαδικτυακής εκδήλωσης ήταν, ότι η παρανόηση ορισμένων Ορθόδοξων, πως η αιτία διαφορετικού εορτασμού του Πάσχα οφείλεται στο ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ακολουθεί τους κανόνες για τον υπολογισμό της ημερομηνίας του Πάσχα που αποφάσισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας το 325 μ.Χ., περιμένοντας δηλαδή να εορτάσουν το Πάσχα οι Εβραίοι πριν εορτασθεί το Ορθόδοξο Πάσχα, δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη. Κυρίως, διότι δεν ευσταθεί η αιτιολογία πως το χριστιανικό Πάσχα δεν πρέπει να συνδέεται με το Ιουδαϊκό Πάσχα (Πεσάχ, Passover κλπ), κάτι που προήλθε από παρερμηνεία μεταγενέστερων ιερών κανόνων (του α΄ της Αντιοχείας και του ζ΄ των Αγίων Αποστόλων), οι οποίοι στην ουσία απαγορεύουν συνεορτασμό με τους Ιουδαίους και όχι σύνδεση με το εβραϊκό Πάσχα, πράγμα που τόσο οι Ευαγγελικές μαρτυρίες (Συνοπτικών και κατά Ιωάννη), όσο και η ίδια η Α΄ Οικουμενική, ακριβώς το αντίθετο υποστηρίζουν.

Η σύνοδος της Νίκαιας λύνοντας τα πρακτικά προβλήματα των διαφορετικών εορτασμών μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων στις αρχές του Δ΄ μ.Χ. αι., θέσπισε ότι ο Πάσχα δεν θα συνεορτάζεται με το εβραϊκό Πάσχα, την ίδια δηλαδή ημέρα με την εαρινή πανσέληνο, την 14η/15η δηλαδή του εβραϊκού Νισάν. Αντίθετα, αποφασίζοντας για τον εορτασμό του Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, το συνέδεε για πάντα με το Εβραϊκό Πάσχα, χωρίς βέβαια και να το ταυτίζει. Και το κυριότερο, αποφάνθηκε να εορτάζεται ανεξάρτητα από τα διάφορα ημερολόγια (σεληνιακά ως επί το πλείστον την εποχή εκείνη), αλλά με βάση αποκλειστικά τα αστρονομικά επιστημονικά δεδομένα (εαρινής ισημερίας και πανσελήνου). Γι’ αυτό και η Εκκλησία ανέθεσε στο Πατριάρχη της Αλεξάνδρειας, κορυφαίο κέντρο αστρονομίας στον αρχαίο κόσμο, να προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο εορτασμού του Πάσχα, πράγμα που το 455 μ.Χ. αποδέχτηκε και ο δυναμικός Πάπας Ρώμης Λέων ο Μέγας, εκ των εισηγητών του παπικού πρωτείου, παρότι υπό πάντων αναγνωριζόταν ως πρώτος τη τάξει.

Η εαρινή ισημερία που χρησιμοποιείται σήμερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία για τον υπολογισμό της Πάσχα δεν είναι η πραγματική αστρονομική ισημερία, ούτε η πανσέληνος που πρέπει να ακολουθήσει το Πάσχα (σύμφωνα με την απόφαση της Νίκαιας) με την πραγματική, αστρονομική πανσέληνο. Με απλά λόγια, το καλύτερο διαθέσιμο ημερολόγιο και η καλύτερη διαθέσιμη επιστήμη δεν χρησιμοποιούνται πλέον για τον υπολογισμό του Πάσχα. Κι αυτό οδηγεί τους Ορθόδοξους σε πασχάλιους υπολογισμούς, που συχνά δεν είναι συγχρονισμένοι με τα πραγματικά αστρονομικά δεδομένα (εαρινής ισημερίας και πανσελήνου), με αποτέλεσμα συχνά, όπως φέτος, το Πάσχα να εορτάζεται πολύ αργότερα την άνοιξη! Όπως υποστήριξαν οι φυσικοί επιστήμονες, φέτος καταστρατηγείται όχι μόνον το πνεύμα της συνόδου (κοινός εορτασμός), αλλά και οι ρυθμιστικές της αποφάσεις (εαρινή ισημερία, πρώτη και όχι …πέμπτη Κυριακή, και πρώτη και όχι δεύτερη πανσέληνος).

Φέτος η διαφορά είναι ένας ολόκληρος μήνας. Το Δυτικό Πάσχα υπολογίστηκε να εορτάζεται την 4η Απριλίου, ενώ το Ορθόδοξο Πάσχα ένα μήνα μετά (με βάση το Ιουλιανό ημερολόγιο στις 2 Μαΐου). Κι αυτό, όπως μας επιβεβαίωσαν οι φυσικοί επιστήμονες, παρά το γεγονός ότι σήμερα οι επιστημονικές μέθοδοι έχουν προχωρήσει σημαντικά, ώστε να γνωρίζουμε αξιόπιστα τις ημερομηνίες της εαρινής ισημερίας και της πανσελήνου για κάθε δεδομένο έτος. Αντίθετα, σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιεί έναν σύνθετο μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό του Πάσχα χρησιμοποιώντας το πιο ανακριβές ημερολόγιο (επί του παρόντος 13 ημέρες πίσω από το Γρηγοριανό, και στην ουσία, με βάση τα ακριβή αστρολογικά δεδομένα, 14 μέρες) και έναν αναξιόπιστο μαθηματικά αλγόριθμο για τον υπολογισμό προσέγγισης της πανσελήνου, βάσει ενός απηρχαιωμένου σεληνιακού κύκλου 19 ετών (τον Μετώνειο κύκλο).

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έθεσε το 1920 επί τάπητος το αίτημα όλες οι Εκκλησίες να χρησιμοποιούν ένα κοινό ημερολόγιο, ώστε οι χριστιανοί σε Ανατολή και Δύση να εορτάζουν τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές από κοινού. Ωστόσο, οι διχαστικές αντιδράσεις κατά της υιοθέτησης ενός νέου ημερολογίου και νέου υπολογισμού του Πάσχα κατέληξαν σε συμβιβασμό, που επέτρεψε στις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες να επιλέξουν είτε το Παλαιό Ημερολόγιο (Ιουλιανό) είτε το Νέο (Γρηγοριανό) για τη ρύθμιση του εκκλησιαστικού έτους, αλλά διατήρησε το Παλαιό Ιουλιανό Ημερολόγιο και τους επιστημονικούς υπολογισμούς που βασίζονται σε αυτόν για τον προσδιορισμό των ημερομηνιών του Πάσχα, που όπως αναφέραμε δημιούργησε αν μη τι άλλο θέματα πλήρους αναξιοπιστίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

Το ζήτημα επιλήφθηκαν σχετικά πρόσφατα από κοινού το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και το Συμβούλιο των Εκκλησιών της Μέσης Ανατολής, το 1997, που με τη σύμφωνη γνώμη και στήριξη της Αγίας Έδρας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οργάνωσαν Οικουμενική Συνδιάσκεψη στο Χαλέπι της Συρίας με αποκλειστικό θέμα τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. Είχαν βέβαια προηγηθεί, εκτός της Πανορθόδοξης Συνόδου του 1923, και η οικουμενική του Chambésy, το 1970, που έθετε ως βασική προτεραιότητα τη θρησκευτική έννοια της εορτής του Πάσχα και την χριστιανική ενότητα, αλλά και η προπαρασκευαστική της Πανορθοδόξου Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, το 1977, με τη συμμετοχή και κορυφαίων Ορθοδόξων θετικών επιστημόνων.

Η πρόταση της συνδιάσκεψης του Χαλεπίου, με τη σύμφωνη μάλιστα γνώμη και όλων των προτεσταντικών ομολογιών, ήταν η διατήρηση της οικουμενικής απόφασης της Νίκαιας, ότι δηλαδή το Πάσχα θα έπρεπε να εορτάζεται την Κυριακή μετά την πρώτη εαρινή πανσέληνο. Παράλληλα, για τον υπολογισμό των αστρονομικών δεδομένων (εαρινή ισημερία και πανσέληνος) θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα πιο ακριβή επιστημονικά δεδομένα. Τέλος, για πρώτη φορά προτείνεται για τον προσδιορισμό της εαρινής πανσελήνου να ληφθεί ως βάση ο μεσημβρινός της Ιερουσαλήμ, του τόπου δηλαδή του σταυρικού θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού.

Πιο ουσιαστική εντούτοις ήταν η θεολογική τεκμηρίωση της συμβιβαστικής (χωρίς την χρήση ούτε του ιουλιανού ούτε του γρηγοριανού ημερολογίου, αλλά ενός τρίτου επιστημονικού, ακριβέστερου και από το γρηγοριανό) και οικουμενικής αυτής πρότασης, που επεξεργάστηκαν από κοινού και οι τρείς μεγάλες οικογένειες της χριστιανικής πίστεως.

Πρώτον, η Εκκλησία δεν θα πρέπει να λησμονεί την προέλευσή της, συμπεριλαμβανομένου και του στενού δεσμού μεταξύ του βιβλικού (εβραϊκού) Πάσχα και του πάθους και της αναστάσεως του Χριστού. Ενός συνδέσμου δηλαδή που αντανακλά τη συνολική πορεία της ιστορίας της σωτηρίας, δηλαδή της θείας οικονομίας. Κατά την εκτίμηση της συνδιάσκεψης, μια καθορισμένη ημερομηνία (ακίνητη δηλαδή εορτή, όπως κατά καιρούς προτάθηκε) θα αποδυνάμωνε αυτόν τον σύνδεσμο, εξαλείφοντας οποιαδήποτε αναφορά στα βιβλικά πρότυπα για τον υπολογισμό του Πάσχα.

Και δεύτερον, δεν θα πρέπει να αγνοείται η κοσμική διάσταση του χριστιανικού Πάσχα. Μέσω της αναστάσεως του Χριστού, ο ήλιος, η σελήνη και όλα τα κοσμικά στοιχεία αποκαθίστανται στην αρχική τους ακεραιότητα προκειμένου να δηλώνουν τη δόξα του Θεού (πρβλ. «οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα», Ψαλμ. 18:1, και «αινείται αυτόν ήλιος και σελήνη, αινείται αυτόν πάντα τα άστρα και το φως» Ψαλμ. 148:3), ενώ παράλληλα αποκαλύπτεται και η στενή σχέση ανάμεσα στη δημιουργία και την αναδημιουργία, την ενανθρώπιση δηλαδή και την απολύτρωση, ως αδιαχώριστων πτυχών της αποκάλυψης του Θεού.

Δυστυχώς οι σκέψεις αυτές και οι συστάσεις προς τις εκκλησίες και χριστιανικές κοινότητες να επεξεργαστούν περαιτέρω τα πορίσματα της συνδιάσκεψης του Χαλεπίου δεν εισακούστηκαν μέχρι σήμερα. Και για μας τους Ορθοδόξους, με επιμονή των αυτοκεφάλων εκκλησιών που ακολουθούν και στις ακίνητες εορτές το ιουλιανό ημερολόγιο (κυρίως μέχρι και πρόσφατα της Ρωσικής), αποσύρθηκε από την ημερήσια διάταξη της Πανορθοδόξου Συνόδου το θέμα του ημερολογίου.

Με επικείμενη, λοιπόν, σε 4 χρόνια, το 2025, την 1700ή επέτειο της συνόδου της Νίκαιας, η οποία προσδιόρισε τον κοινό εορτασμό του Πάσχα, είναι καιρός οι Ορθόδοξοι χριστιανοί να ακολουθήσουν την παρακαταθήκη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να αρχίσουν και πάλι να συζητούν αυτό το σημαντικό θέμα του υπολογισμού ενός κοινού εορτασμού του Πάσχα από όλους του χριστιανούς, πέρα από οποιεσδήποτε προκαταλήψεις και παρερμηνείες των ιστορικών και κανονικών δεδομένων. Ενός υπολογισμού που σύμφωνα με το πνεύμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου απαιτεί την χρήση ενός ακριβέστερου ημερολογίου, πέραν του Ιουλιανού (παλαιό) και Γρηγοριανού (εν χρήσει σήμερα από τις περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες για τις ακίνητες εορτές), καθώς και ακριβέστερων επιστημονικών (αστρολογικών) υπολογισμών.

Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, άλλωστε, έχει θεσμοθετήσει σε ύψιστο δογματικό επίπεδο, ότι «διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἡ ἱκανότης πρός ἐπιστημονικήν ἔρευναν τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ θεόσδοτον δῶρον εἰς τόν ἄνθρωπον» (Η Αποστολή παρ.11). Στο δε Μήνυμά της (παρ. 7) urbi et orbi διαβεβαίωσε ότι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποφεύγει τήν κηδεμονία τῆς ἐπιστημονικῆς ἀναζητήσεως καί δέν λαμβάνει θέση πάνω σέ κάθε ἐπιστημονικό ἐρώτημα. Εὐχαριστεῖ τόν Θεό πού δωρίζει στούς ἐπιστήμονες τό χάρισμα νά ἀποκαλύπτουν ἄγνωστες πτυχές τῆς θείας Δημιουργίας. Ἡ σύγχρονη ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καί τῆς τεχνολογίας ἐπιφέρει ριζικές ἀλλαγές στή ζωή μας. Προσφέρει σημαντικές εὐεργεσίες ὅπως εἶναι ἡ διευκόλυνση τοῦ καθημερινοῦ βίου».

*Ο κ. Πέτρος Βασιλειάδης είναι ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρόεδρος επί τιμή του Κέντρου Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών “Μητρ. Παντελεήμων Παπαγεωργίου” (CEMES) και της Παγκόσμιας Συνομοσπονδίας Θεολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (WOCATI)