Η ποιμαντική και εθνική δράση του Αγίου Ιεράρχη της Ραιδεστού

Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος Καλλίδης διεποίμανε με γενναιότητα τον λαό του Θεού σε μια ταραγμένη για το Γένος περίοδο και βρέθηκε αντιμέτωπος με δοκιμασίες, συκοφαντίες και διώξεις

Στις 29 Μαΐου του 2003 ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ανακοίνωνε την αναγραφή του ονόματος ενός νέου Αγίου στο Αγιολόγιο και εορτολόγιο της Εκκλησίας μας. Επρόκειτο για τον Μητροπολίτη Ηρακλείας και Ραιδεστού Γρηγόριο Καλλίδη, έναν άγιο Ιεράρχη, που διεποίμανε τον λαό του Θεού σε μια ταραγμένη περίοδο για το Γένος μας και βρέθηκε αντιμέτωπος με μεγάλες δοκιμασίες, συκοφαντίες και διώξεις.

Ο Άγιος Γρηγόριος Καλλίδης γεννήθηκε στο χωριό Κούμβαο της επαρχίας Ηρακλείας της Ανατολικής Θράκης στις 24 Ιανουαρίου του 1844. Τέκνο ευλαβών γονέων, του Ιωάννου και της Ευφροσύνης, έχοντας από νεαρή ηλικία κλίση προς την ιεροσύνη, χειροτονήθηκε εις διάκονον από τον Μητροπολίτη Σηλυβρίας Μελέτιο.

Την εγκύκλια παιδεία έλαβε στα εκπαιδευτήρια των Σερρών, ενώ ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Ριζάρειο και στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Κατά την παραμονή του στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, παρέστη ως Αρχιδιάκονος στην υποδοχή της Βασίλισσας Όλγας στην Ελλάδα και στη βάπτιση του διαδόχου Κωνσταντίνου.

Το 1873 αναλαμβάνει σχολάρχης στη Ραιδεστό και το 1874 ορίζεται πρωτοσύγκελος στη Μητρόπολη Ηρακλείας, ενώ το 1875 χειροτονείται επίσκοπος Ναζιανζού.

Ως βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτη Ηρακλείας, ο Γρηγόριος θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις πρώτες μεγάλες δοκιμασίες. Κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, συνεπικουρούμενος και από τους προκρίτους, θα διαφυλάξει την πόλη με τις συνετές του ενέργειες από την επιδρομή των Τσερκέζων.

Λίγο αργότερα, στα χρόνια της βουλγαρικής εξαρχίας, αποστέλλεται από το Πατριαρχείο ως έξαρχος στην Ανδριανούπολη, όπου στις 6 Φεβρουαρίου του 1879 οι Βούλγαροι είχαν επιχειρήσει να δολοφονήσουν τον Μητροπολίτη Διονύσιο (μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη).

Τον αντιπροσώπευε όσο εκείνος θα βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για νοσηλεία.

ΑΞΙΟΣ ΣΥΝΕΧΙΣΤΗΣ

Τον Μάϊο του 1879 ο Αγιος επιλέγεται Μητροπολίτης Τραπεζούντος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, τον Μεγαλοπρεπή. Θα διαποιμάνει το κέντρο του ποντιακού ελληνισμού για πέντε χρόνια, αναδειχθείς άξιος συνεχιστής της ατελεύτητης χρυσής γραμμής των προκατόχων του.

Οι δυσκολίες ήταν μεγάλες. Από την ημέρα της ενθρονίσεώς του, έπρεπε να λάβει κάθε απαιτούμενο νόμιμο μέτρο για να προστατεύσει το ποίμνιό του από τις επιθέσεις Τουρκικών ληστρικών ομάδων, ενώ αγωνίστηκε επίμονα για την μείωση της βαριάς φορολογίας των χριστιανών.

Επί της αρχιερατείας του στην Τραπεζούντα η Μεγάλη Εκκλησία απέσπασε τις εξαρχίες των Σταυροπηγιακών Μονών Σουμελά, Βαζελώνος και Περιστερεώτα, υπάγοντάς τες στην άμεση διοίκηση της Μητροπόλεως Τραπεζούντας, αποβλέποντας στην αρτιότερη συγκρότησή τους. Ο Γρηγόριος επωμίστηκε τότε και το χρέος της εποπτείας τους, ως το 1885 που εξελέγη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, σε μια πραγματικά δύσκολη περίοδο για τη συμβασιλεύουσα, όταν είχε κορυφωθεί το λεγόμενο κοινοτικό ζήτημα.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Το πρόβλημα που είχε ενσκήψει κατά την περίοδο εκείνη, σχετιζόταν με την εκλογή των τοπικών αρχόντων της πόλης. Τα ισχυρά πρόσωπα της Θεσσαλονίκης ήταν οι έμποροι, οι δικηγόροι, οι γιατροί και οι κτηματίες, ενώ είχαν αποδυναμωθεί τα μέλη των συντεχνιών, που διεκδικούσαν και τη δική τους αντιπροσώπευση στην κοινότητα.

Η σύγκρουση είχε αρχίσει πριν την αρχιερατεία του Αγίου Γρηγορίου Καλλίδη και διήρκεσε και μετά την αποχώρησή του. Ωστόσο ο Άγιος, ως καλός ποιμένας, στάθηκε στο πλευρό των ασθενέστερων και υποστήριξε τους εκπροσώπους τους.

Οι ισχυρές αντίπαλες ομάδες πέρασαν στην αντεπίθεση με αθέμιτα μέσα. Συκοφάντησαν τον Μητροπολίτη στο Πατριαρχείο και το 1888 κυκλοφόρησαν έναν ανώνυμο λίβελο, ένα πραγματικό ρυπαρογράφημα με βαρύτατες κατηγορίες εναντίον του.

Το Φανάρι κίνησε τη διαδικασία για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και ο Γρηγόριος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Οι κατηγορίες αποδείχθηκαν εντελώς ψευδείς και αστήρικτες, ενώ οι κατήγοροι δεν τόλμησαν καν να παραστούν στη δίκη.

Εν τέλει το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Απρίλιο του 1889 αθώωσε πανηγυρικά τον συκοφαντημένο Ιεράρχη, ο οποίος όμως δεν θέλησε να επιστρέψει πλέον στη Θεσσαλονίκη. Εθεσε εαυτόν στη διάθεση της Μεγάλης Εκκλησίας και τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους εξελέγη Μητροπολίτης Ιωαννίνων.

ΟΙ ΨΕΥΔΟΚΑΤΗΓΟΡΟΙ

Εκεί επρόκειτο να πέσει για δεύτερη φορά θύμα συκοφαντίας, που θα μπορούσε να του είχε στοιχίσει τη ζωή. Όπως αναφέρει ο δρ. Χ. Μπούσιας, το 1891 τέλεσε τα εγκαίνια του Ναού του Αγίου Νικολάου Ζίτσας.

Συνέρρευσε πλήθος λαού από όλη την γύρω περιοχή, που κατά την ομιλία του Ιεράρχη τους προέβησαν σε ζητωκραυγές υπέρ της ελευθερίας. Το αποτέλεσμα ήταν, όπως αναφέρει ο κ. Μπούσιας, να βρεθούν ψευδοκατήγοροι, οι οποίοι «κατέθεσαν εναντίον του ότι κατά την τελετή των εγκαινίων ευχήθηκε υπέρ της Ελλάδος και εναντίον της Τουρκικής κυβερνήσεως και ο Πασάς των Ιωαννίνων πιεζόμενος και από άλλες σκοτεινές δυνάμεις, γιατί οπαδός τους εκείνες τις ημέρες ασπάσθηκε το Χριστιανισμό, πέτυχε την άδικη απομάκρυνσή του από το ποίμνιό του. Την ταπείνωση αυτή από την άδικη συκοφαντία του ο Γρηγόριος την υπέμεινε για δύο χρόνια αγόγγυστα χριστομιμήτως σηκώνοντας τον σταυρό του και δοξάζοντας τον Κύριο».

Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ως αριστίνδην συνοδικό μέλος, όπου και παρέμεινε ως το 1894. Στο διάστημα της παραμονής του χρημάτισε πρόεδρος της διευθύνουσας επιτροπής του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, πρόεδρος της επιτροπής διαχείρισης των μοναστηριακών κτημάτων και μέλος της Εφορίας της Ιεράς Θεολογικής Σχολής, ενώ διετέλεσε και πρόεδρος του εκκλησιαστικού δικαστηρίου των Πατριαρχείων.

Τρία χρόνια μετά την επιστροφή του στη Μητρόπολη Ιωαννίνων, ξέσπασε ο ατυχής για τη χώρα μας ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, που έληξε με βαριά ήττα του ελληνικού στρατού. Η στάση του ως Μητροπολίτου υπήρξε καθοριστική, αφού, όπως αναφέρει ο κ. Ιωάννης Σιδηράς, Θεολόγος και Ιστορικός, προφύλαξε και κυριολεκτικώς έσωσε τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό από βέβαιη σφαγή.

Οι Οθωμανοί, αναφέρει ο κ. Σιδηράς, ήταν έτοιμοι να πνίξουν στο αίμα τα Ιωάννινα, αλλά τότε ο Γρηγόριος ανόρθωσε το ανάστημά του ως αρχιερέας και ποιμενάρχης και σε κοινή συνεργασία με τους γενικούς προξένους των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων που είχαν την έδρα τους στα Ιωάννινα, απέτρεψε την γενική σφαγή των ρωμιών στην ευρύτερη μητροπολιτική περιφέρεια των Ιωαννίνων.

Σύμφωνα με την ίδια πηγή, «το ίδιο έτος και επ’ αφορμή της σωτηρίου δράσεως και παρεμβάσεώς του, ο Γρηγόριος ετιμήθη υπό του τότε αντιβασιλεύοντος και διαδόχου του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνου με το ελληνικό παράσημο των Ανωτέρων Ταξιαρχών του Σωτήρος Χριστού. Συγχρόνως δε έλαβε υπό του αυτοκράτορος της Ρωσίας τον Μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννης και υπό του ηγεμόνος του Μαυροβουνίου τον Μεγαλόσταυρο του Δανιήλου.

Αλλά και ο Σουλτάνος είχε τιμήσει τον Γρηγόριο κατά το έτος 1885, όταν ήταν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, με το επίσημο κρατικό παράσημο Οσμάνιε της Β΄ τάξεως, το οποίο ολίγοι μόνο Ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου ηξιώθησαν να λάβουν από τον αλλόθρησκο μάλιστα δυνάστη».

Στο περιοδικό «Εκκλησιαστική Αλήθεια» υπάρχει η πληροφορία ότι ο Άγιος κλήθηκε για δεύτερη φορά ως μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου επί της Πατριαρχίας του Κωνσταντίνου Ε΄. Όταν ο Θρόνος χήρευσε, ο Άγιος ήταν μεταξύ των υποψηφίων, αλλά οι τουρκικές αρχές απέρριψαν την υποψηφιότητά του. Επανεξελέγη ο Ιωακείμ ο Γ΄ και επί των ημερών του ο Άγιος Γρηγόριος μετετέθη στην ιδιαίτερα τιμητική θέση του Μητροπολίτη Ηρακλείας και Ραιδεστού.

ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΜΕΤΖΗΔΙΕ

Όπως μας πληροφορεί ο κ. Σιδηράς: «Την περίοδο εκείνη ο Μητροπολίτης Γρηγόριος έλαβε τιμητικά τον Μεγαλόσταυρο του Αγίου Σάββα από μέρους του βασιλέως της Σερβίας. Ως Μητροπολίτης Ηρακλείας και Ραιδεστού ο Γρηγόριος τιμήθηκε και από την αυστριακή Κυβέρνηση, λαμβάνοντας τον Μεγαλόσταυρο του Φραγκίσκου Ιωσήφ, επειδή είχε παραδώσει στην επίσημη ουγγρική αντιπροσωπία τα οστά των μελών της ακολουθίας του πρίγκηπος της Τρανσυλαβανίας Ρακότση. Τον Γρηγόριο ετίμησε επίσης για δεύτερη φορά η Υψηλή Πύλη, όταν τον παρασημοφόρησε με το μετάλλιο Μετζηδιέ, αλλά και η περσική Κυβέρνηση με αντίστοιχης αξίας και τιμής παράσημο».

ΓΛΙΤΩΣΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΠΟ ΣΦΑΓΗ ΚΑΙ ΕΙΔΕ ΤΗΝ ΑΝ. ΘΡΑΚΗ ΝΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΤΑΙ

Μοναδική υπήρξε η εκκλησιαστική, ποιμαντική και εθνική δράση του Αγίου στην Ραιδεστό, για την οποίαν οι πρόκριτοι και δημογέροντές της ανέγραψαν τιμητικά στον δημογεροντικό κώδικα της Κοινότητας: «Την Α. Σ. τον Μητροπολίτη Γέροντα Άγιον Ηρακλείας και Ραιδεστού Κύριον Γρηγόριον Καλλίδην, δια τε την δωρεάν του μητροπολιτικού οικήματος και δι’ όλας τας ενεργείας και προσπαθείας, ας μετά πατρικής στοργής κατέβαλεν υπέρ της ανεγέρσεως των τριών καλλιμαρμάρων σχολικών κτιρίων της κοινότητος, ανακηρρύσομεν Μέγαν Ευεργέτην και αναστηλώνει (η κοινότης) την εικόνα αυτού των Μ. Ευεργετών».

ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

Ως Μητροπολίτης Ηρακλείας, είχε να αντιμετωπίσει τους βούλγαρους εξαρχικούς, αλλά και τους νεότουρκους εθνικιστές που καταδυνάστευαν τους ρωμιούς. Με τις συνετές του ενέργειες έσωσε τη Ραιδεστό από γενική σφαγή από τους παραστρατιωτικούς της νεοτουρκικής οργάνωσης του Τζαφέρ Ταγιάρ.

Συνεργάστηκε αρμονικά με τους Αρμένιους, τους Εβραίους και τους Τούρκους ώστε η περιοχή της Ραιδεστού να απαλλαγεί αναίμακτα από την βουλγαρική κυριαρχία, ενώ ευτύχησε να δει την προσωρινή απελευθέρωση της επαρχίας του από τον οθωμανικό ζυγό και να υποδεχθεί τον απελευθερωτικό Ελληνικό στρατό της στρατιάς της Σμύρνης και τον Βασιλιά Αλέξανδρο Α΄, εκφράζοντάς του επισήμως, ως μέλος της θρακικής επιτροπής Ορθοδόξων, Μουσουλμάνων, Αρμενίων και Ισραηλιτών, τις ευχαριστίες και την άπειρη ευγνωμοσύνη των κατοίκων της μητροπολιτικής του περιφέρειας στον Βασιλέα Αλέξανδρο και στην κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου για την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης.

Ωστόσο, η ελευθερία της Α. Θράκης έληξε το 1923 και οι ρωμιοί πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς. Ο ποιμένας ακολούθησε το ποίμνιό του και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου εκοιμήθη οσιακά την 25η Ιουλίου του 1925.

Το Ιερό και θαυματουργό λείψανο του Γρηγορίου ευρίσκεται σήμερα ολόσωμο στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, όπου ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος την 29η Μαΐου 2003 ανακοίνωσε επίσημα την αναγνώρισή του ως Αγίου της Εκκλησίας και την αναγραφή του ονόματός του στο Αγιολόγιο και εορτολόγιο της Εκκλησίας μας.

Οπως εύστοχα σημειώνει ο δρ. Χ. Μπούσιας: «Ο Άγιος Γρηγόριος, ο Καλλίδης, είναι ο γενναιόφρων Ιεράρχης του οποίου το φρόνημα δεν εκάμπτετο μπροστά στους κινδύνους και στις μυστικές απειλές.

Σήκωνε πάντοτε τη σημαία της αληθείας του Ευαγγελίου της αγάπης με παρρησία επαναλαμβάνοντας τα λόγια του σοφού Σειράχ: Γρηγόριε, «έως θανάτου αγώνισαι περί της αληθείας και Κύριος, ο Θεός, πολεμήσει υπέρ σου» (Σοφ. Σειρ. δ΄ 28)».