Η Πανήγυρις του Ενοριακού Ιερού Ναού Αγίου Αθανασίου Σύμης

Σήμερα Δευτέρα 18η Ιανουαρίου 2021, την ιερά μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Αθανασίου του Μεγάλου, τίμησε με την δέουσα λαμπρότητα και σύμφωνα με τα ισχύοντα υγειονομικά μέτρα περί καθορισμένου αριθμού συμμετεχόντων πιστών, ο φερώνυμος, περικαλλής και ευμεγέθης Ενοριακός Ναός της Σύμης, ο οποίος δεσπόζει σε κεντρικότατο σημείο του Χωριού, αποτελώντας ένα πολύτιμο κόσμημα αρχιτεκτονικής Ναοδομίας μεταξύ των εκκλησιαστικών μνημείων της Νήσου μας.

Ο Μητροπολίτης Σύμης, Τήλου- Χάλκης και Καστελλορίζου κ. Χρυσόστομος χοροστάτησε του Όρθρου, ευλόγησε την Αρτοκλασία και τέλεσε την Θεία Λειτουργία, στην οποία συλλειτουργούς του είχε άπαντες τους Εφημερίους της Νήσου, ενώ τα αναλόγια διακόνησαν, ο Ιεροψάλτης του Ναού κ. Γεώργιος Μοσκιού, ο κ. Μερκούριος Γιανναράς, ο κ. Εμμανουήλ Κυπριώτης και ο κ. Αγαπητός Μιχελλής. Επίσης κατά την Απόλυσιν διδακτικότατα κήρυξε και τον θείον λόγο, αναφερόμενος στην σεβασμία μορφή του Μεγάλου Αθανασίου, του «στύλου της Ορθοδοξίας», αναλύων διεξοδικώς τις μεγάλες αρετές του, τον αδαμάντινο χαρακτήρα του και τους σθεναρούς αγώνες που διεξήγαγε προς αντιμετώπιση της αιρέσεως του αρειανισμού.

Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 295 μ.Χ. από Έλληνες χριστιανούς γονείς, οι οποίοι τον γαλούχησαν και τον ανέθρεψαν με τα νάματα της χριστιανικής και ελληνικής παιδείας. Διακρινόταν από τη μικρή του ηλικία, για τη μεγάλη ευφυία του, την ολόψυχη αγάπη του προς την Εκκλησία και την έφεση για μάθηση. Μετά τα εγκύκλια γράμματα, πραγματοποίησε ανώτερες θεολογικές και φιλοσοφικές σπουδές στις ακμάζουσες τότε σχολές της Αλεξάνδρειας και μελέτησε εις βάθος την Αγία Γραφή, τους προ αυτού Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς, καθώς επίσης και τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, φιλόσοφους, ρήτορες και ιστορικούς, κυρίως δε τον Όμηρο, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Έτσι κατέστη βαθύς γνώστης της χριστιανικής και της θύραθεν (αρχαιοελληνικής) παιδείας και φιλοσοφίας.

Παράλληλα προς τη γνώση, ο Αθανάσιος καλλιεργούσε και τον ενάρετο βίο και την αγάπη και προσήλωση στον Χριστό και στην Ορθοδοξία, προς χάριν της οποίας υπέστη κατατρεγμούς, διώξεις και εξορίες. Ο ιερός Πατήρ ανήκει στις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας, όχι τόσο για την εξαίρετη συγγραφική του δράση, όσο κυρίως για τον αδαμάντινο χαρακτήρα του, τη θερμουργό προς την Εκκλησία αγάπη του και την υπέροχη προσωπικότητα του, όπως ορθά παρατηρεί ο άλλος μεγάλος πατήρ της Εκκλησίας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, γράφοντας: «Ο βίος του Αθανασίου κατέστη υπόδειγμα επισκόπου και η διδασκαλία του νόμος ορθοδοξίας, καθόσον ο μεν βίος του ήταν καθοδηγός της διδασκαλίας του, η δε διδασκαλία του ήταν επισφράγιση του βίου του». Το όνομα του Αθανασίου απέβη συνώνυμο της αρετής, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει πάλι ο Γρηγόριος: «Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι ταύτον γαρ εκείνον τε ειπείν και αρετήν επαινέσαι»

Ο Μέγας Αθανάσιος, στους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας, αντιμετώπισε και τους πλέον ισχυρούς αντιπάλους και δεν κάμφθηκε ποτέ μπροστά στους κατατρεγμούς και στις εξορίες. Έτσι, δικαίως χαρακτηρίστηκε ως «ο ηρωικότερος των αγίων και ως ο αγιότερος των ηρώων». Η Εκκλησία, εκτιμώντας τα κατορθώματά του, τον τοποθέτησε κοντά στους αποστόλους, στους ευαγγελιστές και στους μάρτυρες, στη χορεία των αγίων, και οι πιστοί του απέδιδαν και του αποδίδουν τιμές, τις οποίες αναγνώρισαν και καθιέρωσαν οι επερχόμενες γενεές μέχρι σήμερα. Δικαίως ο υμνωδός της Εκκλησίας μας, γράφει: «Αθανάσιον, και θανόντα, ζην λέγω οι γαρ δίκαιοι ζώσι και τεθνηκότες», δηλαδή: τον Αθανάσιο, αν και πέθανε, τον θεωρώ ζωντανόν, διότι οι δίκαιοι ζούν και μετά τον θάνατο.