Η Μεγάλη Παράκληση της Υπεραγίας Θεοτόκου στον Ι.Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σελίου

Την Κυριακή 7 Αυγούστου το απόγευμα ο Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στον Εσπερινό και στην Παράκληση της Υπεραγίας Θεοτόκου και κήρυξε τον θείο λόγο στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σελίου.

Ο Μητροπολίτης στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων:

«Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά … Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο».

Μία απάντηση δίδει ο Χριστός στο παράπονο της Μάρθας, όπως ακού­σαμε προ ολίγου στην ευαγγελι­κη περικοπή. Μία απάντηση που δεν ισχύει μόνο γι᾽ αυτήν αλλά και για όλους εμάς, που ισχύει για κάθε άνθρωπο.

Η Μάρθα διαμαρτύρεται στον Χριστό, τον οποίο φιλοξενεί στο σπίτι της, ότι εκείνη εργάζεται και κοπιάζει για να τον περιποιηθεί, ενώ η αδελφή της, η Μαρία, απο­λαμ­βάνει την παρουσία του ακούοντας τη διδασκαλία του.

Και θα πίστευε κανείς ότι η απά­ντηση του Χριστού θα δικαιώσει τη Μάρθα και θα παροτρύνει τη Μα­ρία να της συμπαρασταθεί, συμ­βαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο. Ο Χριστός δικαιώνει την Μαρία, η οποία «την αγαθήν μερίδα εξελέ­ξατο», έκανε τη σωστή επιλογή και αντί να αναλίσκεται με τα υλικά πράγματα, προτίμησε τα πνευμα­τι­κά, προτίμησε τη σωτηρία της ψυχής της, και υποδεικνύει διακρι­τι­κά στη Μάρθα ότι μάλλον εκείνη είναι αυτή που θα πρέπει να ακο­λου­θήσει το παράδειγμα της αδελ­φής της.

Για όσους ίσως διερωτώνται για ποιόν λόγο μας αφορά η απάντηση του Χριστού, θα πρέπει να πούμε ότι μας αφορά για δύο λόγους.

Ο πρώτος είναι ότι πολλές φορές ακολουθούμε το παράδειγμα της Μάρθας και μάλιστα στη χειρότερη, θα έλεγα, εκδοχή του. Γιατί, αν η Μάρθα αναλωνόταν και ασχολείτο με πολλά και διάφορα προκειμένου να ευχαριστήσει τον υψηλό επι­σκέπτη της, εμείς σπαταλούμε τον χρόνο της ζωής μας ασχολούμενοι με πολλά και μεριμνώντας για πράγματα που όχι μόνο δεν εξυπη­ρετούν τον Χριστό και την πνευματική μας ζωή, αλλά και απο­βλέπουν στην ευχαρίστηση και ικα­νοποίηση του εαυτού μας, του εγωισμού μας, της πλεονεξίας μας, της φιλαρεσκείας μας και των αλ­λων αδυναμιών μας, κάνοντάς μας να ξεχνούμε ποιο είναι το ση­μα­ντικό στη ζωή μας, τι έχει πραγ­μα­τικά αξία για μας και το αιώνιο μέλλον μας.

Ξεχνούμε ότι, όπως λέγει και ο Χριστός στη Μάρθα, «ενός εστι χρεία». Και αυτό το ένα είναι η σωτηρία της ψυχής μας, διότι δεν κερδίζουμε τίποτε, ακόμη και αν κερδίσουμε όλο τον κό­σμο, αλλά χάσουμε την ψυχή μας.

Ο δεύτερος λόγος είναι το πα­ράδειγμα της Μαρίας, η οποία σε αντίθεση με την αδελφή της, τη Μάρθα, επέλεξε «την αγαθή μερί­δα», επέλεξε να μην σπαταλά τον εαυτό της και την ψυχή της στις μέριμνες του κόσμου, στις υλικές και βιοτικές μέριμνες, αλλά να φροντίζει και να μεριμνά για την αγαθή μερίδα την οποία επέλεξε.

Ο Χριστός δεν μας ζητά να εγκα­ταλείψουμε τον κόσμο, να αδιαφορή­σουμε για τον εαυτό μας, για την οικογένειά μας, για την εργασία μας και τις ανάγκες μας προκειμένου να κερδίσουμε τη σωτηρία μας. Ζητά όμως να μην αφήσουμε όλα τα άλλα που υπάρχουν γύρω μας, όλα όσα κάνουμε και έχουμε ανάγκη, ή και τα κάνουμε από αγάπη για τους ανθρώπους, να μας διασπούν την προσοχή, να μας διασπούν την προσήλωσή μας στην αγαθή μερί­δα. Γιατί, αν μας παρασύρουν από αυτό που είναι το πρώτιστο, τη σω­τηρία δηλαδή της ψυχής μας, και μας αποσπάσουν και μας απομα­κρυ­νουν από αυτό, τότε και τα καλά ακόμη, με τα οποία μπορεί να ασχολούμεθα, γίνονται κακά, γιατί μας στερούν το μεγαλύτερο αγαθό, τη σωτηρία μας.

Στο πρόσωπο της Μαρίας, η οποία «την αγαθήν μερίδα εξελέξατο», μπορούμε να δούμε και το πανα­μω­μητο πρόσωπο της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου μας και μη­τέρας όλων μας, και ιδιαιτέρως και δικής σας μητέρας, εφόσον την έχε­τε εδώ, στο Σέλι, έφορο και προ­στάτιδα. Διότι και η Υπεραγία Θεο­τόκος «την αγαθήν μερίδα εξελέ­ξατο», όταν συγκατένευσε στην πρόσκληση του Θεού, που της μετέ­φερε ο αρχάγγελος Γαβριήλ κατά την ημέρα του Ευαγγελισμού της. Αφοσιώθηκε στην ιερή της απο­στο­λή, χωρίς να επηρεάζεται από καμία ανθρώπινη μέριμνα και φρο­ντίδα, δείχνοντας μας με τη ζωή της ότι δεν αρκεί απλώς να επιλέξουμε την αγαθή μερίδα, αλ­λα χρειάζεται να αγωνιζόμεθα διά βίου για να την διατηρήσουμε και να μην την χάσουμε.

Δεν αρκεί, δηλαδή, να πιστεύουμε ότι εφόσον βαπτισθήκαμε χριστια­νοί, εφόσον γίναμε μοναχοί ή κλη­ρικοί, έχουμε εξασφαλίσει τη σω­τηρία μας. Για να μην χάσουμε τη σωτηρία χρειάζεται καθημερινή προ­σπάθεια και αγώνας, ώστε να μην παρασυρθούμε από τις μέρι­μνες του κόσμου και την αμαρτία. Χρειάζεται αγώνας για να ζούμε υπα­κούοντας στο θέλημα του Θεού, όπως έκανε σε όλη της τη ζωή η Υπεραγία Θεοτόκος, χωρίς να αρκείται, κατά το ανθρώπινο, στο ότι ήταν η Μητέρα του Υιού και Λόγου του Θεού.

Μόνο εάν εναρμονίσουμε τη ζωή μας με το θέλημα του Θεού, τότε μπορούμε με τη χάρη του Θεού να κερδίσουμε την αγαθή μερίδα και να βρεθούμε κοντά στον Θεό. Και γι᾽ αυτό θα πρέπει να αγωνισθούμε όλοι μας, ώστε να το επιτύχουμε διά πρεσβειών και της Υπεραγίας Θεοτόκου, προς την οποία αναπέμ­ψαμε και απόψε ύμνους ικεσίας και ευχαριστίας, ψάλλοντας τον Με­γάλο Παρακλητικό της Κανόνα.

Όλη η ζωή μας, όλα τα χρόνια μας είναι στη διάθεσή μας για να αγωνισθούμε και να κερδίσουμε αυτό το ένα, «ενός εστί χρεία». Αλλά η περίοδος αυτή, που είναι αφιερωμένη στην Παναγία μας, ο Δεκαπενταύγουστος, είναι, θα έλεγα, η πιο κατάλληλη, έχοντας ως παράδειγμα και ως βοηθό την Παναγία μας σ᾽ αυτή την πορεία μας, που είναι δύσκολη, που έχει εμπόδια, έχει ασθένειες, έχει θλίψεις, έχει τόσα προβλήματα, να καταφεύγουμε σε Εκείνη, για να αντλούμε δύναμη, να αντλούμε ελπίδα, να αντλούμε παρηγορία, για να συνεχίσουμε τον δρόμο μας, και πέρα από τον Δεκαπενταύγουστο, μέχρι να μας καλέσει ο Κύριος, ούτως ώστε να μας πεί «καλά εργασθήκατε στη ζωή σας, εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου».

Διαφορετικά, αδελφοί μου, μπορεί τα πάντα να τα κάνουμε σ᾽ αυτή τη ζωή, τα πάντα να τα επιτύχουμε, αλλά να χάσουμε το ένα, που είναι η ψυχή μας. Δεν θα είναι κρίμα; Μπορεί να κερδίσουμε όλο τον κόσμο, μπορεί να μάθουμε όλες τις γλώσσες, αν δεν μάθουμε όμως τη γλώσσα της αγάπης, είμεθα «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλλαλάζον». Άμα λείπει η αγάπη, όλες τις γλώσσες να τις μιλάς, δεν έχει καμία αξία. Το ίδιο είναι και αν κάνουμε όλα τα πράγματα, αλλά δεν κάνουμε το ένα, που είναι η σωτηρία της ψυχής μας, «ουδέν εποιήσαμεν».

Εύχομαι η Παναγία μας να μας βοηθήσει όλους μας.»