Η Κυριακή του Τυφλού στο Σοφικό

Την Κυριακή ΙΔ΄ Λουκά, στις 24 Ιανουαρίου ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός ιερούργησε στον Ιερό Ενοριακό Ναό Αγίου Δημητρίου Σοφικού και τέλεσε το τεσσαρακονθήμερο Μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως του πρώην Αντιδημάρχου Διδυμοτείχου Ευαγγέλου Περιστεράκη.

Ερμηνεύοντας το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας, περί της θεραπείας του Τυφλού στην Ιεριχώ, σημείωσε:

«Ο Τυφλός της σημερινής ευαγγελικής περικοπής πληροφορεῖται κάτι ἐξαιρετικό. Στήν Ἱεριχώ ἔφθασε ὁ μεγάλος ἐπισκέπτης τῆς ἀνθρωπότητας. Πρόκειται νά περάσει ἀπό μπροστά του ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ ἕνας καί ἀληθινός Θεός. Ἀμέσως μέσα του ἀνθίζει ἡ ἐλπίδα καί ἡ προσδοκία τῆς μεγάλης συνάντησης μέ τό Λυτρωτή. Προσπαθεῖ, λοιπόν, μέ ἀπροσμέτρητη ἐπιμονή καί μέ ἀξιοθαύμαστο δυναμισμό νά ἐπιτύχει αὐτή τή συνάντηση μέ τόν Κύριο. Ὅταν τό καταφέρνει, τότε ξεδιπλώνει τήν πίστη του, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτή εἶναι ὁ μυστικός του θησαυρός.

«Στεντορεία τη φωνή» φωνάζει προς το Χριστό: «Ιησού υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με». Με τα λόγια του αυτά ο τυφλός θεολογεί, διότι η θεολογία δεν είναι υπόθεση ενός σπουδαστηρίου. Είναι κάτι που πηγάζει μεσ’ από την καρδιά του ανθρώπου. Η θεολογία είναι υπόθεση καρδιάς που υποφέρει από πόθο και πόνο. Πόθο για το Θεό και πόνο για την κατάντια του ανθρώπου. Ο τυφλός ποθεί το Θεό και πονά για την κατάστασή του· ποθεί το φως και πονά για το σκοτάδι· ποθεί την ελευθερία και πονά για τα δεσμά της άγνοιας. Μεσ’ από τον πόθο του για το Χριστό και από τον πόνο για τον εαυτό του θεολογεί εύστοχα και μυστικά.

»Πρωτίστως, με τη λέξη «Ιησού» ομολογεί την ανθρώπινη φύση του Κυρίου. Φωνάζει το ανθρώπινο όνομα του Σωτήρα, για να δείξει πως ο Χριστός είναι άνθρωπος, τέλειος κατά πάντα, χωρίς κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Με την ομολογία της ανθρώπινης φύσης του Ιησού καταργείται η απόσταση ανάμεσα στην ανθρωπότητα και στη Θεότητα. Από τη στιγμή που ο Θεός γίνεται άνθρωπος γκρεμίζεται το μεσότοιχον της έχθρας και της άγνοιας, που ορθώθηκε από την αμετανοησία των πρωτοπλάστων. Ως τέλειος άνθρωπος ο Χριστός μπορεί να συμμερισθεί τον ανθρώπινο πόνο, να συμπονέσει και με τη δύναμή Του ως τέλειος Θεός να θεραπεύσει. Ως τέλειος άνθρωπος είναι προσιτός, συγκαταβατικός και ελεήμων.

»Εν συνεχεία ομολογώντας ότι ο Ιησούς είναι «υιός Δαυΐδ» ο τυφλός προσδιορίζει τον λυτρωτικό χαρακτήρα του έργου του Κυρίου. Από τη διδασκαλία των προφητών γνωρίζει πως ο αναμενόμενος Μεσσίας είναι απόγονος του Δαυΐδ. Όταν προσφωνεί τον Ιησού ως υιό του Δαυΐδ, Τον αναγνωρίζει ως Σωτήρα και Λυτρωτή. Το ότι είναι γόνος της βασιλικής οικογένειας του Δαυΐδ αποδεικνύει το μεσσιανικό αυτό χαρακτήρα. Αυτός ο αναμενόμενος Μεσσίας δεν έρχεται στον κόσμο για να διευθετήσει εφήμερες υποθέσεις· έρχεται για να σώσει τον άνθρωπο μεσ’ από τη μυστική ένωση μαζί του. Ο τυφλός, λοιπόν, στο πρόσωπο του Ιησού δεν βλέπει απλώς το ιατρό του, βλέπει το Σωτήρα του· βλέπει το Θεό του. Αυτός ο βαθύτατος πόθος της σωτηρίας είναι που τον κάνει να επιμένει τόσο πολύ στο να συναντήσει το Λυτρωτή. Για τον τυφλό ο Χριστός δεν είναι μόνον Εκείνος που του χαρίζει την όραση. Ο Χριστός γι’ αυτόν είναι το μοναδικό φως της ζωής του, όπως κάπου αλλού, ως Λυτρωτής, διαβεβαιώνει: «εγώ ειμι το φως του κόσμου».

»Τέλος, ο τυφλός προσθέτει και ένα ρήμα. Παρακαλεί το Χριστό λέγων· «ελέησόν με», παραδεχόμενος ούτω την ανεπάρκειά του. Στέκεται μπροστά στο πρόσωπο που είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Αφού πρώτα ομολόγησε αυτή την πίστη του, τώρα εξομολογείται και την αδυναμία του. Επιθυμεί να αναβλέψει· να χαρεί το αυτονόητο· να χαρεί, όπως όλοι οι άνθρωποι, με την όραση, που είναι το παράθυρο της ψυχής. Με την πίστη του προς τον Ιησού κερδίζει και τη σωματική και την πνευματική όραση. Αξιώνεται να δεί όχι μόνο τον υλικό κόσμο αλλά και τον Ίδιο τον Δημιουργό αυτού του κόσμου να στέκεται μπροστά του. Με την πίστη του ανοίγονται τα μάτια του σώματος και της ψυχής, για να εισοδεύσει στην πραγματικότητα του Θεού, και να γευθεί τη σωτηρία».