Η εύπορη του Φαναρίου που έφτασε στα Ιμαλάια και έγινε μοναχή στα 62

Η γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη εμπιστευόταν απόλυτα τον Θεό. Δεν κρατούσε χρήματα πάνω της ποτέ και δεν φρόντιζε ούτε για την τροφή της. Όλα τα έκανε για τον πλησίον. Σε μια εποχή πνευματικά αφυδατωμένη οι διδαχές της είναι μια αληθινή όαση.

«Δεν πάω ποτέ πίσω το μυαλό μου, γιατί ζω τη στιγμή. Το χθες δεν υπάρχει, το αύριο είναι του Θεού. Και κάθομαι υπομονετικά στο παρόν του Κυρίου. Ούτε σκέφτομαι τίποτα. Εκείνος μεριμνά»

Υπάρχουν, ευτυχώς, πολλές προσωπικότητες της Ορθοδόξου εκκλησίας μας, που σφράγισαν με την αγάπη τους αλλά και τη δράση τους την χριστιανική μας πορεία. Προσωπικότητες που μας δίδαξαν πως η αγάπη και η φιλανθρωπία είναι συνώνυμα με τον Χριστιανισμό.

Προσωπικότητες που μας έδειξαν πως τίποτα δεν μπορεί να μπει εμπόδιο στην χριστιανική αγάπη, ούτε το φύλο, ούτε η φυλή ούτε η κοινωνική κατάσταση. Προσωπικότητες που έζησαν με το «αγαπάτε Αλλήλους».

Σε ένα βιβλίο, εντοπίσαμε μερικές διδακτικές φράσεις, με Χριστιανικό περιεχόμενο, που μου κίνησαν την προσοχή, με εντυπωσίασαν, με έκαναν να αναθεωρήσω αρκετά δεδομένα, με συντάραξαν.

Οι περισσότερες από αυτές τις φράσεις ανήκαν στη Γερόντισσα Γαβριηλία. Φράσεις εμπνευσμένες, γεμάτες σοφία, με αξία μεγάλη, αφού ανοίγουν το μυαλό και την καρδιά. Ειδικά στην εποχή που ζούμε. Μια εποχή αφυδατωμένη πνευματικά. Μια όαση αγάπης και αγαλλίασης. Ναι. πνευματική όαση οι φράσεις, οι διδαχές τα συμπεράσματα της γερόντισσας.

«Όποιος ζει στο παρελθόν, είναι σαν τον πεθαμένο. Όποιος ζει στο Μέλλον με την φαντασία του, είναι αφελής, γιατί το Μέλλον είναι μόνο του Θεού. Η χαρά του Χριστού βρίσκετε στο παρόν, Στο Αιώνιο Παρόν του Θεού». Η γερόντισσα Γαβριηλία, είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό. Δεν είχε ποτέ χρήματα επάνω της, δεν φρόντιζε για την τροφή της, δεν αγόρασε ποτέ κάτι ή κάποιο εισιτήριο μεταφορικού μέσου. Ήταν σίγουρη πως θα φρόντιζε ο Θεός για τις ανάγκες της. Και πράγματι.

Ο Θεός της έστελνε την κατάλληλη στιγμή ό,τι χρειαζόταν. «Δεν πάω ποτέ πίσω το μυαλό μου, γιατί ζω την στιγμή. Το χθες δεν υπάρχει, το αύριο είναι του Θεού. Και κάθομαι υπομονετικά στο Παρόν του Κυρίου. Ούτε σκέφτομαι τίποτα. Εκείνος μεριμνά». Έτσι έλεγε πάντα. Και είχε απεριόριστη αγάπη για τον πλησίον.

Η γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1897. Στις 2 Οκτωβρίου. Ζούσε με την εύπορη οικογένειά της στο Φανάρι. Ο πατέρας της ήταν ξυλέμπορος. Είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια. Η μεγαλύτερη αδελφή της ήταν αυτή που της πρωτομίλησε για τον Χριστό. Της διάβαζε την Καινή διαθήκη και πολλά χριστιανικά βιβλία. Η Γαβριηλία, από πολύ μικρή συμπονούσε, συμπαραστεκόταν και συνέτρεχε κάθε άνθρωπο που έβλεπε δυστυχισμένο. Όταν καταλάβαινε πως κάποιος ήταν φτωχός, ειδικά αν ήταν παιδί, παρακαλούσε τον πατέρα της να συνδράμουν και να ενισχύσουν με χρήματα ούτως ώστε να ελαφρύνουν την απελπισία τους.

Μαζί με την αδελφή της, προσευχόταν ώρες για να απαλύνει ο Κύριος την δυστυχία των ανθρώπων. Όταν τελείωσε το σχολείο στην Κωνσταντινούπολη, ο πατέρας της την έστειλε στην Ελβετία να σπουδάσει σε σχολή Γεωπονικής. Όταν τελειώνει την σχολή αυτή επιστρέφει στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, όπου παρακολουθεί τα μαθήματα της φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.

Τελειώνει το Πανεπιστήμιο και έρχεται στην Αθήνα, αναζητώντας μια εργασία. Πιάνει δουλειά σε ένα ψυχιατρείο, όπου καταλαβαίνει τις διαταράξεις της ψυχής, συμπονά, και βοηθάει με ζεστά λόγια τους ασθενείς. Συμπεριφέρεται και τους συναναστρέφεται καλύτερα κι από τους ειδικούς γιατρούς.

Ένα χρόνο μετά, της δίνεται η ευκαιρία να ταξιδέψει στην Αγγλία. Μαζί της είχε μια μικρή βαλίτσα και μία λίρα Αγγλίας. Και εκεί αρχίζουν όλα. Έπιασε την πρώτη δουλειά που βρήκε. Ήταν 28 ετών, χωρίς κανένα φόβο για την ζωή που θα αντιμετώπιζε. Προσευχόταν συνεχώς. Είχε ακράδαντη πίστη και ελπίδα.

ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ

Όλα τα χρήματα που εξοικονομούσε τα διέθετε για τους φτωχούς που συναντούσε, για άπορους άρρωστους, για μοναχικούς γέροντες. Η δεκαετία του 1930 ήταν από μόνη της μια φτωχή περίοδος παντού. Η ύφεση ήταν μεγάλη και η ανθρωπότητα έπιανε το ναδίρ της. Η Γαβριηλία ωστόσο μπόρεσε να τα βγάλει πέρα. Δεν την ενδιέφερε ο εαυτός της, το φτωχικό της κατάλυμα, τα λιγοστά ρούχα της.

Την ενδιέφερε ο συνάνθρωπος. Και έκανε τα πάντα για τον διπλανό της. Βοηθούσε άπορους, άνεργους, άρρωστους, μοναχικούς. Η αλληλεγγύη σε όλο της το μεγαλείο. Εκανε ό,τι δουλειά έβρισκε, για να εξοικονομήσει χρήματα για αυτούς που τα είχαν ανάγκη. «Οταν σου είναι αδύνατον εμπράκτως προσωπικά να κάνεις κάτι, στείλε ένα μήνυμα στον Θεό, πάρε τον άνθρωπο, βάλε τον νοερά στα πόδια του Χριστού, παρακάλεσε Τον να του δώσει την ευλογία Του και τότε είσαι εντάξει». Αυτά έλεγε. Λόγια αγάπης.

Η ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ

Το 1954, αποφασίζει να ξεκινήσει την ιεραποστολή σε φτωχά κράτη των ηπείρων, για την πίστη στον Θεό. Ο πρώτος της σταθμός, η Ινδία. Εκεί, οι φτωχοί πολλοί. Οι άνθρωποι που είχαν ανάγκη βοήθειας, ξεπερνούσαν την οποιαδήποτε φαντασία.

Και η Γαβριηλία, βρήκε τρόπους να βοηθάει. Να στηρίζει. Πεινασμένοι, άρρωστοι, ανήμποροι, ήταν το μόνο μέλημά της. Έδειχνε απεριόριστη αγάπη, μιλούσε για τον Χριστό και έγινε η αιτία να βαπτιστούν χιλιάδες άνθρωποι Χριστιανοί. Με προσευχές γεμάτες πίστη, εξοικονομούσε κεφάλαια. Εκείνος πάντα της έστελνε ότι χρειαζόταν. Ποτέ δεν είχε ξεμείνει από τρόφιμα και φάρμακα. Είχε αφεθεί στα χέρια Του.

Η τεράστια αγάπη των Ινδών για την «αδελφή Λίλα» και το όραμα που την οδήγησε στον μοναχισμό

Οι Ινδοί την αγάπησαν πολύ. Την φώναζαν «αδελφή Λίλα», και αποζητούσαν το στοργικό της χάδι και το ενθαρρυντικό χαμόγελό της. «Στον Θεό προσφέρουμε τον εαυτό μας και όχι απλά τη σκέψη μας» έλεγε.

Στην Ινδία έμεινε πέντε χρόνια. Πέντε χρόνια ακατάπαυστης προσφοράς. Είχε ένα καθημερινό πρόγραμμα, με ανάγνωση της Αγίας Γραφής και προσευχής. Εκεί, γνώρισε και την Μητέρα Τερέζα, και τον πατέρα Αμτε. Σπουδαίοι Ιεραπόστολοι που έκαναν κι αυτοί σημαντικό έργο. «Μη στερείς τους άλλους, από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι του Άρτου ζωής που μας προσφέρει ολόκληρο ο Κύριος. Όλοι πεινούν και διψούν για αγάπη, σαν τον Λάζαρο που τρεφόταν από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου…»

Κάποιος ιεραπόστολος την κατηγόρησε πως δεν μιλάει τις γλώσσες των λαών που επισκέπτεται παρά μονάχα λίγα Αγγλικά και εκείνη του απάντησε πως μιλάει πέντε γλώσσες. «Η πρώτη γλώσσα είναι το χαμόγελο, η δεύτερη τα δάκρυα, η Τρίτη το άγγιγμα, η τέταρτη η προσευχή και η πέμπτη η αγάπη. Με αυτές τις πέντε γλώσσες γυρίζεις όλη τη γη, κι όλος ο κόσμος είναι δικός σου».

Μετά την Ινδία, επισκέφτηκε διάφορες χώρες, όπου την καλούσαν να μιλήσει για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Και οι ομιλίες της, παρέσερναν, συγκινούσαν, έκαναν τα πλήθη να αποζητούν την ένωσή τους με τον Χριστό. Η καλοσύνη της, η βοήθεια που παρείχε, τα ζεστά λόγια της, είχαν πάντα αποτελέσματα. Πλήθος κόσμου πίστεψε. Την αγάπησαν, την θαύμαζαν, την είχαν για παράδειγμα προς μίμηση.

ΒΑΘΙΑ ΠΙΣΤΗ

«Οταν πιστέψεις βαθιά, με όλη σου την ψυχή, θα αισθανθείς την παρουσία του Θεού, τόσο δυνατή, σαν να είναι πραγματικότητα. Και τότε πια δεν θα υπάρχει τίποτα άλλο. Θα δώσεις το χέρι σου στο Χέρι Του, κι όπου σε πάει, θα πας…» Σε αυτούς που της έδειχναν τον θαυμασμό τους για το έργο της και αναρωτιόντουσαν πως τα κατάφερνε, τους έλεγε: «Η σπουδαιότερη φιλανθρωπία είναι να μιλάς καλά για τους ανθρώπους. Βρέθηκε και στα Ιμαλάια, όπου για ένα χρόνο επέζησε με πολύ λιτή τροφή, και κακουχίες, αλλά έλεγε πως είναι θέλημα Θεού. «Αν δεν απελπιστείς, δεν βλέπεις το Φως Του».

Εκεί στα Ιμαλάια, έζησε τον ησυχασμό, χωρίς να το επιδιώκει. Είδε ένα όραμα, όπου άγγελοι Κυρίου της ζητούσαν να γίνει Μοναχή. Και με θαυματουργικό τρόπο, βρίσκεται στη Βηθανία σε ένα μοναστήρι. Ηταν τότε 62 χρόνων. Σε αυτό το μοναστήρι, έγραψε πολλά χριστιανικά αποφθέγματα, ορθόδοξα μηνύματα, θεολογικά κείμενα και προσευχές, γεμάτα πίστη, ανιδιοτέλεια, προσφορά και αγάπη. Οι προσευχές της για τον κόσμο, από τον οποίο λάμβανε γράμματα, είχαν προσελκύσει την Χάρη του Κυρίου.

Η αλληλογραφία της είναι ουσιαστική καταγραφή ιερών συζητήσεων, με απλοϊκό τρόπο, που έβρισκε πάντα την καρδιά των ανθρώπων. Προσευχόταν για όσους της το ζητούσαν, αλλά και για αυτούς που είχαν ανάγκη τις παρακλήσεις της. «Αυτό κάνουν και οι Μοναχοί που τραβιούνται μακριά από τον κόσμο. Προσεύχονται αδιαλείπτως. Δεν έφυγαν επειδή δεν αγαπούσαν τον κόσμο. Έφυγαν επειδή τον αγαπούσαν πάρα πολύ και ήθελαν να μην κάνουν τίποτε άλλο από το να προσεύχονται γι’ αυτόν. Κι αν ο κόσμος σήμερα στέκεται στα πόδια του, είναι γιατί χιλιάδες Μοναχοί προσεύχονται γι’ αυτόν.»

ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Κι αν κάποιοι της έλεγαν πως δεν βλέπουν αποτελέσματα από την τις προσευχές της, εκείνη τους έλεγε: «Αυτό σιγά σιγά γίνεται. Οι άνθρωποι που δεν ξέρουν λένε: “Ε, τι κάνει ο Μοναχός; Προσεύχεται; Δεν βαριέσαι! Έργα! Έργα! Αυτά χρειαζόμαστε”! Δεν έχουν δίκιο. Γιατί μεγαλύτερη ενέργεια από την ενέργεια της προσευχής δεν υπάρχει. Πολλά ισχύει Δέησης, λέει η Γραφή, και μάλιστα ενεργούμενη…Γιατί είναι δύναμης… Είναι ενέργεια. Βλέπεις, και το βουνό μπορείς να μεταθέσεις με την πίστη σου και με την προσευχή σου…»

Και σαν μοναχή πια συνέχισε τα ταξίδια της για να βοηθήσει, να συμπαρασταθεί, να μιλήσει για τον Χριστό. Όπου πήγαινε την λάτρευαν. Όπου μιλούσε, έκανε και Χριστιανούς. «Αγαπώ με όλη μου την ψυχή κάποιον, σημαίνει πως προσεύχομαι για αυτόν. Για να σωθεί η ψυχή του. Όποιος έχει τέτοια εμπειρία αγάπης, είναι στον Παράδεισο».

ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ «ΕΦΕΥΓΕ» ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ ΜΙΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΜΕΛΩΔΙΑ

Τα ταξίδια της την οδήγησαν και στην Αθήνα, όπου μετά από μια χειρουργική επέμβαση, θεραπεύτηκε από την τύφλωση του αριστερού της ματιού. Έμεινε στην Αθήνα για καιρό, στην Ιερά Μονή Ευαγγελιστρίας. Εκεί την επισκεπτόντουσαν πολλοί χριστιανοί για να πάρουν την ευλογία της. Δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να βοηθάει φτωχούς, ανήμπορους και πονεμένους. Μετά την Αθήνα, έκανε μια μικρή περιοδεία ανά την Ελλάδα και κατέληξε στη Λέρο.

Εκεί, «κοιμήθηκε» στις 28 Μαρτίου του 1992, σε ηλικία 95 χρόνων, με το χαμόγελο της αγάπης ζωγραφισμένο στα χείλη της. Πριν παραδώσει την ψυχή της, είχε υψώσει τα χέρια της προς τον ουρανό. Όσοι ήταν δίπλα της εκείνη την ώρα, άκουσαν για μερικά δευτερόλεπτα, μια μελωδία άγνωστη, χαρούμενη. Κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει από που ερχόταν αυτή η μελωδία… Η Γερόντισσα Γαβριηλία ήταν μια σπάνια και αγία μορφή.

Η απαράμιλλη αγάπη της για τον συνάνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη, ήταν πραγματικά ανεκτίμητη. Έδινε αυτή την αγάπη, με όποιο τρόπο μπορούσε, χωρίς διακρίσεις. Είναι βάλσαμο τα λόγια της, συγκλονίζουν, αγγίζουν τις πονεμένες καρδιές και αξίζει να τα διαβάσει κανείς, σε όποια μορφή τα βρει.