Η εξόδιος ακολουθία του μακαριστού Μητροπολίτη Δράμας Παύλου (ΒΙΝΤΕΟ)

Στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Εισοδίων της Θεοτόκου Δράμας, εψάλη η Εξόδιος Ακολουθία του μακαριστού Μητροπολίτη Δράμας Παύλου προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.

Παρέστησαν Αρχιερείς, βουλευτές, τοπικές αρχές, κλήρος και λαός. Ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου μίλησε ο Μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθεωρίου κ. Παντελεήμων, όπου αναφέρθηκε στην πνευματική σχέση που είχε ο μακαριστός με τον Πατριάρχη, ενώ σημείωσε ότι αγαπούσε πολύ το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο Επίσκοπος Ωρεών κ. Φιλόθεος, Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος, μεταξύ άλλων, τόνισε:

«Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ Α Ν Ε Σ Τ Η !

Ο αναστάσιμος αυτός χαιρετισμός, ο οποίος ταυτόχρονα αποτελεί και την ομολογία της πίστεως των ορθοδόξων χριστιανών κατά την διάρκεια της τεσσαρακονθήμερης αυτής Πασχάλιας περιόδου, μας συγκλονίζει περισσότερο κάθε φορά που καλούμαστε να τον εκφέρουμε την ώρα της θλίψεως και της απορίας, οι οποίες προκαλούνται μετά την αιφνίδια έξοδο ενός ανθρώπου από την παρούσα ζωή.

Τέτοιες ώρες είναι που αντιλαμβανόμαστε ότι ο χαιρετισμός αυτός δεν είναι ένα απλό έθιμο. Ότι η Ανάσταση δεν αφορά κάποιους ονειροπόλους, ρομαντικούς, ίσως και αφελείς ανθρώπους, αλλά αφορά την διακινδύνευση του να αποδεχθούμε το αδύνατο για την λογική, το πέρασμα, δηλαδή, από την θνητότητα στην «όντως ζωή», στην απαρχή μιάς «άλλης βιοτής», της αιωνίου, εκεί που η ζωή «περισσεύει»».

Αναφέρθηκε, επίσης, στις σπουδές, στη ζωή και στο έργο του μακαριστού μητροπολίτη τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι «Ο Μητροπολίτης Δράμας Παύλος υπήρξε τιμιώτατο μέλος της σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και πάντοτε με παρρησία και θάρρος εξέφραζε την γνώμη του για τα ζητήματα που απασχολούν την Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και ευρύτερα την Ορθόδοξη Εκκλησία σε όλο τον κόσμο. Σεβόταν υπερβαλλόντως το Οικουμενικό Πατριαρχείο και δεν παρέλειπε να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του προς την Μεγάλη Εκκλησία, για όσα προσέφερε και προσφέρει προς το ευσεβές Γένος μας».

Επεσήμανε, ακόμη, ότι «Αγαπούσε και την Πατρίδα με γνήσιο πατριωτισμό, δίχως να εκπίπτει στην φοβερή αίρεση του εθνοφυλετισμού, η οποία τόσα δεινά προξενεί στην Εκκλησία και το Γένος. Σταθερός στην ελληνική συνείδηση για την γη της Μακεδονίας, την οποία εξύμνησε με δύναμη και μαχητικότητα. Άρρηκτα συνδεδεμένος με τον Πόντο, αληθινός εραστής των Αγίων του, των ιερών προσκυνημάτων και σεβασμάτων του, μα και αυτών των ανθρώπων του. Έλληνας πραγματικός, διαρκώς εμπνεόμενος από την Ελληνική Παιδεία με τα οικουμενικά και πανανθρώπινα μηνύματα.

Πρώτιστα, όμως, ο αοίδιμος Μητροπολίτης Δράμας Παύλος αγάπησε την Εκκλησία του Χριστού, στην Οποία παρέμεινε αφοσιωμένος όσο τίποτε άλλο. Και τούτο γιατί γνώριζε ότι στην Εκκλησία φανερώνεται ο Αναστάς Χριστός, τον Οποίον έχει τόση ανάγκη ο κόσμος».

Ακολουθεί ολόκληρος ο επικήδειος λόγος του Επισκόπου Ωρεών:

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ Α Ν Ε Σ Τ Η !

Ο αναστάσιμος αυτός χαιρετισμός, ο οποίος ταυτόχρονα αποτελεί και την ομολογία της πίστεως των ορθοδόξων χριστιανών κατά την διάρκεια της τεσσαρακονθήμερης αυτής Πασχάλιας περιόδου, μας συγκλονίζει περισσότερο κάθε φορά που καλούμαστε να τον εκφέρουμε την ώρα της θλίψεως και της απορίας, οι οποίες προκαλούνται μετά την αιφνίδια έξοδο ενός ανθρώπου από την παρούσα ζωή.

Τέτοιες ώρες είναι που αντιλαμβανόμαστε ότι ο χαιρετισμός αυτός δεν είναι ένα απλό έθιμο. Ότι η Ανάσταση δεν αφορά κάποιους ονειροπόλους, ρομαντικούς, ίσως και αφελείς ανθρώπους, αλλά αφορά την διακινδύνευση του να αποδεχθούμε το αδύνατο για την λογική, το πέρασμα, δηλαδή, από την θνητότητα στην «όντως ζωή», στην απαρχή μιάς «άλλης βιοτής», της αιωνίου, εκεί που η ζωή «περισσεύει».

Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμε, Σεπτέ Πρωθιεράρχα της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος,
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Ξάνθης και Περιθεωρίου κ. Παντελεήμον, Εκπρόσωπε της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και Τοποτηρητά της απορφανισθείσης Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας,

Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι Άγιοι Αρχιερείς,
Ευλαβέστατοι Πρεσβύτεροι και Διάκονοι,
Οσιώτατοι Μοναχοί και Μοναχές,
Εντιμότατοι Άρχοντες,
Λαέ του Κυρίου πενθηφόρε,

Δέκα μόλις ημέρες πέρασαν από τότε που μέσα από το κενό Μνημείο ακούσαμε το «καινόν» Μήνυμα της Αναστάσεως του Χριστού και, ιδού, ατενίζοντας εν τω μέσω του πανσέπτου αυτού Μητροπολιτικού Ιερού Ναού τον μακαριστό πλέον Μητροπολίτη Δράμας κυρό Παύλο άπνουν, καλούμαστε όλοι, κατά τους λόγους του χρυσορρήμονος πατρός και διδασκάλου της Εκκλησίας αγίου Ιωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: «Να κηρύξουμε το νόημα αυτής της σωτηρίου ημέρας. Να διακηρύξουμε την νέκρωση του διαβόλου, την αιχμαλωσία των ακαθάρτων δαιμόνων, την σωτηρία των χριστιανών, την εκ νεκρών ανάσταση».

Πρώτος ιεροκήρυξ αυτού του «φαιδρού» της Αναστάσεως κηρύγματος γίνεται ο ίδιος ο μακαριστός Μητροπολίτης Παύλος διότι πορευόμενος στον παρόντα βίο πίστεψε στον Αναστάντα, προσοικειώθηκε το κήρυγμα της Βασιλείας του Θεού, πέθανε για τον κόσμο με την μοναχική αφιέρωσή του στην Εκκλησία του Αναστάντος και, ως λειτουργός των Μυστηρίων του Θεού, κήρυξε «τρανώς» και «πεπαρρησιασμένως» τα μεγαλεία του Θεού, ο Οποίος μπορεί και εγείρει τους νεκρούς. Και εγκατέλειψε την παρούσα ζωή μετά την Θεία Λειτουργία και την κοινωνία του Αναστημένου Σώματος και Αίματος του Χριστού, λουσμένος μέσα στο αναστάσιμο φως, με το «Χριστός Ανέστη» στα χείλη και την καρδιά, «ημίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν αυτού» (Α΄ Πετρ. 2, 21).

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Δράμας κυρός Παύλος (κατά κόσμον Αλέξανδρος) Αποστολίδης, εγεννήθη στην Βέροια της Μακεδονίας κατά το έτος 1963, έλκοντας την καταγωγή από την αλησμόνητη γη του Πόντου.

Ανατράφηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» από τους ευσεβείς γονείς του, ιδίως την καλή του μητέρα, από τους οποίους διδάχθηκε την ορθόδοξη ευσέβεια της Ρωμηοσύνης στα όρια της ενορίας του Αγίου Δημητρίου Ναούσης, όπου ήταν και η πατρική του οικία.

Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του βρέθηκε ως ιεροσπουδαστής στην ‘Εκκλησιαστική Σχολή Λαμίας, όπου συνδέθηκε πνευματικά με δύο ξεχωριστές μορφές κληρικών της Ιεράς Μονής Αγάθωνος: τον Ηγούμενό της Αρχιμανδρίτη Γερμανό Δημάκο και τον αγιασμένο Γέροντα Βησσαρίωνα Κορκολιάκο, του οποίου το σκήνωμα παραμένει αδιαλώβητο και μαρτυρεί την κοινή και καθολική Ανάσταση.

Σημαντικό ρόλο στην πνευματική του κατάρτιση διαδραμάτισε η από τα μαθητικά του χρόνια επαφή με τα ιερά σκηνώματα του Αγίου Όρους, τις Ιερές Μονές Διονυσίου και Αγίου Παύλου, την Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης και τον μακαριστό Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής της Μεγίστης Λαύρας, Γέροντα Αθανάσιο, με τον οποίον διατηρούσε τακτική αλληλογραφία.

Διάκονος χειροτονήθηκε το έτος 1983 υπό του μακαριστού Μητροπολίτου Βεροίας κυρού Παύλου, ο οποίος εκτιμώντας το ήθος και τον χαρακτήρα του, του προσέφερε τιμητικά το όνομά του —Παύλος— διαβλέποντας ίσως και τον ιεραποστολικό ζήλο, τον οποίο είχε ο νέος τότε διάκονος.

Μόλις κατέστη πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το έτος 1988, χειροτονήθηκε από τον μακαριστό Γέροντά του Πρεσβύτερος και Αρχιμανδρίτης και υπηρέτησε αρχικά επί τριετία ως Εφημέριος του Ι. Ναού Αγίου Αντωνίου, Πολιούχου Βεροίας.

Το έτος 1991 διορίσθηκε Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας Σουμελά Βερμίου Όρους, όπου, με την ευλογία του Γέροντός του, αρχικά, και από το 1994 σε άριστη συνεργασία με τον νέο Ποιμενάρχη του, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βεροίας κ. Παντελεήμονα, καθώς και με τα κατά καιρούς μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων του Ιερού Ιδρύματος, επιδόθηκε στην διακονία των πολυπληθών προσκυνητών με φόβο Θεού, αίσθημα ευθύνης, αγάπη και διάκριση. Μεταξύ πολλών, επιμελήθηκε το κειμηλιοφυλάκιο της Ιεράς Μονής, όπου έχουν εναποτεθεί ιερά αντικείμενα προερχόμενα από τον Πόντο, μεγάλης συναισθηματικής και ιστορικής αξίας, ενώ φρόντισε ιδιαιτέρως και τα της αναδείξεως του αγιολογικού πλούτου του Πόντου, με την μετακομιδή στο Βέρμιο ιερών αποτμημάτων εκ των λειψάνων των κτητόρων της Παναγίας Σουμελά του Πόντου, Οσίων Βαρνάβα και Σωφρονίου, αλλά και του πολιούχου της Τραπεζούντος, Αγίου Ευγενίου.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Παύλος υπήρξε ένας εκ των πλέον πεπαιδευμένων Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, αφού ήταν κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος από το έτος 1995, μελετήσας ιδιαιτέρως την προσωπικότητα και το έργο του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου Φιλιππίδου, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών, αλλά και Διδάκτωρ της Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το έτος 2002, με θέμα της διατριβής του: «Η Μητρόπολη Ροδοπόλεως – Το Ζήτημα των Εξαρχειών του Πόντου».

Η παρουσία του στην Σουμελά και η εκεί εργασία του, όπως και η ευρύτερη δράση του ως κληρικού και επιστήμονος, οδήγησε την Σεπτή Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την προεδρία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου, να τον προκρίνει εις διαδοχήν του αοιδίμου Μητροπολίτου Δράμας κυρού Διονυσίου την 6η Οκτωβρίου 2005, της χειροτονίας του τελεσθείσης στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αθηνών την 9η Οκτωβρίου.

Η ενθρόνισή του πραγματοποιήθηκε την 19η Νοεμβρίου του ιδίου έτους στον ιερό Τόπο, στον οποίο όλοι μας και σήμερα ευρισκόμεθα. Την ημέρα εκείνη, μεταξύ πολλών και σημαντικών λόγων, τους οποίους ο τότε νέος Μητροπολίτης Παύλος απηύθυνε προς το πλήρωμα της κατά την Δράμα Εκκλησίας, είπε και τα εξής: «…Ερχόμενος προς υμάς, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά και περιπόθητα ή μάλλον σταλείς υπό της πνοής του Παναγίου Πνεύματος του συγκροτούντος τον θεσμόν της Εκκλησίας, ίσταμαι εν τω μέσω ημών, ουχί διά να κηρύξω εμαυτόν, αλλά το Ευαγγέλιον και την Βασιλείαν του Θεού…».

Οι ανωτέρω λόγοι είναι ενδεικτικοί του εκκλησιαστικού φρονήματος του Μητροπολίτου Παύλου, ο οποίος είχε επίγνωση της παρουσίας και της διακονίας του στην Εκκλησία. Γνώριζε ότι είναι, όπως ο κάθε Επίσκοπος και γενικώς ο κάθε εργάτης στο πνευματικό γεώργιον του Θεού, «απεσταλμένος». Ο Θεός τον έστειλε διά της Εκκλησίας και μάλιστα με συγκεκριμένο στόχο και σκοπό: να κηρύσσει Χριστόν, Εσταυρωμένον και Αναστάντα, και να δρα πάντοτε παραπεμπτικά προς Εκείνον, τον αποστέλλοντα τους εκλεκτούς Αυτού, με τους λόγους, τους τρόπους, την συναναστροφή του, καταθέτοντας συγκεκριμένη μαρτυρία, αυτήν της αεί ερχομένης, αλλά και διαρκώς παρούσης εν τη Εκκλησία, Βασιλείας του Θεού.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Παύλος εποίμανε επί δεκαεπτά σχεδόν έτη την εν Δράμα παροικούσα Εκκλησία του Χριστού, προσφέροντας χάριν Αυτής, αλλά και της καθόλου Εκκλησίας κάθε χάρισμα το οποίο του δόθηκε από τον Δωρεοδότη Κύριο και γι’ αυτό αξιώθηκε να ζήσει μεγάλες χαρές και να λάβει ουράνιες ευλογίες κατά το διάστημα αυτό, όπως το κορυφαίο για την σύγχρονη ιστορία της τοπικής Εκκλησίας γεγονός, της Αγιοκατατάξεως, εν έτει 2008ω, του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Γεωργίου του Καρσλίδου, καθώς και την ανέγερση και τον εγκαινιασμό Ιερού Ναού προς τιμήν του προκατόχου του, Ιερομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, του από Δράμας, κατά το έτος 2016.

Έτεροι ομιλητές, αρμοδιότεροι του ομιλούντος, θα αναφερθούν στο έργο του αοιδίμου Μητροπολίτου στην ευλογημένη αυτή Επαρχία, διότι έζησαν από κοντά την ευεργετική παρουσία του μακαρίου Επισκόπου στον τόπο αυτό. Το βέβαιο είναι ότι ο Μητροπολίτης Δράμας Παύλος Αποστολίδης δεν υπήρξε μόνο «θρόνων διάδοχος» των όντως σπουδαίων Προκατόχων του Μητροπολιτών, αλλά και «τρόπων μέτοχος» στον βίο και τα καλά τους έργα, εμπνεόμενος από τον εν Αγίοις ένδοξο Ιερομάρτυρα Χρυσόστομο Καλαφάτη, συγκρινόμενος με τον λογιώτατο Βασίλειο Κομβόπουλο και συνεχίζοντας καθοριστικά το έργο του ανεξικάκου, εναρέτου και ταπεινού Διονυσίου Κυράτσου, του και αμέσου Προκατόχου του.

Ο Μητροπολίτης Δράμας Παύλος υπήρξε τιμιώτατο μέλος της σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και πάντοτε με παρρησία και θάρρος εξέφραζε την γνώμη του για τα ζητήματα που απασχολούν την Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και ευρύτερα την Ορθόδοξη Εκκλησία σε όλο τον κόσμο. Σεβόταν υπερβαλλόντως το Οικουμενικό Πατριαρχείο και δεν παρέλειπε να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του προς την Μεγάλη Εκκλησία, για όσα προσέφερε και προσφέρει προς το ευσεβές Γένος μας, τονίζοντας εν ταυτώ ότι «η εν Ελλάδι Αυτοκέφαλος Εκκλησία τιμητικώς και οφειλετικώς λειτουργεί ως προμαχών και θώραξ και προφυλακή του πανσέπτου Οικουμενικού θρόνου. Ισχυρά δε Αυτοκέφαλος εν Ελλάδι Εκκλησία δύναται ν’ αποτελέση ανατρεπτικόν παράγοντα και τείχος οχυρώτατον κατά των επιβουλευομένων αυτήν».

Αγαπούσε και την Πατρίδα με γνήσιο πατριωτισμό, δίχως να εκπίπτει στην φοβερή αίρεση του εθνοφυλετισμού, η οποία τόσα δεινά προξενεί στην Εκκλησία και το Γένος. Σταθερός στην ελληνική συνείδηση για την γη της Μακεδονίας, την οποία εξύμνησε με δύναμη και μαχητικότητα. Άρρηκτα συνδεδεμένος με τον Πόντο, αληθινός εραστής των Αγίων του, των ιερών προσκυνημάτων και σεβασμάτων του, μα και αυτών των ανθρώπων του. Έλληνας πραγματικός, διαρκώς εμπνεόμενος από την Ελληνική Παιδεία με τα οικουμενικά και πανανθρώπινα μηνύματα.

Πρώτιστα, όμως, ο αοίδιμος Μητροπολίτης Δράμας Παύλος αγάπησε την Εκκλησία του Χριστού, στην Οποία παρέμεινε αφοσιωμένος όσο τίποτε άλλο. Και τούτο γιατί γνώριζε ότι στην Εκκλησία φανερώνεται ο Αναστάς Χριστός, τον Οποίον έχει τόση ανάγκη ο κόσμος. Και η τελευταία ομιλία του, το τελευταίο του κήρυγμα, που έγινε μόλις προ τριών ημερών, το περασμένο Σάββατο, επί τη ιερά Μνήμη των Αγίων εν Ναούση Νεομαρτύρων, ενώπιον Υμών, Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα, υπήρξε ένας ύμνος προς τον Αναστάντα Κύριο και τους αυτόπτες μάρτυρες της παρουσίας Του, μία αληθινή Ομολογία Πίστεως:

«Ο Κύριός μου και ο Θεός μου, δόξα σοι!», αναφώνησε ο μακάριος Μητροπολίτης και συνέχισε: «…Η ανάσταση του Χριστού είναι το θεμέλιο της πίστεώς μας… Η ζωή του χριστιανού είναι υπέροχη. Το βλέπουμε στα ολόφωτα πρόσωπα των αγίων της πίστεώς μας. Ο χριστιανός, σύμφωνα με τους λόγους του Χριστού, από εδώ έχει γεύση της αιωνίου ζωής· «ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον». Δεν είπε ότι θα έχει στο μέλλον, αλλά ότι ήδη έχει ζωή αιώνια. Οι απόστολοι και οι άγιοι αισθάνονταν έντονα μέσα τους την πνευματική ανάσταση και την αιώνια ζωή, ώστε περιφρονούσαν τον σωματικό θάνατο. Αυτή είναι η αποστολή της Εκκλησίας, να ενώσει όλους τους πιστούς με το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα».

Αυτά τα τελευταία λόγια του μακαριστού Ιεράρχου, ο «επίλογος» της πορείας του το έτος 2022, ευρίσκονται σε άμεση σχέση με τον «πρόλογο» του Ενθρονιστηρίου προς υμάς λόγου του, πατέρες και αδελφοί Δραμινοί, το έτος 2005: «…Πάσχα Κυρίου ευαγγελίζομαι υμίν, αγαπητά τέκνα, με την ποιμαντορικήν ράβδον, δάδα της Ορθοδοξίας. Αμήν.». Και ο λόγος του όντως εγένετο βέβαιος!

Μακαριώτατε,

Επιτρέψατέ μου να κατακλείσω τον λόγο, παραφράζοντας τον στίχο ενός από τα πολλά ποιήματα στην ποντιακή διάλεκτο, τα οποία αγάπησε και τραγούδησε ο προκείμενος μακαριστός Αρχιερεύς. Είναι το ποίημα «Πόντος! Εν’ άστρον φωτεινόν» του Γεωργίου Σαρακενίδη, το οποίο αναφέρεται στον Πόντο και ταπεινά θεωρώ ότι αρμόζει θαυμαστά με την συνείδηση της Εκκλησίας για τον μακαριστό Ιεράρχη:
«Παύλος ο Μητροπολίτης Δράμας!

Εν’ άστρον φωτεινόν οψέ, οσήμερον και πάντα.»

Καλή Ανάσταση, αοίδιμε Μητροπολίτα Δράμας κυρέ Παύλε! Να έχουμε την αγία ευχή Σου! Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!