Η εορτή του Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων

Την Δευτέρα, 24 Ιανουαρίου 2022, γιορτάστηκε από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων η γιορτή του αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου στην επ’ ονόματι αυτού ιερά Μονή, βρισκόμενη στην περιοχή της ερήμου της Ιουδαίας μεταξύ του Χωρίου των Ποιμένων και της Λαύρας του αγίου Σάββα.

Κατά την γιορτή αυτή όλη Εκκλησία μηημόνευσε τον άγιο Θεοδόσιο ο οποίος καταγόταν από το χωριό Μωγαρισσού της Καππαδοκίας και προσήλθε στην Αγία Γη το έτος 451 και μόνασε αρχικώς στην Μονή της περιοχής των Ιεροσολύμων με το όνομα Ικελία· ακολούθως ασκήτευσε στην έρημο της Ιουδαίας, έως ότου οι μοναχοί της ερήμου διέγνωσαν τον ενάρετο και πεφωτισμένο άνθρωπο και ζήτησαν από αυτόν, να αναλάβει την πνευματική καθοδήγηση αυτών εις Ιερά Μονή.

Αναζητώντας τόπο ιδρύσεως της Μονής που υπεδείχθη αυτός από τον Θεού η περιοχή δι’ης έφυγον δι’ άλλης οδού εις την πατρίδα αυτών οι Μάγοι, προσκυνήσαντες το νεογέννητο βρέφος, τον εν σαρκί τεχθέντα Χριστόν. Σε αυτό το μέρος ο άγιος ίδρυσε την Μονή, η οποία σταδιακά εξελίχθηκε σε Κοινόβιο και περιέλαβε τέσσερεις Εκκλησίες με τετρακοσίους μοναχούς, ζώντας σε κοινοβιακή ζωή, δηλαδή κοινή λατρεία, κοινή εργασία, κοινή τράπεζα, υπακοή προς τον Ηγούμενο, έως ότου προετοιμασθούν και κριθούν κατάλληλοι να μονάσουν στην δυσκολότερη μορφή μοναχικής ζωής, την Λαυρεωτική. Στην Μονή αυτή ήταν όρος απαραίτητος η εργασία, όπου οι μοναχοί διατηρούν πτωχοκομείο και γηροκομείο και φροντίζουν ενδεείς.

Είχε δηλαδή η Μονή κοινωνικό χαρακτήρα, διατηρεί δε και εκπαιδευτήριο για τους μοναχούς. Εκ της Μονής αυτής προήλθαν οι άγιοι Μόδεστος και Σωφρόνιος, Πατριάρχες Ιεροσολύμων και ο συγγραφεύς του Λειμωναρίου Ιωάννης ο Μόσχος. Ο άγιος Θεοδόσιος ήταν ομόπατρις, συνεργάτης και συμπαραστάτης του αγίου Σάββα. Οι δύο μεγάλοι αυτοί πατέρες εργάσθηκαν μαζί για την επικράτηση του Χριστολογικού δόγματος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος (451 μ.Χ.), δηλαδή του δόγματος του Χριστού μιας υπόστασης και δύο φύσεων, της θείας και της ανθρωπίνης, εναντίον των Μονοφυσιτικών κύκλων, οι οποίοι διέστρεφαν την διδασκαλία της Εκκλησίας. Από τον 5ο αιώνα έως τον 7ο αιώνα η Μονή από τον άγιο Θεοδόσιο ως Έξαρχο του Κοινοβιακού βίου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και μαζί με της λαύρας του αγίου  Σάββα για την ανάπτυξη του μοναχισμού και την επικράτηση του Ορθοδόξου δόγματος.

Κατά τους μέσους χρόνους, λόγω των επιδρομών υπήρξε περίοδος παρακμής αυτής. Στις αρχές του 20ου αιώνα προσήλθαν και διακόνησαν σε αυτή οι Κρήτες μοναχοί Γαλακτίων και Λεόντιος. Περί τα μέσα του 20ου αιώνος ανήγειραν επί του ημικατεστραμμένου αρχικού ναού έναν νέο Ναό ο εκ Κρήνης της Μικράς Ασίας προερχόμενος μακαριστός Μητροπολίτης Μαδάβων Βαρθολομαίος, ο οποίος είναι ενταφιασμένος στο προαύλιο του Ναού . Αυτό διαδέχθηκε ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Υάκινθος περί τα 1965 και ακολούθως διαδέχθηκε αυτόν ο νυν ηγούμενος Αρχιμανδρίτης π. Ιερόθεος υπηρετών από τεσσαρακονταετίας και πλέον και τελέσας σημαντικό έργο ανακαίνισης της Μονής, ίδρυσε νέα πτέρυγα και προχώρησε σε έργο προστασίας της περιουσίας πέριξ της Μονής, μετά από πολλούς κόπους και μόχθους.

Στην εν λόγω ιστορική Μονή προεξήρχε προς τιμήν του αγίου Θεοδοσίου την νυκτερινή θεία Λειτουργία ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλο, συλλειτουργούντων των Αρχιεπισκόπων Κωνσταντίνης κ. Αριστάρχου, Σεβαστείας κ. Θεοδοσίου και Πέλλης κ. Φιλουμένου, των Αγιοταφιτών Ιερομονάχων π. Ευδοκίμου και π. Ιγνατίου, του π. Γιούσεφ, του Αρχιδιακόνου π. Μάρκου και του Ιεροδιακόνου π. Ευλογίου, ψαλλόντων του Ιεροδιακόνου π. Συμεών και του κ. Βασιλείου Γκοτσοπούλου.

Στο Κοινωνικό της θείας Λειτουργίας ο Πατριάρχης κήρυξε τον θείο λόγο ως έπεται:

“Ευφράνθητι έρημος διψώσα· αγαλλιάσθω έρημος και ανθήτω ες κρίνον και εξανθήσει και υλοχαρήσει και αγαλλιάσεται τα έρημα του Ιορδάνου» (Ησ. 35, 1-2), βοά και λέγει ο Προφήτης Ησαίας.

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
ευλαβείς Χριστιανοί,

Το φως το αληθινόν, το Πνεύμα το Άγιον, το εν είδει περιστεράς επιφανέν εν τω Ιορδάνη ποταμώ συνήγαγε πάντας ημάς εν τω ιερώ τούτω τόπω της ασκήσεως του Οσίου πατρός ημών Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, αλλά και τω τόπω του άντρου (του σπηλαίου) των Μάγων, ίνα εορτάσωμεν την σεπτήν μνήμην αυτού.

Κατά τας αγίας και εορτίους ταύτας ημέρας της Γεννήσεως του Σωτήρος ημών Χριστού εν Βηθλεέμ και των αγίων Θεοφανείων εν τοις ρείθροις του Ιορδάνου, αλλά και των αγραυλούντων ποιμένων εν τω χωρίω αυτών, ως και των εντεύθεν διελθόντων Μάγων με τα δώρα αυτών, όντως αγάλλεται η έρημος του Ιορδάνου και πάσα η έρημος της Ιουδαίας.

Και η μεν έρημος του Ιορδάνου αγάλλεται, διότι ως λέγει ο υμνωδός: «Το αληθινόν φως επεφάνη, και πάσι τον φωτισμόν δωρείται, βαπτίζεται Χριστός μεθ’ ημών, ο πάσης επέκεινα καθαρότητος· ενίησι τον αγιασμόν τω ύδατι, και ψυχών τούτο καθάρσιον γίνεται∙ επίγειον το φαινόμενον, και υπέρ τους ουρανούς το νοούμενον∙ διά λουτρού σωτηρία∙ δι’ ύδατος το Πνεύμα, διά καταδύσεως, η προς Θεόν ημών άνοδος γίνεται∙ Θαυμάσια τα έργα σου Κύριε! δόξα σοι». Η δε της Ιουδαίας έρημος αγάλλεται, διότι εν αυτή πεφύτευται η της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων η ισάγγελος πολιτεία των θεοφόρων μοναστών Ευθυμίου του Μεγάλου, Σάββα του Ηγιασμένου, Θεοκτίστου του οσίου και Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου και πολλών άλλων, ων «επιλήψει γαρ με διηγούμενον ο χρόνος», (Εβρ. 11,32).

Ο Όσιος Πατήρ ημών Θεοδόσιος ζηλωτής ένθερμος ων της εν ουρανοίς αγγελικής πολιτείας απεδήμησεν εκ της γενετείρας πατρίδος αυτού Μωγαρισσού της Καππαδοκίας εις την Αγίαν Γην, ίνα βαδίση επί των φυσικών και πνευματικών ιχνών του εν σαρκί επιδημήσαντος εις παγκόσμιον σωτηρίαν Χριστού του Θεού ημών.

Ελθών εις Ιεροσόλυμα και προσκυνήσας τον ζωηφόρον του Αναστάντος Χριστού Τάφον κατέφυγεν ως άλλη διψώσα έλαφος παρά τους πόδας των μεγάλων εις Χριστόν παιδαγωγών και καθηγητών της ερήμου της Παλαιστίνης, ως και εις τους πόδας του εν Αντιοχεία ασκουμένου Συμεών του Στυλίτου, παρά των οποίων την μέλλουσαν αυτώ προς αρετάς επίδοσιν εμυήθη.

Τούτο έπραξεν ο φωσφόρος γενόμενος Θεοδόσιος, ακούων εις την φωνήν του ψαλμωδού: «ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν και έθετο άμωμον την οδόν μου· καταρτιζόμενος τους πόδας μου ωσεί ελάφου και επί τα υψηλά ιστών με· διδάσκων χείράς μου εις πόλεμον και έθου τόξον χαλκούν τους βραχίονάς μου· και έδωκάς μοι υπερασπισμόν σωτηρίας, και η δεξιά σου αντελάβετό μου, και η παιδεία σου ανώρθωσέ με εις τέλος, και η παιδεία σου αυτή με διδάξει». (Ψαλμ. 17, 33-36).

Όντως αγαπητοί μου αδελφοί, η εν Χριστώ παιδεία και μάθησις διά παιδαγωγικών τρόπων, πατρικών συμβουλών και δοκιμασιών εκ των παγίδων και μεθοδειών του διαβόλου (πρβλ Εφ. 6,11), εκραταίωσεν τον θεσπέσιον Θεοδόσιον και κατέστησεν αυτόν κοινωνόν των αρρήτων του Θεού μυστηρίων, γενόμενον αυτόν μιμητήν του θείου Παύλου, «του αρπαγέντος εις τον ουρανόν και ακούσαντος άρρητα ρήματα», (Πρβλ. 2 Κορ. 12,2). Τούτο εξ άλλου επιβεβαιοί και ο υμνωδός αυτού λέγων: «Γνόφον νοητόν, φωτός του θειοτάτου, συ υπεισδύνας Θεοδόσιε, και πλάκας δακτύλω Θεού, εγγραφείσας τη καρδία σου, τα ευσεβείας δόγματα, έφερες τοις φοιτώσι, βίβλον ζωής παμμακάριστε».

Κατά τον έγκριτον ιστορικόν Κύριλλον τον Σκυθοπολίτην, ο μακάριος Θεοδόσιος ανεδείχθη προασπιστής της υγιαινούσης Ορθοδόξου πίστεως, δηλονότι «των δογμάτων της ευσεβείας», τα οποία διεστρέφοντο υπό «διεφθαρμένων ανθρώπων τον νούν και απεστερημένων της αληθείας», (Α΄ Τιμ. 6,5), κατά τον θείον Παύλον.
Τοιούτοι ήσαν «οι κατά την έρημον σχισματικοί μοναχοί τη καθολική μη κοινωνούντες Εκκλησία, αλλά τη Ευτυχούς και Διοσκόρου υπαγόμενοι φιλονεικία τε και κακοδοξία».

Σημειωτέον ότι ο αξιομακάριστος Θεοδόσιος αφιχθείς εις Ιεροσόλυμα επί της βασιλείας του θεοφιλούς αυτοκράτορος Μαρκιανού (396-457 μ.Χ.) εφιλοξενήθη εν τω πύργω του Δαυίδ παρά Λογγίνω τινί γέροντι Καππαδόκη του τάγματος όντι των Σπουδαίων της Αγίας του Χριστού του Θεού ημών Αναστάσεως», δηλονότι της σημερινής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος. Ούτος δε ο γέρων Λογγίνος, λαβών τον μακάριον Θεοδόσιον «παρέθετο τη μακαρία και εν αγίοις Ικελία, την του Καθίσματος της Θεοτόκου Εκκλησίαν το τηνικαύτα οικοδομούση …, ήτις [Ικελία] τον ιερόν τούτον νεανίαν δεξαμένη Θεοδόσιον και ψάλτην ευφυέστατον αυτόν ευρούσα εγκαταλέγει τω τάγματι των αυτόθι υπ’ αυτήν Σπουδαίων [μοναχών] ευλαβών όντων· της μακαρίας Ικελίας τελειωθείσης [= θανούσης], εγχειρίζεται αυτός την του τόπου οικονομίαν.
Ο όσιος Πατήρ ημών Θεοδόσιος ωνομάσθη Κοινοβιάρχης, διότι εν τη ενταύθα επωνύμω και ιστορική αυτού Μονή, συνέστησε το εαυτού Κοινόβιον «και από τότε ήρξαντο πολλοί προστρέχειν αυτώ, παρακαλούντες συνοικήσαι αυτώ και αυτός δεχόμενος αυτούς [εννοείται ως μοναχούς], ωδήγει προς το τέλειον θέλημα του Θεού και συνήργει αυτώ εις πάντα ο Θεός και ” ην ανήρ επιτυγχάνων” ως ο Ιωσήφ (Γεν. 39,2). Με άλλα λόγια, εγνώριζεν ο Θεοδόσιος ότι ο Κύριος ήτο μαζί του και όσα κάμνει τα ευοδώνει ο Θεός.

Τον μέγα οικιστή της ερήμου και της οικουμένης φωστήρα πολύφωτο παρακαλούμε, για να εισακούσει τις ικεσίες αυτού συν τις πρεσβείες της υπερευλογημένης Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας της Μητρός του Θεού που κατευθύνη τον νου και την καρδία μας προς το τέλειο θέλημα του Θεού και Σωτήρα μας Χριστού. Μετά δε του υμνωδού είπαμε: «Μη επιλάθη και νυν της ποίμνης σου, παμμάκαρ Θεοδόσιε, αλλά πρεσβείες σου προς τον Κύριον [τον εν Ιορδάνη υπό Ιωάννου βαπτισθέντα] να σώσει εμάς έχουμε ανάγκη» Έτη πολλά και ευλογημένα. Αμήν”.

Μετά το πέρας της εορτής ο Ηγούμενος Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος παρέθεσε ένα απλό μοναστηριακό κέρασμα.

Πηγή: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων