Η εορτή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στην Καπερναούμ (ΒΙΝΤΕΟ & ΦΩΤΟ)

Την Τρίτη, 12 Ιουλίου 2022, εορτάσθηκε από το Πατριαρχείο η μνήμη των αγίων ενδόξων και πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στον προς τιμήν αυτών Ιερό Ναό στην Καπερναούμ την παραθαλάσσια.

Κατά την εορτή αυτή η Εκκλησία τιμά τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος ομολόγησε τον Χριστό ως Υιό του Θεού και άκουσε να του λέει το «Συ ει Πέτρος και επί ταύτην την πέτραν οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν» και τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος κλήθηκε από τον Κύριο καθ’ οδόν προς τη Δαμασκό και κήρυξε Αυτόν «υπέρ τους άλλους».

Στην εορτή των δύο πρωτοκορυφαίων αποστόλων προεξήρξε της Θείας Λειτουργίας ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλος στον προαναφερθέντα Ναό, συλλειτουργούντων του Μητροπολίτου Ναζαρέτ κ. Κυριακού και του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης κ. Αριστάρχου, Αγιοταφιτών Ιερομονάχων ως του Αρχιμανδρίτου π. Παρθενίου και του Αρχιμανδρίτου π. Αρτεμίου, αραβόφωνων Ιερέων της Ιεράς Μητροπόλεως Ναζαρέτ και Ιερέων της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς, του Αρχιδιακόνου π. Μάρκου και του Ιεροδιακόνου π. Ευλογίου ψάλλοντος του κ. Βασιλείου Γκοτσοπούλου και βοηθούντος του Αρχιεπισκόπου Μαδάβων κ. Αριστοβούλου μετά χορωδίας και προσευχομένου ελληνόφωνου, ρωσόφωνου και αραβόφωνου εκκλησιάσματος.

Προς το ευσεβές αυτό εκκλησίασμα ο Πατριάρχης κήρυξε τον θείο λόγο ως εξής:

«Εορτή χαρμόσυνος, επέλαμψε τοις πέρασι σήμερον, η πάνσεπτος μνήμη των σοφωτάτων Αποστόλων, και κορυφαίων Πέτρου και Παύλου· διό και Ρώμη συγχαίρει χορεύουσα. Εν ωδαίς και ύμνοις εορτάσωμεν και ημείς αδελφοί, την πανσεβάσμιον ταύτην ημέραν, βοώντες προς αυτούς· Χαίρε, Πέτρε Απόστολε, και γνήσιε φίλε, του σου διδασκάλου Χριστού του Θεού ημών. Χαίρε Παύλε παμφίλτατε, και κήρυξ της πίστεως, και διδάσκαλε της οικουμένης, ως έχον παρρησίαν, ζεύγος αγιόλεκτον, Χριστόν τον Θεόν ημών ικετεύσατε, σωθήναι τας ψυχάς ημών», αναφωνεί ο υμνωδός της Εκκλησίας.

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,

Ευλαβείς προσκυνηταί,

Οι της άνω Ιερουσαλήμ πολίται, η πέτρα της πίστεως, Πέτρος ο πρωτοκορυφαίος και ο ρήτωρ της Εκκλησίας του Χριστού Παύλος ο θείος, συνήγαγον πάντας ημάς σήμερον εν τω επωνύμω αυτών Ναώ εν τω ιερώ τούτω προσκυνήματι της αγιογραφικής κώμης Καπερναούμ, ίνα εορτάσωμεν την σεβάσμιον αυτών μνήμην.

Ούτοι δοχεία γενόμενοι του Αγίου Πνεύματος εκήρυξαν το σωτηριώδες Ευαγγέλιον του Χριστού εις τα πέρατα της οικουμένης, διακριθέντες ούτω μεταξύ των ομοφρόνων αυτών αγίων Αποστόλων των επί του Κυρίου κληθέντων. Και η μεν ομολογία του Πέτρου: «συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. 16, 18) είναι εκείνη, η οποία προεκάλεσε τον Ιησούν, ίνα αποκριθή αυτώ λέγων: «καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής», (Ματθ. 16,18).

Το δε κήρυγμα του Παύλου μετά το βάπτισμα αυτού κατά την εις Δαμασκόν μετάβασίν του περί του ότι ούτός εστιν ο Υιός του Θεού (Πρβλ. Πραξ. 9, 19-20) ήτο αποτέλεσμα του λόγου του Κυρίου προς τον μαθητήν Ανανίαν «Πορεύου, ότι σκεύος εκλογής μοί εστιν ούτος του βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον των εθνών και βασιλέων υιών Ισραήλ», (Πραξ. 9,15).

Τόσον η ομολογία του μακαρίου Πέτρου όσον και το κήρυγμα του θείου Παύλου ότι « Ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος», (Ματθ. 16,16), ενέχει ιδιαιτέραν σημασίαν, διότι ο Ιησούς δεν αναγνωρίζεται απλώς ως Μεσσίας, αλλά κυρίως και πρωτίστως ως τέλειος Θεός «ο εξ αυτής της ουσίας του Πατρός γεννηθείς», λέγει ο Θεοφύλακτος. « Γνήσιον αυτόν ωμολόγησε Θεόν» , διδάσκει ο Ιερός Χρυσόστομος. « Φύσει και κυρίως Υιόν του Θεού τούτον εννόησεν», σχολιάζει ο Ζιγαβηνός.

Οι κορυφαίοι ούτοι μαθηταί του Χριστού Πέτρος και Παύλος διά της χάριτος και δυνάμεως του αγίου Πνεύματος, των λογικών τουτέστι δικτύων, εσαγήνευσαν τα έθνη προς επίγνωσιν του αληθινού Θεού, ακούοντες εις το παράγγελμα του Ιησού Χριστού: «πορευθέντες ούν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν», (Ματθ. 28,19).

Η των αγίων Αποστόλων δωδεκάς γενικώτερον και η δυάς των μακαρίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου ειδικώτερον ανεδείχθησαν οι θεμελιωταί των ανά την Οικουμένην ιδρυθεισών εκκλησιών, ως επιμαρτυρεί ο θείος Παύλος λέγων: «εμοί τω ελαχιστοτέρω πάντων των αγίων εδόθη η χάρις αύτη, εν τοις έθνεσιν ευαγγελίσασθαι τον ανεξιχνίαστον πλούτον του Χριστού και φωτίσαι πάντας τις η οικονομία του μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν τω Θεώ, τω τα πάντα κτίσαντι διά Ιησού Χριστού», (Εφ. 3, 8-9).

Τον «ανεξιχνίαστον τούτον πλούτον του Χριστού» (Εφ. 3,8), τον οποίον εγνώρισε ο μακάριος Πέτρος γενόμενος αυτόπτης και αυτήκοος κατά την Μεταμόρφωσιν του Χριστού εν τω όρει τω αγίω (Β’ Πέτρου 1,18), ευαγγελίζεται εις πάντας λέγων: «Ου γαρ σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών ‘Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ’ επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος…. και ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, συν Αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω».

Αξιοσημείωτον ότι ο μεν Πέτρος, καταλιπών την αλιείαν, ουρανόθεν εδέχθη παρά του Θεού Πατρός την θείαν αποκάλυψιν της του Θεού Λόγου σαρκώσεως.

Ο δε Παύλος, αρπαγείς εις τον Παράδεισον, ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. 12, 4). Των αρρήτων τούτων της Θεολογίας θείων μυστηρίων των υπέρ νούν και διάνοιαν μυηθέντων, τουτέστιν πείραν λαβόντων οι παμμακάριστοι Πέτρος και Παύλος αφ’ ενός μεν έσπειραν την Οικουμένην τον σπόρον του μυστηρίου της ευσεβείας, αφ’ ετέρου δε εφώτισαν το πλήρωμα της Εκκλησίας.

Ιδού λοιπόν διά τι το αγιόλεκτον τούτο ζεύγος των Αποστόλων καλούνται στύλοι και βάσεις της Εκκλησίας, κήρυκες της πίστεως και διδάσκαλοι της Οικουμένης. «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της Οικουμένης τα ρήματα αυτών», (Ψαλμ. 18, 5), αναφωνεί ο ψαλμωδός. Ιδού και πάλιν διά τι το αγιόλεκτον τούτο ζεύγος αποτελεί το καύχημα της Εκκλησίας.

Σημειωτέον μεν ότι η μεν Εκκλησία καυχάται διά τους στύλους και τας βάσεις αυτής, δηλονότι τον Πέτρον και τον Παύλον, οι δε Πέτρος και δη ο Παύλος καυχώνται εν τω σταυρώ του Κυρίου Ιησού Χριστού: «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών ‘Ιησού Χριστού, δι’ ου εμοί ο κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω», κηρύττει ο σοφός Παύλος. Κατά δε τον άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν «το όπλον του σταυρού γέγονε των πιστών σωτηρία και Παύλου το καύχημα», διό και υμνολογικώς λέγει: «διά του σταυρού σου Χριστέ μία ποίμνη γέγονεν, αγγέλων και ανθρώπων και μία Εκκλησία, ουρανός και η γη αγάλλεται, Κύριε δόξα σοι».

Όντως, αγαπητοί μου αδελφοί, η μία του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού Εκκλησία η ουράνιος και επίγειος αγάλλεται, διό και ημείς μετά του υμνωδού βοώμεν και λέγομεν: [Χαίρετε Πέτρε και Παύλε, δογμάτων των θείων θεμέλιοι αρραγείς, φίλοι του Χριστού, σκεύη τίμια, οίτινες το μέγα και παράδοξον μυστήριον του τόκου της Θεομήτορος Παρθένου Μαρίας εδιδάξατε, Χριστόν τον Θεόν ημών ικετεύσατε σώσαι και φωτίσαι τας ψυχάς ημών], Αμήν. Έτη πολλά».

Τη θεία λειτουργία ακολούθησε κέρασμα και ακολούθως τράπεζα υπαιθρία μετ’ ιχθύων της Τιβεριάδος από τον φίλεργο επιστάτη μοναχό Ειρήναρχο ο οποίος ανακαίνισε και αγιογράφησε τη Μονή και τον Ναό.

Πηγή: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων