Η Ελληνική Επανάσταση έγινε πηγή έμπνευσης στον καμβά αξιόλογων καλλιτεχνών

Ο ηρωισμός και η αυτοθυσία των αγωνιζομένων Ελλήνων ενάντια στην οθωμανική βαρβαρότητα αποτέλεσαν το εφαλτήριο για τη δημιουργία πολλών σπουδαίων έργων, τα οποία προέβαλαν πρότυπα αρετής αλλά και ανδρείας, άξια μίμησης

Ο πόθος για απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, που διατηρήθηκε ζωντανός επί τετρακόσια χρόνια, αποτελεί ενσάρκωση του ίδιου ελεύθερου πνεύματος που χαρακτήριζε την αρχαία ελληνική σκέψη και η εξέγερση του μικρού και ηρωικού αυτού λαού ταυτίζεται με τους αγώνες απελευθέρωσης του ανθρώπινου πνεύματος από κάθε μορφή καταπίεσης.

«Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ἡ ἐδική μας δέν ὁμοιάζει μέ καμμιάν ἀπ’ ὅσες γίνονται τήν σήμερον εἰς τήν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτο ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μέ ἄλλο ἔθνος».

Αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, στα «Απομνημονεύματά» του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αναφερόμενος στην ένοπλη εξέγερση των Ελλήνων το 1821, που είχε ως σκοπό την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού με αίτημα την ελευθερία και τη σύσταση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Επρόκειτο για έναν αγώνα «δίκαιο», που απαντούσε στο σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος», και η κατάληξή του προσδιορίστηκε ως «Εθνική Παλιγγενεσία», καθώς από την οθωμανική κατοχή αναδύθηκε το νεοπαγές και ανεξάρτητο τότε βασίλειο της Ελλάδας.

Όπως κάθε ένοπλη σύγκρουση, ήταν σκληρή και συμπεριέλαβε στα θύματά της ένοπλους και αμάχους από τα δύο στρατόπεδα, γνώρισε νίκες αλλά και ήττες, ανέδειξε επαναστάτες για την ηρωική τους δράση, προέβαλε αξίες όπως η ανδρεία και η μεγαλοψυχία, την πίστη στον Θεό για την αίσια έκβαση του Αγώνα. Μήνυμά του ότι το αγαθό της ελευθερίας είναι το πολυτιμότερο και για αυτό αξίζει κανείς να χάσει τη ζωή του, ακόμη και βάζοντας ο ίδιος τέρμα σε αυτή, από το να καταλήξει αιχμάλωτος στα χέρια των Τούρκων.

ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ

Τα ανωτέρω δεν άφησαν ασυγκίνητους τους καλλιτέχνες της εποχής. Η Επανάσταση εκτυλίχθηκε την εποχή που κυριαρχούσε ο ρομαντισμός, με αποτέλεσμα η φιλελεύθερη Ευρώπη να «σκύψει» επάνω από τους αγωνιστές της μικρής σκλαβωμένης Ελλάδας. «Ο πόθος για απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, που διατηρήθηκε ζωντανός επί τετρακόσια χρόνια, αποτελεί ενσάρκωση του ίδιου ελεύθερου πνεύματος που χαρακτήριζε την αρχαία ελληνική σκέψη και η εξέγερση του μικρού και ηρωικού αυτού λαού ταυτίζεται με τους αγώνες απελευθέρωσης του ανθρώπινου πνεύματος από κάθε μορφή καταπίεσης» όπως αναφέρεται σε κείμενο της Εθνικής Πινακοθήκης για τη θεματική της Ελληνικής Επανάστασης. Λάτρεις της κλασικής παιδείας και της αρχαιότητας, οι Φιλέλληνες είδαν τους αγωνιζόμενους ως «αναπόσπαστο τμήμα των αρχαίων μνημείων και τους Έλληνες ως τον λαό που ενσαρκώνει επί χιλιετίες τις ίδιες ιδέες, τα ίδια ιδανικά».

Το κίνημά τους (σ.σ. φιλελληνισμός) συνέβαλε καταλυτικά στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και την ενεργοποίηση φιλελεύθερων κυβερνήσεων, ώστε να ταχθούν υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης, με δυναμική την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827), όπου καταστράφηκε ολοκληρωτικά ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος.

ΜΕΓΑΛΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ

Στη στάση των Ευρωπαίων συνέβαλαν σημαντικά οι Ευρωπαίοι καλλιτέχνες, δημιουργώντας έργα εμπνευσμένα από γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Στις συνθέσεις τους προέβαλλαν τον ηρωισμό και την αυτοθυσία του αγωνιζόμενου λαού, και με αυτό τον τρόπο προέβαλλαν πρότυπα αρετής και ανδρείας, άξια προς μίμηση.

Ο πιο γνωστός ίσως Φιλέλληνας που είχε εκδηλώσει συναισθήματα συμπάθειας και θαυμασμού προς τους αγωνιστές, ήταν ο ποιητής Λόρδος Βύρων, και ορισμένοι από τους ζωγράφους που απαθανάτισαν τη γενναιότητα των Ελλήνων αλλά και τη φρίκη που έσπερναν στο διάβα τους οι Οθωμανοί, ήταν οι Ευγένιος Ντελακρουά, Άρι Σέφερ, Λουδοβίκο Λιπαρίνι, Λούντβιχ φον Σβαντχάλερ, Εμίλ ντε Λανσάκ, Πέτερ φον Ες.

Ο τελευταίος το πέτυχε με τη σειρά 39 πινάκων και άλλων μεμονωμένων έργων, τα οποία προετοίμασε κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα το 1832, συνοδεύοντας τον Όθωνα από το Μόναχο στο Ναύπλιο. Ο Λουδοβίκος Α΄, δε, σκόπευε να τοποθετήσει τα έργα του φον Ες στη βόρεια πλευρά των Βασιλικών Κήπων του Μονάχου, επιδιώκοντας «με κάθε τρόπο να προσδώσει κύρος στο νέο βασίλειο, στη νέα Ελλάδα» αλλά και να «επιβάλει την Ελληνική Επανάσταση στη διεθνή σκηνή σε μια εποχή μάλλον καχύποπτη προς τις εθνικές εξεγέρσεις και τους απελευθερωτικούς αγώνες» (Μιλτιάδης Παπανικολάου, «Η Ελληνική τέχνη του 18ου και 19ου αιώνα», εκδ. «Βάνιας», 2005, σελ. 60-62).

ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Στον καμβά των Ελλήνων καλλιτεχνών, η ιστορική ζωγραφική και η προσωπογραφία της Επανάστασης δεσπόζουν κατά την πρώτη περίοδο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, τότε που αναζητείτο η εθνική ταυτότητα. Η τέχνη είχε τη δική της συμβολή στην αναζήτηση αλλά και τη διαμόρφωσή της. Αυτό διαφαίνεται με την άμεση ίδρυση στην Ελλάδα του Σχολείου των Τεχνών (1836), με ξένους διδάσκοντες και αποστολή Ελλήνων υποτρόφων στην Σχολή του Μονάχου.

Οι Έλληνες επηρεάζονται στην τεχνοτροπία και το νόημα των συνθέσεών τους από τους Ευρωπαίους ομοτέχνους τους, καθιερώνονται νέα πρότυπα και απρόσκοπτη πλέον υιοθέτηση στοιχείων από τη δυτική τέχνη. Κυριαρχούν «το ιστορικό γεγονός, το ηρωικό τοπίο, η καθημερινή ζωή και το πορτραίτο, ιδωμένα μέσα από το καταξιωμένο παρελθόν και την ιστορία» (Παπανικολάου, 2005, σελ. 56, 74). Βασικότερος εκπρόσωπος της ιστορικής ζωγραφικής του απελευθερωτικού αγώνα και ο πρώτος υπότροφος που εστάλη για σπουδές στην Ακαδημία του Μονάχου ήταν ο Θεόδωρος Βρυζάκης. Ανάμεσα στους υπόλοιπους Έλληνες ζωγράφους που απεικόνισαν τα γεγονότα, ήταν οι Διονύσιος Τσόκος, Νικηφόρος Λύτρας, Νικόλαος Γύζης, Κωνσταντίνος Βολανάκης.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΣΚΟΠΟΣ

«Η τέχνη δεν αναπαριστά το ορατό, αλλά καθιστά το ορατό» (Πάουλ Κλέε). Τα ζωγραφισμένα ταλαιπωρημένα σώματα των Ελλήνων αποκαλύπτουν τη λεβεντιά και τη γενναιότητα, αλλά και τον πόνο που άφηνε η απώλεια αγαπημένων τους. Η παρουσία της σημαίας και του σταυρού, όπως και η στάση του σώματος που προσεύχεται, αποδίδουν την ελπίδα και την πίστη των Χριστιανών στον Θεό για την αίσια έκβαση του εθνικοαπελευθερωτικού εγχειρήματος και τη σωτηρία σε στιγμές που κινδυνεύει η ζωή τους. Αρχαιοελληνικοί σπασμένοι κίονες ανάμεσα σε σκηνές μάχης και σε πορτρέτα αγωνιστών παραπέμπουν στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και το κίνημα του φιλελληνισμού. Αν μη τι άλλο, οι συμβολισμοί της Επανάστασης είναι πλούσιοι. Ένας από αυτούς, η σύγκρουση «ανάμεσα στον πολιτισμό – που ούτως ή άλλως καταγόταν από τους αρχαίους Έλληνες – και στη βαρβαρότητα των “άπιστων” Τούρκων» (Ντέιβιντ Μπλέινυ Μπράουν, «Ρομαντισμός», εκδόσεις «Καστανιώτη», 2004, σελ. 285).

Η ζυγαριά έγερνε στην πλευρά των Ελλήνων, μιας και ο σκοπός ήταν δίκαιος. Η προετοιμασία του ήταν μυστική, γι’ αυτό και τα μέλη που εισέρχονταν στη Φιλική Εταιρεία, έδιναν τον «Όρκο των Φιλικών»· ορκίζονταν «ενώπιον του αληθινού Θεού οικειοθελώς», ότι αφιερώνονταν ολοκληρωτικά στην «Ιερά πλην Τρισάθλια Πατρίδα». Ο Διονύσιος Τσόκος δημιούργησε μία τέτοια σύνθεση, στην οποία το νέο μέλος βρίσκεται γονατισμένο μπροστά σε μία εικόνα, στην οποία έχει τοποθετημένο το δεξί του χέρι, ενώ το αριστερό βρίσκεται στο σημείο της καρδιάς.

«ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ…»

Μία λιθογραφία του Πέτερ φον Ες αποτυπώνει την πρώτη επίσημη πολεμική πράξη της Επανάστασης, τη διάβαση του ποταμού Προύθου στη Μολδαβία, στις 22 Φεβρουαρίου 1821, από τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη· παρουσιάζεται στο μέσον της σύνθεσης να πατά στην όχθη με σιγουριά και δύναμη, στηριζόμενος στο κοντάρι της σημαίας και έχοντας υψωμένο το βλέμμα στον ουρανό. Σα να ψιθυρίζει «Μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος», όπως και ήταν ο τίτλος του ιδεολογικού μανιφέστου της Επανάστασης, βεβαιώνοντας τους Έλληνες ότι «μία κραταιά δύναμις» ήταν έτοιμη να βοηθήσει τον Αγώνα τους, προτρέποντάς τους να πάρουν τα όπλα και να υπερασπιστούν την ελευθερία και τα δικαιώματά τους.

Ο Κλήρος ευλογώντας τη σημαία και το λάβαρο της Επανάστασης, «σφράγισε» την ιερή υπόσχεση για απελευθέρωση

Παρότι η Επανάσταση είχε ήδη αρχίσει στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και σε ορισμένες περιοχές της Πελοποννήσου είχε ξεσπάσει από τις αρχές Μαρτίου του 1821, σε κάποιες άλλες άρχισε την προκαθορισμένη ημερομηνία της 25ης Μαρτίου. Σύμφωνα με τον θρύλο, την ημέρα εκείνη, στην Αγία Λαύρα Καλαβρύτων ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο και όρκισε σε αυτό τους αγωνιστές, ταυτίζοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την εθνική και τη θρησκευτική ταυτότητα.

Η ημερομηνία είχε οριστεί από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και είναι συμβολική, καθώς εορτάζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου∙ όπως ο αρχάγγελος Γαβριήλ ανακοίνωσε στην εκκλησία στην Παρθένο Μαρία τον ερχομό του Ιησού για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, έτσι και ο κλήρος, ευλογώντας την ελληνική σημαία και το λάβαρο της Επανάστασης, «σφράγισε» την ιερή υπόσχεση για εθνική απελευθέρωση. Η αναπαράσταση του γεγονότος από τον Θεόδωρο Βρυζάκη είναι τελετουργική. Εκφράζει το πνεύμα της ενότητας των Ελλήνων ενάντια στους εμφύλιους σπαραγμούς, καθώς Έλληνες κάθε τάξης και ηλικίας ορκίζονται στο σύμβολο της σημαίας μπροστά στην Ωραία Πύλη.

Οι ένοπλες συγκρούσεις που ακολούθησαν μεταξύ των δύο αντιπάλων στρατοπέδων, αποτυπώθηκαν σε αρκετούς πίνακες. Μεταξύ αυτών, «Η μάχη του γκιαούρη και του πασά» (1835) του Ευγένιου Ντελακρουά, ο οποίος εμπνεύστηκε τη σύνθεση από το ποίημα «Ο Γκιαούρης» του Λόρδου Βύρωνα. Ο πίνακας απεικονίζει τη δραματική κορύφωση του ποιήματος, όταν ο γκιαούρης εκδικείται τον θάνατο της ερωμένης του από τα χέρια του Τούρκου Χασάν. Στη σύνθεση επικρατούν τα φλογερά χρώματα, ενώ το κόκκινο των ρούχων αντικαθιστά το αίμα του ηττημένου. Οι δύο αντίπαλοι μάχονται έφιπποι, με καθρεφτισμένες αντικριστές στάσεις, ομοίως και τα άλογά τους. Το σώμα του γκιαούρη παρουσιάζεται ελάχιστα υπερυψωμένο από του πασά, το σώμα του οποίου «κοιτά» προς το έδαφος. Ντυμένος στα λευκά, ο γκιαούρης δηλώνει με την κίνηση του χεριού του την πρόθεσή του να αφαιρέσει τη ζωή του πασά.

ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ

Ζωές που είχαν αφαιρεθεί σε ερειπωμένα τοπία, υπάγονται επίσης στη θεματολογία των ζωγράφων. Ένα τέτοιο έργο είναι οι «Σκηνές από τη σφαγή της Χίου» (1824) του Ευγένιου Ντελακρουά. Ο Γάλλος ζωγράφος φιλοτέχνησε έναν ζοφερό πίνακα, στον οποίο απέδωσε τη βιαιότητα με την οποία οι Τούρκοι σφάγιασαν (30 Μαρτίου 1822) δεκάδες χιλιάδες αμάχους Χιώτες, «στην προσπάθειά τους να αντικρούσουν με αντιπερισπασμό τον ξεσηκωμό των Ελλήνων στο Μοριά και τα αιτήματα για ανεξαρτησία που είχε διατυπώσει η Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο» (Μπράουν, 2004, σελ. 285). Η ευαίσθητη ματιά του Ντελακρουά δεν εστιάζει σε κάποιο πρόσωπο, αλλά στην κατάσταση μετά τη σφαγή. Στο βάθος του πίνακα υπάρχει καπνός από κάτι που καίγεται, και σε πρώτο πλάνο άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, ορισμένοι νεκροί, ορισμένοι αιχμάλωτοι.

Το ελληνικό ναυτικό θέλησε να εκδικηθεί την σφαγή των Χιωτών και το έκανε. Τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου 1822, το ελληνικό πυρπολικό του Κανάρη πλησίασε την τουρκική ναυαρχίδα που είχε ναυλοχήσει στη Χίο. Εκμεταλλευόμενος την απουσία φεγγαριού και τον εορτασμό της λήξης του ραμαζανιού από τους Τούρκους, ο Κανάρης πυρπόλησε τη ναυαρχίδα. Το γεγονός αποτύπωσαν Έλληνες και ξένοι ζωγράφοι, τονίζοντας στην σύνθεσή τους τις αλλαγές της χρωματικής κλίμακας σε ένα νυκτερινό περιβάλλον.

Η καταστροφή των Ψαρών και η Εξοδος του Μεσολογγίου

Μία ακόμη μεγάλη καταστροφή ήταν εκείνη των Ψαρών, με την αντίστοιχη σύνθεση του Νικολάου Γύζη, ο οποίος φιλοτέχνησε επίσης το έργο «Η Δόξα των Ψαρών» (1898), αντλώντας έμπνευση από το επίγραμμα του Διονυσίου Σολωμού: «Στῶν Ψαρῶν τήν ὁλόμαυρη ράχη/περπατώντας ἡ Δόξα μονάχη/ μελετᾶ τά λαμπρά παλικάρια/ και στην κόμη στεφάνι φορεῖ/γινωμένο ἀπό λίγα χορτάρια/ ποὔχαν μείνει στήν ἔρημη γῆ» (1825). Η μορφή της προσωποποιημένης Δόξας τιμά τους νεκρούς Έλληνες μέσα σε ένα τοπίο απόλυτης καταστροφής.

Η ψυχή των παλικαριών δοξάζεται με δάφνινα στεφάνια, ενώ με κλάδους βαΐων απεικονίζει ο Βρυζάκης ότι ετοιμάζονται να στεφτούν από τους αγγέλους οι αγωνιστές στο έργο του «Η Έξοδος του Μεσολογγίου». Η σύνθεση ηρωοποιεί τους πρωταγωνιστές της Εξόδου, φωτίζοντάς τους με το θείο φως του ένθρονου Παντοκράτορα από το άνω –ουράνιο– επίπεδο της σύνθεσης. Ας μην λησμονούμε ότι οι Έλληνες πίστευαν ότι στον δίκαιο αγώνα τους είχαν την ευλογία των Ουρανών.

Στο κάτω –επίγειο– επίπεδο της σύνθεσης, οι αγωνιστές βρίσκονται επάνω σε μία ξύλινη γέφυρα, έχοντας μόλις βγει από μία από τις πύλες του τείχους. Κραδαίνουν τα σπαθιά τους. «Εἶν’ ἕτοιμα στήν ἄσπονδη πλημμύρα τῶν ἁρμάτων/ δρόμο νά σχίσουν τά σπαθιά κι ἐλεύθεροι νά μείνουν,/ ἐκεῖθε μέ τούς ἀδελφούς, ἐδῶθε μέ τό χάρο» (Διονύσιος Σολωμός, «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», Σχεδίασμα Γ΄). Ένας από τους Έλληνες κρατά στο αριστερό του χέρι την ελληνική σημαία με το σταυρό στο κοντάρι, μερικοί έχουν ήδη πληγωθεί και κάποιοι άλλοι κείτονται ήδη νεκροί. Τους αγωνιστές ακολουθούν γυναικόπαιδα, ορισμένα έχουν πέσει στο χαντάκι κάτω από τη γέφυρα. Οι Τούρκοι περιμένουν πάνοπλοι τους αντιπάλους τους, κάποιοι έχουν σκαρφαλώσει στο τείχος και είναι έτοιμοι να υψώσουν τη σημαία τους.

ΕΚΛΙΠΑΡΟΥΝ ΤΗ ΘΕΟΤΟΚΟ

Η σύνθεση αναφέρεται στη νύχτα της 10ης Απριλίου (1826) του Σαββάτου του Λαζάρου προς την Κυριακή των Βαΐων. Ορισμένα από τα επακόλουθα της εισόδου των Τούρκων στο Μεσολόγγι αποτυπώθηκαν στον πίνακα «Ελληνίδες εκλιπαρούν για βοήθεια», στον οποίο ο Άρι Σέφερ απεικόνισε γυναίκες κρυμμένες σε μία σπηλιά, που εκλιπαρούν τη Θεοτόκο για σωτηρία. «Η αυτοθυσία της μάνας» (1828) του Εμίλ ντε Λασάνκ απεικονίζει μία Μεσολογγίτισσα που ετοιμάζεται να μαχαιρωθεί κρατώντας στην αγκαλιά της το νεκρό παιδί της. Το μαχαίρωσε η ίδια, αφότου σκότωσε έναν εχθρό στρατιώτη και αναγκάστηκε να το κάνει, γιατί η παράδοση στον άπιστο ήταν η μεγαλύτερη απιστία.

Η τραγική έκβαση που είχε η πολυήμερη πολιορκία του Μεσολογγίου από τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα αποτυπώθηκε συμβολικά στο έργο «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» του Ευγένιου Ντελακρουά. Η Ελλάδα απεικονίζεται ως μία γυναίκα που φορά ελληνική φορεσιά και είναι έτοιμη να πεθάνει επάνω στα ερείπια της πόλης.

Χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν και αιχμαλωτίστηκαν κατά την ηρωική Έξοδο, συγκλονίζοντας για μία ακόμη φορά την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, που με τη σειρά της συνέβαλε στην αλλαγή στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων υπέρ της Ελλάδας. Καθοριστική, όπως διατυπώθηκε στην αρχή, η συμβολή τους στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου.

Ακολούθησαν η ανακήρυξη του Ιωάννη Καποδίστρια ως του πρώτου κυβερνήτη της χώρας και η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Ανεξαρτησίας (1830). Ο σκοπός είχε εκπληρωθεί.

Νεκταρία Μαραγιάννη

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”