Η εκπαιδευτική κίνησις στα Σκόπια (1895-1896) και το ψευδώνυμο «Μακεδονικό» Έθνος

Του Μητροπολίτη Δράμας κ. Παύλου

“Τον Όρον τούτον, γνωστόν και υμίν, αγαπητά τέκνα, ποιούμενοι, εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν πατρικώς, (…) μηδεμίαν αφ’ ετέρου έχθραν, μηδέ μίσος προς αυτούς έχητε, αλλά θεωρούντες αυτούς ως αδελφούς πλανηθέντας, δεικνύητε σπλάγχνα οικτιρμών, και υπέρ του φωτισμού αυτών δέησθε, καθάπερ και η καθόλου Εκκλησία, (…) μήποτε δω αυτοίς ο Θεός μετάνοιαν εις επίγνωσιν αληθείας, και ανανήψωσιν εκ της του διαβόλου παγίδος, εζωγρημένοι υπ’ αυτού εις το εκείνου θέλημα”. (Συνοδευτική Εγκύκλιος Πατριάρχου Ανθίμου ΣΤ΄ (Γ΄ πατριαρχεία 5 Σεπτ. 1871 – 30 Σεπτ. 1873), του Όρου της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου περί του Εκκλησιαστικού Βουλγαρικού Ζητήματος, Σεπτέμβριος 1872).

Α΄

Η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Μπίγκορσκι της Σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων διατηρεί ιστοσελίδα στο διαδίκτυο. Προφανώς η πρωτοβουλία ανήκει στον δραστήριο ηγούμενό της Επίσκοπο Αντανίας Παρθένιο, ο οποίος έζησε για ένα χρονικό διάστημα στην μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, Ιούλιος 1995, και αναλαμβάνοντας την ηγουμενία στην Μονή, μετέφερε το τυπικό του Αγίου Όρους. Αυτό διακρίνεται εμφανέστατα στα οπτικοακουστικά στιγμιότυπα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα. Με έκπληξη ακούς σε επίσημες λατρευτικές στιγμές οι χοροί να ψάλλουν ελληνιστί τους ύμνους και μάλιστα στην Βυζαντινή παραδοσιακή μουσική και όχι στην Ευρωπαική. Αν η ιστοσελίδα ήταν ανώνυμη, θα νόμιζε ο επισκέπτης ότι είναι από κάποιο ελληνικό μοναστήρι ή από το Άγιον Όρος. Το συμπέρασμα είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται μέσα στην Βυζαντινή – Ρωμαίικη παράδοση, ακολουθούν το τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και δεν έχουν σχέση με το Σερβικό Εκκλησιαστικό τυπικό.

Γεγονός είναι ότι η περιοχή αυτή δέχθηκε μεγάλη πίεση εκσερβισμού. Ειδικά την περίοδο 1892-98 η Σερβία κινήθηκε δραστήρια δίνοντας έμφαση στην προώθηση του εκκλησιαστικού και εκπαιδευτικού έργου στην Μακεδονία.[1] Αδιάψευστες μαρτυρίες απόκεινται στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος, αλλά και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μάρτυρας αυτής της πολιτικής υπήρξε και ο αείμνηστος Μητροπολίτης Πελαγονίας Χρυσόστομος Καβουρίδης, ο μετέπειτα ηγέτης των παλαιοημερολογιτών (Μητροπολίτης Ίμβρου 31/7/1908 από τριτεύων πατριαρχικών διακόνων, Πελαγονίας 14/6/1912, Μελενίκου 22/2/1922 μη αποδεχθείς την εκλογή, Νέας Πελαγονίας 15/4/1924, Φιλιατών και Γηρομερίου 3/9/1925, Μογλενών – Φλωρίνης 27/3/1926 έως 1932. Θάνατος 7/9/1955).

Ο σπουδαίος αυτός Ιεράρχης σε πολυσέλιδη εμπεριστατωμένη έκθεσή του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο με ημερομηνία 20 Νοεμβρίου 1920 λεπτομερώς αναφέρεται στην πολιτική εκσερβισμού του Μοναστηρίου, όπου ο ελληνικός πληθυσμός αριθμούσε 12.000 και του οποίου τα δεκαοκτώ σχολεία όλων των βαθμίδων, καθώς και τα ευαγή ιδρύματα, διέλυσαν με την είσοδό τους στο Μοναστήρι οι σύμμαχοί μας Σέρβοι.

Οι ομόδοξοι αδελφοί μας Σέρβοι δεν εφείσθησαν ούτε των εκκλησιαστικών βιβλίων, αλλά, όπως αναφέρεται στην έκθεση: “κατασχόντες τα ελληνικά εκκλησιαστικά βιβλία παρέδωκαν αυτά εις το πυρ προ των ομμάτων των ημετέρων, φρικιώντων επί τη βεβήλω ταύτη και αποτροπαίω κακουργία”[2].

Η ιστοσελίδα δημοσιεύει πρόσφατη σχετικά συνέντευξη του ηγουμένου (28 Νοεμβρίου/11 Δεκεμβρίου 2020) στο Ουκρανικό πρακτορείο “Θρησκευτική αλήθεια”. Φυσικά αναφέρεται στο ζήτημα της αυτοκεφαλίας και της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας τους από τις κατά τόπους ορθόδοξες Εκκλησίες.

Εξαίρεται η ιστορική σχέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την περιοχή, και βεβαίως αναμένουν το επιθυμητό γι’ αυτούς αποτέλεσμα. Όμως εδώ τίθεται το ερώτημα: ο σεβασμός και η αναγνώριση της προσφοράς και των προνομίων του Οικουμενικού Θρόνου είναι πραγματικός ή περιστασιακός μέχρι να επιτύχουν το επιδιωκόμενο;

Μέσα από τα άρθρα και τις ανταποκρίσεις που δημοσιεύονται στην προσεγμένη ιστοσελίδα που είναι τρίγλωσση, ξεκάθαρη φαίνεται η σύμπλευση της Εκκλησίας με την πολιτεία στο ζήτημα του ονόματος. Πχ. στην δημοσίευση “Η Μπίγκορσκι τιμήθηκε με παράσημο για την προσφορά στο κράτος”. Στις (2/15 Οκτωβρίου 2020) γράφεται: “Το παράσημο παραδόθηκε στα χέρια του γέροντός μας και ηγουμένου, Επισκόπου κ. Παρθενίου, με παρουσία των: πρωθυπουργού κ. Ζόραν Ζάεφ, Αρχιεπισκόπου Αχρίδος και Πρώτης Ιουστινιανής και της Βόρειας Μακεδονίας κ.κ. Στεφάνου, Μητροπολίτη Δεβρών και Κιτσέβου κ. Τιμοθέου, Μητροπολίτη Τετόβου και Γκόστιβαρ κ. Ιωσήφου,…). Βλέπουμε εδώ αλλοίωση του τίτλου του αρχιεπισκόπου Αχρίδος με την προσθήκη “και Βόρειας Μακεδονίας”, αποδεικτικό των φρονημάτων της τοπικής Εκκλησίας.

Ο νοσφισμός της ιστορίας δεν τεκμηριώνεται ιστορικά, ούτε μπορεί η σημερινή μορφή και δομή να ταυτισθεί με την πάλαι ποτέ διαλάμψασα Αρχιεπισκοπή, διότι δεν ταυτίσθηκε με κράτος ανεξάρτητο, λειτούργησε μέσα στην αυτοκρατορία χαριστικά, με Ιουστινιάνεια αυτοκρατορική διάταξη με πρώτη ονομασία “Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής”, που δεν επικυρώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και κυρίως δεν είχε ποτέ χαρακτήρα “μακεδονικό”, όπως τον ορίζουν οι Σκοπιανοί σήμερα. Εξάλλου το ποίμνιο ήταν πολυφυλετικό απαρτιζόμενο από Έλληνες, Βουλγάρους και Σέρβους. Γεωγραφικά δε μόνον ένα τμήμα του σημερινού κράτους περιλαμβανόταν στα όρια της Αρχιεπισκοπής.

Τους δύο άλλους μητροπολίτες τους αναφέρω λόγω των πόλεων Κίτσεβο και Γκόστιβαρ. Σ’ αυτές τις δύο περιοχές χιλιάδες είναι οι ανατολικομακεδόνες που πέθαναν όμηροι σε καταναγκαστικά έργα κατά την απαισίας μνήμης Β΄ Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία (1916-1918). Αυτά δεν τα γνωρίζουν σήμερα οι Έλληνες, και δυστυχώς το Ελληνικό κράτος δεν έκανε τίποτε για την διατήρηση της μνήμης των θυμάτων αυτών.

Για να καταλάβουν οι αναγνώστες το μέγεθος του εγκλήματος που συντελέσθηκε, παραθέτω αυτούσιο σχετικό κείμενο από το βιβλίο του Βασίλη Σ. Κάρτσιου “Η Γενοκτονία του Ελληνισμού της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την Β΄ Βουλγαρική Κατοχή 1916-1918”. “Οι Βούλγαροι, οι οποίοι κατείχαν την Ανατολική Μακεδονία από τον Αύγουστο του 1916 και είχαν προβεί ήδη σε απίστευτα έκτροπα εναντίον του ελληνικού πληθυσμού, βάζουν σε εφαρμογή το σχέδιο εξόντωσης όλου του ανδρικού πληθυσμού από 16 έως και 60 ετών. Η περιοχή εκτόπισης εκτείνεται από το Κάρνομπατ, τη Βάρνα και τη Σιλίστρα της Βουλγαρίας μέχρι το Γκόστιβαρ και το Κίτσεβο των Σκοπίων. Από τις 21 Ιουνίου 1917 οι βουλγαρικές αρχές αρχίζουν να συγκεντρώνουν τους Έλληνες κατά τετράδες στα προαύλια δημοσίων κτηρίων, τους καταγράφουν και τους οδηγούν με την συνοδεία ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων στα τρένα, όπου τους στοιβάζουν μέσα σε άθλια βαγόνια και τους μεταφέρουν στην πόλη Σούμλα της Β.Α. Βουλγαρίας.

Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1917 από το “κέντρο διανομής και διαλογής” πέρασαν περισσότεροι από 40.000 Έλληνες, ενώ συνολικά εκτοπίστηκαν 70.000 Έλληνες, από τους οποίους οι περισσότεροι βρήκαν φρικτό θάνατο στα πρώτα κάτεργα που στήθηκαν στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα. Οι σύγχρονοι αυτοί είλωτες χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών, όπως η περιβόητη σιδηροδρομική γραμμή Γκόστιβαρ-Κιτσέβου-Οχρίδος. Η θνησιμότητα στις τάξεις των Ελλήνων στην περιοχή αυτή είχε ξεπεράσει το 90%.

Σύμφωνα με την κατάθεση επιζήσαντος ομήρου, σε μια διαδρομή 130 χιλιομέτρων εργάζονταν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες 18.000 όμηροι. Από αυτούς δεν επέζησαν περισσότεροι από 1200 άτομα. Οι Βούλγαροι κράτησαν κατάλογο 58.000 εργασθέντων στην γραμμή αυτή, την οποία οι όμηροι αποκαλούσαν “γραμμή αίματος”. Επρόκειτο για το πρώτο συστηματικό σχέδιο μαζικής εξόντωσης αμάχων στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα, και υπήρξε προάγγελος των ναζιστικών στρατοπέδων κατά την διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου.

Από το Γκόστιβαρ και το Κίτσεβο επέστρεψαν μόνο μερικά ανθρώπινα ράκη, που πέθαναν μέσα στα επόμενα χρόνια λόγω των κακουχιών που πέρασαν κατά την διάρκεια της ομηρίας τους. Οι επιζήσαντες άρχισαν να επιστρέφουν τον Οκτώβριο του 1918, μετά την συντριβή του βουλγαρικού στρατού από τις ελληνικές και συμμαχικές δυνάμεις”.

Από την Μητρόπολή μου ενδεικτικά αναφέρω την ευημερούσα μεγαλώνυμη κοινότητα της Χωριστής (Τσατάλτζα) με πληθυσμό προ της βουλγαρικής κατοχής 3.000. Αρχές του 1919 ήταν 2.200. Πέθαναν στο χωριό 318, απήχθησαν όμηροι στην Βουλγαρία 404, επέστρεψαν 183. Ο επικεφαλής της ομάδας ομήρων Χωριστής, Θεολόγος Σαμαράς, διέσωσε τον ανάπηρο από κρυοπαγήματα συγχωριανό του Χρήστο Κουπατσιάρη μεταφέροντάς τον στους ώμους από το Κίτσεβο μέχρι την Σόφια. Όλα τα φοβερά μαρτύρια έγιναν μοιρολόγια:

“Κίτσοβο, φοβερό θεριό, χάρος με το δρεπάνι,

κόβει αλύπητα κορμιά, διάκριση δεν κάνει”.

(Για το Κίτσεβο βλέπε : Αθανασίου Ε. Καραθανάση, Εν Θεσσαλονίκη 1913-1951. Εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2020, σελ. 83)

Την περίοδο αυτή απήχθησαν όμηροι όλοι σχεδόν οι ιερείς της ανατολικής Μακεδονίας. Σε λειτουργικό βιβλίο “Μέγα Ωρολόγιον” Εκδόσεως του 1899, προερχόμενο από Φιλιππούπολη, το οποίο βρίσκεται στα χέρια μου από δωρεά, καταχωρήθηκε ιδιόγραφη ενθύμηση του από την ανατολική Ρωμυλία καταγομένου ιερέως Μιχαήλ Γρ. Κουκούση, εφημερίου του ιερού ναού αγίας Σοφίας Δράμας, που έχει ως εξής: “2α Ιουνίου 1917 ημέρα Πέμπτη εξωρίσθην παρά τας Βουλγαρικάς στρατιωτικάς αρχάς εις παλαιάν Βουλγαρίαν εκ (…)λιαν και τανάπαλιν εις Σιβλίεβον. Παραμέναμεν εν σόμα 218 ιερείς, ιερομόναχοι, μοναχοί και ιεροδιάκονοι Δράμας, Σερρών, Καβάλλας, Πραβίου, Ζυρνόβου ή Νευροκοπίου και Δεμήρ Ησάρ, 17 Ιουλίου ιδίου έτους φθάσαμεν εις Σιβλίεβον και εφύγαμεν διά Μακεδονίαν 28 Σ/βρίου 1918 έτους, αδύνατον να περιγράψω τας ποιέσεις εκ Βουλγάρου φρουράρχου Λοχ. Πέτρου Γκομάνοβ ο οποίος 2 μηνών προ της αναχωρήσεως ημών καταδικάσθη εις 5 έτη φυλάκιση εκ τους συναδέλφους απεβίωσαν ένδεκα, εις Δράμαν έφθασα τη 6 X 1918. Ιερεύς Μιχαήλ Γρ. Κουκούσης”.

Σήμερα στην νεοελληνική κοινωνία άλλοι και άλλου είδους ήρωες κυριαρχούν στο στερέωμα της Ελλάδος. Σήμερα στις πρωτεύουσες των νομών της Ανατολικής Μακεδονίας δεν υπάρχει ούτε ένα μνημείο γι’ αυτούς τους ανθρώπους που έγιναν σπονδή στα ιερά και στα όσια της Ελληνικής φυλής. Ούτε ένα επίσημο μνημόσυνο δεν τελεί η Ελληνική Πολιτεία γι’ αυτούς. Κρίμα!

Προς έπαινό τους, οι Σέρβοι στο διασυμμαχικό στρατιωτικό νεκροταφείο στην Θεσσαλονίκη διατηρούν το Σερβικό τμήμα και το περικαλλές μνημείο που ανήγειραν σε άριστη κατάσταση, και κατά εκατοντάδες το επισκέπτονται.

Τουναντίον εμείς στο Κίτσεβο και στο Γκόστιβαρ δεν έχουμε τοποθετήσει ούτε μία απέριττη στήλη στην μνήμη των χιλιάδων εθνομαρτύρων.

Β’

Από πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της εγκρίτου εφημερίδος “ΕΣΤΙΑ” (φύλλο 41854, 11-1-2021) πληροφορούμεθα ότι στα Σκόπια τον ερχόμενο Απρίλιο θα διενεργηθεί δημοψήφισμα με βασικό ερώτημα αυτό της εθνικότητος. Προφανής ο σκοπός. Η κατοχύρωση της μακεδονικής πλάνης. Ας δούμε όμως τα στοιχεία για τον πληθυσμό πριν από 124 χρόνια, ώστε να μας βοηθήσουν να εξαγάγουμε ασφαλή κατά το δυνατόν συμπεράσματα.

Από τα Σκόπια ο πρόξενος της Ελλάδος Γ. Α. Γιαννόπουλος απέστειλε έκθεση στο Υπουργείο των Εξωτερικών με αριθ. πρωτ. 165/ 31 Ιουλίου 1896. Ακριβές αντίγραφο εστάλη προς τον πρεσβευτή της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη Νικόλαο Α. Μαυροκορδάτο. Από την έκθεση αυτή βγάζουμε πολύτιμα συμπεράσματα για την εθνογραφία των Σκοπίων, όπου απουσιάζει το “Μακεδονικό” έθνος.

Σύμφωνα με τον πρόξενο, κατά το λήξαν σχολικό έτος 1895-1896 λειτούργησαν τα παρακάτω σχολεία, κατά εθνότητες.

Έλληνες: έχουν αρρεναγωγείο πέντε τάξεων που λειτουργεί προ πολλών ετών, και φοιτούν 55 μαθητές. Έχει δύο δασκάλους για την ελληνική και έναν για την τουρκική γλώσσα.

Παρθεναγωγείο με 45 μαθήτριες και μία δασκάλα.

Νηπιαγωγείο με 110 νήπια και μία νηπιαγωγό. Αμφότερα συστήθηκαν το 1876.

Για την συντήρηση των σχολείων δαπανώνται ετησίως 225 οθωμανικές λίρες, τις οποίες καταβάλλει η Ελληνική κοινότητα, βοηθούμενη από την επιτροπή ενισχύσεως της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας. Ο πρόξενος παρηκολούθησε τις εξετάσεις, και σημειώνει ότι: “Το αποτέλεσμα των γινομένων εις τας ειρημένας σχολάς δημοσίων εξετάσεων, εις ας παρέστην, υπήρξε καθ’ όλα ευχάριστον και ικανοποιητικόν. Αι εύστοχοι απαντήσεις των μαθητών και τα εκτεθέντα έργα αυτών έπεισαν πάντας ότι ούτοι επιμελώς και καρποφόρως ηκροάσθησαν τα διδαχθέντα, οι δε διδάξαντες μετά ζήλου και εθνικού ενδιαφέροντος εξεπλήρωσαν το καθήκον των”.

Οθωμανοί: λειτουργούν πέντε συνολικά σχολές, τις εξής: Ρουστιέ, Εδέπ, Ασκεριέ, Ιδαδιέ και μουαζίρ μεκτέπ. Όλα αυτά τα σχολεία συστήθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία, εκτός του Ρουστιέ που προϋπήρχε και λειτουργούσε ως ανώτερο εκπαιδευτήριο. Η προσχολική εκπαίδευση γίνεται από τους Ιμάμηδες στα προαύλια των τζαμιών.

Και στα 5 σχολεία φοιτούν 650 μαθητές, διδάσκουν 33 δάσκαλοι, όλοι οθωμανοί. Η συντήρηση των σχολείων γίνεται από την Οθωμανική κυβέρνηση.

Βούλγαροι: λειτουργούν πέντε αρρεναγωγεία, στα οποία διδάσκουν 17 δάσκαλοι, και φοιτούν 560 μαθητές, από τους οποίους οι 130 είναι οικότροφοι. Τέσσερα από τα σχολεία είναι προκαταρκτικά και ένα γυμνάσιο. Το παρθεναγωγείο έχει 190 μαθήτριες, από τις οποίες 45 είναι οικότροφοι. Υπηρετούν 6 δασκάλες. Λειτουργούν 4 νηπιαγωγεία με 340 νήπια και 8 νηπιαγωγούς.

Τα έξοδα λειτουργίας των σχολείων καλύπτονται από την Βουλγαρική κυβέρνηση και την Βουλγαρική κοινότητα. Τα έσοδα της κοινότητος προέρχονται από τους ναούς και τα αρχιερατικά δικαιώματα του Εξαρχικού αρχιερέα που μισθοδοτείται γενναία από το Βουλγαρικό κράτος. Η πνευματική κίνηση των Βουλγάρων φαίνεται ζωηρότερη, και τα σχολεία “διέπονται υπό οργανισμού τακτικωτέρου του Οθωμανικού και Σερβικού”.

Σέρβοι: λειτουργούν 2 σχολεία αρρένων, στα οποία διδάσκουν 6 δάσκαλοι, και φοιτούν 120 μαθητές, από τους οποίους οι 90 είναι οικότροφοι. Από τα δύο σχολεία το ένα είναι προκαταρκτικό και το άλλο ημιγυμνάσιο. Λειτουργούν 2 παρθεναγωγεία με 25 μαθήτριες οικοτρόφους και 3 δασκάλες. Ένα νηπιαγωγείο με 30 νήπια και μία νηπιαγωγό.

Τα σχολεία ιδρύθηκαν το 1890 από την Σερβική κυβέρνηση, η οποία επιδόθηκε σε “σπουδαίον πνευματικόν αγώνα κατά των αντιζήλων της Βουλγάρων, και ακολουθεί την πορείαν τούτων κατά το πλείστον, ως εξάγεται εκ της ιδρύσεως οικοτροφείου και της περισυλλογής μαθητριών εξ όλων των χωρίων της επαρχίας Σκοπίων, φρονούσα ότι διά του μέσου τούτου οι πρώην ομόγλωσσοί της Βούλγαροι θα γίνωσι Σέρβοι”.

Ισραηλίτες: έχουν ένα σχολείο αρρένων με 80 μαθητές και 3 δασκάλους. Η συντήρηση του σχολείου βαρύνει την Ισραηλιτική κοινότητα. Σχολείο θηλέων δεν υπάρχει, διότι ανέκαθεν οι Ισραηλίτες στέλνουν τα θήλεα τέκνα των στα Ελληνικά σχολεία.

Καθολικοί: έχουν ένα γραμματοδιδασκαλείο με 15 μαθητές και έναν δάσκαλο.

Στην προξενική έκθεση καταγγέλλεται ότι ο Έλληνας αρχιερέας των Σκοπίων Αμβρόσιος Σταυρινός (Επίσκοπος Κλαυδιουπόλεως 6-3-1893, Πρεσπών –Λυχνιδών (Αχριδών) 30-10-1895, Σκοπίων Νοέμβριος(;) 1896, Πελαγονίας 19-10-1899, Νεοκαισαρείας 18-10-1903, Καισαρείας 25-4-1911, Δέρκων 24-10-1929, θάνατος 1931) είναι “αργυρώνητος” και όργανο της Σερβίας. Εργάζεται, πάντοτε κατά τον πρόξενο, να συγχωνεύσει στην Σερβική Εθνότητα την Ελληνική, κάτι που κατόρθωσε στην ύπαιθρο με τον διορισμό ιερέων και δασκάλων. Στην πόλη όμως των Σκοπίων η Ελληνική κοινότητα ανθίσταται “κατά των επιβούλων σχεδίων του σερβίζοντος Ιεράρχου, και ούτω διατηρεί αξιεπαίνως τας Ελληνικάς σχολάς”.

Η λεπτομερής προξενική έκθεση δεν αναφέρει καμμία “μακεδονική” εθνότητα, γλώσσα ή σχολείο στην περιοχή των Σκοπίων.

Γ΄

Αποθρασυνθέντες οι Σκοπιανοί λόγω υποστηρίξεως από τους ισχυρούς της γης, αφού έλαβαν την αναγνώριση του ψευδωνύμου κράτους τους, θέλουν να αναγνωρισθεί η ψευδώνυμη Εκκλησία τους με τον παραπλανητικό τίτλο Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι σημερινές επαρχίες της φερόμενης Αρχιεπισκοπής Αχρίδος είναι ξένες προς την ιστορία και το πνεύμα της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Αρχιεπισκοπής. Και βεβαίως και προς την Γεωγραφία, αφού το ελάχιστο τμήμα της σημερινής περιλαμβάνει την έδρα της παλιάς. Γι’ αυτό πολύ σωστά ο καθηγητής Ιωάννης Ταρνανίδης σημειώνει: “Η επίκληση της λαμπρής εκείνης και ένδοξης αρχιεπισκοπής από την γειτονική μεν αλλά ξένη πνευματικά σημερινή μητρόπολη, ασφαλώς δεν αποτελεί κανονικό λόγο οικειοποιήσεως του τίτλου της”[3]. Φυσικά θα χρησιμοποιούν τον τίτλο Εκκλησία της Βορείου “Μακεδονίας”, και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Διότι το εκκλησιαστικό έθος προβλέπει αυτοκέφαλη-ανεξάρτητη Εκκλησία Έθνους ή ανεξάρτητου κράτους, όχι όμως ψευδωνύμου κράτους και ανυπάρκτου Έθνους.

Βέβαια σκοπός του άρθρου αυτού δεν είναι να ασχοληθεί διεξοδικώς με το εκκλησιαστικό ζήτημα των Σκοπίων. Σκοπός μας είναι από την προξενική έκθεση που δημοσιεύεται να δείξουμε ότι κατά τον 19ο και 20ο αιώνα στις στατιστικές δεν καταγράφεται ίδια “Μακεδονική” Εθνότητα.

Εν κατακλείδι το εκκλησιαστικό ζήτημα των Σκοπίων, παρ’ ότι αφορά μικρό πληθυσμιακά ποίμνιο, είναι ακανθώδες και δυσεπίλυτο, χρειάζεται υπομονή, αγάπη και σεβασμό της ιστορίας για την ιεροκανονική επίλυσή του. Δεν επιδέχεται ανεύθυνους και περιστασιακούς χειρισμούς, όπως συνέβη με το πολιτικό σκέλος. Οι ενδιαφερόμενοι κινούν γη και ουρανό για την επίλυσή του. Γίνονται διεργασίες που δεν προβάλλονται ή δεν δημοσιοποιούνται, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις. Σύσσωμη η πολιτική ηγεσία, πρόεδρος, πρωθυπουργός, πρόεδρος κοινοβουλίου, επισκέφθηκαν τον “Αρχιεπίσκοπο” κ. Στέφανο, του ευχήθηκαν για την ονομαστική του εορτή εξαίροντας την προσφορά της Εκκλησίας στο εθνικό ζήτημα[4].

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο καλείται να διαδραματίσει καθηκόντως σύμφωνα με τα ιεροκανονικά προνόμιά του, κύριο ρόλο στο ζήτημα. Έχοντας ως ιερά παρακαταθήκη τους ιερούς κανόνες, την ιερά παράδοση και τον Όρο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του 1872, που συνήλθε στο πάνσεπτο Πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, έχει υποχρέωση να διευθετήσει και να τακτοποιήσει τους χριστιανούς της περιοχής αυτής των Βαλκανίων, οι οποίοι θα πρέπει να καταδικάσουν “τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκλησία, ως αντικείμενον τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και τοις ιεροίς κανόσι των μακαρίων Πατέρων ημών…” (Όρος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 1872).

Εφ’ όσον οι γείτονές μας -ή μάλλον όσοι εξ αυτών- αισθάνονται μακεδόνες, θα πρέπει να διαβάσουν με προσοχή την επιστημονική μελέτη του Αρχιμ. Ειρηναίου Δεληδήμου “Μακεδονία- Σερμησιάνοι”, όπου θα διαπιστώσουν την συγγένεια που έχουν με την Ελληνική φυλή, αφού ιδιαίτερη μακεδονική εθνότητα αποκομμένη από τον κορμό του Ελληνισμού η ιστορία δεν μαρτυρεί.

Η Εκκλησιαστική λύση του ζητήματος αυτού δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να στηριχθεί στο ψεύδος αυτής της ιστορίας, γιατί θα κληθεί να αντιμετωπίσει την εκδίκησή της. “Εκκλησίες” τύπου αγύρτου παπά-Ευθύμ δεν ευδοκιμούν μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Οψέποτε ιεροσυνοδικώς επιληφθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο -ο Άρειος Πάγος της Ορθοδόξου Εκκλησίας- της θεραπείας του πολυκρότου αυτού εκκλησιαστικού ζητήματος, δεν πρέπει να αγνοηθεί η Ιεραρχία των εν Ελλάδι επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου. Άνευ της συμμετοχής των Ιεραρχών του τμήματος αυτού, η όποια λύσις, φρονώ ότι θα δημιουργήσει μείζονα προβλήματα στην Εκκλησία.


[1] Μιχαήλ Χρυσανθόπουλος, Μακεδονικός Αγών. Εκδόσεις ΑΡΧΥΤΑΣ, Αθήνα 2018, σ. 26. Πλείονα εις την έγκριτον έκδοσιν : Αντωνίου Μ. Κολτσίδα, Ιστορία του Μοναστηρίου της Πελαγονίας και των περιχώρων του. Εκδ. οίκος Αδελφών Κυριακίδη. Θεσσαλονίκη 2003 σελ. 911-913

[2] Μητροπολίτου Πελαγονίας Χρυστοστόμου. Το περιμάχητον Ελληνικόν προπύργιον. Υπόμνημα εις το Σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον, 20 Νοεμβρίου 1920. Άπαντα πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ιερά Μονή Αγ. Νικοδήμου Γορτυνίας, 1997.

[3] Μιχαήλ Σωτ. Χρυσανθόπουλος , ΑΧΡΙΔΑ, εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 119-120, και βεβαίως του καθηγητού Ιωάννου Ταρνανίδη, Ιστορία της Σερβικής Εκκλησίας, Εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη 1998.

[4] Ιστολόγιο “Ρομφαία” 11-1-2021.