Η Εκκλησία της Κύπρου και η συνοδική αναγνώριση της Αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας

του Δημήτρη Κεραμιδά*

Το περασμένο Σάββατο, 24 Οκτωβρίου, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος, κατά τη διάρκεια της χειροτονίας του Επισκόπου Αρσινόης, προέβη σε μια ιστορική – και μάλλον αναπάντεχη – χειρονομία, καθώς μνημόνευσε τον Προκαθήμενο της Ορθόδοξης Εκκλησίας Ουκρανίας (OCU), Μητροπολίτη Κιέβου Επιφάνιο.

Το «αναπάντεχο» οφείλεται στο ότι η μνημόνευση αυτή δεν είχε προαναγγελθεί ούτε αποτέλεσε εφαρμογή εντολής της  Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, που σε συνεδρίασή της είχε αποφασίσει υπέρ μιας γραμμής «ουδετερότητας» αναφορικά με το ουκρανικό ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση, με την κίνηση, η Εκκλησία της Κύπρου έγινε η τέταρτη, μετά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, Εκκλησία της οποίας ο Προκαθήμενος εισέρχεται σε μυστηριακή κοινωνία με τον ομόλογό του της νεοσύστατης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας.

Η ενέργεια του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου προκάλεσε αμέσως αντιδράσεις, ορισμένες μάλιστα οξείς. Τέσσερις Κύπριοι Μητροπολίτες (οι Κύκκου, Λεμεσού, Ταμασού και Αμαθούντος) με κοινή τους δήλωση κατηγόρησαν ευθέως τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο για «κατάφωρη παραβίαση τοῦ συνοδικοῦ, συλλογικοῦ καί δημοκρατικοῦ πολιτεύματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας», θεωρώντας πως ο «ἀνακηρυχθείς ὡς “Προκαθήμενος” τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας οὐδόλως τυγχάνει κανονικά χειροτονημένος καί τοῦτο, γιατί προέρχεται ἀπό σχισματικές ὁμάδες τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας» και πως, τέλος, «η Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου νά χορηγήσει “αὐτοκεφαλία” στίς σχισματικές δομές τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἐνέργεια αὐθαίρετη, ἀντικανονική καί ἀντιεκκλησιαστική».

Ομοίως, ο Πρόεδρος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας Χρήστος Οικονόμου σχολίασε πως η ενέργεια του Αρχιεπισκόπου Κύπρου «ήταν αντικαταστατική, αντικανονική, αυθαίρετη και ως εκ τούτου μη γενόμενη αφού υπάρχει δεσμευτική απόφαση της 9 Σεπτεμβρίου που δεν του επέτρεπε στις 25 Οκτωβρίου κατά την χειροτονία του νέου Επισκόπου Αρσινόης σε αυτή τη Μνημόνευση εν αγνοία και ερήμην των μελών της Συνόδου».

Το ερώτημα που τίθεται, επομένως, είναι εάν ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου όφειλε να συγκαλέσει την τοπική περί αυτόν Σύνοδο και να ζητήσει την έγκρισή της για την αναγνώριση της ουκρανικής αυτοκεφαλίας ή καλώς έπραξε να προχωρήσει στη μνημόνευση του Μητροπολίτη Επιφανίου δίχως συνοδική απόφαση.

Πρόκειται για ένα ζήτημα κανονικής υφής που, λόγω του περιορισμένου χώρου, δεν μπορεί να αναλυθεί παρά μόνο ακροθιγώς. Χρειάζεται κανείς να ανατρέξει στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας Κύπρου, τους Κανόνες που ορίζουν τη διοίκηση μιας τοπικής Εκκλησίας, το πώς αντέδρασε η Εκκλησία Κύπρου στις προηγούμενες αυτοκεφαλίες που παραχώρησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Είναι αλήθεια πως για τη λειτουργία μιας επαρχιακής Εκκλησίας ισχύει στο ακέραιο ο 34ος Αποστολικός Κανόνας, που προβλέπει πως ο πρώτος κάθε εκκλησιαστικής επαρχίας δεν μπορεί να πράξει τίποτα δίχως τη «γνώμη» των λοιπών επισκόπων (και το αντίστροφο).

Η παραπάνω διάταξη θεωρείται από τους ορθοδόξους ως ο «χρυσός κανόνας» της συνοδικότητας και μάλιστα προβάλλεται ως το κατεξοχήν κριτήριο διοίκησης της Εκκλησίας όχι απλά σε επαρχιακό επίπεδο (Πατριαρχεία, Αυτοκέφαλες Εκκλησίες), αλλά και για την ανά τον κόσμο (τη λεγόμενη «παγκόσμια») Εκκλησία.

Μάλιστα, ο εν λόγω κανόνας αναφέρεται συχνά στα διμερή κείμενα με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ως παράδειγμα αλληλεξάρτησης μεταξύ του πρώτου και των πολλών, μεταξύ του επισκόπου Ρώμης και των λοιπών Εκκλησιών. Από τη στιγμή, λοιπόν, που το κύρος του κανόνα παραμένει εν ισχύ, τότε αυτονοήτως οι ορθόδοξοι οφείλουν να τον εφαρμόζουν πρωτίστως στις δικές τους εκκλησιαστικές διοικήσεις προτού ζητήσουν την τήρησή του από τις ετερόδοξες Εκκλησίες.

Δοθέντων των παραπάνω και έχοντας υπόψη πως δεν υπήρξε απόφαση που να αναθεωρεί ή να τροποποιεί τη θέση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου περί «ουδετερότητας», φαίνεται πως δικαιώνονται οι αντιδράσεις των τεσσάρων Μητροπολιτών και όσων θεολόγων αμφισβήτησαν την κανονική ακεραιότητα της πράξης του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου. Ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου θα όφειλε να μη λάβει καμία πρωτοβουλία δίχως τη γνώμη των υπολοίπων μελών της Ιεράς Συνόδου και κακώς προέβη στη μνημόνευση του Μητροπολίτη Κιέβου.

Υπάρχουν, βέβαια, και όσοι υποστηρίζουν πως ο Αρχιεπίσκοπος συνομίλησε ιδιωτικά με τους Κύπριους Ιεράρχες και διαπίστωσε πως η πλειοψηφία αυτών, έστω και μέσω μιας διακριτικής σιωπής, δεν θα ήταν αντίθετοι με την αναγνώριση του Μητροπολίτη Επιφανίου. Η άποψη αυτή προς στιγμή μάλλον επιβεβαιώνεται, καθώς, πλην των «τεσσάρων», άλλες φωνές αμφισβήτησης δεν έχουν ακουστεί.

Με βάση τον ίδιο συλλογισμό, οι συνοδικές διαδικασίες ακολουθήθηκαν επί της ουσίας, δηλαδή ο Προκαθήμενος άκουσε τη «γνώμη» των λοιπών, αν και όχι «τύποις» (δεν συνεκλήθη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου). Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος σε επιστολή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη (της 20ης Οκτωβρίου 2020) τόνισε πως η «ουδετερότητα» ήταν μια δική του πρόταση, ώστε να φέρει εις πέρας την αποστολή που του ζητήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, να συναντηθεί δηλαδή με τους λοιπούς ορθόδοξους Προκαθημένους.

Ο ίδιος επισημαίνει πως δεν μπορεί πλέον να λάβει μεσολαβητικές πρωτοβουλίες συμφιλίωσης τόσο λόγω της πανδημίας του κορονοϊού όσο και εξαιτίας της ασθένειας που τον ταλαιπωρεί. Συνεπώς, η στάση «ουδετερότητας» οφείλει να ερμηνευθεί ως μια ειρηνοποιός θέση «καλής διάθεσης», προκειμένου η Εκκλησία της Κύπρου, Εκκλησία μικρή πλην όμως με αποστολικό κύρος, να κινηθεί ευκολότερα υπέρ της ενότητας των ορθοδόξων, δίχως αυτό να σημαίνει πως απέρριψε την κανονικότητα των ενεργειών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (επ’ αυτών η κυπριακή Σύνοδος ουδέποτε εξέφρασε αρνητική γνώμη).

Η παραπάνω προσέγγιση πιθανότητα να είναι ορθή – ούτως ή άλλως με αντίστοιχο τρόπο κινήθηκε και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος στα πλαίσια της δικής του Εκκλησίας. Ωστόσο, είναι μια ερμηνεία που δεν είναι μετρήσιμη, καθώς παραμένει στο επίπεδο της υπόθεσης ή έστω της πληροφορίας. Η υπόθεση αυτή μπορεί να επιβεβαιωθεί (ή να διαψευσθεί) μόνο εάν και οι υπόλοιποι Ιεράρχες εκφράσουν ανοιχτά τη θέση τους ή εάν στην επόμενη συνεδρίασή της η Ιερά Σύνοδος της Κύπρου τοποθετηθεί υπέρ ή κατά της ουκρανικής αυτοκεφαλίας.

Σε αναμονή των όποιων περαιτέρω εξελίξεων, αυτό που θα θέλαμε να επισημάνουμε είναι το εξής: για να κατανοηθεί εκκλησιολογικά – και όχι διαδικαστικά – η μνημόνευση του Μητροπολίτη Κιέβου από τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως η Εκκλησία της Κύπρου βρίσκεται σε αδιάσπαστη κανονική κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κων/πόλεως. Η κοινωνία αυτή σημαίνει πως η Εκκλησία της Κύπρου αναγνωρίζει τα προνόμια που έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο που απορρέουν από τη δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (451) και ειδικά από τον 28ο κανόνα αυτής.

Όπως εξήγησε ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος σε επιστολή του «αι λοιπαί κατά τόπους Ορθόδοξαι Εκκλησίαι [πλην της Κύπρου, σ.τ.σ.], ανάγουν την αυτοκεφαλίαν των μετά τον 15ον αιώνα και ωφείλουν ταύτην εις Τόμον εκχωρηθέντα υπό του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου, δια του οποίο οριοθετούνται τα σύνορά των».

Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι εάν μια τοπική Σύνοδος μπορεί να εκφραστεί κατά το δοκούν υπέρ ή εναντίον της παραχώρησης αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε μια Εκκλησία, αλλά εάν μια τοπική Εκκλησία (ειδικά αυτή της Κύπρου που το 451, όντας ήδη αυτοκέφαλη, αναγνώρισε την ισχύ των κανόνων της Χαλκηδόνας) έχει την αυθεντία να θέσει σε διαδικασία επιπλέον έγκρισης τα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Με άλλα λόγια, μπορεί μια τοπική Σύνοδος να αναγνωρίσει το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των Οικουμενικών Συνόδων; Έχει μια τοπική Εκκλησία το κύρος να ερμηνεύει τις αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική, διότι μια Τοπική Σύνοδος δεν είναι ανώτερη από μια Οικουμενική σύναξη, της οποίας οι διοικητικές διατάξεις τροποποιούνται μόνο από άλλη Οικουμενική Σύνοδο.

Επομένως, θα μπορούσε να πει κανείς πως η κανονική κοινωνία μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών σημαίνει πως η καθεμία αναγνωρίζει τα κανονικά και δικαιοδοσιακά δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τους περιορισμούς των υπολοίπων. Δεν μπορεί μια τοπική Σύνοδος να προχωρήσει σε μια αναχρονιστική ερμηνεία κανονιστικών διατάξεων: ή θα πρέπει να τις αναγνωρίσει στο σύνολό τους ή να αποδεσμευθεί από την ορθόδοξη κανονική παράδοση και να διακόψει την κοινωνία με τις λοιπές Εκκλησίες.

Θα μπορούσε ενδεχομένως να επανεξεταστεί πανορθόδοξα το καθεστώς των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών (και να επικαιροποιηθεί), δηλαδή το ποιος έχει δικαίωμα παραχώρησης αυτού του καθεστώτος. Δυστυχώς, η όποια προσυνοδική προεργασία που έγινε δεν έφθασε ποτέ στην Κρήτη και η όλη συζήτηση έμεινε εκκρεμής.

Όταν θα είναι ώριμοι οι ορθόδοξοι να τοποθετηθούν από κοινού γύρω από το ζήτημα, τότε – και μόνο τότε – θα μπορέσουν οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες να εκφράσουν τη γνώμη τους επί της αναθεώρησης του μέχρι σήμερα δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του βαθμού σύμπραξης των άλλων Εκκλησιών.

*Δημήτρης Κεραμιδάς, Διδάσκων Pontificia Università Angelicum, ΣΕΠ Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο