Η ευχαριστία

Του π. Γεωργίου Λέκκα

«εις δε εξ αυτών, ιδών ότι ιάθη, υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν, και έπεσεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού ευχαριστών αυτώ», Λκ. ιζ΄, 15-16.

Μπαίνουμε στη σχέση με τον Θεό είτε επώδυνα είτε «αναίμακτα». Επώδυνα, όταν στρεφόμαστε σ’ Αυτόν μες στη συμφορά μας κι αναίμακτα, όταν Τον ευχαριστούμε για μια χάρη που μάς έκανε.

Η παράκληση μάς ενώνει με τον Θεό λιγότερο απ’ όσο η ευχαριστία, γιατί στην παράκληση συνήθως μετράει για μας περισσότερο το αίτημά μας παρά η σχέση μας με Αυτόν που το αποδέχεται. Αντιθέτως, κατά την ευχαριστία μας, η επιθυμία μας να επιστρέψουμε για να Τον ευχαριστήσουμε και μες στη χαρά από την εκπλήρωση του αιτήματός μας μαρτυρεί ότι η σύναψη προσωπικής σχέσης με Αυτόν που ικανοποίησε την επιθυμία μας μετράει για μας τουλάχιστον όσο και η εκπλήρωση του αιτήματός μας.

Ασφαλώς και η παράκληση μάς ενώνει με τον Θεό γιατί και μες στη συμφορά μας μπορούμε πάντα να συνεχίζουμε να αγνοούμε τον Θεό και να μην τον παρακαλέσουμε, η ευχαριστία, όμως, μάς ενώνει μαζί Του περισσότερο, γιατί στην ευχαριστία δεν υπάρχει πλέον η πιεστική ανάγκη για την ικανοποίηση συγκεκριμένου αιτήματος που μάς ώθησε να Τον παρακαλέσουμε. Φαίνεται να λειτουργεί εδώ «πνευματικός νόμος» σύμφωνα με τον οποίο, όσο πιο ελεύθερα κινούμαστε προς τον Θεό, τόσο μεγαλύτερη Χάρη λαμβάνουμε από Αυτόν.

Η ευχαριστία προϋποθέτει πίστη, ταπείνωση και, σε ακόμα πιο προχωρημένο στάδιο, αγάπη. Πίστη στον Τρισήλιο Κύριο της Δόξης ότι Αυτός ενήργησε το θαύμα κι ότι δεν πρόκειται για μια απλή φυσική σύμπτωση, ταπείνωση απέναντι στο άπειρο έλεος του Θεού που συγκατανεύει να ενεργεί και μες στα σκοτάδια μας και αγάπη προς έναν τέτοιο Θεό που ψάχνει ακόμα και μια χαραμάδα για να κατοικήσει μέσα μας κι όταν ούτε καν αυτή δεν Του προσφέρεται, αναζητά τον τρόπο, όσο πιο διακριτικά γίνεται, να την δημιουργήσει.

Η ευχαριστία λειτουργεί, έτσι, ως σπουδαίος πνευματικός δίαυλος για την μετάγγιση Θείας Ζωής μέσα μας. Ψυχή που αρχίζει να γεύεται τους πνευματικούς καρπούς της ευχαριστίας επιθυμεί την ευχαριστία για αυτήν την ίδια κι όχι εξαιτίας της χαράς από την ικανοποίηση ενός αιτήματος που κάποια στιγμή την προκάλεσε. Γιατί αν η ευχαριστία προϋποθέτει την πίστη, την ταπείνωση και κάποτε και την αγάπη, η χαρά της ευχαριστίας προσθέτει διαρκώς πίστη, ταπείνωση και αγάπη τόσο που κανείς κάποια στιγμή να επιθυμεί πλέον να ζει μόνο για να ευχαριστεί.

Η χαρά της ευχαριστίας είναι μάλιστα τόσο πολύ ανώτερη της χαράς από την ικανοποίηση του όποιου αιτήματός μας που είναι δυνατόν να θέλει κάποιος να ζει όχι μόνο για να ευχαριστεί για τις θείες δωρεές που λαμβάνει ο ίδιος αλλά και για όλες τις θείες δωρεές που έλαβαν, λαμβάνουν ή και θα λάβουν ποτέ άνθρωποι εν γνώσει και κυρίως εν αγνοία τους, όπως και ολόκληρη η Δημιουργία, μέχρι συντελείας του Κόσμου όπως τον ξέρουμε.

Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος ίσταται ανοιχτός απέναντι στο κατεξοχήν Άνοιγμα που είναι ο ίδιος ο Θεός. Τον τρέφει πνευματικά θεία αύρα ως από ρεύμα «ζωηφόρου πνοής» που τον διαπερνά ολόκληρο και που έχει την πηγή του στο Θείο Άνοιγμα. Ο Θεός είναι Άνοιγμα Αγάπης και ως Τέτοιος που είναι θέλησε, και εξακολουθεί να αγαπά, τα έργα Του.

Ο άνθρωπος καλείται να απαντήσει στο Άνοιγμα του Θεού με το άνοιγμα της ευχαριστίας του, που τον προετοιμάζει για την μόνιμη διάνοιξή του, αντίστοιχη με αυτή των «επουρανίων δυνάμεων ασωμάτων», που ζουν για να δοξολογούν απαύστως τον Τρισήλιο Κύριο της Δόξης όχι μόνο για όσα έκανε ή κάνει αλλά κυρίως για αυτό που είναι.

18.1.2022. Των Αγίων Αθανασίου του Μεγάλου και Κυρίλλου, Πατριαρχών Αλεξανδρείας.

Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας είναι κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου. Σπούδασε Νομικά, Φιλοσοφία και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διδάκτωρ Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Παρίσι 4) και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών Γαλλίας, δίδαξε ελληνική φιλοσοφία στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση από το 2005-2017. Η τελευταία ποιητική συλλογή του με τον τίτλο ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ εκδόθηκε πρόσφατα από Το Κοινόν των Ωραίων Τεχνών (Αθήνα, 2021, σσ.79).