Εξαετές μνημόσυνο του Μακαριστού Μητροπολίτη Σύμης κυρού Χρυσοστόμου του Α’ στον Πανορμίτη

Σε κλίμα ιδιαιτέρας συγκινήσεως ετελέσθη τη 14η Ιανουαρίου 2024, Κυριακή μετά τα Φώτα, εις την Ιερά Μονήν Ταξιάρχου Μιχαήλ του Πανορμίτου, το εξαετές Μνημόσυνον του μακαριστού Μητροπολίτου Σύμης κυρού Χρυσοστόμου Δημητριάδη του Ιμβρίου, του και πρώτου Μητροπολίτου της εν Δωδεκανήσω Ιεράς ταύτης Μητροπόλεως του Οικουμενικού Θρόνου.

Ο Μητροπολίτης κ. Χρυσόστομος, χοροστάτησε του Όρθρου, ετέλεσε την Θεία Λειτουργία και εν συνεχεία μετά την απόλυση, προέστη του Ιερού Μνημοσύνου. Συλλειτουργοί του ήσαν ο Πανοσιολ. Καθηγούμενος της Ι. Μονής, Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου Αντώνιος Πατρός και ο Πρεσβύτερος π. Γεώργιος Κακακιός. Την ιερά υμνωδία απέδωσαν γλυκυφθόγγως ο Πρωτοψάλτης της Ι. Μονής κ. Σταύρος Πίλιουρας με τον Ιεροψάλτη κ. Αγαπητό Μιχελλή.

Επί τω τέλει, ο Μητροπολίτης κ. Χρυσόστομος, απευθυνόμενος εις το πυκνό εκκλησίασμα, μεταξύ του οποίου ήταν ο Δήμαρχος Σύμης κ. Ελευθέριος Παπακαλοδούκας και ο Διοικητής Δ.Α.Ν. Σύμης Συνταγματάρχης κ. Παναγιώτης Βρανάς, ανεφέρθη αρχικώς εις το ευαγγελικόν ανάγνωσμα, το οποίο παραθέτει την έναρξη του δημοσίου έργου του Χριστού, που άρχισε να κηρύττει, παρακινώντας τον λαό σε μετάνοια, διότι «ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών». Το κήρυγμα του Χριστού ξεκίνησε, όταν σταμάτησε το κήρυγμα του Βαπτιστή Ιωάννη, μετά την φυλάκισή του από τον Ηρώδη Αντίπα, αφού είχε πλέον επιτελέσει το έργο που του ανέθεσε ο Θεός. Είχε πλέον προετοιμάσει τον κόσμο, «εις τον ερχόμενον μετ’ αυτόν ίνα πιστεύσωσιν, τούτ’ έστιν εις τον Ιησούν Χριστόν» (Πραξ. 19, 4).

Με τη σύλληψη λοιπόν του Προδρόμου ήρθε η ώρα, κατά το σχέδιο του Θεού, να κάνει έναρξη του δικού Του κηρύγματος ο Χριστός και ως κέντρο του διάλεξε μια κεντρική πόλη, την Καπερναούμ, όπου και εγκαταστάθηκε, αφήνοντας την Ναζαρέτ, όπου είχε ανατραφεί. Η Καπερναούμ ήταν σπουδαία πόλη της Γαλιλαίας, χτισμένη στην όχθη της λίμνης της Γεννησαρέτ, στα όρια των φυλών Ζαβουλών και Νεφθαλείμ. Επαληθεύτηκε έτσι η προφητεία του προφήτη Ησαία, ότι στην Γαλιλαία, στην γη Ζαβουλών και Νεφθαλείμ, στον λαό που βρισκόταν «εν σκότει…, εν χώρα και σκιά θανάτου, ανέτειλε φως μέγα». Το φως που θα φώτιζε όλα τα έθνη.

Ακολούθως ο Μητροπολίτης με λίαν συγκινητικούς και εμπνευσμένους λόγους ανεφέρθη στην σεμνή προσωπικότητα του αοιδίμου Προκατόχου του, στην σταυρική πορεία της πολυκυμάντου βιοτής του, στην αναχώρηση από την πατρώα του γη, την Ίμβρο, και προπαντός στο πνεύμα αυταπαρνήσεώς του και υπακοής του εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, το οποίον τον εξέλεξε και απέστειλε ως πρώτον Μητροπολίτην της Μητροπόλεως των ακριτικών Νήσων, όπου και ηνάλωσε εαυτόν μέχρι τελευταίας του αναπνοής, διακονών ευόρκως και θυσιαστικώς την Μητέρα Εκκλησία, εγκαθιδρύων εκ του μηδενός στην Σύμη την νεοσύστατον ταύτην Μητρόπολιν, με πολλάς δυσκολίας και εμπόδια.

Μετά το πέρας του Ι. Μνημοσύνου, η Ιερά Μονή προσέφερε εις το «Υδραικόν» τα κόλυββα, καφέ και τα επί τούτω καθιερωμένα κεράσματα. Ακολούθως ο Μητροπολίτης συνοδευόμενος από τον Πανοσιολ. Καθηγούμενον, μετέβη εις το παρακείμενον της Ι. Μονής Κοιμητήριον, όπου αναπαύεται το χοικόν σκήνος του Μακαριστού Προκατόχου του και ετέλεσεν επί του τάφου του το κατ’ έθος Νεκρώσιμον Τρισάγιον.