Εκκλησιαστική περιουσία και νομοθετικό πλαίσιο για τους κληρικούς έθεσε ο Αρχιεπίσκοπος στον Πρωθυπουργό

© Χρήστος Μπόνης / Εκκλησία Ελλάδος

Σε άριστο κλίμα συνεργασίας πραγματοποιήθηκε η ιστορική επίσκεψη του Πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος συνοδευόταν από την Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Νίκη Κεραμέως και τον Υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικό Εκπρόσωπο κ. Ιωάννη Οικονόμου.

Σήμερα, Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021, συνεδρίασε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος της 165ης Συνοδικής Περιόδου, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.

Μετά την προσφώνησή του, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος επέδωσε στον Πρωθυπουργό το Αναμνηστικό Μετάλλιο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, την κοπή του οποίου αποφάσισε για να τιμήσει την Επέτειο των διακοσίων ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως.

Κοινή διαπίστωση του Πρωθυπουργού και του Μακαριωτάτου αποτέλεσε η ανάγκη να επιδειχθεί ιδιαίτερη προσοχή και επιμονή στη γενική προσπάθεια για τον καθολικό εμβολιασμό του πληθυσμού, ιδιαίτερα στις περιοχές όπου υπάρχει χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη.

Αναγνωρίσθηκε επίσης η σημασία της πιστής τήρησης των μέτρων πρόληψης και προστασίας κατά του κορωνοϊού. Πολιτεία και Εκκλησία της Ελλάδος, πάντα στο πλαίσιο των διακριτών ρόλων και αρμοδιοτήτων τους, αντιμετωπίζουν όχι μόνο την πανδημία, αλλά και όσους την εργαλειοποιούν, αναζητώντας ή ακόμη και υποδαυλίζοντας εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας.

Ο Μακαριώτατος ευχαρίστησε τον Πρωθυπουργό και την Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων για την ειλικρινή συνεργασία προς την κατεύθυνση της επίλυσης χρονιζόντων προβλημάτων, ενώ έκανε ιδιαίτερη αναφορά στη μεγάλη μεταρρύθμιση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης.

Έθεσε τα κύρια ζητήματα αφ’ ενός μεν της αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας με στόχο την υποστήριξη του φιλανθρωπικού έργου και την συμβολή στην εθνική προσπάθεια ανάκαμψης, αφ’ ετέρου δε του νομοθετικού εξορθολογισμού και επικαιροποίησης του πλαισίου του 1945, που αφορά στους Κληρικούς στη χώρα μας.

Ο Μακαριώτατος τόνισε ότι αυτό ουδεμία επιπλέον πρόσληψη, πέραν των τακτικών και κατ’ έτος προγραμματισμένων, συνεπάγεται, ουδεμίας μορφής μονιμοποίηση, και ως εκ τούτου ουδέν πρόσθετο δημοσιονομικό βάρος.

Τα ανωτέρω ζητήματα απασχολούν διαχρονικά την Εκκλησία της Ελλάδος και προφανώς δεν δύνανται να επιλυθούν στο πλαίσιο μίας συνάντησης, αλλά πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ενδελεχούς και ρεαλιστικής μελέτης.

Ο Πρωθυπουργός ευχαρίστησε θερμά τον Μακαριώτατο για την ιδιαίτερα τιμητική πρόσκληση να παραστεί στις εργασίες της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, έκανε έναν απολογισμό των σημαντικών αλλαγών που προώθησε η παρούσα Κυβέρνηση έως τώρα για την επίλυση προβλημάτων που ταλάνιζαν την Εκκλησία για πολλά χρόνια και συνεχάρη τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο για την υποστήριξη της Εκκλησίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας.

Τέλος, επανέλαβε την πρόθεση έναρξης διαλόγου επί των προαναφερθέντων ζητημάτων, με άξονες την κοινωνική συνοχή, τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη διαφάνεια.

Η Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων αναφέρθηκε στην επιβεβαίωση των σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας και ευχαρίστησε τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο για τη γόνιμη συνεργασία.

Παρατίθεται η προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου:

Εξοχώτατε Κύριε Πρωθυπουργέ,

Θα ήθελα να εκφράσω την ικανοποίηση τόσον των αδελφών Αρχιερέων, των μελών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, όσον και εμού προσωπικώς για την άμεση ανταπόκρισή σας στην πρόσκλησή μας.

Η παρουσία σας εδώ σήμερα δεν έχει τυπική σημασία αλλά είναι συμβολική, με το θεολογικό νόημα του όρου σύμβολο. Από την επίσκεψή σας σήμερα, αυτό σημαίνεται και συμπεραίνεται. Η μεταξύ μας ήδη υπάρχουσα επικοινωνία επιβεβαιώνει την αναγνώριση της ανάγκης της συνέχειας και της εξελίξεως των μεταξύ μας σχέσεων, των Σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας.

Αυτό είναι και ένας τρόπος αναγνώρισης της ανάγκης της παρουσίας του άλλου. Σε αυτό το πνεύμα τέθηκαν στην ιστορία μας οι βάσεις για τις σχέσεις συναλληλίας μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.

Παρά τις επιμέρους, διαφορετικές ενίοτε, προσεγγίσεις των ποικίλων θεμάτων που ανακύπτουν, αυτό το πνεύμα της συναλληλίας είναι που δεν κάνει μόνιμη καμία διάσταση στις κατά καιρούς αμφισβητήσεις των βάσεων της συναλληλίας αυτής. Έχει νόημα πάντοτε να σκεπτόμαστε, ότι όλοι είμαστε μέλη ενός σπουδαίου έθνους και υπηρετούμε έναν σπουδαίο λαό, ο οποίος ποτέ «δεν περνά απαρατήρητος».

Το αποτύπωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ελληνική κοινωνία ήταν και θα είναι πάντοτε πνευματικό. Όμως για την Ορθοδοξία η ζωή είναι Μία και δεν διαχωρίζεται σε πνευματική και βιολογική. Πρέπει πρώτα να υπάρχει ο άνθρωπος για να ανθίσει και να καρπίσει η πνευματική του ύπαρξη.

Η Εκκλησία φροντίζει τον όλον άνθρωπο γιατί έτσι ολάκερον τον έφτιαξε ο Δημιουργός του. Η Εκκλησία περιθάλπει όλες τις ανθρώπινες κοινότητες γιατί όλες τους δημιουργούνται από την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για συνύπαρξη και κοινωνία με τους άλλους.

Η Εκκλησία της Ελλάδος από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους υπήρξε ακοίμητος αρωγός στο κοινωφελές έργο της Πολιτείας. Είναι η «σκέπουσα» των «ασκεπών», η «θάλπουσα» των ασθενών, η «συντηρούσα» την ελπίδα ενός λαού που πολλές φορές βρέθηκε σε απόγνωση. Όλα αυτά επιτυγχάνονται με τα μέσα που προσφέρει κάθε εποχή.

Σήμερα διανύουμε τις αρχές του 21ου αιώνα, μια περίοδο με συγκεκριμένα δεδομένα στην παιδεία, τον νομικό πολιτισμό, την οικονομία και την τεχνολογία. Οι τέσσερεις αυτοί πυλώνες είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους σε βαθμό που δεν γνώρισε άλλη εποχή. Η Εκκλησία της Ελλάδος, ως κύτταρο της κοινωνίας των Ελλήνων στη χώρα μας, θέλει να ζει, να εργάζεται, να οραματίζεται, να δημιουργεί και να προσφέρει, αξιοποιώντας στο έπακρο τα σύγχρονα ελληνικά και ευρωπαικά κεκτημένα της παιδείας, του νομικού πολιτισμού, της οικονομίας και της τεχνολογίας.

Προς την κατεύθυνση αυτή τα τελευταία έτη εργαστήκαμε εντατικά για τη σχηματοποίηση καινοτόμων αναπτυξιακών στόχων, οι οποίοι δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο.

Αναθεωρήσαμε τους Κανονισμούς που αφορούν στη διαχείριση και αξιοποιήση της εκκλησιαστικής περιουσίας ώστε να προβούμε σε αξιοποίηση και απεμπλοκή από νομικές και άλλες δυσκολίες όσων εκτάσεων μας έχουν απομείνει, με στόχο την συμβολή στην εθνική προσπάθεια ανακάμψεως και την ανάπτυξη του φιλανθρωπικού και κοινωνικού έργου της Εκκλησίας με γνώμονα την διαφάνεια και την κοινωνική λογοδοσία.

Αναμένουμε όμως και την πάντοτε απαραίτητη συναντίληψη και αρωγή της Πολιτείας για την ωρίμανση, ένταξη και υλοποίηση των προτάσεών μας στα δικά της σχέδια και απευθυνόμαστε στο Κράτος ως δημοκρατικό εκφραστή της Κοινωνίας των Πολιτών και διαχρονικό συνοδοιπόρο της Εκκλησίας μας με κοινή προτεραιότητα τον άνθρωπο και την ηθική και υλική βελτίωση των συνθηκών ζωής του.

Η προοπτική της αξιοποιήσεως της αναξιοποίητης ακίνητης περιουσίας με κοινωνική στόχευση και περιβαλλοντικό πρόσημο έχει ήδη προκαλέσει ενδιαφέρον δημόσιων και ιδιωτικών φορέων και δεν παύουμε να ελπίζουμε ότι το όφελος για το Κράτος και την κοινωνία θα είναι ουσιώδες και διαρκές.

Συναφώς έχουμε υποβάλει στους αρμόδιους Υπουργούς προτάσεις για τις παραπάνω πρωτοβουλίες, όσο και ιδέες για τον εξορθολογισμό της νομοθεσίας σχετικά με την διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας και την εκκαθάριση πολυετών εκκρεμοτήτων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Είναι ατυχές αποτέλεσμα αυτών των χρονίων δυσκολιών ότι μέχρι σήμερα η Εκκλησία κτηματολογικώς μεν εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης σημαντικής περιουσίας, δημοσιονομικώς όμως παραμένει αδύναμη.

Κύριε Πρωθυπουργέ,

Θα ήθελα να υπογραμμίσω, ότι όλα αυτά τα χρόνια με τους προκατόχους σας είχαμε μία καλή συνεργασία και τύχαμε του σεβασμού των. Αυτή η συνεργασία και ο σεβασμός συνεχίζονται απρόσκοπτα και επί των ημερών σας και εκφράζω τις ευχαριστίες μου προς την εξοχότητά σας για τη συμβολή σας, ώστε να προωθηθή ακόμη περισσότερο η μεταξύ μας συναντίληψη και αλληλοκατανόηση.

Επί της πρωθυπουργίας σας διευθετήθηκε το χρονίζον θέμα της διοικήσεως και διαχειρίσεως των μη Ενοριακών Κοιμητηριακών Ναών (Διαστρέβλωση του ΙΑ΄ ψηφίσματος της Δ΄ Εθνικής Συνέλευσης του Άργους στις 11 Ιουλίου 1829).

Ακόμη να ευχαριστήσω Εσάς, την Υπουργό μας κ. Νίκη Κεραμέως και τους εκλεκτούς συνεργάτες σας για «το παράθυρο» που ανοίξατε και την ελπίδα που μας δώσατε, γιατί με νόμο ρυθμίσατε τα των σπουδών των ιερέων-εφημερίων των χωριών και των κωμοπόλεων της πατρίδος μας.

Για πρώτη φορά η Εκκλησία μας μετά πάροδο διακοσίων (200) χρόνων θα έχει την πλειοψηφία των Συμβουλίων στα Εκκλησιαστικά Σχολεία. Δηλαδή, στην επιλογή των υποψηφίων προς σπουδήν για την Ιερωσύνη, στην επιλογή των καθηγητών τους και στην «ύλη μάθησης» των σπουδαστών.

Ακόμη να σας ευχαριστήσω για την πρόσφατη οικονομική συμπαράσταση προς μερική στήριξη των Ιερών Μητροπόλεων στις δύσκολες ώρες της πανδημίας.

Έχουμε ως Σύνοδος ετοιμάσει υπόμνημα με τις κατά καιρούς εκκρεμούσες υποθέσεις μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας της Ελλάδος για να εξετασθούν από κοινή Επιτροπή (ολιγομελή και βραχείας διαρκείας). Σήμερα όμως θα θέλαμε να ακούσουμε από σας, αν έχει προχωρήσει στην σκέψη σας και στο πρόγραμμά σας το ζήτημα του εκσυγχρονισμούκαί εξορθολογισμού της νομοθεσίας περί μισθοδοσίας του προσωπικού της Εκκλησίας.

Αν και το γνωρίζετε πλήρως, οφείλω να διευκρινίσω σε απάντηση πάσης παρανοήσεως, καλόπιστης και μη, ότι το ανωτέρω πρόβλημα δεν έγκειται σε αίτημα για σύσταση νέων οργανικών θέσεων, ούτε για δήθεν μονιμοποίηση συμβασιούχων ή υπεράριθμων κληρικών.Οι μισθοδοτούμενοι από το Δημόσιο κληρικοί μας έχουν διορισθεί με πράξεις νόμιμα δημοσιευμένες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και γνωστές στα συναρμόδια Υπουργεία, ενώ κατέχουν θέσεις σε Ενορίες, που συστήθηκαν ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου από την Πολιτεία με δικά της διατάγματα.

Υφίσταται η ανάγκη εκσυγχρονισμού του νόμου 536/1945, ο οποίος προέβλεπε συμβολή του Κράτους στη μισθοδοσία 6.000 οργανικών θέσεων με βάση τον τότε πληθυσμό της Χώρας (που ήταν περίπου 7,5 εκατομμύρια). Ο αριθμός αυτός, ακόμα και τότε, υπολειπόταν των υπηρετούντων κληρικών (7.151), και επί 76 έτη δεν επικαιροποιήθηκε. Λόγω της έκτοτε πληθυσμιακής και οικιστικής αναπτύξεως, το Κράτος ίδρυσε νέες Ενορίες με συνέπεια να έχει ξεπερασθεί το παραπάνω όριο.

Σήμερα υφίστανται 8.168 Ενορίες στην Εκκλησία της Ελλάδος και κάθε Ενορία έχει τουλάχιστον μία 1 ή περισσότερες θέσεις κληρικών, ανάλογα με τον πληθυσμό της, αλλιώς δεν υφίσταται ως νομικό πρόσωπο. Συνεπώς, από πολλών ετών η νομοθετική ρύθμιση του 1945 έχει πάψει να συμβιβάζεται όχι μόνο με τον αριθμό των διορισμένων εμμίσθων κληρικών, αλλά και με τον αριθμό των νομικών προσώπων, στα οποία αυτοί διακονούν και συστήθηκαν από το Κράτος. Σημειώνω ότι οι μισθοδοτούμενοι κληρικοί της Εκκλησίας της Ελλάδος μειώθηκαν από το 2011 έως τον Σεπτέμβριο του 2021 από 9.018 σε 8.300, αντίθετα με τις διαδόσεις προ 4 μηνών για δήθεν 4.000 νέους διορισμούς κληρικών.

Η ρύθμιση της εκκρεμότητας δεν συνεπάγεται οποιοδήποτε πρόσθετο δημοσιονομικό βάρος, ούτε νομιμοποίηση κάποιας παρανομίας ή μετατροπή προσωποπαγών θέσεων σε οργανικές. Αφορά τον συντονισμό ενός ξεπερασμένου νομοθετήματος προς τον σημερινό υπαρκτό αριθμό του νομίμως διορισμένου και μισθοδοτούμενου προσωπικού της Εκκλησίας μας και των Ενοριών μας. Το ζήτημα τυγχάνει ευρείας πολιτικής συναινέσεως, καθώς και η προηγούμενη Κυβέρνηση, ανεγνώρισε δημοσίως (με το από 12 Φεβρουαρίου 2019 σχέδιο συμφωνίας Πολιτείας-Εκκλησίας)ότι οφείλει να αποκαταστήσει αυτή την νομοθετική ανακολουθία.

Υφίσταται η ανάγκη εκσυγχρονισμού του νόμου 536/1945, ο οποίος προέβλεπε συμβολή του Κράτους στη μισθοδοσία 6.000 οργανικών θέσεων με βάση τον τότε πληθυσμό της Χώρας (που ήταν περίπου 7,5 εκατομμύρια). Ο αριθμός αυτός, ακόμα και τότε, υπολειπόταν των υπηρετούντων κληρικών (7.151), και επί 76 έτη δεν επικαιροποιήθηκε. Λόγω της έκτοτε πληθυσμιακής και οικιστικής αναπτύξεως, το Κράτος ίδρυσε νέες Ενορίες με συνέπεια να έχει ξεπερασθεί το παραπάνω όριο. Σήμερα υφίστανται 8.168Επί πλέον, οφείλω να επισημάνω ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος αναγνωρίζει την υπεύθυνη στάση της Ελληνικής Κυβερνήσεως και τον αγώνα τον οποίον καταβάλλετε για την αναχαίτιση της διασπορας του κορωνοιού Covid-19, την διαφύλαξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας και την προστασία της ανθρώπινης ζωής, αναγκαζόμενοι να λάβετε δύσκολες αποφάσεις.

Σε αυτήν την εθνική προσπάθεια η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος ετέθη εξ αρχής (28.2.2020) και παραμένει αλληλέγγυος προς την Ελληνική Κυβέρνηση. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος και η συντριπτική πλειοψηφία των Ιεραρχών και του Ιερού Κλήρου προτρέπουν διαρκώς τους πιστούς με ανακοινώσεις, Εγκυκλίους, αλλά και μέσω της προσωπικής ποιμαντικής, ώστε να τηρούν επακριβώς τα νομοθετούμενα μέτρα, εντός αλλά και εκτός των Ιερών Ναών.

Επιθυμούμε γι’ ακόμη μία φορά να καταστήσουμε σαφές, ότι συνεργαζόμαστε όλοι με την Κυβέρνηση και την ιατρική κοινότητα, προς τον κοινό σκοπό της εξαλείψεως της πανδημίας και της επιστροφής σε κανονικές συνθήκες ζωής. Γι’ αυτό και επαναλαμβάνουμε τούτη την ώρα την έκκληση, την οποία απηύθυνε εν σώματι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος σε όλο τον Ιερό Κλήρο και τον πιστό της Εκκλησίας λαό, ότι κατά την προσέλευση στους Ιερούς Ναούς πρέπει να τηρούνται επακριβώς όλα τα μέτρα προστασίας για την αποφυγή εξαπλώσεως του κορωνοιού και να πραγματοποιούνταιοι απαραίτητοι διαγνωστικοίέλεγχοι.

Επί πλέον ζητούμε από όλους, Κληρικούς και λαικούς, να εμβολιασθούν, διότι αυτό είναι το υποδεδειγμένο από την ιατρική κοινότητα ουσιαστικό μέτρο προστασίας κατά της πανδημίας.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν την επίσημη θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και της ανά τον κόσμον Ορθοδοξίας και εφαρμόζονται και θα εφαρμοσθούν, σε συνδυασμό με την απαρέγκλιτη τήρηση εκ μέρους μας των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας και την εκκλησιαστική τάξη, με αμοιβαίο σεβασμό και κατανόηση των ορίων εκάστης πλευράς, αφού είναι ξεκάθαρο ότι το κινδυνεύον δεν είναι η Πίστη μας, αλλά η υγεία και η ζωή των πιστών.

Εξοχώτατε Κύριε Πρωθυπουργέ,

Η παρουσία σας σήμερα εδώ επισφραγίζει τη θετικότητα της Κυβερνήσεώς σας απέναντι στη νέα σελίδα που έχει ήδη αρχίσει να γράφεται στο βιβλίο της ιστορίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η μοίρα της πατρίδας μας και του ελληνικού λαού είναι και μοίρα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Δεν μπορεί η μητέρα να εφησυχάζει και να ζητεί τα εαυτής όταν τα παιδιά της την χρειάζονται. Ο,τι ανήκει στην Εκκλησία της Ελλάδος, σε τελική ανάλυση, ανήκει στην ελληνική κοινωνία και στους ανθρώπους της.

Καλώς ορίσατε

© Χρήστος Μπόνης / Εκκλησία Ελλάδος
© Χρήστος Μπόνης / Εκκλησία Ελλάδος
© Χρήστος Μπόνης / Εκκλησία Ελλάδος

© Χρήστος Μπόνης / Εκκλησία Ελλάδος
© Χρήστος Μπόνης / Εκκλησία Ελλάδος
© Χρήστος Μπόνης / Εκκλησία Ελλάδος
© Χρήστος Μπόνης / Εκκλησία Ελλάδος
© Χρήστος Μπόνης / Εκκλησία Ελλάδος
© Χρήστος Μπόνης / Εκκλησία Ελλάδος
© Χρήστος Μπόνης / Εκκλησία Ελλάδος