Αρχιερατικός Εσπερινός στον Ι.Ν. Αγίου Παντελεήμονα Γηροκομείου Γυθείου

Ο Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ’ το απόγευμα της 26ης Ιουλίου 2022 χοροστάτησε στον Πανηγυρικό Εσπερινό στον Ι.Ν. Αγίου Παντελεήμονος του Γηροκομείου Γυθείου, όπου και μίλησε με θέμα: «Ο υλόφρων είναι ο των αμαθών αμαθέστατος».

Πλήθος προσκυνητών συμπροσευχήθηκε στον εν λόγω ναό.

Παρατίθεται η ομιλία του Μητροπολίτη Μάνης:

«Ο άγιος Παντελεήμων, ο ιατρός, που εορτάζουμε, είναι ένας μεγάλος άγιος της Εκκλησίας μας, Μεγαλομάρτυς και Ιαματικός και πολύ αγαπητός στο ορθόδοξο πλήρωμα. Ειδικότερα, ο άγιος, όπως είχε μάθει και από τον πνευματικό πατέρα, τον άγιο ιερέα Ερμόλαο, ήσκησε την ιατρική τέχνη με τιμή και σεβασμό προς το ανθρώπινο σώμα, αλλά συνάμα και με εξαιρετική συμπεριφορά προσοχής και διακρίσεως ως προς την ψυχή του κάθε ασθενούς. Από την μία πλευρά είχε την φροντίδα για το ανθρώπινο σώμα με τον πόνο του και από την άλλη μεριμνούσε για την εν αυτώ ενοικούσα ψυχή.

Έτσι, ο άγιος δίνει την αφορμή να ομιλήσουμε για τον όλον άνθρωπο, τον εκ σώματος υλικού και ψυχής πνευματικής συνιστάμενον.

Πράγματι, ο άνθρωπος πλασθείς υπό του Παναγάθου Θεού είναι η κορωνίς της δημιουργίας. Χαρακτηριστικό γνώρισμά του, αυτό το διφυές, ήτοι μετέχει του πνευματικού και υλικού κόσμου. Είναι ψυχοσωματική ενότητα. Δηλαδή, ο άνθρωπος είναι σώμα και ψυχή σε μία αρμονία. Σώμα φθαρτόν και ψυχή αθάνατος. Εν προκειμένω, στο πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, την Γένεση και κυρίως στα πρώτα κεφάλαια, είναι πολύ ενδεικτικές οι λέξεις, όπως χούς, γη, σαρξ, πνοή, ψυχή, ζωή ή και οι συμβολικές εκφράσεις και παρομοιώσεις όπως, «και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον», «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού», «εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον». Και βέβαια το σημαντικότερον για τον άνθρωπο είναι το γεγραμμένο, ότι επλάσθη «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού, όπου εδώ κρύβεται το όλο μυστήριο άνθρωπος.

Από την άλλη θέση, βέβαια, έχουμε την επιστήμη, η οποία έρχεται και καθορίζει, περιγράφει τα φαινόμενα, ερευνά και μελετά τον άνθρωπο και καλώς πράττει, αλλ’ ως προς την ουσία και την πρώτη των πραγμάτων αιτία και τον σκοπό, το νόημα και προορισμό της ζωής του ανθρώπου δεν δύναται να δώσει ασφαλώς και απόλυτη γνώμη. Το μυστήριο άνθρωπος δεν διαφωτίζεται. Παραμένει μυστήριο, ως ο Δημιουργός του παντός καθώρισε. Έτσι, ως λέγει, ο Μέγας Βασίλειος, «το εν τω ανθρώπω κατ’ εικόνα Θεού είναι το καθ’ ομοίωσιν Θεού δυνάμει, το δε καθ’ ομοίωσιν Θεού το κατ’ εικόνα ενεργεία» (PG. 30, 32c). Και ωραιότατα γράφει ο ίδιος: «Εάν δε (=ο άνθρωπος) προς την θειοτέραν απονεύση μερίδα και τας του Πνεύματος υποδέξηται χάριτας (=ενεργείας), τότε γίνεται των θειοτέρων καταπληκτικός, όσον αυτού τη φύσει σύμμετρον… Ο μέντοι τη θεότητι του Πνεύματος ανακραθείς νούς, ούτος ήδη των μεγάλων εστί θεωρημάτων εποπτικός και καθορά τα θεία κάλλη, τοσούτον μέντοι όσον η χάρις ενδίδωσι και η κατασκευή αυτού υποδέχεται» (Επιστολή 233, 1, P.G. 32, 865).

Παρόμοια υψηλά νοήματα για τον άνθρωπο μας δίνει και ο Γρηγόριος, ο Θεολόγος, όταν γράφει: «Ο τεχνίτης Λόγος (του Θεού) από τα δύο, δηλαδή την αόρατο και την ορατή φύση, δημιουργεί ένα ζωντανό πλάσμα, δηλαδή τον άνθρωπο˙ και αφού έλαβε το σώμα από την ύλη, που είχε ήδη δημιουργηθεί και αφού έβαλε μέσα σ’ αυτό πνοή από τον εαυτό του…, τον τοποθετεί επάνω στη γη τρόπον τινά, ως ένα δεύτερο κόσμο, μεγάλο μέσα στο μικρό, ως ένα άλλο άγγελο, μικτόν προσκυνητήν (λάτρην), επιτηρητή της ορατής κτίσεως, μυημένο στα μυστικά της αοράτου (μόνον διά του νού αντιληπτής), βασιλέα των επιγείων, αλλ’ υπήκοο στην άνω βασιλεία, επίγειο και ουράνιο, πρόσκαιρο και αθάνατο, ορατό και αόρατο, ευρισκόμενον στο μέσον μεταξύ μεγαλείου και ταπεινής θέσεως˙ τον ίδιον πνεύμα και σάρκα˙ ένα ζωντανό ον, το οποίον εδώ (στον κόσμο αυτό) διακυβερνάται, αλλ’ αλλού κατευθύνεται (αποδημεί), και, πράγμα που αποτελεί το άκρον άωτον του μυστηρίου, φθάνει στην θέωση με την ροπή (τάση) προς τον Θεόν» (PG 36, 321 επ.).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, όποιος ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος είναι μία υλική οντότητα και τίποτα άλλο, αυτός ο υλόφρων είναι ο των αμαθών αμαθέστατος. Χωρίς το αυτεξούσιο, την βούληση, την νόηση, την ψυχή, στερούμενος κάθε πνευματικής υποστάσεως, ο άνθρωπος είναι απλή σωματική μηχανή. Αυτό δηλώνει μία καθαρώς υλιστική δοξασία καταβιβάζουσα τον άνθρωπον εις ζωώδη κατάσταση. Το, σκέπτομαι, συλλογίζομαι, θέλω, κρίνω, γνωρίζω, αποφασίζω, προσεύχομαι είναι λειτουργίες, οι οποίες δεν έχουν κάτι το υλικό, ούτε μπορούν να διεξαχθούν από κάποιο σωματικό όργανο. Για παράδειγμα η εγκεφαλική ύλη ποτέ δεν δύναται να βουλευθεί και να κρίνει ούτε να καθωρίσει ηθικά καθήκοντα ή να δημιουργήσει συνείδηση.

Υπό το φως των ανωτέρω, συνειδητοποιούμε ότι η αληθής επιστήμη δεν υπεισέρχεται στα ζητήματα της θρησκείας. Δεν είναι αρμοδία να ορίσει τα πνευματικά θέματα της ψυχής του ανθρώπου. Άλλωστε, η ψυχή είναι άϋλος, άφθαρτος και αόρατος δύναμη έσω του ανθρώπου. Έπειτα η επιστήμη δεν δημιούργησε τον άνθρωπο αλλ’ ο άνθρωπος δημιούργησε την επιστήμη και την όλη τεχνολογία. Και η επιστήμη δεν έχει Θεό, οι επιστήμονες έχουν Θεό και επιστήμη. Είναι σαφές ότι αν υπάρχει ο άνθρωπος και τα έργα αυτού διά του «λόγου» του, είναι γιατί υπάρχει Θεός. Συνεπώς, η επιστήμη θα εξηγήσει το «πως» και το «τι» του ανθρώπου. Αλλ’ η θρησκεία θα πεί για το «ποιος» και το «γιατί».

Η ανωτερότητα, μάλιστα, του ανθρώπου καταφαίνεται από το γεγονός ότι ο άνθρωπος θρησκεύει. Δηλαδή, κατά κυριολεξίαν έχει εσωτάτη πνευματική εξάρτηση από τον Δημιουργό και Πλάστη του. Υπάρχει προσωπική σχέση, πνευματική συγγένεια, μία αμφίδρομη σχέση πλάσματος και Πλάστου. Έμφυτoς τυγχάνει η θρησκευτικότητα του ανθρώπου και ουδείς δύναται να κατορθώσει την εκρίζωση αυτής. Οσάκις προσπάθησε η νοησιαρχία, η υλιστική σκέψη, ο λεγόμενος «διαφωτισμός», ο εξορθολογισμός, να επιλύσουν ζητήματα του πνευματικού κόσμου του ανθρώπου κατέληξαν σε συμπεράσματα ψευδή και σε πεπλανημένα πορίσματα και τελικά σε αδιέξοδα. Το θέμα «Θεός» παραμένει πάντοτε εντός του «είναι» του κάθε ανθρώπου. Δεν διαγράφεται ούτε εκμηδενίζεται. Το θρησκευτικό συναίσθημα είναι ακατάβλητο.

Γι’ αυτό, ως προσφυώς έχει λεχθεί -«ο άνθρωπος δεν δύναται να εύρει ανάπαυσιν και ευφροσύνη ειμή μόνον εν τω Θεώ».

Συνεπώς, ο άνθρωπος δεν είναι ένα βιολογικό ον, όπου πρυτανεύει η υλικότητα ή η τυχαιότητα, αλλά ένα καλλιτέχνημα του Θεού, δημιουργία Του, με θεία σφραγίδα, με τελειότητα, με σκοπό την μίμηση του θείου προτύπου. Δεν αρκεί η εξέταση και η γνώση της ανατομίας και της φυσιολογίας του ανθρώπου, αλλ’ απαιτείται και η επίκληση του πνευματικού στοιχείου με το οποίο έχει προικισθεί από τον Θεό ο άνθρωπος. Γι’ αυτό κατ’ επέκτασιν ο Ι. Χρυσόστομος θα πεί: «Άνθρωπος γαρ εστιν, ουχ όστις απλώς, χείρας και πόδας έχει ανθρώπου, ουδ’ όστις εστί λογικός μόνον, αλλ’ όστις ευσέβειαν και αρετήν μετά παρρησίας ασκεί» (PG 49, 232α). Και εκ των νεοτέρων χρόνων ο σπουδαίος επιστήμων Bl. Pascal θα πεί: «Θρησκεία και επιστήμη έχουν δύο χωριστάς σφαίρας και η καρδία, έχει τους λόγους της, τους οποίους το λογικόν αγνοεί». Έτσι, θρησκεία και επιστήμη συνεργάζονται, συνδιαλέγονται, γνωρίζουν τα όρια και ευλόγως αποδεικνύουν το «ως θαυμαστά τα έργα Σου Κύριε».

Αλλά, αν η κρίση των ημερών μας εμφανίζεται με υποχωρήσεις συνεχείς σε ακατάλυτες βασικές αρχές, αν ο υλισμός προβάλλεται ως πανάκεια προς επίλυσιν των ερωτημάτων της υπάρξεως και αν επικρατεί η ηθική παρακμή, αυτό επισυμβαίνει, επειδή, για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνεται το ψαλμικόν: «Άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. μη’, 20). Πόσο αληθές είναι αυτό!

Ωστόσο, «Κύριος έκτισεν εκ γης άνθρωπον… και έθηκε τον φόβον αυτού επί τας καρδίας αυτών δείξαι αυτοίς το μεγαλείον των έργων αυτού και έδωκε δι’ αιώνων καυχάσθαι επί τοις θαυμασίοις αυτού, ίνα διηγώνται τα μεγαλεία των έργων αυτού, και όνομα αγιασμού αινέσουσιν» (Σοφ. Σολ. 17, 1-10).

Πράγματι, είναι μεγαλείο ο άνθρωπος από τον αριστοτέχνη Θεό. Οφείλουμε, συνεπώς, να μη τον ατιμάζουμε θεωρώντας, ότι το υλιστικό φρόνημα περί του ανθρώπου είναι καθ’ ολοκληρίαν επιστημονική αλήθεια. Η ακεραιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης έγκειται στο διφυές αυτής. Η ψυχοσωματική ενότητα τυγχάνει ένα απηρτισμένο σύνολο της θείας πρόνοιας. Και ο άγιος Παντελεήμων αυτό καταδεικνύει με τον βίο του. Τίμησε σώμα και ψυχή, σεβάστηκε τον άνθρωπο, γιατί ήταν άνθρωπος του Θεού».