Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας

Την Κυριακή 31 Ιανουαρίου το πρωί ο Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στην πρώτη Θεία Λειτουργία (7:00 – 9:00) στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αλεξανδρείας.

Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων:

«Και ιδού ανήρ ονόματι καλού­με­νος Ζακχαίος, και αυτός ην αρχι­τε­λώνης, και ούτος ην πλούσιος και εζήτει ιδείν τον Ιησούν».

Λίγο έξω από την Ιεριχώ συνα­ντη­σαμε την περασμένη Κυριακή τον Χριστό να θεραπεύει έναν τυ­φλο που επαιτούσε. Συναντήσαμε έναν τυφλό να ικετεύει τον Χριστό να τον θεραπεύσει. Και σήμερα, στην ίδια πόλη, ανάμεσα στους κατοίκους της που συνωθούνται για να δούν τον Χριστό, ένας άλλος άνθρωπος προσπαθεί να τον δεί, για να απολαύσει και αυτός την ίαση που μόνο ο Χριστός μπορεί να του χαρίσει.

Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι τυ­φλος. Βλέπει με τα μάτια του σω­μα­τος του, και το μόνο που τον εμποδίζει να δεί τον Χριστό είναι το ανάστημά του, καθώς είναι μικρόσωμος.

Ο άνθρωπος αυτός δεν επαιτεί, δεν ζητιανεύει, όπως ο τυφλός. Δεν το έχει ανάγκη, γιατί είναι αρ­χι­τελώνης, επικεφαλής δηλαδή των φοροεισπρακτόρων, άνθρω­πος πλούσιος που κερδίζει από τους φόρους των συμπολιτών του. Έτσι έχει μεγάλη οικονομική άνε­ση, που του επιτρέπει να ζει πλου­σιοπάροχα.

Αν ζητά τον Ιησού, δεν τον ζητά για να τον θεραπεύσει σωματικά, τον ζητά, γιατί αισθάνεται ίσως την εσωτερική, την ψυχική τυ­φλω­ση του.

Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Ζα­κχαίος, «και αυτός ην αρχιτελώ­νης, και ούτος ην πλούσιος και εζήτει ιδείν τον Ιησούν», σημειώ­νει ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς, δίδοντάς μας τρία χαρακτηριστικά του. Τα δύο, θα μπορούσε να τα θεωρήσει κανείς, αρνητικά, το ένα όμως θετικό.

Ήταν αρχιτελώνης, ένας άνθρω­πος που, όπως και οι συνάδελφοί του, είχε τη φήμη του σκληρού, του αδίκου, του εκμεταλλευτού των συνανθρώπων του, που πλούτιζε από τον δικό τους κόπο, πιέζοντάς τους όχι πάντοτε με ηθικά και νόμιμα μέσα.

Ήταν πλούσιος, με ένα μέρος του πλούτου του να προέρχεται από αδι­κίες και παράνομες πράξεις.

Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά ήταν τα αρνητικά. Ήταν αυτά που του συσκότιζαν την ψυχή. Γιατί η πλεο­νεξία και η προσκόλληση στα χρήματα και τα υλικά αγαθά είναι αυτά που τυφλώνουν τους πνευ­μα­τι­κούς οφθαλμούς και δεν επιτρέπουν στον άνθρωπο να δεί την αλήθεια, να δεί τον Θεό, να απο­δεσμευθεί από όσα τον κρα­τούν δεμένο στη γη.

Ας θυμηθούμε τον άφρονα πλού­σιο ή τον πλούσιο νεανία που πλη­σίασε τον Χριστό ζητώντας του να του πεί τι πρέπει να κάνει για να κερδίσει την αιώνια ζωή. Τι συνέ­βη και με τους δύο; Έμειναν τυ­φλωμένοι και προσκολημμένοι στα υλικά πράγματα. Αστόχησαν και έχασαν τη σωτηρία της ψυχής τους.

Όμως στην περίπτωση του Ζα­κχαίου υπάρχει και ένα θετικό χα­ρακτηριστικό που τελικά μαζί με την αγάπη και το έλεος του Χρι­στού υπερισχύει. Και αυτό είναι η επιθυμία να δεί τον Χριστό.

«Εζήτει ιδείν τον Ιησούν». Η επιθυμία και ο πόθος να τον δεί είναι η απόδειξη της πίστεώς του. Γι᾽ αυτό και ο Χριστός ανταποκρί­νεται στην επιθυμία του και του δίδει την ευκαιρία να αναθεωρήσει τη ζωή του, να θεραπευθεί από την τύφλωση και να κερδίσει τη σω­τηρία.

Ας βάλλουμε όμως στη θέση του Ζακχαίου της σημερινής ευαγγελι­κης περικοπής τον εαυτό μας και ας αναζητήσουμε τα κοινά μας χαρακτηριστικά.

Ποιος από εμάς μπορεί να πεί ότι δεν φροντίζει για το συμφέρον του; Ποιος μπορεί να διαβεβαιώσει ότι δεν το επιδιώκει, ακόμη και αν ξε­ρει ότι μπορεί έτσι να βλάπτει καμιά φορά τους αδελφούς του και να αδικεί τους συνανθρώπους του; Ποιος μπορεί να πεί με ήσυχη τη συνείδησή του ότι δεν φάνηκε σκληρός απέναντι στην αδυναμία του πλησίον του, έστω και αν δεν έφθασε σε ακρό­τητες σαν και αυτές στις οποίες έφθασε, ενδεχομένως, ο αρχιτε­λω­νης Ζακχαίος;

Κι ακόμη ποιος από εμάς δεν αισθάνεται προσκόλληση και εξάρτηση με τα υλικά αγαθά, που πολλές φορές απορροφούν την προ­σοχή μας και το ενδιαφέρον μας και θέλουμε να τα αυξάνουμε και να τα πολλαπλασιάζουμε, σαν αυτά να είναι το παν στη ζωή μας;

Αν εξετάσουμε προσεκτικά τον εαυτό μας, όλοι θα βρούμε μέσα μας κάποια στοιχεία που μας κα­νουν να ομοιάζουμε με τον Ζακ­χαίο στα δύο πρώτα χαρακτηρι­στικά. Όμως ας μην περιορισθούμε στην ομοιότητα αυτή, αλλά ας προ­σπαθήσουμε να τον ομοιάσουμε και στο τρίτο χαρακτηριστικό. Στην επιθυμία και στον πόθο να δούμε τον Χριστό, και ακόμη στην προθυμία να ανταποκριθούμε στην πρόσκλησή του. Είναι αναγκαίο αυ­το. Είναι απαραίτητο, αν δεν θέλουμε να στερηθούμε τη σωτη­ρία μας, αν δεν θέλουμε να χα­σουμε την αιώνια ζωή.

Γι᾽ αυτό και ας μην το αμελήσου­με, ας μην αδια­φορήσουμε. Και αν εμείς δείξουμε έμπρακτα την επι­θυμία και τον πόθο μας να δούμε και να συναντήσουμε τον Χριστό μέσα από τις ευκαιρίες που μας προσφέρει η Εκκλησία μας, μέσα από τη συμμετοχή μας στη λει­τουργική και μυστηριακή ζωή της, μέσα από την προσευχή και τον προσωπικό μας αγώνα· αν εμείς δείξουμε έμπρακτα την επιθυμία μας να αποκολληθούμε και να απε­λευθερωθούμε από όσα μας κρα­τούν μακριά από τον Χριστό και μας εμποδίζουν να ζήσουμε την εν Χριστώ ζωή, τότε να είμεθα βε­βαιοι ότι και ο Χριστός δεν θα αδιαφορήσει για μας. Θα κάνει ο,τι έκανε και για τον αρχιτελώνη Ζακ­χαίο και θα μας δώσει με το έλεος και την αγάπη του την ευκαιρία να κερδίσουμε και εμείς τη σωτηρία μας. Φθάνει και εμείς σαν τον Ζακχαίο να πούμε: «Κύριε, και ει τινός τι εσυκοφάντησα αποδίωμι τετραπλούν», για να λάβουμε και την απάντηση ότι «σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο».

Έτσι, λοιπόν θα απολαύσουμε και εμείς τη σωτηρία μας όχι μόνο την πρόσκαιρη αλλά και την αιώνια, και θα ζήσουμε κοντά στον Χριστό, όπως έζησε στη συνέχεια της ζωής του ο Ζακχαίος και όπως ζει στον ουρανό κοντά στον Χριστό και απολαμβάνει «α οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσεν και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν». Γιατί ένας τέτοιος ήταν και ο Ζακχαίος που εζήτει να δεί τον Ιησού, αγάπησε τον Ιησού και αφιέρωσε όλη του τη ζωή στον Χριστό.