Αρχιεπίσκοπος Αθηνών: Ο ε­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμός αρχίζει μέσα από την οι­κο­δό­μηση μιας σχέ­σης εμ­πι­στο­σύ­νης

φωτό: EUROKINISSI

Άρχισαν χθες και ολοκληρώθηκαν σήμερα, 16 Ιουνίου 2023 οι εργασίες του διήμερου Συνεδρίου, το οποίο αφορούσε στελέχη των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος και είχε ως γενικό θέμα «Οργάνωση και Επανευαγγελισμός της Ενορίας». Σε αυτό συμμετείχαν 60 Ιεράρχες και 120 Σύνεδροι.

Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος επεσήμανε, επικοινώνησε απλές σκέψεις από την εμπειρία 56 ετών, εκ των οποίων τα τελευταία 15 στην πρωτεύθυνη θέση του Αρχιεπισκόπου.

“Ο­μο­λο­γώ ό­τι χαί­ρο­μαι που βλέ­πω ότι η ση­με­ρι­νή σύ­να­ξη πραγ­μα­το­ποι­εί­ται ως συ­νέ­χεια της Θεί­ας Ευ­χα­ρι­στί­ας στην ο­ποί­α συμ­με­τεί­χα­με αλ­λά και ως έκ­φρα­ση της συ­νο­δι­κής λει­τουρ­γί­ας της Εκ­κλη­σί­ας μας,” ανέφερε.

Επίσης, πρόσθεσε: “Ε­πι­τρέψτε μου, κατ’ αρ­χάς, να σας πώ πως αν­τι­λαμ­βά­νο­μαι προ­σω­πικά τη ση­μα­σία του ό­ρου «ε­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμός»· ως α­να­γνώ­ριση εκ μέ­ρους μας ότι υ­πάρ­χει α­νάγκη να κη­ρυ­χθεί εκ νέου ο ευ­αγ­γε­λι­κός λό­γος σε λι­γό­τερα η πε­ρισ­σό­τερα μέλη της εκ­κλη­σι­α­στι­κής μας κοι­νό­τη­τας, ε­ξαι­τίας της αλ­λοί­ω­σης του ευ­αγ­γε­λι­κού τρό­που πί­στης, ζωής και ή­θους”.

Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην πρα­γμά­τωση του ε­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμού που αποτελεί “το πρώτο και κύ­ριο που πρέ­πει να θυ­μη­θούμε εί­ναι ότι η εκ­κλη­σι­α­στική ζωή εί­ναι δο­μη­μένη στη βάση της κοι­νό­τη­τας των πι­στών”.

Τέλος, ανέφερε: “Ο ε­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμός, λοι­πόν, πρέ­πει να αρ­χί­σει με τη συ­νάν­τηση με τον άλ­λον, μέσα από την οι­κο­δό­μηση μιάς σχέ­σης εμ­πι­στο­σύ­νης, ό­πως εί­ναι αυτή που υ­πάρ­χει α­νά­μεσα στα μέλη μιάς οι­κο­γέ­νειας. «Α­κούμε μόνο ό­σους εμ­πι­στευ­ό­μα­στε», το­νί­ζει ο ι­ε­ρός Αυ­γου­στί­νος, και γι’ αυτό ι­δι­αί­τερα στη δική μας ε­ποχή, η ο­ποία ευ­νοεί τις «πα­ράλ­λη­λες μο­να­ξιές» των αν­θρώ­πων, ο­φεί­λουμε ό­λοι μας να βο­η­θή­σουμε ώ­στε να στη­θεί και πάλι και να υ­πάρ­ξει κοι­νό­τητα και κοι­νο­τική ζωή”.

Διαβάστε ολόκληρη την εναρκτήρια ομιλία του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου:

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι ἀ­δελ­φοί,

Ἀ­γα­πη­τοί Πα­τέ­ρες,

Ἀ­γα­πη­τές καί ἀ­γα­πη­τοί Σύ­νε­δροι,

Ἐκ­φρά­ζω τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη χα­ρά μου γιά τήν πα­ρου­σί­α ὅ­λων στό ση­με­ρι­νό Συ­νέ­δριο, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­φα­σί­σθη­κε καί δι­ορ­γα­νώ­θη­κε ἀ­πό τή Δια­ρκῆ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλλάδος. Ἀ­φορ­μή ὑ­πῆρ­ξε ἡ ἐ­ξαι­ρε­τι­κή εἰ­σή­γη­ση τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Σά­μου καί Ἰ­κα­ρί­ας κ. Εὐ­σε­βί­ου, ἐ­νώ­πιον τῆς Σε­πτῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τόν πε­ρα­σμέ­νο Ὀ­κτώ­βριο, μέ θέ­μα: «Ἀ­να­συγ­κρό­τη­ση τῆς Ἐ­νο­ρί­ας καί ἐ­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμός τῶν πι­στῶν». Εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τόν Σεβασμιώτατο, τόν συγ­χαί­ρου­με καί εὐ­χό­με­θα ὁ Θε­ός νά τοῦ δί­δει χρό­νους πολ­λούς, ὥ­στε νά κα­τα­θέ­τει τή μαρ­τυ­ρί­α καί τήν ἀ­γω­νί­α του γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας.

Ἡ Ἱερά Σύνοδος, κατόπιν προτάσεως τῶν μελῶν τῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς δι­ορ­γα­νώ­σε­ως τοῦ Συνε­δρί­ου, Σε­βα­σμι­ωτάτων ἀ­δελ­φῶν Ἀ­λε­ξαν­δρου­πό­λε­ως κ. Ἀνθίμου, Νε­α­πό­λε­ως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρ­νά­βα καί Φθι­ώ­τι­δος      κ. Συ­με­ών, ἀποφάσισε τό Συ­νέ­δριο αὐ­τό νά ἀρ­χί­σει τίς ἐρ­γα­σί­ες του μί­α ἡ­μέ­ρα ἰ­δι­αι­τέ­ρως ση­μαν­τι­κή γιά μέ­να, αὐ­τή τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ προ­στά­του μου Ὁ­σί­ου Ἱ­ε­ρω­νύ­μου. Τούς εὐ­χα­ρι­στῶ ἰδιαιτέρως γι’ αὐτό. Ἀ­σφα­λῶς εὐ­χα­ρι­στῶ καί ὅ­λους σας, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι ἀ­δελ­φοί, πα­τέ­ρες μου καί παι­διά μου, γιά τήν παρουσία σας, τά ἀ­γα­πη­τι­κά σας αἰ­σθή­μα­τα πρός ἐ­μένα καί τίς ἐγ­καρ­δι­ό­τα­τες εὐ­χές σας. Νά σᾶς ἀν­τα­πο­δί­δει ὁ Θε­ός τῆς Ἀ­γά­πης κά­θε κα­λό!

Ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι χαί­ρο­μαι πού βλέ­πω ὅ­τι ἡ ση­με­ρι­νή σύ­να­ξη πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ὡς συ­νέ­χεια τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας στήν ὁ­ποί­α συμ­με­τεί­χα­με πρίν ἀ­πό λί­γη ὥ­ρα, ἀλ­λά καί ὡς ἔκ­φρα­ση τῆς συ­νο­δι­κῆς λει­τουρ­γί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Τόσο ἡ Εὐχαριστία, ὅσο καί ἡ συνοδική λειτουργία ἀν­τι­κα­το­πτρί­ζουν ἕνα τρό­πο ζω­ῆς ἀγα­πη­τι­κό καί κοι­νο­τι­κό, στόν ὁποῖο φα­νε­ρώ­νε­ται ὅ­τι κανείς μας δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει μό­νος του, ἀλ­λά ὅ­τι ὅ­λοι ὀφεί­λου­με νά συνυ­πάρ­χου­με, νά συμ­πο­ρευ­ό­μα­στε καί νά μοι­ρα­ζό­μα­στε τό «κοι­νόν» τοῦ βί­ου μας.

Ὅσα, λοι­πόν, θ’ ἀ­κού­σετε στή συ­νέ­χεια, δέν ἀ­πο­τε­λοῦν ἐ­πι­στη­μο­νική εἰ­σή­γηση οὔτε ὁ­ρα­μα­τι­σμούς καί ἰ­δέες, ἀλλά ἐ­πι­κοι­νω­νία ἁ­πλῶν σκέ­ψεων ἀπό τήν ἐμ­πει­ρία 56 ἐ­τῶν στήν ἱ­ε­ρα­τική δι­α­κο­νία τῆς Ἐκ­κλη­σίας, ἐκ τῶν ὁ­ποίων τά τε­λευ­ταῖα 15 στήν πρω­τεύ­θυνη θέση τοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που.

Ἐ­πι­τρέψτε μου, κατ’ ἀρ­χάς, νά σᾶς πῶ/ πῶς ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι προ­σω­πικά τή ση­μα­σία τοῦ ὅ­ρου «ἐ­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμός»· ὡς ἀ­να­γνώ­ριση ἐκ μέ­ρους μας ὅτι ὑ­πάρ­χει ἀ­νάγκη νά κη­ρυ­χθεῖ ἐκ νέου ὁ εὐ­αγ­γε­λι­κός λό­γος σέ λι­γό­τερα ἤ πε­ρισ­σό­τερα μέλη τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς μας κοι­νό­τη­τας, ἐ­ξαι­τίας τῆς ἀλ­λοί­ω­σης τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ τρό­που πί­στης, ζωῆς καί ἤ­θους. Ὁ ἐ­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμός πα­ρα­πέμ­πει σέ ἐ­πα­να­κα­τή­χηση, προ­κει­μέ­νου νά εὑ­ρε­θεῖ ὁ ὀρ­θός προ­σα­να­το­λι­σμός, ἡ αὐ­θεν­τική πί­στη, καί ἔτσι νά μήν τί­θε­ται ἐν ἀμ­φι­βόλῳ ἡ σω­τη­ρία τῶν ἀν­θρώ­πων.

Γιά τήν πρα­γμά­τωση τοῦ ἐ­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμοῦ, τό πρῶτο καί κύ­ριο πού πρέ­πει νά θυ­μη­θοῦμε εἶ­ναι ὅτι ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στική ζωή εἶ­ναι δο­μη­μένη στή βάση τῆς κοι­νό­τη­τας τῶν πι­στῶν. Κα­νέ­νας χρι­στι­α­νός δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά νο­η­θεῖ μόνο ὡς ἄ­τομο. Ὁ Θε­άν­θρω­πος Χρι­στός δέν πο­ρεύ­θηκε μό­νος Του κατά τήν ἐ­πί­γεια πα­ρου­σία καί δράση Του, ἀλλά συγ­κρό­τησε κοι­νό­τητα μέ τήν πα­ρου­σία τῶν μα­θη­τῶν Του. Στή συ­νέ­χεια, τό ἴ­διο ἔ­πρα­ξαν καί ἐ­κεῖ­νοι. Συγ­κρό­τη­σαν μι­κρές ἤ με­γά­λες ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές κοι­νό­τη­τες, μέ κέν­τρο τῆς κάθε μίας τόν ἱ­ερό ναό, γιά νά ἀ­πο­τε­λεῖ ἕνα στα­θερό τόπο συ­νάν­τη­σης καί σύ­να­ξης τῶν πι­στῶν σέ Εὐ­χα­ρι­στία μέ τή στα­θερή πα­ρου­σία τοῦ Χρι­στοῦ ἐν μέσῳ αὐ­τῶν: «Οὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συ­νη­γμέ­νοι εἰς τό ἐ­μόν ὄ­νομα, ἐ­κεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐ­τῶν»[1]. Σκο­πός τῆς κάθε κοι­νό­τη­τας ἦ­ταν καί εἶ­ναι νά λει­τουρ­γεῖ σάν μία με­γάλη οἰ­κο­γέ­νεια, μέ κρι­τή­ριο τήν ἀ­γάπη στόν Θεό καί στόν συ­νάν­θρωπο.

Ὁ ἐ­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμός, λοι­πόν, πρέ­πει νά ἀρ­χί­σει μέ τή συ­νάν­τηση μέ τόν ἄλ­λον, μέσα ἀπό τήν οἰ­κο­δό­μηση μιᾶς σχέ­σης ἐμ­πι­στο­σύ­νης, ὅ­πως εἶ­ναι αὐτή πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­μεσα στά μέλη μιᾶς οἰ­κο­γέ­νειας. «Ἀ­κοῦμε μόνο ὅ­σους ἐμ­πι­στευ­ό­μα­στε», το­νί­ζει ὁ ἱ­ε­ρός Αὐ­γου­στῖ­νος, καί γι’ αὐτό ἰ­δι­αί­τερα στή δική μας ἐ­ποχή, ἡ ὁ­ποία εὐ­νοεῖ τίς «πα­ράλ­λη­λες μο­να­ξιές» τῶν ἀν­θρώ­πων, ὀ­φεί­λουμε ὅ­λοι μας νά βο­η­θή­σουμε ὥ­στε νά στη­θεῖ καί πάλι καί νά ὑ­πάρ­ξει κοι­νό­τητα καί κοι­νο­τική ζωή. Καί αὐτό εἶ­ναι τό κύ­ριο καί καί­ριο ζή­τημα πού πρέ­πει νά μᾶς ἀ­πα­σχο­λή­σει ὡς δι­α­κό­νους τῆς Ἐκ­κλη­σίας σή­μερα: ὁ ἀ­παρ­τι­σμός κατά τό­πους τῆς κοι­νό­τη­τας-ἐ­νο­ρίας.

Γιά νά γί­νει αὐτό, εἶ­ναι ἀ­νάγκη νά πά­ψουμε ὅ­λοι νά στρέ­φουμε τό ἐν­δι­α­φέ­ρον μας στήν ἀ­πό­κτηση κύ­ρους, κο­σμι­κῆς ἰ­σχύος, ἐ­πι­βο­λῆς, δύ­να­μης ἤ ἐ­ξου­σίας, ἀλλά μέ ἀ­λή­θεια ζωῆς καί εἰ­λι­κρί­νεια σχέ­σεων νά ἀ­νοί­ξουμε τούς να­ούς μας στούς ὁ­δοι­πό­ρους τῆς ζωῆς. Ἔτσι θά ση­μα­το­δο­τή­σουμε ἀ­λη­θινά τή νέα πρα­γμα­τι­κό­τητα τοῦ Θεοῦ, τήν ὁ­ποία κα­λεῖ­ται νά σαρ­κώ­νει ἡ κοι­νό­τητα-ἐ­νο­ρία καί προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀπό τήν πα­ρου­σία τῆς ἀ­γά­πης ὡς συν­δε­τι­κοῦ κρί­κου ἀ­νά­μεσα στόν Θεό καί τόν ἄν­θρωπο καί στόν ἄν­θρωπο μέ τόν συ­νάν­θρωπο.

Ὀ­φεί­λουμε νά ἐρ­γα­στοῦμε ὥ­στε ἡ ἐ­νο­ρία νά λει­τουρ­γεῖ ὡς κοι­νό­τητα, γι­ατί ἔτσι μπο­ρεῖ ὁ «δυ­σκο­λε­μέ­νος» ἄν­θρω­πος νά ζή­σει τήν ἐ­πι­στροφή του στό σπίτι τοῦ Πα­τέρα Θεοῦ καί νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ποιός εἶ­ναι ὁ Πα­τέ­ρας του· πῶς σχε­τί­ζε­ται ὑ­παρ­ξι­ακά μέ Ἐ­κεῖ­νον, ἀλλά καί μέ τούς ἀ­δελ­φούς του καί πῶς, τε­λικά, με­τα­μορ­φώ­νε­ται ἀπό τήν ἐκ­κλη­σι­α­στική ἐμ­πει­ρία. Λέει χα­ρα­κτη­ρι­στικά ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος: «Ποιό κα­λύ­τερο λι­μάνι ἀπ’ τό λι­μάνι τῆς Ἐκ­κλη­σίας; Στήν Ἐκ­κλη­σία δέν ἐ­πι­κρα­τεῖ ἡ βι­ο­λο­γική ἀ­ναγ­και­ό­τητα, ἀλλά τι­μᾶ­ται ὑ­περ­βο­λικά ἡ ἐ­λευ­θε­ρία τῆς ἐ­πι­λο­γῆς. Ἡ Ἐκ­κλη­σία παίρ­νει κά­ποιον πού εἶ­ναι “λύ­κος” καί τόν με­τα­μορ­φώ­νει σέ “πρό­βατο” ὄχι ἀλ­λοι­ώ­νον­τας τήν φύση του, ἀλλά ἀλ­λά­ζον­τας τήν προ­αί­ρεσή του»[2]. Ἡ πρό­ταση ζωῆς τῆς Ἐκ­κλη­σίας γιά τόν κό­σμο εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐτή: νά ἀ­πο­τε­λεῖ τό Μυ­στή­ριο τῆς ἀλ­λα­γῆς τῶν ἀν­θρώ­πων ἀπό ἀ­νώ­τερα θη­λα­στικά σέ πρό­σωπα.

Πρό­σωπο ση­μαί­νει κοιτῶ κατά μέ­τωπο πρός κά­ποιον, σχε­τί­ζο­μαι, κοι­νωνῶ. Καί ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό καί τόν συ­νάν­θρωπο πρα­γμα­τώ­νε­ται στήν κοινή Λα­τρεία, στή με­τοχή στήν Εὐ­χα­ρι­στία, στήν Κοι­νω­νία τοῦ Σώ­μα­τος καί τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τός εἶ­ναι τό κέν­τρο τῆς ὕ­παρ­ξής μας. Ὁ­ποι­α­δή­ποτε ἀ­το­μική προ­σπά­θεια, χω­ρίς ἀ­να­φορά στήν πα­ρου­σία καί βο­ή­θειά Του μέσῳ τῆς λει­τουρ­γι­κῆς ζωῆς, ὅσο καί ἄν προ­έρ­χε­ται ἀπό ἀ­γαθή πρό­θεση, ὅ­ταν ἐ­πι­μέ­νει νά εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στικά ἀν­θρώ­πινη, «οὐ­δέν ὠ­φε­λεῖ»[3].

Γι’ αὐτό καί στόν ἀ­γώνα γιά ἐ­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμό, ἐ­πα­να­κα­τή­χηση καί ἀ­νά­κτηση τῆς κοι­νό­τη­τας-ἐ­νο­ρίας, ὀ­φεί­λουμε νά προ­σέ­ξουμε ὥ­στε νά μή χά­σουμε τόν ἀ­λη­θινό μας στόχο, πού εἶ­ναι ἡ σχέση τῶν ἀν­θρώ­πων μέ τόν Χρι­στό. Αὐτή τή σχέση εἶ­ναι ἀ­νάγκη νά δι­α­κο­νή­σουμε οἱ ποι­μέ­νες (ἐ­πί­σκο­ποι καί πρε­σβύ­τε­ροι) καί ὄχι νά ἐγ­κλω­βί­ζουμε τούς ἀν­θρώ­πους σέ μία σχέση ἀ­πο­κλει­στι­κό­τη­τας μέ μᾶς τούς ἴ­δι­ους. Ὀ­φεί­λουμε νά πα­ρα­πέμ­πουμε δι­αρ­κῶς στόν Χρι­στό, καί ὄχι, «γο­η­τεύ­ον­τας» τούς πι­στούς, νά γι­νό­μα­στε ἐ­μεῖς τό κέν­τρο τῆς ζωῆς τους. Σή­μερα, ἴ­σως πε­ρισ­σό­τερο ἀπό ποτέ, ὑ­πάρ­χει ὁ σο­βα­ρός κίν­δυ­νος, τό ἀ­γώ­νι­σμα τῆς ἐν Χρι­στῷ ἐ­λευ­θε­ρίας καί τῆς θε­ο­φι­λοῦς ὑ­πα­κοῆς νά ὑ­πο­σκά­πτε­ται ἀπό τήν ψυ­χο­λο­γική ἐ­ξάρ­τηση καί τόν κα­κο­ποιό «ὀ­πα­δι­σμό». Καί ὁ πνευ­μα­τι­κός ζῆ­λος τοῦ ποι­μένα νά δι­α­στρέ­φε­ται σέ δι­α­νο­η­τικό ἤ καί συ­ναι­σθη­μα­τικό ζη­λω­τι­σμό καί νά κα­τα­λή­γει νά ἐ­πι­δι­ώ­κει τή θε­ο­λο­γική «κα­θα­ρό­τητα», μέ ἐ­ξου­σι­α­στι­κές ὅ­μως με­θό­δους, ὁ­δη­γών­τας ἀ­τυ­χῶς ἀν­θρώ­πους, κυ­ρίως νέ­ους, σέ τραυ­μα­τι­κές ἀν­τι­φά­σεις.

Σέ ὅλα αὐτά συν­τε­λεῖ κα­θο­ρι­στικά καί ἡ ση­με­ρινή τε­χνο­λο­γική πρό­ο­δος, ἡ ὁ­ποία ‒δυ­στυ­χῶς‒ στή χει­ρό­τερη μορφή της, τή «μα­γεία» τῆς εἰ­κό­νας καί τήν ὀ­λέ­θρια ἐ­πί­δραση τῶν ψευ­δαι­σθή­σεων, ἔ­χει κα­τα­κλύ­σει καί τόν ἐκ­κλη­σι­α­στικό χῶρο. Ἡ «πρό­ο­δος» αὐτή ὑ­πο­θάλ­πει τήν αὐ­το­πε­ποί­θηση, τήν ἀ­πό­λυτη ἀ­νε­ξαρ­τη­σία καί ἐ­νι­σχύει τό αἴ­σθημα τῆς αὐ­τάρ­κειας, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὁ ἄν­θρω­πος νά στρέ­φε­ται στίς δι­κές του δυ­νά­μεις, στόν ἑ­αυτό του, νά γί­νε­ται «φί­λαυ­τος». Τό πε­ρι­ε­χό­μενο τῆς φι­λαυ­τίας εἶ­ναι ἡ ἄρ­νηση τῆς ἔμ­πρα­κτης συ­νερ­γα­σίας μέ τόν Θεό, ἡ ὁ­ποία με­τα­φέ­ρε­ται καί ἀ­πέ­ναντι στόν συ­νάν­θρωπο καί τήν κτίση. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως στήν ἐ­ποχή μας, ἡ φι­λαυ­τία αὐτή μᾶς ὁ­δη­γεῖ, ὁ­λο­ένα καί πε­ρισ­σό­τερο, στόν θρη­σκευ­τικό ἀ­το­μο­κεν­τρι­σμό.

Ἔρ­χον­ται ὅ­μως κά­ποτε πι­κρές δο­κι­μα­σίες, γιά νά μᾶς ἐ­πα­να­φέ­ρουν στή συ­ναί­σθηση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἀ­νε­πάρ­κειας καί, κατά συ­νέ­πεια, στήν προ­σφυγή μας στόν Θεό, τή μόνη πρα­γμα­τική πηγή ἀ­λή­θειας καί δύ­να­μης.

Βε­βαίως, ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό εἶ­ναι καί προ­σω­πική. Ὁ κα­θέ­νας μας πι­στεύει καί ἐκ­δη­λώ­νει τήν πί­στη του προ­σω­πικά, ὅ­πως κα­τε­ξο­χήν προ­σω­πι­κός εἶ­ναι καί ὁ βα­θμός τῆς πί­στεως καί τῆς πνευ­μα­τι­κῆς προ­ό­δου. Ὡ­στόσο, ὅ­πως ξε­κά­θαρα φα­νε­ρώ­νε­ται μέσα ἀπό τήν ἐκ­κλη­σι­α­στική μας πα­ρά­δοση, ἡ σω­τη­ρία δέν εἶ­ναι ἀ­το­μικό γε­γο­νός, ἀλλά ἐκ­κλη­σι­α­στικό.

Ἡ σπου­δαι­ό­τητα τοῦ ἔρ­γου τῆς ἐν Χρι­στῷ σω­τη­ρίας πρα­γμα­τώ­νε­ται στήν Ἐκ­κλη­σία καί σέ σχέση μέ Αὐ­τήν γι­ατί ὑ­περ­βαί­νει τίς δι­κές μας ἀ­το­μι­κές δυ­νά­μεις καί τήν πε­πτω­κυῖα ἀν­θρώ­πινη φύση μας. Μόνο ἐκ Θεοῦ καί σύν Θεῷ μπο­ροῦμε νά προ­χω­ρή­σουμε.

Ὁ ἐ­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμός, ἡ ἐ­πα­να­κα­τή­χηση καί ἡ συγ­κρό­τηση τῶν νέων κοι­νο­τή­των θά γί­νει μόνο ὅ­ταν στρα­φοῦμε πρός τόν Θεό προ­σευ­χό­με­νοι, ἐρ­γα­ζό­με­νοι καί κο­πι­ά­ζον­τες. Ὅ­ταν φα­νε­ρώ­νουμε μέ τή δική μας ζωή, τήν ἀ­ξία τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ τρό­που ζωῆς, ὅ­πως αὐ­τός βι­ώ­νε­ται γνή­σια στό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί τήν ζωή τῶν Ἁ­γίων μας καί ὅ­πως ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται μέσα ἀπό τό εὐ­χα­ρι­στι­ακό, τό ἀ­σκη­τικό καί κοι­νο­τικό ἦ­θος τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας.

Ἀ­δελ­φοί μου καί παι­διά μου,

Δέν ἐ­πι­θυμῶ νά σᾶς κου­ράσω πε­ρισ­σό­τερο. Ἄλ­λω­στε, ὅ­λοι μας ἀ­να­μέ­νουμε μέ πολύ ἐν­δι­α­φέ­ρον νά ἀ­κού­σουμε τίς εἰ­ση­γή­σεις τῶν ὁ­ρι­σθέν­των ἐ­κλε­κτῶν εἰ­ση­γη­τῶν καί τά πο­ρί­σματα τοῦ Συ­νε­δρίου, τά ὁ­ποῖα ἐ­πι­θυ­μοῦμε νά ἀ­ξι­ο­ποι­η­θοῦν σέ κάθε ἐ­πί­πεδο τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζωῆς καί λει­τουρ­γίας καί σᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νουμε ὅτι θά ἐρ­γα­στοῦμε πρός αὐτό τόν σκοπό.

Ἐ­πι­τρέψτε μας μόνο, τε­λει­ώ­νον­τας, νά ἐκ­φρά­σουμε τίς εὐ­χα­ρι­στίες καί τόν δί­καιο ἔ­παινό μας πρός ἐ­κεί­νους, οἱ ὁ­ποῖοι κο­πί­α­σαν γιά νά εἴ­μα­στε σή­μερα ἐδῶ ὅ­λοι μας:

  • Τά μέλη τῆς Δι­αρ­κοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως τούς τρεῖς ἀ­δελ­φούς Ἀρ­χι­ε­ρεῖς∙ Ἀ­λε­ξαν­δρου­πό­λεως κ. Ἄν­θιμο, Νε­α­πό­λεως καί Σταυ­ρου­πό­λεως κ. Βαρ­νάβα καί Φθι­ώ­τι­δος κ. Συ­μεών, πού ἀ­νέ­λα­βαν τήν ὅλη δι­ορ­γά­νωση, μέ τήν πρό­θυμη συ­νερ­γα­σία τοῦ Ἀρ­χι­γραμ­μα­τέως τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, Ἐ­πι­σκό­που Ὠ­ρεῶν κ. Φι­λο­θέου.
  • Τόν Γραμ­μα­τέα τοῦ Συ­νε­δρίου π. Ἀν­τώ­νιο Καλ­λι­γέρη καί τούς συ­νερ­γά­τες του ἀπό τό Ἵ­δρυμα Νε­ό­τη­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς, γιά τόν συν­το­νι­σμό καί τήν ὑ­πο­στή­ριξη τοῦ Συ­νε­δρίου.
  • Τούς ἐ­κλε­κτούς εἰ­ση­γη­τές καί μαζί μ’ αὐ­τούς καί τά «ἀ­ρι­στίν­δην» μέλη τῶν ὁ­μά­δων ἐρ­γα­σίας γιά τόν κόπο καί τήν ἀ­γάπη τους.
  • Τόν Γε­νικό Δι­ευ­θυντή τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Δι­α­κο­νίας, Μη­τρο­πο­λίτη Φα­να­ρίου κ. Ἀ­γα­θάγ­γελο γιά τή χο­ρη­γία τῶν προ­γραμ­μά­των, ἀ­φι­σῶν, προ­σκλή­σεων, βι­βλίων καί λοι­πῶν ἀ­πα­ραι­τή­των.
  • Τόν Δι­ευ­θυντή τῶν Οἰ­κο­νο­μι­κῶν Ὑ­πη­ρε­σιῶν τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου π. Νι­κό­δημο Φαρ­μάκη καί τούς συ­νερ­γά­τες του, οἱ ὁ­ποῖοι ἀ­νέ­λα­βαν τήν προ­μή­θεια τῶν ἀ­ναγ­καίων γιά τό Συ­νέ­δριο.
  • Τόν Δι­ευ­θυντή τοῦ Ρα­δι­ο­φω­νι­κοῦ Στα­θμοῦ κ. Ἀ­λέ­ξαν­δρο Κατ­σι­άρα, γι­ατί ἡ Ἐ­πι­κοι­νω­νι­ακή καί Μορ­φω­τική Ὑ­πη­ρε­σία τῆς Ἐκ­κλη­σίας ἀ­νέ­λαβε τή χο­ρη­γία ἐκ­δό­σεως τόσο τῆς ὁ­μι­λίας τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Σά­μου κ. Εὐ­σε­βίου, ὅσο καί τῶν Πρα­κτι­κῶν τῶν προ­η­γου­μέ­νων Συ­νε­δρίων.
  • Τόν κ. Γε­ρά­σιμο Φωκᾶ, ἰ­δι­ο­κτήτη τοῦ Ξε­νο­δο­χείου στό ὁ­ποῖο βρι­σκό­μα­στε καί τούς συ­νερ­γά­τες του δι­ότι, κα­τό­πιν πα­ρα­κλή­σεως τῆς Δι­οι­κού­σης τήν Ε.Κ.Υ.Ο. Ἐ­πι­τρο­πῆς, ἀ­νέ­λαβε τή δω­ρεάν φι­λο­ξε­νία τῶν ἐρ­γα­σιῶν τοῦ Συ­νε­δρίου καί τῶν συ­νέ­δρων καί μά­λι­στα ὡς δῶρο γιά τά ὀ­νο­μα­στή­ριά μου. Νά τόν εὐ­λο­γεῖ ὁ Θεός πάν­τοτε!
  • Τίς ἐκ­δό­σεις «Ἐν Πλῷ» γιά τή χο­ρη­γία βι­βλίων τους πρός ὅ­λους τούς Συ­νέ­δρους.
  • Καί, τέ­λος, ὅ­λες καί ὅ­λους, τά στε­λέχη τοῦ ποι­μαν­τι­κοῦ ἔρ­γου τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας, ἐρ­γά­τες τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ καί τῆς κα­τή­χη­σης, εὐ­χό­με­νος νά ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σετε στήν ὀρ­γά­νωση τοῦ ἔρ­γου σας, κυ­ρίως τοῦ ἐ­νο­ρι­α­κοῦ, ὅσα θά ἀ­κού­σετε καί θά συ­ζη­τή­σετε καί ὅσα, κα­τό­πιν αὐ­τῶν, θά ἀ­πο­φα­σί­σει ἡ Ἱ­ερά Σύ­νο­δος.

Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ, σᾶς εὐ­λογῶ καί πα­ρα­καλῶ τόν Θεό νά σᾶς χα­ρι­τώ­νει καί νά στηρίζει τή διακονία σας.

Τέλος, στην καταληκτήρια ομιλία του ανέφερε τα εξής:

Ἀ­κού­γον­τας καί δι­α­βά­ζον­τας ὅ­λα αὐ­τά τά χρή­σι­μα συμ­πε­ρά­σμα­τα καί τίς προ­τά­σεις, τά ὁ­ποῖ­α ἀ­νέ­γνω­σε ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Ἀ­λε­ξαν­δρου­πό­λε­ως κ. Ἄν­θι­μος καί συ­νή­χθη­σαν ἀ­πό τίς Ὁ­μά­δες Ἐρ­γα­σί­ας πού συγ­κρο­τή­σα­τε με­τά τίς ἐ­κλε­κτές εἰ­ση­γή­σεις τῶν Σε­βα­σμι­ω­τά­των ἀ­δελ­φῶν Νε­α­πό­λε­ως καί Σταυ­ρου­πό­λε­ως κ. Βαρ­νά­βα, Φθι­ώ­τι­δος κ. Συ­με­ών, τῶν πα­τέ­ρων Θε­ο­δο­σί­ου Μαρ­τζού­χου καί Γε­ωρ­γί­ου Μίλ­κα, τῆς πρε­σβυ­τέ­ρας Ἀγ­γε­λι­κῆς Κα­ρι­ώ­το­γλου καί τοῦ ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ Νι­κο­λά­ου Τσι­α­δή­μου, ἐ­πι­θυ­μῶ νά σᾶς εὐ­χα­ρι­στή­σω καί νά σᾶς ἐ­παι­νέ­σω γιά τόν κό­πο σας.

Ὀ­φεί­λω, ταυ­τό­χρο­να, νά σᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­σω γιά τήν πε­ραι­τέ­ρω κοι­νή μας ἐρ­γα­σί­α καί προ­σπά­θεια, ὥ­στε αὐ­τές οἱ προ­τά­σεις νά μή μεί­νουν ἀ­πο­τυ­πω­μέ­νες μό­νο στό χαρ­τί, ἀλ­λά νά ἀρ­χί­σουν νά ἐ­φαρ­μό­ζον­ται στήν πρά­ξη μέ­σα στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας ζω­ή. Ἄλ­λω­στε, αὐ­τή ὑ­πῆρ­ξε καί ἡ βού­λη­ση τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας με­τά τήν εἰ­σή­γη­ση τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Σά­μου κ. Εὐ­σε­βί­ου, ὅ­σο καί τῆς Δια­ρκοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, ὅ­ταν ἀ­πο­φά­σι­σε τήν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τοῦ Συ­νε­δρί­ου.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται τή σω­τη­ρί­α ὅ­ταν συμ­πο­ρεύ­ε­ται μέ τούς ἀν­θρώ­πους, ὅ­ταν μοι­ρά­ζε­ται καί ἀπο­δέ­χε­ται τίς ἐ­ρω­τή­σεις καί τίς ἀμ­φι­βο­λί­ες τους, ὅ­ταν μπο­ρεῖ νά δι­α­λέ­γε­ται ὄ­χι μό­νο μέ τούς ἄλ­λους, ἀλ­λά καί μέ τόν Ἑ­αυ­τό Της, τά μέ­λη Της καί νά ἀ­να­ζω­πυ­ρώ­νει ἔ­τσι τό ἐκ Θε­οῦ χά­ρι­σμά Της.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἰ­σχύς, ὑ­πε­ρο­χι­κή ἐ­ξου­σί­α, πού κοι­τά­ζει τόν κό­σμο ἀ­πό ἀ­πό­στα­ση καί μέ αὐ­τάρ­κεια. Για­τί ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, ἡ κε­φα­λή Της, δέν ἔ­μει­νε κλει­σμέ­νος στό με­γα­λεῖ­ο τῆς Θε­ό­τη­τός Του, ἀλ­λά προ­σέ­λα­βε τόν ἄν­θρω­πο. Καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, λοι­πόν, ὀ­φεί­λει νά προσ­λά­βει τόν κά­θε ἄν­θρω­πο καί νά τόν ὁ­δη­γή­σει στόν Χρι­στό μέ τή χα­ρά τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καί τή ζω­ή πού Ἐ­κεί­νη ἐ­παγ­γέλ­λε­ται, ἀλ­λά καί τά μέ­λη Της ἀ­γω­νί­ζον­ται νά πραγ­μα­τώ­νουν στήν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά τους.

Γι’ αὐ­τό ἀ­παι­τεῖ­ται νά μήν ὀμ­φα­λο­σκο­ποῦ­με! Νά μή μέ­νου­με στήν εἰ­κό­να καί τίς ψευ­δαι­σθή­σεις της. Νά ἀ­σχο­λη­θοῦ­με ἀ­λη­θι­νά μέ τήν πραγ­μα­τι­κή ζω­ή τῶν ἀν­θρώ­πων· τίς πνευ­μα­τι­κές τους ἀνάγ­κες, τίς ἀ­γω­νί­ες τους, τίς προσ­δο­κί­ες τους. Ἡ οὐ­σί­α τῆς ἀ­ποστο­λῆς μας πα­ρα­μέ­νει πάν­το­τε ἡ προ­σέγ­γι­ση τοῦ πλα­νη­θέν­τος προ­βά­του, ἀ­κό­μη κι ἄν αὐ­τό σή­με­ρα δέν φαί­νε­ται νά εἶναι μό­νο τό ἕ­να, ἀλ­λά πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα. Ἄς μοι­ρα­στοῦ­με μα­ζί τους τίς χα­ρές καί τίς λύ­πες τους. Ἔ­τσι θά εἴ­μα­στε μιά «ζων­τα­νή πη­γή» ἐλ­πί­δας στή ζω­ή τῶν ἀν­θρώ­πων, εὐ­αγ­γε­λι­ζό­με­νοι τή χα­ρά καί τήν ἐ­λευ­θερί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.

Κι αὐ­τό ἀ­σφα­λῶς δέν θά γί­νει μέ­σα ἀ­πό κου­ρα­στι­κούς μο­νολό­γους ἀ­πό θέ­ση ἐ­ξου­σί­ας, δια­ρκῶς κα­ταγ­γελ­τι­κούς καί ἐ­νο­χο­ποιη­τι­κούς. Οὔ­τε μέ λό­για πού δι­α­κρί­νον­ται εἴ­τε ἀ­πό στεῖ­ρο θρη­σκευτι­κό ἠ­θι­κι­σμό εἴ­τε ἐπι­κα­λοῦν­ται τό συ­ναί­σθη­μα καί τίς ψυ­χο­λο­γικές ἀν­θρώ­πι­νες δι­ερ­γα­σί­ες, καλ­λι­ερ­γών­τας μιά μα­γι­κή καί, ἐν τέλει, ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἀν­τί­λη­ψη γιά τήν πί­στη, ἡ ὁ­ποί­α δέν ἔ­χει κα­μί­α σχέση μέ τήν ἀ­λη­θι­νή ζω­ή πού προ­σφέ­ρει ὁ Χρι­στός.

Τό πα­ρόν Συ­νέ­δριο, ὡς γε­γο­νός ἰ­δι­αί­τε­ρο καί ση­μαν­τι­κό στή συ­νο­δι­κή λει­τουρ­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, μᾶς ἔ­δω­σε μη­νύ­μα­τα, ἀ­φορ­μές, δύ­να­μη, σή­μα­νε ἕ­να πραγ­μα­τι­κό «ἐ­γερ­τή­ριο σάλ­πι­σμα», ὥ­στε νά ἐ­πα­νευ­αγ­γε­λι­στοῦ­με τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου καί νά ὀρ­γα­νώ­σου­με ἐκ νέ­ου τήν ἐ­νο­ρια­κή μας ζω­ή.

Εὐ­χα­ρι­στῶ καί συγ­χαί­ρω ὅ­λους ἐ­κεί­νους πού βο­ή­θη­σαν καί θέ­λω νά σᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­σω ὅ­τι σή­με­ρα δέν πραγ­μα­το­ποι­οῦ­με τή λή­ξη ἑ­νός συ­νε­δρί­ου, ἀλ­λά τήν ἀρ­χή μιᾶς νέ­ας προ­σπά­θειας γιά οὐ­σι­α­στι­κή ποι­μαν­τι­κή ἐρ­γα­σί­α καί ἄ­νοιγ­μα πρός τόν κό­σμο.

Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ!

[1] Ματθ. 18, 20

[2] Ἁγ. Ἰ­ω. Χρυ­σο­στό­μου, Πε­ρί με­τα­νοί­ας, λό­γος η’.

[3] Ματθ. 27, 24