Ακάθιστος Ύμνος: Αριστούργημα εγκωμίων προς την Παναγία

Του Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της εκκλησιαστικής φιλολογίας και ειδικότερα της υμνογραφίας είναι ο Ακάθιστος Ύμνος ή «οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου».

Πρόκειται για ένα αριστούργημα εγκωμίων προς την Παναγία, με καλλιέπεια, σπάνιες λέξεις, θαυμάσιες εκφράσεις και βαθύτατα θεολογικά νοήματα. Ποίος είναι ο ποιητής δεν γνωρίζουμε επακριβώς. Άλλοι θεωρούν τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, άλλοι τον λόγιον Γεώργιον Πισίδην και άλλοι άλλους μελετητές. Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη αξία είναι η έμπνευση και η ποιητική δύναμη του υμνογράφου με την τονική ρυθμοποιΐα των στίχων, τις παρηχήσεις, τα ομοιοκατάληκτα, τις εκφραστικές εικόνες από τη ζωή των ανθρώπων και τη βιβλική ιστορία. Πολλές μάλιστα απ’ αυτές τις ποιητικές εικόνες του Ύμνου κοσμούν τις θολωτές αψίδες των ναών, πολλών ιερών μονών και εντύπων βιβλίων.

Ο Ακάθιστος Ύμνος, ο οποίος εψάλη για πρώτη φορά στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Πόλη κατά την παννύχιον ευχαριστήριον τελετήν τον 7ον αιώνα και μάλιστα σε στιγμές ψυχικής ανατάσεως και ευλαβείας ισταμένων όλων, έχει καθιερωθεί να ψάλλεται τμηματικά κατά τις τέσσερις πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και ολόκληρος την προτελευταία Παρασκευή προ της Μεγάλης Εβδομάδος. Αποτελείται από εικοσιτέσσερις «οίκους» (στροφές) όπου ο καθένας αρχίζει με ένα γράμμα της αλφαβήτου (Α-Ω). Έχουμε ακόμη και δύο εφύμνια το: «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε» και το «Αλληλούια».

Αξίζει να δώσουμε κάποια ερμηνευτικά σχόλια σε μερικούς στίχους του Ακαθίστου Ύμνου. Είναι ένα δείγμα της ποιητικής ωραιότητος και του βαθέος θεολογικού νοήματος.
«Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τη Θεοτόκω το ‘Χαίρε’».

Πρωτοστάτης, ο αρχηγός των ταγμάτων, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ αποστέλλεται από τον Θεόν προς την Παναγίαν για να της αναγγείλει το χαρμόσυνο γεγονός της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Πρόκειται για το γεγονός του Ευαγγελισμού, το οποίο μόνον ο ευαγγελιστής Λουκάς μας το διασώζει και περιγράφει στο α’ κεφ. του Ευαγγέλιου του και στους στίχους 26-38.

«Χαίρε, δι’ ης νεουργείται η κτίσις, Χαίρε, δι’ ης βρεφουργείται ο Κτίστης».

Είναι μία ωραία αντίθεση που καταδεικνύει την απεριόριστη του Θεού στοργή και αγάπη προς τον άνθρωπο, δηλαδή ο Κτίστης, ο Δημιουργός του κόσμου κυοφορείται, βρεφουργείται (=γίνεται βρέφος) για να νεουργήσει, να καθάρει, να ανανεώσει με το Σταυρό την μολυνθείσα και διαφθαρείσα από τις αμαρτίες ανθρωπότητα. Η Θεία Δημιουργία φέρει την ανακαίνιση.

Χαίρε το των Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα, χαίρε το των δαιμόνων πολυθρήνητον τραύμα».

Όλα τα υπέρ τους φυσικούς νόμους γενόμενα ονομάζονται θαύματα. Κατά την τέλεσιν των θαυμάτων, στην Αγία Γραφή, ούτε ο Θεός αλλοιούται, ούτε η φυσική τάξις διαφθείρεται. Έτσι η Γέννηση του Χριστού, είναι το μέγα θαύμα. Το θαύμα που προξένησε κατάπληξη στους αγγέλους και στους ανθρώπους, περιλάλητο και πολυθρύλητον θαύμα, που γέμισε χαρά τον ουράνιο πνευματικό κόσμο.

Αλλά συνάμα καθίσταται το θαύμα αυτό τραύμα που έφερε θλίψη και πολύ θρήνο για τους δαίμονες. Τραυματίστηκαν οι δαίμονες, γιατί έβλεπαν αφ’ ενός μεν την άπειρη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, αφ’ ετέρου δε το ναυάγιο της σατανικής τους ενεργείας, που απέβλεπε στην εξόντωση του ανθρώπου. Γιατί είναι μισόκαλος και ανθρωποκτόνος ο διάβολος.

«Έχουσα θεοδόχον η Παρθένος την μήτραν ανέδραμε προς την Ελισάβετ, το δε βρέφος εκείνης ευθύς επιγνόν τον ταύτης ασπασμόν έχαιρε και άλμασιν ως ασμασιν εβόα προς την Θεοτόκον».

Εδώ είναι η επίσκεψις της Θεοτόκου προς την γραίαν εξαδέλφην της Ελισάβετ, όπως μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α’ 39-45) μετά τον Ευαγγελισμόν. Η Παναγία μετά τον Ευαγγελισμόν γίνεται πλέον Θεοδόχος. Φωτισθείσα η Ελισάβετ από το Άγιον Πνεύμα ονομάζει την Παναγία «Ευλογημένη! συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου» και ακόμη την αποκαλεί «μητέρα του Κυρίου της»! Τότε κατά τον χαιρετισμόν αυτόν, το βρέφος της Ελισάβετ, δηλαδή ο Ιωάννης, με σκιρτήματα εν είδει ασμάτων χαιρετά, χαίρεται, προσκυνεί και ο υμνογράφος θέτει τώρα στο στόμα του Ιωάννου Προδρόμου τα «χαίρε» προς την Θεοτόκο.

«Χαίρε άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν οικτιρμών, χαίρε τράπεζα βαστάζουσα ευθηνίαν ιλασμών» (αρόω=αρώ σημαίνει οργώνω, άρουρα=εύφορος και καρποφόρος γη).

Χαίρε λοιπόν γη που αντί για βλαστούς έχεις άφθονη συμπόνοια, αγάπη. Χαίρε τραπέζι που πάνω σου έχεις άφθονο έλεος. Η Παναγία κατέστη προστάτις και πονετική μάνα για κάθε δυστυχή και ταλαιπωρημένο άνθρωπο. Σφίγγει στη μητρική της αγκαλιά και σπογγίζει της πικρίας τα δάκρυα. Σφόγγισε τα δάκρυα της Εύας.

«Κήρυκες θεοφόροι γεγονότες οι Μάγοι, υπέστρεψαν εις την Βαβυλώνα… αφέντες τον Ηρώδην ως ληρώδη μη ειδότα ψάλλειν, Αλληλούια» (λήρος είναι η φλυαρία, μωρολογία, η ελαφρότης). Οι μάγοι άφησαν τον Ηρώδη και εκείνος ως ανόητος, μωρολόγος και παράφρων διέταξε τη σφαγή των νηπίων. Αντί να προσκυνήσει και αυτός ως οι Μάγοι και να ψάλλει «Αλληλούια», έπραξε ανοήτως μαινόμενος.

«Χαίρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν. Χαίρε, πέτρα η ποτίσασα τους διψώντας την ζωήν».

Εδώ, ωραιοτάτη παρομοίωση! Η Παναγία χαιρετίζεται ως γεννήσασα τον Χριστόν και Σωτήρα μας, ο Οποίος διά του θανάτου Του και της διδασκαλίας Του κατεπόντισε τον νοητό Φαραώ, τον εχθρόν του ανθρώπου, δηλαδή τον διάβολον, ο οποίος ετυράννησε τους ανθρώπους για αιώνες, όπως και τυράννησαν τους Ισραηλίτες οι Φαραώ στην Αίγυπτο. Η πέτρα έρχεται και θυμίζει την πέτρα που ο Μωυσής εκτύπωσε και εκ της οποίας στην έρημο εξήλθε ύδωρ και ξεδίψασαν οι Ισραηλίτες. Έτσι η ανθρωπότητα διψώσα και τυραννούμενη από την αθεία και αμαρτία, με τον Χριστό ξεδιψά και σώζει. «Ος δ’ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ ου μη διψήση εις τον αιώνα» (Ιω. 4,14).

«Μέλλοντος Συμεώνος του παρόντος αιώνος μεθίστασθαι του απατεώνος επεδόθης ως βρέφος αυτώ αλλ’ εγνώσθης τούτω και Θεός τέλειος».

Εδώ είναι από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο η Υπαπαντή του Κυρίου. Επήγε η Παναγία τον Ιησού στο ναό όταν ιερεύς ήταν ο γηραιός Συμεών, ο ευλαβής και δίκαιος. Αυτός βρισκόταν προς δυσμάς του βίου του. Επλησίαζε ο χρόνος να φύγη από τον μάταιο τούτο κόσμο. Αλλ’ είχε χρηματισθεί κατ’ όναρ παρά του Θεού ότι δεν θα αποθάνει πριν δεί τον Χριστό. Έτσι και έγινε. Όταν τον κράτησε στην αγκαλιά Του το βρέφος ως άνθρωπον διέγνωσε συγχρόνως ότι ο υπ’ αυτού κρατούμενος ήτο και τέλειος Θεός. Και είπε: «Νυν απολύεις τον δούλον Σου Δέσποτα εν ειρήνη ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου…». Οποία ψυχική αγαλλίαση!

«Νέαν έδειξε κτίσιν εμφανίσας ο Κτίστης υμίν τοις υπ’ αυτού γενομένοις».

Νέα δημιουργία έκανε ο Δημιουργός και τη φανέρωσε σε μας τα πλάσματά του με τη γέννηση του Χριστού από την Παναγία. Νέα κτίση είναι η ανακαινισθείσα διά του Ιησού Χριστού κατάσταση της ανθρωπότητος. Παλαιά κτίση είναι η κατάσταση του ανθρώπου που αμαρτάνει και γίνεται παραβάτης των εντολών του Θεού.

«Χαίρε, δένδρον αγλαόκαρπον, εξ ου τρέφονται πιστοί. Χαίρε, ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ’ ου σκέπονται πολλοί».

Η Παναγία είναι ως δένδρο γεμάτο από εύχυμους μεστούς καρπούς από το οποίο τρέφονται οι πιστοί χριστιανοί. Άλλη ωραία εικόνα για την Παναγία είναι εκείνη του δένδρου με καλή σκιά, κάτω του οποίου ευρίσκουν προστασία πολλοί πιστοί. Τα ατροφικά και μαραμένα δένδρα της ειδωλολατρίας εξηράνθησαν και κατέπεσαν και αντ’ αυτών ανέθαλε το ευσκιόφυλλον του Χριστιανισμού δένδρον, το φυτευθέν υπό του Χριστού και κατ’ επέκτασιν δένδρον είναι η θεία Διδασκαλία, το Ευαγγέλιον. Είναι ο του Σταυρού λόγος κάτω από τον Οποίον σκεπάζονται, παρηγορούνται και ευεργετούνται οι πιστοί.

«Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου τον νούν εις ουρανόν μεταθέντες».

Επειδή αξιωθήκαμε και είδαμε την παράδοξη γέννηση του Κυρίου, το μέγα Μυστήριο της ενανθρωπήσεως, τότε ας αποξενωθούμε από τον αμαρτωλό κόσμο και ας ανεβούμε πνευματικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ασκητικοί Πατέρες ομιλούν για ξενιτεία του κόσμου, για αποξένωση από την αμαρτωλότητα των εγκοσμίων και φθαρτών πραγμάτων.

«Χαίρε Θεού αχωρήτου χώρα».

Χαίρε, υπεραγία Θεοτόκε, συ που χώρεσες στην κοιλία σου το Θεό, Εκείνον που δεν μπορεί να χωρέσει πουθενά. Στα ιδιώματα του Θεού είναι το άπειρον, το αχώρητον και η πανταχού παρουσία.

«Πάσα φύσις αγγέλων κατεπλάγη το μέγα της σης ενανθρωπήσεως έργον».

Όλα τα τάγματα του αγγελικού κόσμου έμειναν έκπληκτα από την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού.

«Ρήτορας πολυφθόγγους ως ιχθύας αφώνους ορώμεν επί σοι Θεοτόκε».

Βλέπουμε ότι μπροστά σου Θεοτόκε φοβεροί ρήτορες έχουν μείνει άφωνοι σαν ψάρια γιατί αδυνατούν να εξηγήσουν το πως «και Παρθένος μένεις και τεκείν ίσχυσας». Είναι το Μέγα και Ιερό Μυστήριο το οποίο διηκόνησε η Θεοτόκος και το Άγιο Πνεύμα ενήργησε!

Στην ίδια γραμμή και τα υπόλοιπα «χαίρε»: «Χαίρε φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα/χαίρε τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα/χαίρε ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί/χαίρε των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα».

Ο Υμνωδός θέλει μ’ αυτές τις φράσεις να παραστήση την ανωτερότητα του Χριστιανισμού και την υπέρβαση των φιλοσοφικών συστημάτων.

«Χαίρε ολκάς των θελόντων σωθήναι, χαίρε, λιμήν των του βίου πλωτήρων».

Είναι και αυτή μία ωραιοτάτη εικόνα και παρομοίωση. Δηλαδή, Χαίρε, εσύ που είσαι το ασφαλές καράβι για όσους θέλουν να σωθούν και το λιμάνι για όσους πλέουν στο πέλαγος της ζωής.

«Τείχος ει των παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε».

Η Θεοτόκος στέκεται ως προστατευτικό και ακατάβλητο τείχος των παρθένων και εγκωμιάζεται η καθαρότητα και η αγιότητα. Γι’ αυτό και όλως ιδιαιτέρως τιμάται στις Ιερές Μονές.

«Ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς αν προσφέρωμέν σοι Βασιλεύ Άγιε, ουδέν τελούμεν άξιον, ων δέδωκας ημίν».

Λέγει ο ιερός υμνογράφος και μαζί του και εμείς: Αν σου προσφέρουμε τόσους πολλούς ψαλμούς όσοι οι κόκκοι της άμμου, τίποτε δεν κάνουμε αντάξιο γι’ αυτά που μας έχεις δώσει. Τυγχάνει καθήκον μας ιερότατο, η ευγνωμοσύνη μας προς τον Θεό, γι’ αυτό και μακρυά από μας κάθε αχαριστία.

«Χαίρε κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν».

Και αυτή είναι μία υπέροχη εικόνα: Χαίρε, Εσύ που σαν κρατήρας μας προσφέρεις μεγάλη χαρά. Γνωστός ο κρατήρ των αρχαίων Ελλήνων, το ωραίο κεράμινον ή μετάλλινον αγγείον όπου ο οινοχόος στις εστιάσεις ανακάτευε οίνον και ύδωρ. Η Παναγία παρομοιάζεται εδώ ως κρατήρ που δίδει χαρά.

«Χαίρε, χρωτός του εμού θεραπεία. Χαίρε, ψυχής της εμής σωτηρία».

Χαίρε συ θεραπεία του σώματός μου και μαζί με την υγεία του σώματος και σωτηρία της ψυχής!

Αλήθεια, πόσο θα έπρεπε, αυτό το ποιητικό δημιούργημα το υψηλής πνοής και θεικής εμπνεύσεως να μελετάται και να ερμηνεύεται ακόμα και στα σχολεία μας; Τω όντι αποτελεί θησαύρισμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς._