Αγ. Αλέξιος ποιος ήταν ο «άνθρωπος του Θεού»

Σύμφωνα με τις αρχαιότερες αγιολογικές μαρτυρίες, πρόκειται για έναν ανώνυμο Ρωμαίο επαίτη, πλούσιας οικογένειας, που διέφυγε τη νύκτα του γάμου του και άφησε τη σύζυγό του με προορισμό την Ανατολή

Από τον Κωνσταντίνο Π. Χαραλαμπίδη*

Για τον Άγιο αυτό που τιμάται στη μεν Ανατολή, στις 17 Μαρτίου (ενώ από τους μονοφυσίτες της Συρίας στις 12 Μαρτίου), στη δε Δύση, στις 17 Ιουλίου, φαίνεται ότι, σύμφωνα με τις αρχαιότερες αγιολογικές μαρτυρίες, πρόκειται για έναν ανώνυμο Ρωμαίο επαίτη, καταγόμενο από πλούσια οικογένεια, που διέφυγε τη νύκτα του γάμου του και εγκατέλειψε τη νεόνυμφη σύζυγό του με προορισμό την Ανατολή. Στην Εδεσσα της Μεσοποταμίας (η σημερινή Urfa) διήγε ασκητικό βίο σε πλήρη πτωχεία, όπου και απεβίωσε στους χρόνους επισκοπείας του Rabboula (412-435). Κατά τη μεταγενέστερη συναξαριστική παράδοση, μετά τον δεκαεπταετή μοναστικό βίο του, επέστρεψε στη Ρώμη, όπου πάλι, επί δεκαεπτά χρόνια, ζούσε άγνωστος, κάτω από την σκάλα της πατρικής κατοικίας του. Αναγνωρίστηκε, χάρη στην αυτόγραφη επιστολή, που κρατούσε στα χέρια του μετά την κοίμησή του που απευθυνόταν στους γονείς του.

Η προσωνυμία αυτού, ως «άνθρωπος του Θεού» (homo o Dei), σπάνια ή μάλλον μοναδική στην αγιολογική πράξη της Εκκλησίας (βλ. και τους σημερινούς χαρακτηρισμούς του λαού για ορισμένους συνανθρώπους μας καλοκάγαθους, που αποκαλούνται «άνθρωποι του Θεού»), συνακολουθείται και από άλλες μεταγενέστερες ονομασίες, όπως Κύριος Πρίγκιπας, Δούλος του Χριστού, Αλέξης και Alexius στη λατινική γλώσσα.

Μεταγενέστερες σχετικές αφηγήσεις του Θ’- Ι’ αι., με ευρεία αγιολογική και φιλολογική επίδραση, όσον αφορά στον βίο του Αγίου Αλεξίου, έχουν συμβάλλει στην επιπρόσθετη αναφορά συναξαριστικών στοιχείων. Φαίνεται ότι, μία εξ’ αυτών, η βυζαντινή έχει μεγάλη συγγένεια με εκείνη του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη (Κωνσταντινοπολίτη ασκητή του Ε’ αι., στην αρχή, στη μονή Ακοιμήτων, πλησίον των Ιεροσολύμων και, κατόπιν, σε καλύβα πλησίον της κατοικίας των γονέων του). Οι πολύ διαδεδομένες λατρευτικές τιμές των Χριστιανών της Ανατολής προς το πρόσωπο του Αγίου Αλεξίου, του «ανθρώπου του Θεού», επεκτάθηκαν σε αντίστοιχο ρυθμό και στις χριστιανικές δυτικοευρωπαϊκές χώρες, κατά τον Ι’ αι., αφού από την Ισπανία στην εποχή αυτή προέρχονται τα πλέον γνωστά χειρόγραφα της αρχαιότερης σύνταξης της αγιολογικής διήγησης. Από εκεί επιτεύχθηκε η μετάδοση στη Ρώμη και, στη συνέχεια, σε όλη τη δυτική Ευρώπη, χάρη στη φήμη που γρήγορα απέκτησε η ομώνυμη μονή στο Aventino της ιταλικής πρωτεύουσας (ένας εκ των επτά λόφων της παραπάνω πόλης και διακεκριμένη αστική ζώνη αυτής) και στη γοητεία που άσκησε στον λαό η συναισθηματική αφήγηση για τον βίο του Αγίου Αλεξίου.

ΛΑΪΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

Μια ενδεκασύλλαβη αφηγηματική ωδή, με προέλευση ίσως την κεντρική Ιταλία, συνιστά ένα μεγάλο τεκμήριο της λαϊκής λατρείας προς τον Άγιο αυτό, που ήταν διαδεδομένη σε όλη την Ιταλική χερσόνησο και σε πολυάριθμες εκδόσεις. Μερικές από αυτές, υψηλής ποιητικής ποιότητας, θεωρούνται από τα ωραιότερα δοκίμια της ιταλικής λαϊκής ποίησης. Στις ρωμαϊκές διδασκαλίες ο πρωταγωνιστής ονομάζεται, αντί του ορθού Άγιος Αλέξιος, Άγιος Φαβιανός (San Fabiano), λόγω σύγχυσης με το όνομα του πατέρα του Αγίου, που ήταν (Ευφημιανός) και με γλωσσική παραφθορά Fabiano, ενώ η μητέρα του ονομαζόταν Aglae (ίσως Αγλαϊα). Εκτός από την παραπάνω αφηγηματική ωδή, υπάρχουν ποιήματα λαϊκού τόνου, όπως το περίφημο Ritmo di Sant Alessio (Ρυθμός του Αγ. Αλεξίου), των αρχών του ΙΒ’ αι. και έτερα μεταγενέστερων χρονικών περιόδων, σε μικρά βιβλία λαϊκού χαρακτήρα, διακοσμημένα με ξυλογραφίες.

Το υπόψη θέμα έλαβε και τη θέση του στην δραματική τέχνη του Ιταλικού θεάτρου. Γνωστή είναι μία παράσταση του Αγίου Αλεξίου που δόθηκε στη μονή του Salvatore (Σωτήρας Χριστός), στη Βενετία, στις 13 Φεβρουαρίου του έτους 1515. Στην κομψή καταπράσινη αστική ζώνη του Μεγάλου Αβεντίνου, ενός εκ των επτά λόφων της Ρώμης, ο ναός ήταν αφιερωμένος στην αρχή στον Άγιο Βονιφάτιο (675-754), Μοναχό, Απόστολο, Μάρτυρα και Αρχιεπίσκοπο της γερμανικής πόλης Mainz, ενώ μετέπειτα αφιερώθηκε, από τον Ονούριο Γ’ (1216-1227), το έτος 1217, στον Άγιο Αλέξιο, κατασκευασμένος, εκ νέου, το έτος 1750. Στον Ι’ αι. ιδρύθηκε Μονή, δίπλα στο ναό, όπου σήμερα στεγάζεται η έδρα του Ινστιτούτου Ρωμαϊκών Σπουδών. Ο Ναός αποτελείται από τρία κλίτη. Στην αρχή του αριστερού κλίτους παρατηρείται φυλασσόμενη, εντός μεγάλης γυάλινης θήκης, η ξύλινη κλίμακα, κάτω από την οποία έζησε ο Άγιος Αλέξιος, ενώ στη μέση του χώρου αυτού βρίσκεται το φρέαρ.

Οι αρχαιότερες εικονογραφικές μαρτυρίες για τον Άγιο Αλέξιο χρονολογούνται στον Η’ αι., προερχόμενες από υπόλοιπα τοιχογραφιών στην Κρύπτη της Εκκλησίας του Sant Alessio (Αγίου Αλεξίου) στη Ρώμη. Από τον όψιμο Μεσαίωνα προέρχεται η παράσταση στη Δύση της προσκυνηματικής ενδυμασίας, με την κλίμακα ως χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της εικονογραφίας του Αγίου αυτού. Τα πλείστα αναφερόμενα μνημεία εντάσσονται σε τρεις εικονογραφικές ομάδες. Στην πρώτη ομάδα διακρίνεται ο Άγιος, κάτω από την κλίμακα καθισμένος ή ξαπλωμένος (κοιμώμενος). Η δεύτερη εικονογραφική ομάδα περιλαμβάνει παραδείγματα, όπου ο Άγιος στέκεται στην κλίμακα, κρατώντας, με το ένα χέρι, κάποιο αντικείμενο παρόμοιο με πριόνι. Η τρίτη ομάδα παρουσιάζει τον Άγιο, ως προσκυνητή, χωρίς την κλίμακα. Σκηνικές απεικονίσεις του ΙΑ’ αι., με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον βίο του Αγίου, προβάλλουν οι σχετικές τοιχογραφίες στην κατώτερη Εκκλησία του Αγίου Κλήμη (San Clemeute) στη Ρώμη. Σε αυτές παριστάνονται τα γεγονότα της επιστροφής του Αγίου στην πατρική κατοικία του, μετά τη φυγή του στην Ανατολή την ημέρα του γάμου του και της επίσκεψης του Πάπα έμπροσθεν της νεκρικής κλίνης του Αγίου, ως και της απελπισίας των γονέων του.

ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ ΜΕ ΚΥΡΙΟ ΓΝΩΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ

Πολλές παραστάσεις (αγιογραφίες, ελαιογραφίες, ανάγλυφα κ. ά.) απεικονίζουν διάφορα επεισόδια από τον βίο του Αγίου Αλεξίου, όπως, η εκκλησία του San Giacomo Maggiore (Άγιο Ιάκωβος ο Μείζων) στη Bologna, που απεικονίζει τη σκηνή απόδοσης ελεημοσύνης στους πτωχούς από τον ως άνω Άγιο ή η Εκκλησία της Αγίας Αγνής στη Ρώμη (1672), όπου ο Πάπας εμφανίζεται εμπρός στον νεκρό Άγιο. Σε Ελαιογραφία στο Musee Lorrain, της γαλλικής πόλης Nancy, παρίσταται η ανεύρεση του νεκρού σώματος του Αγίου, μέσω ενός υπηρέτη που φέρει λαμπάδα, ενώ, σε άλλη ενδιαφέρουσα ελαιογραφία, στην παλαιά αίθουσα Συνόδου των Ιησουϊτών Μοναχών της γερμανικής πόλης Burghausen, του ΙΗ’ αι., πρωτοτυπεί. απεικονίζοντας τον Άγιο Αλέξιο να αποχωρίζεται από τη νύφη και να δείχνει την βρεφοκρατούσα Θεοτόκο. Γενικά, ο Άγιος Αλέξιος «ο άνθρωπος του Θεού» παρίσταται ως προσκυνητής (peregrinus), ενώ το χαρακτηριστικότερο γνώρισμά του είναι η κλίμακα, κάτω από την οποία έζησε, ασκητικά, για δέκα επτά έτη, άγνωστος στην πατρική κατοικία του.

* Ομότιμος Καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
*Αναδημοσίευση από “Ορθόδοξη Αλήθεια”