Του Πολ (Πάβελ) Λίμπερμαν, Θεολόγου
Αν το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν επέμβει άμεσα, η κατάσταση στην Ουκρανία κινδυνεύει να γίνει έρμαιο πολιτικών παιχνιδιών. Χωρίς να παραβιαστεί ο Τόμος Αυτοκεφαλίας και χωρίς περιττές συγκρούσεις, το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα μπορούσε να μεσολαβήσει για την μόνιμη επίλυση της κρίσης στο εκκλησιαστικό στην Ουκρανία με τη δημιουργία προσωρινής Εξαρχίας για να “στεγαστεί” εκείνο το κομμάτι από το ποίμνιο του Μητροπολίτη κ. Ονουφρίου, το οποίο θέλει να αποσπαστεί οριστικά από τη Μόσχα, αλλά αρνείται να ενταχθεί στην επίσημη Εκκλησία της χώρας.
Το ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα αποτελεί σημείο διαίρεσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν απαιτεί πολιτικά συνθήματα, αλλά την εκκλησιαστική κρίση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο έχει την υποχρέωση να φροντίζει για την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν μιλάμε για τα πλεονεκτήματα μιας από τις τοπικές πλευρές, αλλά για την ευθύνη του Πατριαρχείου για τη διατήρηση της ενότητας εκεί όπου οι δυνάμεις των τοπικών μηχανισμών δεν επαρκούν ή δεν λειτουργούν πλέον. Εδώ φυσικά προκύπτει η ιδέα μιας προσωρινής Εξαρχίας υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για εκείνο το τμήμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουκρανία που αναγνωρίζει ως προκαθήμενό του τον Μητροπολίτη Ονούφριο, είναι έτοιμο να διακόψει την κανονική υποταγή στη Μόσχα, αλλά για αντικειμενικούς λόγους δεν μπορεί να προσχωρήσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.
Μια τέτοια προσωρινή Εξαρχία μπορεί να γίνει ένα μέσο για την ολοκλήρωση της διαδικαστικής αντιπαράθεσης. Χωρίς να προκύψει ανταγωνισμός με την υπάρχουσα Αυτοκέφαλη Εκκλησία στην Ουκρανία και χωρίς αναθεώρηση των όρων που έχουν τεθεί στον χορηγηθέντα Τόμο, αλλά με την εφαρμογή των προβλεπόμενων εκκλησιαστικών Κανόνων – σε μια κατάσταση όπου ένας
αμερόληπτος διαιτητής είναι υποχρεωμένος να ενεργήσει για να αποκαταστήσει μια σαφή εκκλησιολογική τάξη.
Κίνδυνος πολιτικής παρέμβασης αντί της ρύθμισης μέσω εκκλησιαστικών Κανόνων
Τα τελευταία χρόνια έγινε προφανές ότι οι εσωτερικές τριβές στην ουκρανική ορθοδοξία τροφοδοτούνται από αμοιβαία δυσπιστία, ενώ οι τοπικές συγκρούσεις γύρω από τους ναούς και τις ενορίες πολλαπλασιάζονται ταχύτερα από τα σημεία πραγματικής συνεννόησης. Με τον νόμο 3894, το ουκρανικό κράτος ασκεί πίεση στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (υπό τον Μητροπολίτη κ. Ονούφριο) προκειμένου να αποσχιστεί από το Πατριαρχείο Μόσχας, δηλαδή προσπαθεί να λύσει το εκκλησιαστικό πρόβλημα με πολιτικά μέσα. Αυτό το πλαίσιο είναι επίσης βολικό για εξωτερικούς παράγοντες.
Κατά τη διαδικασία των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό του πολέμου, η Ρωσία προωθεί την ιδέα του «ειδικού καθεστώτος» για τη δομή που υποτάσσεται στο Πατριαρχείο Μόσχας. Μπορεί κανείς εύκολα να υποθέσει ότι τέτοιες διατάξεις ενδέχεται να συμπεριληφθούν στους τελικούς όρους των όποιων συμφωνιών ειρήνευσης. Τέτοιες πολιτικές φόρμουλες δεν επιλύουν το εκκλησιαστικό πρόβλημα, αλλά διατηρούν παράλληλες εκκλησιαστικές δομές για αόριστο χρονικό διάστημα. Εάν το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν προτείνει τον δικό του, εκκλησιαστικά Κανονικό τρόπο θεραπείας, θα εμφανιστεί ο πειρασμός αυτός να αντικατασταθεί από πολιτικές συμφωνίες. Αυτό ακριβώς πρέπει να αποφευχθεί — και αυτό δεν είναι μόνο δικαίωμα, αλλά και ποιμαντικό καθήκον του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Μετά τον Τόμο: Oλοκληρωμένη Αυτοκεφαλία αλλά χωρίς επίτευξη ενότητας
Η Μεγάλη Σύνοδος του 2018 στη Αγία Σοφία του Κιέβου ένωσε μέρος των Ορθοδόξων της Ουκρανίας, οι οποίοι στη συνέχεια δέχτηκαν τον Τόμο Αυτοκεφαλίας. Δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για την υπέρβαση του διαχωρισμού: οι μεν αποχώρησαν από το σχίσμα και σχημάτισαν μια αυτοκέφαλη Τοπική Εκκλησία, οι δε, απορρίπτοντας την πρόσκληση και παραμένοντας στο Πατριαρχείο Μόσχας, έχασαν ορισμένα δικαιώματα αλλά παρέμεναν κληρικοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας, συνεχίζοντας να δραστηριοποιούνται στην Ουκρανία. Εκείνοι που έλαβαν τον Τόμο είχαν ως αποστολή να ενώσουν την ουκρανική ορθοδοξία, αλλά συχνά επιλέγονταν τρόποι που αντιβαίνουν στο πνεύμα της χριστιανικής ηθικής και της ορθόδοξης εκκλησιολογίας. Η αυτοκεφαλία έχει επιτευχθεί και είναι αμετάβλητη, αλλά η ενότητα δεν έχει επιτευχθεί, επομένως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρέπει να ολοκληρώσει την αποστολή του – να συμβάλει στην ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουκρανία.
Το εκκλησιαστικό Δίκαιο ως εργαλείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο καλείται να προστατεύει την ενότητα όταν αυτή απειλείται. Στην ορθόδοξη παράδοση υπάρχουν σαφείς μηχανισμοί για αυτό – τα προνόμια του Οικουμενικού Θρόνου: η εξέταση των εφέσεων στο Πατριαρχείο και τα προνόμια του δικαστηρίου τελευταίας βαθμίδας, η έκκλητος προσφυγή καθώς και το δικαίωμα ίδρυσης Σταυροπηγίων και Εξαρχιών (ιδίως στην Ουκρανία). Αυτές δεν επιβάλλουν ξένη εξουσία, αλλά διασφαλίζουν αμερόληπτη εξέταση και συνοδεία, εκεί, όπου τα τοπικά μέσα έχουν εξαντληθεί.
Αυτοί οι μηχανισμοί έχουν θεσπιστεί και επιβεβαιωθεί στα σύγχρονα θεμελιώδη έγγραφα της Εκκλησίας και του κράτους: Ο Τόμος για την αυτοκεφαλία της Ουκρανίας διατήρησε το δικαίωμα προσφυγής στον Οικουμενικό Πατριάρχη και προέβλεψε τη δυνατότητα χρήσης των προαναφερθέντων μέσων (αποδοχή εφέσεων, δημιουργία Σταυροπηγίων και Εξαρχιών). Οι καταστατικές διατάξεις της νέας δομής στην Ουκρανία αναγνωρίζουν την προτεραιότητα του Τόμου και των διαδικασιών προσφυγής στη Μητέρα Εκκλησία – το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η συμφωνία μεταξύ της Ουκρανίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατοχυρώνει σε κρατικό επίπεδο τις διατάξεις που αποτελούν τη βάση του Τόμου.
Επομένως, ακόμη και από τυπική άποψη, η προσωρινή Εξαρχία δεν αμφισβητεί την τελεσίδικη πράξη της Aυτοκεφαλίας, αλλά βοηθά στην υλοποίησή της σε δύσκολες συνθήκες.
Η ουσία και ο σκοπός της προσωρινής Εξαρχίας
Η ουσία της πρότασης για την επίλυση του προβλήματος είναι απλή: η Εξαρχία ως μεταβατικός χώρος για την εθελοντική αποχώρηση από το Πατριαρχείο Μόσχας για όσους είναι έτοιμοι να διακόψουν τελεσίδικα τις σχέσεις τους με τη Μόσχα, αλλά για αντικειμενικούς, προσωπικούς ή ιστορικούς λόγους δεν μπορούν να αναγνωρίσουν την εξουσία του Μητροπολίτη Επιφάνιου. Ο σκοπός είναι σαφής: αρχικά να επιτευχθεί θεωρητική (αμοιβαία αναγνώριση και συμφιλίωση) και πρακτική (ευχαριστιακή ενότητα) συμβατότητα, και στη συνέχεια — θεσμική ενότητα της ουκρανικής ορθοδοξίας. Πρόκειται για ένα χώρο όπου εξασφαλίζεται η ποιμαντική συνοδεία, ελέγχεται η πειθαρχία, εναρμονίζονται τα εκπαιδευτικά πρότυπα, διορθώνονται τα καταστατικά, ρυθμίζεται η συνδιακονία -όπου αυτό δεν προκαλεί συγκρούσεις- και σταδιακά επουλώνονται οι χρόνιες πληγές. Η προτεινόμενη λύση της Εξαρχίας δεν αφορά στη δημιουργία κάποιας μόνιμης δομής αλλά μιας δομής με προσωρινό χαρακτήρα, η οποία θα πάψει να υφίσταται μόλις ολοκληρώσει τον σκοπό της.
Οφέλη για τους πιστούς, το ουκρανικό κράτος και ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο
Ένα τέτοιο βήμα δεν υποτιμά κανέναν. Όσοι είναι ήδη έτοιμοι να ενωθούν, συνεχίζουν τον δρόμο τους. Όσοι χρειάζονται χρόνο και εγγυήσεις, τις λαμβάνουν χωρίς τον κίνδυνο να βρεθούν σε «σχίσμα» ή «υπό διωγμό», ή να γίνουν αντικείμενο πολιτικών διαπραγματεύσεων ή απερίσκεπτων εκκλησιαστικών κυρώσεων. Για το κράτος αυτό σημαίνει λιγότερες συγκρούσεις και διαφανείς διαδικασίες χωρίς παρέμβαση στα σύνθετα εκκλησιολογικά θέματα, κάτι που θα βελτιώσει την εικόνα της Ουκρανίας στους διεθνείς οργανισμούς επίβλεψης που παρακολουθούν την κατάσταση της θρησκευτικής ελευθερίας στον κόσμο. Εξάλλου, υπάρχουν ήδη παρατηρήσεις για την Ουκρανία, ενώ καταγράφεται μια τάση επιδείνωσης: Στις εκθέσεις της USCIRF για το 2024 τονίστηκαν οι κίνδυνοι δυσανάλογης εφαρμογής του νόμου στον τομέα της θρησκευτικής ελευθερίας, ενώ το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου τον Δεκέμβριο του 2024 επέκρινε ορισμένες αλλαγές στη νομοθεσία ως ικανές να δημιουργήσουν υπερβολικούς περιορισμούς, καλώντας να εναρμονιστούν οι νομικές πρακτικές με τα διεθνή πρότυπα. Έτσι, μια τέτοια κίνηση θα έκανε τεράστιο καλό στην παγκόσμια ορθοδοξία αλλά και στο ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Κατ’ αρχάς θα υπήρχε μια αισθητή μείωση των βλαπτικών συζητήσεων και της πόλωσης που έχει προκύψει που με αφορμή την Αυτοκεφαλία στην Ουκρανία. Παράλληλα, θα έχανε έδαφος η προσπάθεια της Μόσχας να υπονομεύσει την πρωτοκαθεδρία του Οικουμενικού Θρόνου.
Η αρχή «χωρίς εξαναγκασμό» ως προϋπόθεση αμοιβαίας εμπιστοσύνης
Το 2018, ιδίως στο ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου της 11ης Οκτωβρίου, τονίστηκε σαφώς το απαράδεκτο της βίας και του εξαναγκασμού στις διαδικασίες ρύθμισης της εκκλησιαστικής ζωής στην Ουκρανία. Στις περιπτώσεις όπου αντί για ποιμαντική συνοδεία εφαρμόζεται διοικητική πίεση, το αποτέλεσμα είναι τυπικές «μεταβάσεις» με διαίρεση των κοινοτήτων, μέρη των οποίων συνεχίζουν να υπάρχουν ξεχωριστά και μετατρέπονται σε αδιάλλακτους αντιπάλους. Όπου εκδηλώνεται βιασύνη και στιγματισμός, προκύπτουν τραύματα, τα οποία οδηγούν ορισμένους σε «αντάρτικο».
Όλα αυτά πρέπει να τεθούν εκτός συζήτησης. Η Εξαρχία, αντιθέτως, διατηρεί την προσωπική αξιοπρέπεια όλων των πλευρών και επαναφέρει τη διαδικασία σε ένα πλαίσιο όπου το μόνο μέτρο επιτυχίας δεν είναι οι στατιστικές, αλλά η αποκατάσταση της κοινότητας της πίστης και της ζωής.
Γιατί πρέπει να δράσουμε τώρα: Ευθύνη και συνέπειες της καθυστέρησης
Η καθυστέρηση επίλυσης του ουκρανικού εκκλησιαστικού ζητήματος δημιουργεί κινδύνους που αργότερα θα επιλυθούν με πολύ μεγαλύτερη δυσκολία ή και καθόλου. Εάν το πρόβλημα δεν επιλυθεί εκκλησιαστικά, θα επιλυθεί με βάση την αρχή της πολιτικής σκοπιμότητας – και τότε τα «ειδικά καθεστώτα», που επιβάλλονται με σκοπό την εργαλειοποίηση της Εκκλησίας, μπορούν να διατηρήσουν τη διαίρεση για δεκαετίες. Αυτό θα πλήξει ολόκληρη την οικουμενική ορθοδοξία: θα αποδυναμώσει την εμπιστοσύνη μεταξύ των Εκκλησιών, θα προκαλέσει εσωτερικές διαιρέσεις στα Παλαιφάτα Πατριαρχεία και τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, θα υπονομεύσει τις αρμοδιότητες και τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θα περιορίσει τη δυνατότητα σύγκλησης πανορθοδόξων συνάξεων. Κυρίως, θα αφήσει στο κενό χιλιάδες πιστούς που είναι έτοιμοι να βγουν από την επιρροή της Μόσχας, αλλά φοβούνται να χάσουν την εκκλησιαστική τους νομιμότητα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο πάντα δρούσε σε τέτοιες καταστάσεις– και πρέπει να δράσει και τώρα, όχι ως μέρος του σύγκρουσης, αλλά ως φύλακας της ενότητας και της τάξης, που υπηρετεί την ειρήνη.
Τεχνικό πλαίσιο εφαρμογής χωρίς πολιτικοποίηση
Τεχνικά, αυτό μπορεί να γίνει συγκρατημένα και απλά. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης καθορίζει τις αρχές της προσωρινής Εξαρχίας: Εθελοντική προσχώρηση, χρονικά πλαίσια, κανόνες αλληλεπίδρασης με την ήδη υπάρχουσα τοπική Εκκλησία στην Ουκρανία, μηχανισμοί εκκλησιολογικής και πειθαρχικής εποπτείας, κανόνες επίλυσης περιουσιακών ζητημάτων αποκλειστικά με νομικά μέσα. Για να ξεκινήσει – για όσους είναι ήδη έτοιμοι να διακόψουν τη σχέση τους με το Ρωσικό Πατριαρχείο και είναι αναμφισβήτητα άξιοι – μπορούν να δημιουργηθούν πιλοτικά σχήματα υπό την άμεση εποπτεία με το καθεστώς προσωρινών Σταυροπηγίων. Στη συνέχεια, και οι περισσότερες επισκοπές με τις διοικητικές δομές τους μπορούν να διεκδικήσουν το καθεστώς της Εξαρχίας. Καθώς ωριμάζει η εμπιστοσύνη, καταρτίζεται ένα σχέδιο ενσωμάτωσης – όχι στα χαρτιά, αλλά με βάση την πραγματική κοινότητα. Όταν πληρούνται τα κριτήρια, η Εξαρχία ολοκληρώνει την αποστολή της και η ενότητα αποκτά θεσμική διάσταση.
Η πρόταση αυτή δεν αμφισβητεί τα ήδη επιτευχθέντα, δεν μεταφέρει το εκκλησιαστικό ζήτημα σε πολιτικό επίπεδο, αλλά επαναφέρει την πολιτική στη θέση που της αρμόζει: να διασφαλίζει συνθήκες ασφάλειας, σεβασμού της ελευθερίας της συνείδησης, χωρίς άμεση παρέμβαση του κράτους στις υποθέσεις της Εκκλησίας. Το πιο σημαντικό είναι ότι καθιστά αδύνατη την εκμετάλλευση της θρησκείας και της Εκκλησίας. Δεν παράγει «νικητές και ηττημένους», αλλά δημιουργεί έναν κοινό χώρο, όπου εξαφανίζεται η ανάγκη για «ειδικές καταστάσεις» και χαοτικές συμφωνίες που αγνοούν την εκκλησιολογία και τους Ιερούς Κανόνες. Η ενότητα δεν είναι τεχνική πράξη, αλλά κατάσταση του Σώματος της Εκκλησίας. Δεν μπορεί να επιτευχθεί με ταχύτητα ή πίεση. Αλλά μπορεί να προσεγγιστεί όταν ο Οικουμενικός Θρόνος αναλαμβάνει την ευθύνη να ενεργεί ακριβώς ως Πρώτος: όχι μέσω διαταγής, αλλά με κρίση· όχι με δύναμη, αλλά με ειρήνη· όχι με αποκλεισμό, αλλά με φροντίδα, που φέρνει τις πλευρές σε εγγύτητα.
Η προσωρινή Εξαρχία είναι ένα συγκρατημένο, αλλά αποφασιστικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Αν το κάνουμε σήμερα, αύριο θα μιλάμε λιγότερο για «καθεστώτα» και περισσότερο για το κοινό Δισκοπότηρο. Αυτή ακριβώς είναι η διακονία που αναμένουν σήμερα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο — μια διακονία που διατηρεί την ενότητα όχι στη θεωρία, αλλά στη ζωή.













