Από τον ΣΩΤΗΡΗ ΛΕΤΣΙΟ*
Οι μνήμες της Μικρασιατικής Καταστροφής αναβιώνουν πάντα αυτή την περίοδο. Μνήμες οδυνηρές του φθινοπώρου που συνδέονται με την ιστορία της ξακουστής σε όλο τον κόσμο Σμύρνης αλλά και τα αγιασμένα χώματα της Μικράς Ασίας. Εκεί όπου επί αιώνες οι ελληνικές κοινότητες διέπρεψαν παράγοντας σπουδαίο έργο στην οικονομία, στον πολιτισμό, στην εκπαίδευση, στην τέχνη της μαγειρικής κ.ά. Την περίοδο της ευημερίας τα σπίτια των Ελλήνων της Σμύρνης απέπνεαν την καλλιέπεια, τη νοικοκυροσύνη, την αισιοδοξία και την προοπτική των προοδευτικών ανθρώπων, που είχαν συνείδηση ότι συγχρόνως με τις δραστηριότητές τους αποτελούσαν φορείς πολιτισμού.
Ξεχωριστή αναφορά ασφαλώς θα πρέπει να γίνει για τη γυναίκα της Μικρασίας και όσα αυτή πρόσφερε κατά την περίοδο κατά την οποία ανθούσε ο Ελληνισμός στα παράλια και στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας αλλά και στα κατοπινά χρόνια, όταν οι επιζώντες από τον όλεθρο που σκόρπισαν οι Τούρκοι βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα, καταφέροντας να ορθοποδήσουν και να οικοδομήσουν από το πουθενά μια νέα ζωή. Οι γυναίκες στη Σμύρνη διακρίνονταν πρώτα από όλα για τη νοικοκυροσύνη τους. «Η γυναίκα στη Σμύρνη, ακόμη και στο πιο φτωχικό σπιτικό, ήταν αφέντρα και κυρά. Φρόντιζε για τις ανάγκες της οικογένειάς της αλλά και για να είναι όλα καλοβαλμένα και περιποιημένα» υπογραμμίζει στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» η Θέμις Παπαδοπούλου, πρώην αντιπρόεδρος και έφορος βιβλιοθήκης και μουσείων της Εστίας Νέας Σμύρνης, η οποία μέσα από την αφήγησή της συνθέτει το πορτρέτο της Μικρασιάτισσας. «Η γυναίκα της Σμύρνης ήταν επίσης ονομαστή για το καλόγουστο ντύσιμό της και την επιμελημένη εξωτερικά εμφάνισή της – ειδικά στις περιπτώσεις των γυναικών που ανήκαν στην ανώτερη οικονομικά και κοινωνικά τάξη. Ηξεραν επίσης να περιποιούνται τους φιλοξενουμένους με έναν απαράμιλλο τρόπο. Τα τραπέζια που έστρωναν ήταν άνευ προηγουμένου» σημειώνει χαρακτηριστικά η κυρία Παπαδοπούλου, ενθυμούμενη και το εξής γεγονός: «Ποτέ δεν θα ξεχάσω που η γιαγιά μου δεν μας άφηνε να καθίσουμε στο τραπέζι εάν δεν είχαμε στρώσει πρώτα έστω και ένα απλό τραπεζομάντιλο. Δεν ήταν απαραίτητα αυτό κάτι ακριβό. Μπορεί να ήταν πολύ απλό, κεντημένο όμως στο χέρι, το οποίο ξεχώριζε για την καλαισθησία και την ομορφιά του. Οσο για τα φαγητά που μαγείρευαν, ξεχώριζαν τα γιαπράκια (ντολμάδες), τα σουτζουκάκια, το ψάρι ροφός που μαγείρευαν με ειδική συνταγή κ.ά.».
Τα χαρίσματα των Μικρασιατισσών δεν περιορίζονταν στο πεδίο της γαστριμαργικής τέχνης. Ηταν αντικείμενο θαυμασμού για τη μόρφωση και τις πνευματικές τους δεξιότητες που διέθεταν σε τέτοιο βαθμό, ώστε συναγωνίζονταν με αξιώσεις τους άνδρες. Ουκ ολίγες ήταν αυτές που ασκούσαν το επάγγελμα της δασκάλας, της γιατρού, της νοσοκόμας κ.ά. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι στη Σμύρνη λειτουργούσε σχολή ισάξια με τη Σχολή του Αρσακείου στην Αθήνα, από την οποία αποφοιτούσαν γυναίκες νηπιαγωγοί και εκπαιδευτικοί. «Ηταν τόσο ικανές και άξιες εκείνες οι γυναίκες, ώστε μία από αυτές κατάφερε ακόμη πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή -και χάρη στις ικανότητές της- να αναλάβει καθήκοντα καθηγήτριας στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης» παρατηρεί η κυρία Παπαδοπούλου, συμπληρώνοντας: «Γενικά, οι γυναίκες πρωτοστατούσαν στην κοινωνική ζωή της Σμύρνης συμμετέχοντας σε συλλόγους και άλλες ομάδες, παρουσιάζοντας καθημερινά πλούσιο έργο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο άφηναν τους άνδρες εντελώς απερίσπαστους από πλευράς υποχρεώσεων, έτσι ώστε να αποδίδουν αυτοί όσο το δυνατόν καλύτερα στο δικό τους έργο».
Ανείπωτες όσο και ανυπέρβλητες οι δυσκολίες που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι γυναίκες της Μικρασίας, όταν με την ψυχή στο στόμα πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς για να γλιτώσουν από το μαχαίρι των Τούρκων. «Με το πού έφτασαν στο λοιμοκαθαρτήριο της Μακρονήσου, δέχτηκαν πολλές προσβολές. Πολλές γυναίκες τότε αυτοκτόνησαν επειδή τις κούρευαν υποχρεωτικά για λόγους υγιεινής» τονίζει η κυρία Παπαδοπούλου και προσθέτει: «Δεν μπόρεσαν αυτό να το δεχτούν, επειδή για εκείνες το μαλλί ήταν το καύχημά τους. Αυτό το θέμα έως και σήμερα ακόμη δεν είναι ευρέως γνωστό στην Ελλάδα. Εξευτελισμούς δέχτηκαν πολλούς από τους γηγενείς Ελληνες στα μέρη όπου πήγαιναν, προκειμένου να εγκατασταθούν και ξαναφτιάξουν το βιος τους. Τις αποκαλούσαν μεταξύ άλλων και «παστρικιές» (πόρνες), μόνο και μόνο επειδή πλένονταν τακτικά και φρόντιζαν τον εαυτό τους. Δείγμα της προσωπικότητάς τους ήταν πως ποτέ δεν ζητιάνεψαν, ενώ ενδεικτικό επίσης της ισχυρής τους θέλησης ήταν και το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις ανέλαβαν να χτίσουν τα σπίτια τους με τα χέρια τους. Οι Μικρασιάτισσες δίδαξαν στις Ελληνίδες την καθαριότητα και την τέχνη της μαγειρικής, τη θαλπωρή της οικογένειας, ενώ διέπρεψαν και εδώ στην επιστήμη, στις τέχνες και στα γράμματα. Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι ερχόμενες στην Ελλάδα οι γυναίκες της Μικρασίας έφεραν από τις πατρίδες τους το χώμα το οποίο αναμείχθηκε με το χώμα της Ελλάδας. Ετσι, επήλθε η επούλωση του ψυχολογικού τραύματος και το τραύμα μετουσιώθηκε σε θαύμα» καταλήγει η κυρία Παπαδοπούλου.
*αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια