Από τον ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΣΠΥΡΟΥ
Στην καρδιά του Πόρου, εκεί όπου η πίστη διασταυρώνεται με τη μνήμη και η τέχνη με τη λατρεία, ο Ιερός Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στέκει όχι μόνο ως τόπος προσευχής, αλλά και ως ζωντανός φορέας της εκκλησιαστικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ταυτότητας της τοπικής κοινότητας, αφού εκεί στεγάζεται ένα σπουδαίο κειμηλιοφυλάκιο.
Αν και το σημερινό οικοδόμημα χτίστηκε το 1973, οι ρίζες του βυθίζονται βαθιά στα χρόνια του 18ου αιώνα, κουβαλώντας στις πτυχές του χρόνου τις ανάσες και τις αγωνίες γενεών ολόκληρων.
Ο αγιασμός και τα επίσημα εγκαίνια του κειμηλιοφυλακίου πραγματοποιήθηκαν στα μέσα του Μαΐου από τον Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, κ. Εφραίμ, με την παρουσία πλήθος κόσμου.
«Ο ενοριακός Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Πόρου ανοικοδομήθηκε το 1973 στη θέση παλαιότερου, οι πρώτες φάσεις του οποίου ανάγονται πιθανότατα στα μέσα του 18ου αιώνα» αναφέρει στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» ο πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως, αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Δαρδανός και προσθέτει ότι «το σύγχρονο οικοδόμημα, νεοβυζαντινού ρυθμού, έχει εξοπλιστεί και έχει διακοσμηθεί κατά τα πρότυπα της επιστροφής στη βυζαντινή παράδοση, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στην εκκλησιαστική τέχνη της Ελλάδας από το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα και εξής».
Στην καρδιά του ναού φυλάσσεται, με προσοχή και σεβασμό, ένας πολύτιμος θησαυρός: το κειμηλιοφυλάκιο. Στεγάζεται σε ειδικά διαμορφωμένο και επισκέψιμο χώρο, σε τμήμα του γυναικωνίτη του ναού. Δημιουργήθηκε προκειμένου να διαφυλαχθούν σε ασφαλή και κατάλληλα εξοπλισμένο χώρο κειμήλια του ναού και των παρεκκλησίων του, με τη δυνατότητα αριθμητικής επαύξησής τους, π.χ. μέσω δωρεάς οικογενειακών κειμηλίων κ.λπ.
Εκεί, ανάμεσα σε αχνοφωτισμένες προθήκες και ήσυχες σκιές, ξεδιπλώνεται ένα σπάνιο μωσαϊκό εκκλησιαστικής τέχνης και τοπικής ιστορίας, που καλύπτει τρεις αιώνες πνευματικής δημιουργίας και προσωπικής ευλάβειας. Εικόνες δεσποτικές, δείγματα λαϊκής τέχνης, ιδιωτικά αφιερώματα και σκεύη παλαιών λειτουργών μαρτυρούν έναν κόσμο που έζησε με τη βεβαιότητα της πίστης και την ανάγκη να αφήσει ίχνος.
«Στο κειμηλιοφυλάκιο διαφυλάχθηκαν με επιμέλεια και σήμερα εκτίθενται -σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο- εικόνες από τις προηγούμενες φάσεις της ιστορίας του ναού.
Πρόκειται για δείγματα της μεταβυζαντινής τέχνης του 18ου-19ου αιώνα, καθώς επίσης έργα λαϊκής τέχνης της ίδιας εποχής, αλλά και έργα του τέλους του 19ου και του 20ού αιώνα που ακολουθούν το ρεύμα της φυσιοκρατικότερης απόδοσης των μορφών, σύμφωνα με τις καλλιτεχνικές τάσεις που διαμορφώθηκαν στο νέο ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του και εξής» τονίζει ο π. Νεκτάριος και κάνει γνωστό ότι «ομάδες εικόνων προέρχονται από το τέμπλο του παλαιότερου ναού.
Πρόκειται για τις μεγάλες «δεσποτικές» εικόνες της χαμηλότερης ζώνης του τέμπλου, αλλά και για σειρά μικρότερων ορθογώνιων εικόνων του «Δωδεκαόρτου», από το ανώτερο τμήμα του.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, ομάδα έργων μικρού μεγέθους, με παραστάσεις αγίων, αλλά και εορτών που εικονίζονται κάτω από ημικυκλικά τόξα, προέρχεται από μια δεύτερη σειρά εικόνων που ομοίως υπήρχε στο ανώτερο τμήμα του τέμπλου».
Παράλληλα, αναφέρει ότι πολλές από τις εκτιθέμενες εικόνες έχουν αναμφίβολα περισυλλεχθεί σε παλαιότερες εποχές προς φύλαξη από άλλους ναούς και παρεκκλήσια, ενώ άλλες προέρχονται από οικογενειακά εικονοστάσια ή μεμονωμένες αφιερώσεις.
«Η εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου (νεομάρτυς των χρόνων της Οθωμανοκρατίας που μαρτύρησε το 1800) είναι ενδεικτική της τοπικής εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας, ενώ «εικόνες – δίπτυχα Προθέσεως», με ονόματα για τη μνημόνευση κατά την προετοιμασία της θείας λειτουργίας, αντικατοπτρίζουν τμήματα της ποριώτικης κοινωνίας της εποχής τους» συμπληρώνει ο πρωτοσύγκελος της τοπικής Εκκλησίας και σημειώνει ότι στον χώρο του κειμηλιοφυλακίου εντάχθηκε και ένα μικρό σύνολο έργων μεταλλοτεχνίας, «ζυγιά» ιερών σκευών του τέλους του 19ου και – κυρίως – του 20ού αιώνα, που ανήκε στον μακαριστό π. Στέργιο Στεργίου, ο οποίος είχε γεννηθεί στον Πόρο το 1892 και ήταν εφημέριο του Ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης κατά το διάστημα 1928-1953. Το σύνολο αυτό δωρήθηκε εκ του ναού από τη Μαρούσα Γ. Μελαχροινού, θυγατέρα του μακαριστού κληρικού.
Η μελέτη οργάνωσης του κειμηλιοφυλακίου και η υλοποίηση του έργου πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 2024-2025 από τους Μηνά Χατζηχρήστου (σύμβουλο Διαχείρισης Συλλογών – συντηρητή Έργων Τέχνης) και δρ Νικόλαο Φύσσα (αρχαιολόγο, βυζαντινολόγο), με τη συνδρομή του σεβασμιότατου Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος και Τροιζηνίας, κ. Εφραίμ, με μέριμνα του ιερατικού προϊσταμένου του ναού π. Χαραλάμπους Μυλωνοπούλου και με δωρεές ευσεβών κατοίκων του Πόρου.
Επιπροσθέτως, ο π. Νεκτάριος υπογραμμίζει ότι η τοπική κοινωνία, τόσο σε επίπεδο Αρχών (δήμος κ.λπ.) όσο και σε επίπεδο ιδιωτών, αγκάλιασε με ενθουσιασμό το εγχείρημα και το υποστήριξε προβαίνοντας σε χρηματικές δωρεές που κατέστησαν εφικτή τη διαμόρφωση και τη λειτουργία του. Και μολονότι ο ναός δεν βρίσκεται στον πολυσύχναστο παραλιακό δρόμο, ήδη τον επισκέπτονται και ξένοι επισκέπτες, πράγμα που αποτελεί μεγάλη ηθική ανταμοιβή για τους κόπους και τις αγωνίες της ίδρυσής του.
Το κειμηλιοφυλάκιο του Ιερού Ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στον Πόρο δεν αποτελεί απλώς μια μουσειακή ενότητα, αλλά ένα σημείο συνάντησης μνήμης και συνέχειας. Κάθε εικόνα, κάθε σκεύος, κάθε λιγνό τεκμήριο που φυλάσσεται στους ευλαβικά διαμορφωμένους χώρους του δεν αφηγείται απλώς το παρελθόν, αλλά μαρτυρεί μια ζώσα πίστη που μεταγγίζεται από γενιά σε γενιά.
Σε μια εποχή όπου η συλλογική μνήμη απειλείται από την ταχύτητα της λήθης, ο Ναός του Πόρου και το κειμηλιοφυλάκιό του στέκουν ως ήρεμα αλλά ακλόνητα οδοδείκτες της τοπικής ταυτότητας, τιμώντας εκείνους που έζησαν, πίστεψαν, προσέφεραν και άφησαν πίσω τους ίχνη φωτός – ίχνη ελληνικά, εκκλησιαστικά, ανθρώπινα.














