Το Σάββατο 22 Μαρτίου το απόγευμα διοργανώθηκε στον Ιερό προσκυνηματικό Ναό Αγίου Δημητρίου Πολιούχου Θεσσαλονίκης, υπό την αιγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον μεγάλο Άρχοντα Πρωτοψάλτη Χρύσανθο Θεοδοσόπουλο.
Μίλησαν για την προσωπικότητα του τιμωμένου: ο κ. Βασίλειος Σπυρόπουλος, ηθοποιός του ΚΘΒΕ, ο Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, ο κ. Γεώργιος Τανιμανίδης Πρόεδρος του Σωματείου «Παναγία Σουμελά», ο κ. Παύλος Γιωγιός δικηγόρος και μαθητής του Χρυσάνθου, η κ. Δαρεία Θεοδοσοπούλου, κόρη του Χρυσάνθου και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Φιλόθεος, ο οποίος ευχαρίστησε τους ομιλητές και τη Χορωδία Ιεροψαλτών Ι.Μ. Θεσσαλονίκης «Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός» για την καλλιτεχνική επένδυση της εκδήλωσης με εκκλησιαστικούς ύμνους και μαθήματα του τιμωμένου Πρωτοψάλτη.
Ακούστηκαν μαγνητοφωνημένα αποσπάσματα από χαρακτηριστικές εκτελέσεις του αειμνήστου Χρυσάνθου, ενώ ο μαθητής του Άρχων Ιωάννης Μακρογιώργος, Πρωτοψάλτης του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναούσης έψαλε έναν ύμνο προς τιμήν του μεγάλου Διδασκάλου του.
Στην εκδήλωση παρέστη και ο Μητροπολίτης Βελεστίνου κ. Δαμασκηνός.
Ομιλία Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βεροίας
Θα μου επιτρέψετε, πριν να αρχίσω, να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου προς τον Παναγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Φιλόθεο και τους συνεργάτες του για την πρόσκληση που μου απηύθυναν να συμμετάσχω στην εκδήλωση αυτή τιμής και μνήμης προς τον μακαριστό Άρχοντα Πρωτοψάλτη Χρύσανθο Θεοδοσόπουλο.
Σας ευχαριστώ από καρδίας, γιατί μου δίδετε την ευκαιρία να καταθέσω κάποιες ταπεινές σκέψεις, αλλά κυρίως αναμνήσεις και βιώματα από την υπερδεκατετραετή άριστη συνεργασία μου με τον αείμνηστο Χρύσανθο, εδώ, στον ναό του πολιούχου και προστάτου μας Αγίου Δημητρίου, όπου διακονήσαμε με πολλή αγάπη, εκείνος ως πρωτοψάλτης αλλά και ως λογιστής του ναού και η ελαχιστότητά μου ως προιστάμενος του ναού και πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως, και ακόμη να συνεισφέρω τη μαρτυρία μου για το σπουδαίο έργο αλλά και τη χαρισματική προσωπικότητα και το ήθος του.
Διατρέξαμε ήδη και την τρίτη εβδομάδα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, στην οποία μας εισήγαγε η Αγία μας Εκκλησία με την εορτή του μεγάλου Πατρός και Θεολόγου της, του διαπρυσίου κήρυκος του Ακτίστου Φωτός και της Θείας Χάριτος, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αρχιεπισκόπου και συμπολιούχου της Θεσσαλονίκης, αλλά και συμπολιούχου της Βεροίας, θα μπορούσα να πω, καθώς ο ίδιος και οι δύο αδελφοί του ασκήτευσαν επί αρκετά έτη στη Σκήτη Βεροίας, ενώ οι δύο αδελφές του μόνασαν στην πόλη της Βεροίας, και ανεγράφησαν μαζί με τους γονείς τους, πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια, από το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας μας κατόπιν προτάσεως της Μητροπόλεώς μας.
Αποτελεί γι’ αυτό αγαθή συγκυρία ότι ο τιμώμενος σήμερα αείμνηστος Άρχων Πρωτοψάλτης της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως Χρύσανθος Θεοδοσόπουλος, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος πρωτοψάλτης του ιστορικού ναού του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου στη νεώτερη φάση της ιστορίας του, μετά δηλαδή την ολοκλήρωση της αναστηλώσεως και ανακαινίσεώς του, με σκοπό την απόδοσή του στη χριστιανική λατρεία ύστερα από πέντε σχεδόν αιώνες, διακόνησε αρχικά ως πρωτοψάλτης του ιερού Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, πριν να τοποθετηθεί σε ηλικία μόλις 30 ετών πρωτοψάλτης στον περίλαμπρο αυτό ιερό ναό του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, εδώ όπου διακόνησαν σπουδαίοι Ιεράρχες, εκλεκτοί ιερείς, διάκονοι και καλλίφωνοι ιεροψάλτες, και κήρυξαν από τον άμβωνά του διαπρύσιοι κήρυκες ιερωμένοι και λαικοί.
Ποιος όμως τους θυμάται;
Θα πρέπει να ψάξει τη μνήμη του κάποιος ή να ανοίξει την Ιστορία για να θυμηθεί τους ξεχωριστούς «υπουργούς» του Αγίου Δημητρίου.
Το θαυμαστό όμως και παράδοξο είναι ότι όλοι θυμόμαστε και όλοι θυμούνται, στη Θεσσαλονίκη και σε όλη την Ελλάδα, τον πρωτοψάλτη του Αγίου Δημητρίου, τον Χρύσανθο Θεοδοσόπουλο, τον επί 40 σχεδόν χρόνια πρωτοψάλτη του ιερού προσκυνηματικού ναού του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της Θεσσαλονίκης.
Ίσως φαίνεται υπερβολικό, όμως δεν είναι νομίζω μόνο δική μου σκέψη.
Αν παρατηρήσουμε με πνευματικά κριτήρια την παρουσία του μετά από τόσα χρόνια, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι επρόκειτο για επιλογή και κλήση του ιδίου του Αγίου μας, εντασσόμενη μέσα στο πρόγραμμα της όλης ανά τους αιώνας εποπτείας και προστασίας του για τον ναό του, τον οικοδομηθέντα επί του τόπου του μαρτυρίου του.
Και ήταν επιλογή του, διότι ως άγιος υψηλής προς τον Θεό παρρησίας, γι’ αυτό και πολλής χάριτος, γνώριζε ο Άγιος Δημήτριος ότι με το σπάνιο χάρισμά του ο Χρύσανθος θα συντελούσε στη θεία λατρεία, όχι μόνο ως προς τη μεγαλοπρέπεια που απαιτούσε το μέγα αυτό προσκύνημα της Ελλάδος, αλλά και ως προς τη συλλογική ζέουσα προσευχή του εκκλησιάσματος.
Από την πρωτεύουσα του Πόντου, την Τραπεζούντα, από μία πόλη με μεγάλη μουσική παράδοση και ευσέβεια, μεταφυτεύθηκε στη συμβασιλεύουσα και πρωτεύουσα της Μακεδονίας, τη Θεσσαλονίκη, σε χρόνια δύσκολα και κάτω από συνθήκες οδυνηρές για τον Ποντιακό Ελληνισμό και το Γένος μας ολόκληρο.
Έφερε μια διπλή κληρονομιά, αυτήν του πνευματικού του πατρός, του αειμνήστου Μητροπολίτου Τραπεζούντος και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου, του οποίου έφερε και το όνομα, αλλά και αυτήν του κατά σάρκα πατρός του, Θεοδώρου Θεοδοσοπούλου, πρωτοψάλτου της Τραπεζούντος και μαθητού του μεγάλου μουσικολόγου και πρωτοψάλτου της Τραπεζούντος Τριανταφύλλου Γεωργιάδη.
Η ζωή του ήταν συνδεδεμένη άρρηκτα με την Εκκλησία. Τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας στο αναλόγιο του ιερού ναού της Αναλήψεως του Σωτήρος, μαζί με την έμφυτη κλίση του στη μουσική και την υποδειγματική επιμέλειά του συνέβαλαν ώστε νεαρός ακόμη, όπως ακούσαμε, να κατέχει σε τέλειο βαθμό όχι μόνο τη βυζαντινή μουσική αλλά και την ευρωπαική.
Χάρισμα θείο που δεν το απέκρυψε αλλά το καλλιέργησε με ζήλο, υμνώντας ακατάπαυστα τον Δωρεοδότη Θεό όπου και εάν βρέθηκε: από το αριστερό αναλόγιο της Νέας Παναγίας μέχρι τον Μητροπολιτικό ναό της Κοζάνης στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, και από τον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στη Θεσσαλονίκη μέχρι τη Μακρόνησο, στα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας, και τέλος στον ναό του πολιούχου της Θεσσαλονίκης, τον ναό του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, με τον οποίο ταυτίσθηκε απόλυτα.
Η υψηλή και τιμητική αυτή επιλογή θα αποδείξει τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του Χρυσάνθου, την ταπεινοφροσύνη και τον σεβασμό του προς τους άλλους. Από τη μαθητεία του δίπλα στον σπουδαίο Άρχοντα Πρωτοψάλτη Κωνσταντίνο Πρίγγο, ο οποίος θα τον χαρακτηρίσει ως τον καλύτερο μαθητή και φίλο του, διδάσκεται το γνήσιο Πατριαρχικό ύφος. Αυτό θα υπηρετήσει και ο ίδιος με πιστότητα και θα το αναδείξει αξιοποιώντας το μεγάλο τάλαντο της φωνής του και τη βαθειά μουσική του κατάρτιση.
Τα δύο αυτά μεγάλα χαρίσματα θα τα αποδείξει όχι μόνο με τη σεμνή αλλά μεγαλοπρεπή παρουσία του ως πρωτοψάλτης του ιερού ναού του πολιούχου της Θεσσαλονίκης, αλλά και ως εμπνευστής της χορωδίας του ναού και του Συλλόγου ιεροψαλτών «Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός», και ως συνιδρυτής, καθηγητής και διευθυντής της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
Ήταν ο χαρισματούχος χοράρχης, ο οποίος είχε πετύχει να ακούεται ο χορός του ως μία φωνή. Όπου χρειαζόταν να αποδώσει το μέλος σε υψηλή βάση —στην οποία δύσκολα μπορούσε να φθάσει κάποιος— δεν το έκανε με ένταση και τραχύτητα για να προβληθεί η φωνή του χοράρχου, αλλά με γλυκύτητα. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα ένα αριστοτεχνικό μελώδημα, το οποίο τους μεν περαστικούς προσκυνητές εντυπωσίαζε, τους δε τακτικά εκκλησιαζομένους κατένυγε.
Γι᾽ αυτό και στον αγαπημένο ναό των Θεσσαλονικέων εκκλησιάζονταν πιστοί από διάφορα μέρη της πόλεως, αλλά και ξένοι, καθώς ο Χρύσανθος έτερπε και από ραδιοφώνου ακοές και ψυχές, μέχρις εκεί που έφθανε το σήμα του σταθμού.
Ανάλογες εντυπώσεις και αισθήματα προκαλούσαν και οι μεγαλειώδεις εμφανίσεις της πολυμελούς χορωδίας ιεροψαλτών, που εκτελούσε υπό τη διεύθυνση του Χρυσάνθου σπουδαία μαθήματα αργά και καλοφωνικά, τα οποία εξοικείωναν το κοινό της Θεσσαλονίκης με τη μεγάλη βυζαντινή μουσική μας παράδοση και με τη μουσική παράδοση της πόλεως.
Οι συναυλίες της χορωδίας στο πλαίσιο των Δημητρίων αποτελούσαν κάθε χρόνο ένα σπουδαίο πολιτιστικό γεγονός, ενώ ιστορικές παραμένουν ακόμη οι συναυλίες στο Ηρώδειο και στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας.
Βαθύς γνώστης της βυζαντινής μουσικής, όσο λίγοι στην Ελλάδα, δημιούργησε με το ύφος της ψαλτικής του τέχνης δική του σχολή, τη «σχολή του Χρυσάνθου», όπως μέχρι και σήμερα ακούεται και θαυμάζεται μέσα από το διαδίκτυο.
Είχε το μεγάλο χάρισμα του δασκάλου, διότι μπορούσε να μεταδίδει την τέχνη του με όλη της τη λεπτότητα και να μυεί τους μαθητές του στα μυστικά της. Και το κατόρθωσε χωρίς, θα λέγαμε, να το επιδιώξει, γιατί ο ίδιος δεν επιδίωκε ούτε την προσωπική προβολή ούτε την επίδειξη.
Το διέκρινε κανείς στη στάση του στο αναλόγιο, στον τρόπο με τον οποίο έψαλε, στη γενικότερη αναστροφή του. Ως άνθρωπος ήταν χαμηλών τόνων, άκρως ευγενής, ουδέποτε κατηφής, στη συναναστροφή του με τους ιερείς του ναού σεβαστικός, ανεπηρέαστος από τους επαίνους, γι᾽ αυτό και χαρακτήρας προσιτός, δίχως οίηση.
Ήταν ακόμη ο πρωτοψάλτης με το εκκλησιαστικό ήθος, και αυτό έκανε και την ψαλμωδία του και τη διδασκαλία του ελκυστική και πνευματικά ωφέλιμη για όσους τον άκουαν. Έκανε τη μορφή του και τη μελωδική φωνή του να παραμένει ανεξίτηλη στις ψυχές μας και ας έχουν περάσει 37 χρόνια από τότε που σίγησε στη γη.
Εμάς τους λειτουργούς του αγίου Θυσιαστηρίου που δεν είχαμε μουσικές γνώσεις, με τον απαράμιλλο μεταδοτικό του τρόπο, μας οδηγούσε στο να εναρμονιζόμαστε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. στη δική του ψαλμωδία, σε όλους τους ήχους.
Στον νού μας, στην καρδιά μας, σε ολάκερη την ψυχοσωματική μας ύπαρξη έχουν αποτυπωθεί οι μελωδικές παραστάσεις των ύμνων του Χρυσάνθου, που γλύκαναν την πικραμένη ζωή μας, σαν το μέλι, που αναπτέρωναν και ύψωναν την κουρασμένη ψυχή μας στη μακαριότητα.
Δεν είναι υπερβολή. Αυτό συνέβαινε.
Το διαβεβαιώνουν οι άγιοι Πατέρες. Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος. «Είναι ράθυμοι οι άνθρωποι προς το κήρυγμα και προς τα πνευματικά αναγνώσματα. Γι᾽ αυτό ο Θεός ανέμιξε τη μελωδία με τη διδασκαλία. Διότι τίποτε δεν ελευθερώνει την ψυχή από τα δεσμά και από τα κοσμικά, όσο η αρμονία και το μελωδικό άσμα».
Και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης τονίζει: «οι γιατροί το πικρό φάρμακο το αναμιγνύουν με μέλι. Έτσι τα διδάγματα της αρετής προσφέρονται ζαχαρωμένα με τη μελωδία των ύμνων». Και ο Μέγας Βασίλειος γράφει: «Όταν φεύγουν οι Χριστιανοί από τις συνάξεις, δεν κρατούν εύκολα τα αγιογραφικά μηνύματα και παραγγέλματα. Όσα όμως ακούν στους ύμνους ασυναίσθητα περνούν στην ψυχή τους. Έτσι μορφώνεται η ψυχή, γαληνεύει, μαλακώνει, σωφρονίζεται, συμφιλιώνεται με τον Θεό και με τον άνθρωπο.
Η τέρψη της μελωδίας διδάσκει απαλά και γλυκά την αλήθεια της πίστεως».
Ο Χρύσανθος δεν κήρυττε με λόγο.
Ο Χρύσανθος «ομιλούσε» με τη μελωδία του γλυκά και απαλά. Άκουες τους αρμονικούς ύμνους του και ένιωθες ότι υποχωρούσε μέσα σου το άμουσο, το παράφωνο, το παράτονο της τεντωμένης χορδής της ζωής σου.
Ευχαρίστηση και ωφέλεια, χαλάρωση και ευρυθμία, το πικρό και το μέλι, μία μελωδική ψυχαγωγία από τα γήινα πος τα ουράνια. Οι ύμνοι περιείχαν τη διδασκαλία της αρετής.
Η μελωδική φωνή του Χρυσάνθου περνούσε ανεπαίσθητα τη μελωμένη τραχύτητα της αρετής. Μέγα έργο!
Όταν έψαλε ο Χρύσανθος «Σε την φαεινήν λαμπάδα» κατέβαζε στον ναό ολοφώτεινη την Παναγία. Την έβλεπε και της χαμογελούσε. Μαζί του ριγούσαμε όλοι από συγκίνηση.
Την βλέπαμε και εμείς την Φαεινή Λαμπάδα, εδώ, κάτω από τους θόλους του Αγίου Δημητρίου.
Σαν λαμπάδα τρεμοπαίζει ακόμη η φωνή του Χρυσάνθου και αργοδιαβαίνει η απολύτως γαλήνια όψη του για πάντα.
Γαλήνια, όπως και όταν έψαλε, σαν να μην ήθελε να δίδει την εντύπωση ότι η μελωδία ήταν ανθρώπινη, σαν να μην ήθελε να επηρεάζει τη σχέση που δημιουργούσε με το ψάλσιμό του ανάμεσα στη γη και στον ουρανό, σαν να ήθελε να εκφράζει σε απόλυτο βαθμό το συναίσθημα που αναβλύζει από τους ύμνους των ιερών υμνογράφων, αλλά απαθώς.
Και αυτό είναι δύσκολο να το επιτύχει κανείς, αλλά και να το κατανοήσει όποιος δεν έχει ακούσει τον Χρύσανθο.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει την ανεπανάληπτη κατάνυξη που δημιουργούσε στις ψυχές με τους ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδος, το Δοξαστικό της Κασσιανής, το «Εξέδυσάν με τα ιμάτιά μου» και το «Ήδη βάπτεται κάλαμος», αλλά και το Εωθινό «Ιδού σκοτία και πρωί» πριν από το «Δεύτε λάβετε φως».
Ο Χρύσανθος δεν έψαλλε μόνο με την καλλικέλαδη φωνή του και τη βαθειά γνώση της ψαλτικής θεωρίας και τέχνης, έψαλλε προ πάντων με την ψυχή του, έψαλλε όπως ταίριαζε στον περικαλλή ναό του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, συνεχίζοντας την παράδοση αιώνων. Γι᾽ αυτό και έγραψε ιστορία ανεπανάληπτη, που παραμένει και θα παραμένει ανεξίτηλη.
Γι᾽ αυτό και αξιώθηκε από τον Θεό και τον μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριο να είναι παρών και να ψάλλει σε όλες τις μεγάλες στιγμές αυτού του ναού αλλά και της ιστορίας της Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα.
Είχε την τιμή και την ευλογία να είναι αυτός που έψαλε κατά την υποδοχή της τιμίας κάρας του Αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου τον Οκτώβριο του 1978, όταν επέστρεψε στην πόλη του μετά από απουσία 8 περίπου αιώνων, αλλά και την Κυριακή του Θωμά του 1980, όταν επέστρεψαν τα υπόλοιπα χαριτόβρυτα ιερά λείψανα του πολιούχου μας από το San Lorenzo in Campo της Ιταλίας.
Ήταν αυτός που έψαλε, όταν με πρωτοβουλία του αειμνήστου Μητροπολίτου Παντελεήμονος Χρυσοφάκη ανακομίσθηκαν και μεταφέρθηκαν το 1979 στον ιστορικό αυτόν ιερό ναό τα λείψανα των μακεδονομάχων Αρχιερέων και τοποθετήθηκαν στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ευθυμίου μέχρι την αποκατάσταση του ιερού Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και της Κρύπτης του Μακεδονικού Αγώνος.
Ήταν αυτός που έψαλε στην ιστορική αγρυπνία για την πρώτη επέτειο του φοβερού σεισμού της Θεσσαλονίκης, στις 20 Ιουνίου του 1979, τότε που τα πλήθη του λαού δεν κατέκλυζαν μόνο τον ναό του πολιούχου μας αλλά έφθαναν, όπως λέγεται, μέχρι την πλατεία Αριστοτέλους.
Ήταν όμως και αυτός που ύμνησε πρώτος τους Θεσσαλονικείς αγίους, τον άγιο Ευστάθιο Θεσσαλονίκης και τον άγιο Νικόλαο τον Καβάσιλα, όταν ανεγράφησαν στις Αγιολογικές δέλτους της Εκκλησίας μας και η μνήμη τους εορτάσθηκε για πρώτη φορά στον περίκλυτο αυτόν ναό.
Ήταν αυτός που έψαλε, όταν ήλθε η Κυρία Θεοτόκος από το Αγιώνυμο Όρος, το «Άξιόν εστι».
Όλες αυτές τις ιστορικές στιγμές η σεμνότητα και η ιεροπρέπεια με την οποία στεκόταν ο Χρύσανθος στο αναλόγιο και έψαλλε, τις έκαναν ακόμη πιο επιβλητικές, ακόμη πιο μοναδικές, και αποδείκνυαν ότι στο πρόσωπό του το οφφίκιο του Άρχοντος Πρωτοψάλτου της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο του απένειμε το 1975 ο αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος, είχε σημασία και αξία όχι μόνο το πρωτοψάλτης αλλά και το άρχων.
Διότι αρχοντική ήταν όλη η παρουσία και η διακονία του μεγάλου και χαρισματικού αυτού πρωτοψάλτου και διδασκάλου, του μακαριστού Χρυσάνθου Θεοδοσοπούλου, που συνδύαζε τη σοβαρότητα στη στάση του στο αναλόγιο με τη μεγαλοπρέπεια της ψαλτικής του τέχνης και την ηρεμία, τη βαθειά γνώση της βυζαντινής μουσικής και του Τυπικού της Εκκλησίας, με τον σεβασμό και τη διακριτικότητα.
Αυτές οι αρετές, αυτά τα χαρίσματα προσέδιδαν ακόμη μεγαλύτερη αξία στο ψάλσιμό του, γιατί ο Χρύσανθος έψαλλε για τον Θεό και τους αγίους, έψαλλε για να αναδείξει αυτούς και όχι τον εαυτό του, έψαλλε για να οδηγήσει με τους ύμνους του το εκκλησίασμα στην κατάνυξη και την προσευχή.
Αυτό το ζήσαμε επί πολλά χρόνια. Μας έγινε ιερό βίωμα, τόσο δυνατό, που όταν λόγω της θέσεώς μας έπρεπε να ιερουργήσουμε σε άλλους ναούς, δεν μπορούσαμε να συντονισθούμε προσευχητικά με άλλα ψαλτικά ακούσματα, όση τέχνη και αν είχαν.
Όταν τον Σεπτέμβριο του 1988 εκοιμήθη ο Άρχων, δυστυχώς, τόσο ο Παναγιώτατος Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ο Β´ όσο και η ελαχιστότης μου δεν ήμασταν εδώ, απουσιάζαμε στη Μικρά Ασία.
Όταν με το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του ναού αποφασίσαμε, την Κυριακή μετά το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του να καλέσoυμε για να ψάλει δοκιμαστικά έναν ιεροψάλτη, η φωνή και το ψάλσιμο του οποίου έμοιαζαν με του μακαριστού Άρχοντος, ο ιεροψάλτης αυτός ήταν ο κ. Ιωάννης Μακρογιώργος από τη Νάουσα.
Μετά το μνημόσυνο όμως ο Παναγιώτατος τότε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Χρυσοφάκης, μόλις είδε στο γραφείο του ναού τους δύο λαμπαδαρίους, τον Χρήστο και τον αείμνηστο Βασίλη, είπε: «Και τώρα αποφασίστε ποιος από τους δύο θα αναλάβει το δεξιό αναλόγιο και ποιος θα παραμείνει στο αριστερό».
Με την πρότασή του αυτή ο Παναγιώτατος ακύρωνε, χωρίς βέβαια να το γνωρίζει την απόφασή μας, αλλά, καθώς και οι δύο ήταν μαθητές του Χρυσάνθου, την αποδεχθήκαμε, και παρακαλέσαμε τον κ. Μακρογιώργο να έλθει να ψάλει στον ναό το επόμενο Σάββατο αντί για την Κυριακή που είχαμε συμφωνήσει.
Τότε τα Γραφεία της Μητροπόλεως ήταν ανοικτά και το Σάββατο και, επειδή δεν μπορούσα να είμαι παρών, η θεία Λειτουργία ηχογραφήθηκε, για να την ακούσω αργότερα.
Όταν την άκουσα, πραγματικά εξεπλάγην από την ομοιότητα τόσο της χροιάς όσο και της ψαλτικής. Αλλά πλέον δεν υπήρχε περιθώριο να διορισθεί πρωτοψάλτης στον ναό του πολιούχου μας. Η υπόθεση είχε τακτοποιηθεί
Όταν έξι χρόνια αργότερα η χάρη του Θεού με αξίωσε να εκλεγώ Μητροπολίτης Βεροίας και Ναούσης, την πρώτη φορά, στην ενθρόνισή μου στη Νάουσα, που πήγα στον Μητροπολιτικό ναό της Ναούσης και άκουσα τον κ. Μακρογιώργο να ψάλλει, συγκινήθηκα από την ομοιότητα με τον Χρύσανθο και στο τέλος του είπα πως ο Θεός επέτρεψε να μην έρθει στη Θεσσαλονίκη, για να τον απολαμβάνω τώρα, μέχρι σήμρα στη Νάουσα, όπου διακονεί, μεταλαμπαδεύοντας και εκείνος τη Βυζαντινή Μουσική και την ψαλτική τέχνη και συνεχίζοντας τη σχολή του Χρυσάνθου, που η φωνή του ηχεί ακόμη στα αυτιά και στην ψυχή μας.
Και όταν ακούμε και σήμερα τις μαγνητοφωνημένες Λειτουργίες των Κυριακών, η καρδιά μας γυρίζει νοσταλγικά στα χρόνια εκείνα.
Εκείνου η ζωή ήταν το αναλόγιό του και η δική μας ζωή ήταν η αγία Τράπεζα. Κοινός στόχος η δόξα του Θεού. Εμείς όμως είμαστε οι οφειλέτες στον Χρύσανθο και όχι το αντίθετο. Είμαστε παντοτεινοί χρεώστες στη μνήμη του και δεν αμφιβάλλουμε ότι, όταν εξεδήμησε, ο πρώτος που θα συνάντησε εκεί επάνω, θα ήταν η κοινή μεγάλη μας αγάπη, ο Μυροβλύτης Άγιος Δημήτριος, ως πρεσβευτής για τη σωτηρία της ψυχής του.
Ας είναι η μνήμη του αιωνία!