Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ
Ο Μάιος είναι αναμφίβολα ο μήνας της Κωνσταντινουπόλεως. 11 Μαΐου έγιναν τα εγκαίνια της Πόλης των πόλεων, 21 τιμάται η μνήμη του Ισαποστόλου ιδρυτή της Μ. Κωνσταντίνου και της μητέρας του Αγίας Ελένης, 29 Μαΐου είναι η αποφράδα μέρα της Άλωσής της. Ως ελάχιστος φόρος τιμής στην ιστορική μνήμη του Γένους, θα γίνει μια σύντομη αναφορά στην μεσαιωνική μας αυτοκρατορία.
Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε απόλυτα με τον Μ. Χατζημανώλη, ο οποίος, σε άρθρο του δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα Cognosco team υπογραμμίζει ότι το Βυζάντιο αποτελεί μοναδικό φαινόμενο αντοχής και προσαρμογής στον μεσαιωνικό κόσμο.
Με την ευκαιρία, να υπενθυμίσουμε ότι η ονομασία «Βυζάντιο» που επεκράτησε να χρησιμοποιείται για να περιγράψει την μεσαιωνική μας αυτοκρατορία, είναι εμβόλιμος από την Δύση και αδόκιμος. Η σωστή ονομασία είναι Ρωμανία, ή ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, ή αυτοκρατορία του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, πάντως σε καμία περίπτωση Βυζάντιο. Ωστόσο συμβατικά τον ανεχόμαστε, για να συνεννοούμεθα.
Η αυτοκρατορία της Ρωμανίας, που γνώρισε τόση δυσφήμιση από την Δύση, τόσο από τους παπικούς, όσο κι αργότερα από τους διαφωτιστές, υπήρξε μια από τις πιο φωτεινές περιόδους της παγκόσμιας Ιστορίας. Όσα γνωρίζουμε σήμερα ως συστατικά αυτού που λέμε κοινωνικό κράτος, έχουν τη ρίζα τους στη Χριστιανική αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως: Ευαγή ιδρύματα, ορφανοτροφεία, πτωχοκομεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία (όχι με τη σημερινή έννοια, τότε φιλοξενούνταν σ’ αυτά δωρεάν οι ανέστιοι ξένοι).
Ήταν ο τελευταίος φάρος του πολιτισμού, της ελληνορωμαϊκής κληρονομιάς και πολιτικής παραδόσεως σε έναν κόσμο τρικυμισμένο που κατακλυζόταν από τα βαρβαρικά φύλα που επέδραμαν από τον Βορρά, ή τους Πέρσες και αργότερα τους Άραβες και τους Τούρκους από την Ανατολή. Και ο φάρος αυτός διέσωσε τον πολιτισμό σε κείνους τους χαλεπούς καιρούς, περιφρουρώντας συγχρόνως την Αγία και αμώμητη Πίστη του Χριστού.
Ιδιαίτερα από τους διαφωτιστές, υπό την επήρεια των ιδεών του Γίββονα και του Βολταίρου, το Βυζάντιο θεωρήθηκε ως η παρατεταμένη περίοδος παρακμής της παλαιάς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το άτοπο αυτής της άποψης, πέρα από την ίδια την Ιστορία, το καταδεικνύει η κοινή λογική: Είναι αδύνατον μια αυτοκρατορία να επιζήσει υπό συνθήκες «διαρκούς παρακμής» για χίλια εκατό χρόνια, και μάλιστα να δημιουργήσει έναν λαμπρό πολιτισμό, όταν βρισκόταν σε μια συνεχή άμυνα εναντίον των εισβολέων που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον. Ας σημειωθεί ότι η ίδια η Κωνσταντινούπολη γνώρισε 17 πολιορκίες στη διάρκεια της Ιστορίας της.
Πολλοί ήταν οι παράγοντες που συντέλεσαν στην μακροβιότητα και την αντοχή της μεσαιωνικής μας αυτοκρατορίας. Θα επιχειρηθεί μια προσέγγιση τουλάχιστον στους πλέον σημαντικούς.
Πρώτος παράγων, εκτιμούμε ότι ήταν η πολιτισμική συνοχή του κράτους. Το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος ήταν πολυεθνικό ως προς την πληθυσμιακή του σύνθεση, αλλά ελληνικό κατά βάση ως προς τον εθνικό του κορμό, τη γλώσσα και την παιδεία του, ενώ παράλληλα ήταν ο κληρονόμος του ρωμαϊκού διοικητικού συστήματος και της νομοθεσίας. Το συγκολλητικό υλικό που συνέδεε και υπερέβαινε ταυτοχρόνως αυτά τα δύο συστατικά στοιχεία, ήταν η Χριστιανική Πίστη.
Η συμβολή του Χριστιανισμού , με το κήρυγμά του για αγάπη, αλληλεγγύη, φιλανθρωπία, δικαιοσύνη και ισοτιμία όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως φύλλου και φυλής, καθώς και η εσχατολογική προσδοκία της νέας θρησκείας, υπήρξε καθοριστική στην διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του Βυζαντινού κράτους, τόσο σε ιδεολογικό, όσο και σε θεσμικό επίπεδο.
Το πανανθρώπινο μήνυμά του ενίσχυε την ιδέα της οικουμενικότητας και η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης μπορούσε να μεταλαμπαδεύσει τον πολιτισμό της και τον συγκροτημένο τρόπο ζωής σε πολλές χώρες και γειτονικά έθνη.
Από κει και πέρα, υπάρχουν και μια σειρά άλλοι παράγοντες, που αφορούν στη γεωγραφική θέση της αυτοκρατορίας και της πρωτεύουσάς της, στο σύστημα του στρατού, τη δημόσια διοίκηση, την κοινωνική κινητικότητα, την οικονομία και την διπλωματία, έναν κλάδο που αναπτύχθηκε στο Βυζάντιο, σχεδόν με τη μορφή που τον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Η Γεωγραφική θέση της ίδιας της βασιλίδος των πόλεων, για ν’ αρχίσουμε με αυτό το στοιχείο, καταδεικνύει την πολιτική ιδιοφυΐα του ιδρυτή της Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έχοντας τον έλεγχο του Βοσπόρου, καθίσταται η πύλη μεταξύ Μεσογείου και Ευξείνου Πόντου και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους-ίσως τον πρώτο- γεωπολιτικούς κόμβους.
Αυτό επέτρεψε στην αυτοκρατορία να κυριαρχήσει στο εμπόριο και τις διεθνείς μεταφορές. Από την άλλη, η φυσική της οχύρωση, συνεπικουρούμενη και από την οχυρωματική προστασία των τειχών της, την καθιστούσαν απόρθητη από τους επίδοξους κατακτητές και της έδινε ένα τεράστιο στρατηγικό πλεονέκτημα.
Η ευελιξία σκέψης των αυτοκρατόρων, το ακαταμάχητο όπλο του «υγρού πυρός», η υψηλού επιπέδου διπλωματία, αλλά και η οικονομία με την αξιοθαύμαστη σταθερότητα
Βέβαια, η όποια γεωγραφική θέση, δεν έχει ισχύ αν δεν υποστηρίζεται και από ισχυρό και ευέλικτο στρατό, τον οποίον το Βυζάντιο τον διέθετε σχεδόν ως τα τελευταία χρόνια της ύπαρξής του. Χρειαζόταν μόνον η ευελιξία στη σκέψη των ηγετών ώστε να μη μείνει ένας στατικός θεσμός, αλλά να αναπροσαρμόζεται, ανάλογα με τις προκλήσεις των καιρών.
Την ευελιξία αυτή την διέθεταν όλοι σχεδόν οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων προερχόταν από τις τάξεις του στρατού. Η ικανότητα της έγκαιρης αναδιοργάνωσης και αποτελεσματικής στρατολόγησης, υπήρξε καθοριστική για την επιβίωση του κράτους, ενώ στο απόγειο του μεγαλείου της αυτοκρατορίας, τον 10 αιώνα, συνδύαζε με αποτελεσματικό τρόπο την άμυνα των «θεμάτων» με τον επαγγελματισμό και την ισχύ των στρατευμάτων της πρωτεύουσας. Το ναυτικό, από την άλλη, με το ακαταμάχητο όπλο του «υγρού πυρός», κατόρθωσε να ανασχέσει την επιθετικότητα των (Αράβων κυρίως) επιδρομέων και να ανακτήσει την κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο για μακρά περίοδο.
Ωστόσο, η σωστή αναδιοργάνωση της άμυνας, αλλά και της οικονομίας, απαιτούσε την ύπαρξη μιας αποτελεσματικής δημόσιας διοικήσεως, η οποία να συνδυάζει την συγκεντρωτική γραφειοκρατική εξουσία με την λειτουργική αποκέντρωση.
Όπως αναφέρει ο Στήβεν Ράνσιμαν στο βιβλίο «Βυζαντινός Πολιτισμός», η αφοσίωση στην Πολιτεία και προς τους νόμους που την δημιούργησαν, θεωρείτο αυτονόητα η βάση της κοινωνίας και χάρη σ’ αυτή την αφοσίωση διατηρήθηκε το κράτος για τόσους αιώνες.
Ακόμα και ανώτεροι αξιωματούχοι που μπορεί κάποια στιγμή να επωφελήθηκαν για να δημιουργήσουν κύρος και πλούτο, παραμερίζοντας την ευσυνειδησία, πάντοτε έβαζαν το συμφέρον της αυτοκρατορίας πάνω από το προσωπικό τους συμφέρον.
Θα πρέπει να προστεθεί ότι και στην απονομή της δικαιοσύνης πολύ λίγα παράπονα υπάρχουν από τους πολίτες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, συνεπώς οι Βυζαντινοί, σε σύγκριση με τους γείτονές τους και τους συγχρόνους τους, δεν είχαν λόγο να είναι δυσαρεστημένοι.
Παράλληλα με την στρατιωτική ισχύ, οι Βυζαντινοί φρόντισαν να δημιουργήσουν μια υψηλού επιπέδου διπλωματία. Μελετούσαν προσεκτικά την ιδιοπροσωπία των λαών που είχαν απέναντί τους και, διαπιστώνοντας τις διαθέσεις τους, φρόντιζαν να τους αναχαιτίζουν, με διαπραγματεύσεις, επιγαμίες, δημιουργία ερίδων ανάμεσα σε βαρβαρικά έθνη, εξαγωγή του μεγάλου τους πολιτισμού, που σαγήνευε τους πολιτισμικά υποδεέστερους γείτονές τους.
Αποτέλεσμα ήταν να εξουδετερώνουν την απειλή χωρίς να καταφεύγουν στη χρήση των όπλων. Στα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας, η διπλωματικές σχέσεις ήταν εκείνες που την βοήθησαν να παρατείνει την επιβίωσή της.
Ένα άλλο ουσιώδες χαρακτηριστικό, ήταν η κοινωνική κινητικότητα, σε αντίθεση με τα στεγανά μεταξύ των τάξεων της φεουδαλικής Δύσης: Εκείνος που είχε τις ικανότητες, μπορούσε να ανέλθει στα ύπατα αξιώματα, ακόμη και στον θρόνο, χωρίς να τον εμποδίζει η κοινωνική του καταγωγή.
Αυτοκράτορες όπως ο Λέων Μακέλλης, ο Ιουστίνος Α και ο ανηψιός του Ιουστινιανός, ο Λέων Γ΄, ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών και άλλοι, έφτασαν μέχρι το αυτοκρατορικό αξίωμα, παρά την ταπεινή τους καταγωγή. Η κινητικότητα αυτή απορροφούσε ενδεχόμενες κοινωνικές εντάσεις και ανανέωνε την ηγεσία, δίνοντας νέο αίμα ικανών ανθρώπων στις διοικητικές θέσεις.
Η οικονομία του Βυζαντίου παρουσίασε αξιοθαύμαστη σταθερότητα και ο βυζαντινός σόλιδος παρέμεινε σταθερό νόμισμα διεθνούς χρήσεως για επτά αιώνες, ενώ το φορολογικό σύστημα ήταν αρκετά ευέλικτο και διέθετε τους μηχανισμούς που του επέτρεπαν την ενεργοποίηση εσωτερικών πόρων και τη ρύθμιση της αγοράς.
Τέλος, η Παιδεία και η καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, είχε σαν αποτέλεσμα την παρουσία ικανών στελεχών στη δημόσια διοίκηση, στη διπλωματία, στον ανώτατο Κλήρο, ενώ διατήρησε και επαύξησε την ελληνική γραμματολογία και Φιλοσοφία, την ελληνορωμαϊκή πολιτική και νομική σκέψη. Οι μεγάλοι Πατέρες, κάτοχοι της Παιδείας αυτής, είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τα δόγματα της Ορθόδοξης Πίστης με την εκφραστική καλλιέπεια και την απαιτούμενη σαφήνεια που τους παρείχε το μοναδικό αυτό γλωσσικό όργανο.
Επιβίωσε για πάνω από χίλια χρόνια
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Μανώλης Χατζημανώλης, «Η μακροβιότητα του Βυζαντίου δεν ήταν αποτέλεσμα τύχης, αλλά ενός αποτελεσματικού και ευέλικτου μηχανισμού. Προσαρμόστηκε στις εξελίξεις, διατήρησε τη νομική και πολιτική του συνέχεια, μετέτρεψε την ιδεολογία και τον πολιτισμό σε εργαλείο εξουσίας και τη γεωγραφική του θέση σε συγκριτικό πλεονέκτημα. Επιβίωσε για πάνω από χίλια χρόνια, όχι επειδή ήταν πάντα ισχυρότερο, αλλά επειδή ήταν ικανότερο στη διαχείριση της εξουσίας, της επιρροής και της στρατηγικής θέσης του».
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”