Στη διημερίδα με τίτλο «Ομοούσιον τω Πατρί», αφιερωμένη στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, απηύθυνε χαιρετισμό ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, στο πλαίσιο των εορτασμών με αφορμή τη συμπλήρωση 1700 ετών από τη σύγκλησή της.
Όπως τόνισε, η σύγκληση της Συνόδου στη Νίκαια αποτελεί κορύφωση της «αρχεγόνου συνοδικότητος» και της «οικουμενικής συνειδήσεως» της Εκκλησίας, ταυτόχρονα δε και ανάδυση μιας νέας συνοδικής δομής και πρακτικής, αυτής της «Οικουμενικής Συνόδου».
Στην ομιλία του ανέφερε ακόμη ότι η Σύνοδος της Νικαίας αποτελεί σταθμό στη διαμόρφωση της δογματικής ταυτότητος της Εκκλησίας, παρέμεινε δε το πρότυπο για την αντιμετώπιση δογματικών και κανονικών προβλημάτων σε οικουμενικό επίπεδο.
Διαβάστε την ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου
Τιμιώτατοι αδελφοί Ιεράρχαι,
Εξοχώτατε κύριε Πρέσβυ, Γενικέ Πρόξενε της Ελλάδος εν τη Πόλει,
Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες Οφφικιάλιοι,
Ελλογιμώτατοι εισηγηταί,
Εκλεκτοί παρόντες,
Τέκνα εν Κυρίω ευλογημένα,
Με αισθήματα χαράς σας υποδεχόμεθα και σας καλωσορίζομεν εις την ιστορικήν Πατριαρχικήν Αστικήν Σχολήν Μαρασλή και εις την Διημερίδα με τίτλον «Ομοούσιον τω Πατρί», αφιερωμένην εις την Α’ εν Νικαία Οικουμενικήν Σύνοδον, εν τω πλαισίω των εορτασμών επί τη συμπληρώσει δεκαεπτά αιώνων από της συγκλήσεώς της. Ευχαριστούμεν τους ελλογιμωτάτους ομιλητάς διά την πρόθυμον αποδοχήν της προσκλήσεως και πάντας υμάς τους συμμετέχοντας, εντεύθεν, εξ Ελλάδος και αλλαχόθεν.
Εκφράζομεν την Πατριαρχικήν ημών ευαρέσκειαν προς τον Πρόεδρον, τα μέλη και τον Γραμματέα της Οργανωτικής Επιτροπής διά την συμβολήν των. Είμεθα βέβαιοι ότι αι παρουσιάσεις των ομιλητών και αι συζητήσεις θα αναδείξουν σημαντικάς πτυχάς της Συνόδου της Νικαίας και της επικαιρότητος του μηνύματός της.
Η σύγκλησις της εν Νικαία Συνόδου αποτελεί κορύφωσιν της «αρχεγόνου συνοδικότητος» και της «οικουμενικής συνειδήσεως» της Εκκλησίας, ταυτοχρόνως δε και ανάδυσιν μιάς νέας συνοδικής δομής και πρακτικής, αυτής της «Οικουμενικής Συνόδου».
Η πόλις του Κωνσταντίνου, η εγκαινιασθείσα πέντε έτη μετά την Σύνοδον της Νικαίας, έμελλε να καταστή το κέντρον της εκκλησιαστικής ζωής, όπου συνήλθον τέσσαρες Οικουμενικαί Σύνοδοι, καθοριστικαί διά την ταυτότητα και την πορείαν της Εκκλησίας εν τω κόσμω, και όπου έχει την αμετακίνητον Καθέδραν του το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ακοίμητος φρουρός της ανοθεύτου Ορθοδόξου ημών πίστεως και των πατρώων παραδόσεων.
Το Σύμβολον της Νικαίας «Πιστεύομεν…» αποτελεί διακήρυξιν της κοινής πίστεως της Εκκλησίας, προς απάντησιν εις την Αρειανικήν κακοδοξίαν, εις την οποίαν η θεολογία περί του «εν αρχή» όντος και σαρκωθέντος διά την ημετέραν σωτηρίαν προαιωνίου Λόγου του Θεού αντικατεστάθη από εν, όπως έχει λεχθή, «κοσμολογικόν φιλοσόφημα».
Είναι αξιοθαύμαστον το γεγονός ότι οι Πατέρες της Νικαίας εφήρμοσαν την αρχήν του «καινοτομείν τα ονόματα», και παρά το ότι η φιλοσοφία συνεδέθη εις τον Άρειον με «ακραίον εξελληνισμόν του Χριστιανισμού», εχρησιμοποίησαν ένα φιλοσοφικόν όρον διά την έκφρασιν της πίστεως εις την θεότητα του Λόγου του Θεού, κατορθώσαντες τον «εκχριστιανισμόν» μιάς φιλοσοφικής εννοίας, η οποία ούτω κατέστη «ακρογωνιαίος λίθος του όλου δογματικού οικοδομήματος της εν Νικαία Συνόδου» (Καλλινίκου Δελικάνη, Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, Κωνσταντινούπολις, 1930, σ. 130).
Ως γνωστόν, ο όρος ομοούσιος είναι «άγραφος» και είχε χρησιμοποιηθή υπό αιρετικών, όπως ο Σαβέλλιος και ο Παύλος ο Σαμοσατεύς. Καθώς όμως η Σύνοδος εθεώρει τον εαυτόν της αυθεντικόν φορέα της αεί ζώσης εν τη Εκκλησία εμπειρίας και παραδόσεως των Αποστόλων, και εν ακλονήτω πίστει ότι μόνος ο ομοούσιος τω Πατρί Θεός Λόγος, «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», διανοίγει, διά της σαρκώσεώς Του, εις τον άνθρωπον την οδόν της θεώσεως, δεν εδίστασε να εισαγάγη τον όρον αυτόν εις το Σύμβολόν της, διατρανώσασα την τελείαν θεότητα του Υιού και Λόγου του Πατρός, ος «ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Μέγας Αθανάσιος).
Εις τον «εκπληκτικόν όρον» θέωσις, όπως σημειώνει ο μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «δεν υπάρχει τίποτε το «φυσιοκρατικό» ή πανθειστικό… Θέωσις δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από μια εσωτερική κοινωνία των ανθρωπίνων προσώπων με τον ζωντανό Θεό. Το να είσαι με τον Θεό σημαίνει να ενοικείς «εν Αυτώ» και να συμμερίζεσαι την τελειότητά Του» («Η αθανασία της ψυχής», εις το έργον του ιδίου, Δημιουργία και Απολύτρωση, εκδ, Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 275).
Όταν ο φιλόσοφος Έγελος ασκή ακραίαν κριτικήν εις την κατανόησιν και βίωσιν της χριστιανικής πίστεως εν Βυζαντίω και θεωρεί ότι εκεί «η θρησκεία παρέμεινε αφηρημένη, ώστε «εν ονόματι των χριστιανικών δογμάτων» να εκτυλίσσωνται εμφύλιοι συγκρούσεις και εκρήξεις βίας, ως συνέβη και με την χρήσιν των όρων «ομοούσιος» και «ομοιούσιος», όπου η αντίθεσις διά το γράμμα ‘ι᾽ προεκάλεσε τον βίαιον θάνατον πολλών (G.W.F. Hegel, Vorlesungen über die Philosophie der Geschichte), αγνοεί την διόλου «αφηρημένην» ουσιαστικήν σωτηριολογικήν αναφοράν του δόγματος εν τη συνειδήσει των Ορθοδόξων. Τα δόγματα δεν είναι θεωρητικαί διατυπώσεις της πίστεως, αλλά κλήσις προς συμμετοχήν εις την εν Χριστώ ζωήν εν τη Εκκλησία, με ορίζοντα την σωτηρίαν μας.
Η Σύνοδος της Νικαίας αποτελεί σταθμόν εις την διαμόρφωσιν αυτής της δογματικής ταυτότητος της Εκκλησίας, παρέμεινε δε το πρότυπον διά την αντιμετώπισιν δογματικών και κανονικών προβλημάτων εις οικουμενικόν επίπεδον.
Η 1700η επέτειος από της πραγματοποιήσεώς της υπενθυμίζει εις την Χριστιανοσύνην τας παραδοχάς της αδιαιρέτου Εκκλησίας και την αξίαν του κοινού αγώνος κατά των παρανοήσεων της πίστεώς μας, με αμετάθετον σημείον προσανατολισμού τον αναλαβόντα την ημετέραν μορφήν, ελευθερώσαντα ημάς εκ της δουλείας του αλλοτρίου, χαρισάμενον δε ημίν ζωήν την αιώνιον, «ομοούσιον τω Πατρί» Θεόν Λόγον, διά της ενσαρκώσεως του οποίου »τον Πατέρα εγνώκαμεν και το Πνεύμα το Άγιον επεδήμησεν εν κόσμω».
Οι εορτασμοί πρέπει να συμβάλουν εις την αναζωπύρωσιν της πίστεως εις την ομοούσιον και αχώριστον Αγίαν Τριάδα και εις τον συναίδιον Πατρί και Αγίω Πνεύματι Λόγον, ως και εις τον πολλαπλασιασμόν των καρπών και των ευλογιών αυτής εν τω κόσμω.
Εκλεκτοί συμμετέχοντες εις την Διημερίδα,
Έργον της θεολογίας είναι η αποκάλυψις της σωτηριο-λογικής διαστάσεως εν παντί. Η ορθή κατανόησις των δογμάτων της πίστεώς μας και η ερμηνεία των με υπαρξιακούς όρους απαιτεί, ομού μετά της μετοχής εις το εκ-κλησιαστικόν γεγονός, ευαισθησίαν και γνήσιον ενδιαφέρον διά τον άνθρωπον και τας περιπετείας της ελευθερίας του. Εν τη εννοία ταύτη, η διατράνωσις της πίστεώς μας εις τον Τριαδικόν Θεόν και εις τον ενανθρωπήσαντα Θεόν Λόγον, τον Κύριον και Σωτήρα του κόσμου Ιησούν Χριστόν, οφείλει να συνοδεύηται από την έμπρακτον ανταπόκρισίν μας εις την προτροπήν Αυτού να καταστώμεν «πλησίον» των εμπεσόντων εις τους ληστάς και των εν ανάγκαις «ελαχίστων αδελφών» Του, μετά των οποίων εταυτίσθη ο Κύριος, συνδέσας την αιώνιον σωτηρίαν μας μετά του «εμοί εποιήσατε» (Ματθ. Κε’, 41).
Κατακλείοντες, ευχαριστούμεν άπαξ έτι πάντας υμάς, ευχόμενοι δε δαψιλή καρποφορίαν των εργασιών της Διημερίδος, επικαλούμεθα εφ’ υμάς την πλουσιόδωρον χάριν και το αμέτρητον έλεος του εν Τριάδι προσκυνουμένου Θεού.
Φωτό: Νίκος Παπαχρήστου