Την αναγκαιότητα του διαλόγου “ως τον μόνο δρόμο για την αποκατάσταση της ενότητας μεταξύ των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών”, επισήμανε σε επιστολή του ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλος.
Οι δηλώσεις αυτές έρχονται σε συνέχεια της επιστολής του Πατριάρχη Μόσχας Κυρίλλου, με την οποία απηύθυνε επίσημες εκκλήσεις προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, καταδικάζοντας το νομοσχέδιο που εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο της Εσθονίας, και το οποίο ουσιαστικά εισηγείται την διακοπή των σχέσεων της Εσθονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Πατριαρχείο Μόσχας.
Ειδικότερα, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλος Γ΄ στην απάντησή του εξέφρασε τη βαθιά του ανησυχία για τις πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις στην Εσθονία: «Παρακολουθούμε στενά τις εξελίξεις στην Εσθονία», σημείωσε ο Πατριάρχης Θεόφιλος στην επιστολή του. «Εδώ στα Ιεροσόλυμα, γνωρίζουμε καλά τι σημαίνει παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας.»
Ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων τόνισε ότι η κατάσταση στην Εσθονία αναδεικνύει την επείγουσα ανάγκη για ενότητα μεταξύ των Προκαθημένων της Ορθόδοξης Εκκλησίας: «Πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο διάλογος παραμένει ο μόνος δρόμος για την αληθινή ειρήνη και την αποκατάσταση της ενότητας μεταξύ των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών.»
Ο Πατριάρχης Θεόφιλος επανέλαβε τη βούληση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων να συνδράμει, στο μέτρο του δυνατού, τους πιστούς της Εσθονίας: «Είμαστε έτοιμοι να προσφέρουμε κάθε δυνατή βοήθεια στους αδελφούς και τις αδελφές μας στην Εσθονία.»
Κλείνοντας την επιστολή του, εξέφρασε την ελπίδα για αποκατάσταση της ενότητας της Ορθοδοξίας: «Προσευχόμαστε ώστε στο εγγύς μέλλον, η Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας να επανέλθει στην πλήρη ενότητά της.»
Υπενθυμίζεται ότι το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων είχε ήδη δημοσιεύσει επίσημη δήλωση στον ιστότοπό του στις 30 Απριλίου 2025, καταγγέλλοντας τον χαρακτήρα του νομοσχεδίου της εσθονικής Βουλής.
Εϊχε προηγηθεί η αντίδραση της Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία απέρριπτε ως «ανεδαφικό» τον ισχυρισμό που προβάλλεται στο νομοσχέδιο ότι «ο δεσμός των ορθοδόξων χριστιανών της Εσθονίας με το Πατριαρχείο Μόσχας δημιουργεί απειλή για την ασφάλεια του εσθονικού κράτους, το συνταγματικό καθεστώς και τη δημόσια τάξη στη χώρα».