Από τον Γιάννη Ζάννη
Το κήρυγμα του Αποστόλου των Εθνών στην πόλη των φιλοσόφων δεν βρήκε μεγάλη απήχηση, όπως φαίνεται και στην περιγραφή του Ευαγγελιστή Λουκά στο βιβλίο των «Πράξεων».
Οι φιλόσοφοι ή οι φιλοσοφούντες των Αθηνών παραξενεύονταν από το «ξένο άκουσμα», που ερχόταν σε αντίθεση τόσο με την παγανιστική λατρεία όσο και με τη λογική προσέγγιση, την οποία υπερέβαινε: «Τινὲς δὲ καὶ τῶν Ἐπικουρείων καὶ Στωϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· Τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· Ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς».
Κάλεσαν λοιπόν τον Απόστολο Παύλο στο βήμα του Αρείου Πάγου για να εξηγήσει στους σοφούς της Αθήνας την καινούργια αυτή διδασκαλία: «Ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἄρειον Πάγον ἤγαγον, λέγοντες· Δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή; ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι».
Πολλοί κινήθηκαν από περιέργεια και μόνο, γιατί τους άρεσε να λένε και να ακούν καινούργια πράγματα: «Ἀθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι ἢ ἀκούειν καινότερον».
Ο σαγηνευτής των εθνών άρπαξε την ευκαιρία και τους μίλησε με τρόπο που μπορούσαν να καταλάβουν: «ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων (…) ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν, ζητεῖν τὸν Κύριον εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ’ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασιν· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέ».
Ωστόσο, όταν έφτασε στο πιο ουσιώδες της χριστιανικής πίστης, στην εκ νεκρών ανάσταση, οι φιλόσοφοι αντέδρασαν. Αυτό που άκουγαν υπερέβαινε την ανθρώπινη λογική και προκάλεσε σε άλλους τον χλευασμό και σε άλλους την απόρριψη:
«Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου».
Ωστόσο, δεν έλειψαν και εκείνοι που πίστεψαν στο κήρυγμα του Ευαγγελίου και ακολούθησαν τον Απόστολο Παύλο – λίγοι, αλλά εκλεκτοί. Ο ιερός Ευαγγελιστής αναφέρει μόνο δύο ονόματα, ωστόσο δεν παραλείπει να διευκρινίσει ότι υπήρχαν και άλλοι, και μεταξύ αυτών μία γυναίκα: «Τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς».
Ποιοι ήταν οι πρώτοι εκείνοι Αθηναίοι που δέχτηκαν την πίστη του Χριστού; Τόσο ο Άγιος Ιερόθεος, ο οποίος δεν κατονομάζεται στις «Πράξεις», όσο και ο Άγιος Διονύσιος, ο οποίος κατονομάζεται, ήταν Αθηναίοι, και μάλιστα εκ των επιφανών, αφού ήταν δύο εκ των εννέα μελών του Αρείου Πάγου.
Ο Άγιος Ιερόθεος ήταν ο πρώτος Επίσκοπος της πόλεως των Αθηνών, χειροτονηθείς από τον ίδιο τον Απόστολο Παύλο. Μάλιστα, ο Άγιος Διονύσιος, που τον διαδέχθηκε αργότερα στον επισκοπικό θρόνο, μιλά στα συγγράμματά του με μεγάλο σεβασμό για τον προκάτοχό του, ονομάζοντάς τον δάσκαλό του. Ωστόσο, στις «Πράξεις» ο Άγιος Ιερόθεος δεν κατονομάζεται – περιλαμβάνεται στους υπόλοιπους, τους λιγοστούς Αθηναίους που πίστεψαν στο αποστολικό κήρυγμα.
Στον «Συναξαριστή» του Μ. Γαλανού επισημαίνεται ότι φαίνεται πιθανότερο ο Άγιος Ιερόθεος να διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη από τον Άγιο Διονύσιο, διότι φαίνεται παράδοξο να μην αναφέρεται ονομαστικά στις «Πράξεις» μια τέτοια προσωπικότητα, που μάλιστα ήταν ο πρώτος Επίσκοπος των Αθηνών.
Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη άποψη, η οποία, ταπεινώς φρονούμε, ευσταθεί περισσότερο και αναφέρεται από τον Ευθύμιο Ζυγαδινό: ο Άγιος Ιερόθεος είχε ήδη κατηχηθεί από τον Απόστολο Παύλο, πριν μιλήσει στο βήμα του Αρείου Πάγου, όταν περιερχόταν την «κατείδωλον» Αθήνα και συνομιλούσε με τους πολίτες της: «Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν. διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας». Έτσι, όταν, λίγες μέρες μετά, ο Απόστολος μίλησε από το βήμα του Αρείου Πάγου, ο Ιερόθεος ήταν ήδη χριστιανός (ή τουλάχιστον κατηχούμενος), οπότε δεν περιλαμβάνεται σε αυτούς που πίστεψαν μετά το κήρυγμα στον Άρειο Πάγο.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, επρόκειτο περί ανδρός εγνωσμένης αγιότητας και κάτοχο υψηλής παιδείας, ο οποίος εργάστηκε με ζήλο για το ποίμνιό του. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Οκτωβρίου.
Για την πρώτη Αθηναία χριστιανή, η μόνη γραπτή αναφορά που υπάρχει είναι αυτή των «Πράξεων». Προφανώς επρόκειτο για εξέχουσα προσωπικότητα ευγενούς καταγωγής, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι συμπεριλήφθηκε με τους δυο επιφανείς Αρεοπαγίτες, με τους οποίους πιθανότατα σχετιζόταν.
Υπάρχει μια υπόθεση ότι το όνομά της είναι παραφθορά του ιουδαϊκού Θάμαρ, αλλά δύσκολα τεκμηριώνεται, διότι η επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου στη συναγωγή της Αθήνας αναφέρεται ακροθιγώς, εν αντιθέσει με τις αντίστοιχες της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας, οι οποίες, όπως φαίνεται, εκπροσωπούσαν πολυπληθείς εβραϊκές κοινότητες. Κάτι τέτοιο δεν βλέπουμε να συμβαίνει στην Αθήνα. Αλλωστε, θα ήταν περίεργο μια Ιουδαία γυναίκα να βρίσκεται ως ακροάτρια στον Αρειο Πάγο.
Πιθανότατα χειροτονήθηκε διακόνισσα της πρώτης Εκκλησίας των Αθηνών και αφιέρωσε τη ζωή και την περιουσία της στην υπηρεσία της Εκκλησίας, ασκώντας ιεραποστολικό και κοινωνικό έργο. Δεν γνωρίζουμε ποιο υπήρξε το τέλος της. Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη της μαζί με του Αγίου Διονυσίου στις 3 Οκτωβρίου.
Τελευταίο αφήσαμε τον Άγιο Διονύσιο. Τελευταίο κατά σειρά, όχι όμως κατά την αξία, αφού αυτός είναι ο γνωστότερος και επιφανέστερος Αθηναίος χριστιανός και επίσκοπος της πόλης.
Ένα εκπαιδευτικό ταξίδι στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου φαίνεται ότι στάθηκε αφορμή της πρώτης γνωριμίας του με τον Χριστό: ήταν άνοιξη, ημέρα Παρασκευή, όταν στις 12 το μεσημέρι σκοτίστηκε ο ήλιος και το σκοτάδι αυτής της ασυνήθιστης έκλειψης διήρκεσε τρεις ώρες, ως τις 3 το μεσημέρι. Είναι αυτό που περιγράφει το Ιερό Ευαγγέλιο: «Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γὴν ἕως ὥρας ἐνάτης».
Αρκετά χιλιόμετρα ανατολικότερα, λίγο έξω από την πόλη της Ιερουσαλήμ, ο Σωτήρας άφηνε την τελευταία Του πνοή στον Σταυρό. Ο νεαρός Αθηναίος πλατωνικός φιλόσοφος, συγκλονισμένος από το τρομερό εκείνο σημείο, αναφώνησε «ἢ θεὸς πάσχει ἢ τὸ πᾶν ἀπόλλυται» (ή κάποιος θεός υποφέρει ή χάνεται το παν). Σημείωσε προσεκτικά την ημέρα και την ώρα που έζησε τη συγκλονιστική εκείνη εμπειρία. Ετσι, όταν λίγα χρόνια αργότερα άκουσε τον Απόστολο Παύλο να μιλά για τον Χριστό, δεν είχε πλέον καμιά αμφιβολία για την αλήθεια και την εγκυρότητα της «καινής διδαχῆς», που ξένιζε στα αυτιά των άλλων φιλοσόφων.
Ο πρώην Αρεοπαγίτης έγινε τώρα ο ποιμένας της Εκκλησίας των Αθηνών και διακόνησε το ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε ο Θεός με ταπείνωση και αυταπάρνηση. Μετέβη στα Ιεροσόλυμα, όπου γνώρισε τη Μητέρα του Κυρίου. Εκστασιασμένος από την παρουσία Της και την Αγιότητά Της, είπε ότι «το παρουσιαστικό Της, τα χαρακτηριστικά Της, η όλη εμφάνισή Της μαρτυρούν ότι είναι πράγματι Μητέρα Θεού».
Ξαναπήγε στα Ιεροσόλυμα και κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου, όπως μαρτυρεί ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, με τρόπο υπερφυή, αρπαγείς υπό νεφέλης, μαζί με τους Αγίους Ιερόθεο και Τιμόθεο, προκειμένου να μεταβούν στη Γεθσημανή και να κηδεύσουν το Πανάγιο σώμα Της.
Συνέγραψε έργα υψηλής θεολογίας («Περί Ουρανίου Ιεραρχίας» και «Περί Θείων Ονομάτων»), στα οποία γίνεται συνεχής αναφορά από μεταγενέστερους πατέρες της Εκκλησίας.
Ο μεγάλος αυτός μύστης των αρρήτων τελειώθηκε μαρτυρικά στην πυρά, κατά τη διάρκεια του διωγμού του Δομιτιανού. Εσφαλμένα ταυτίστηκε με τον Άγιο Διονύσιο, ιδρυτή της Εκκλησίας των Παρισίων, ο οποίος μαρτύρησε δι’ αποκεφαλισμού τον 3ο αιώνα. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, έζησε και μαρτύρησε στην πόλη του, την Αθήνα, περί το 95 μ.Χ., όπως αναγράφεται στο «Συναξάρι» της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως: «οὗτος ὁλοκαυτοῦται ἐν πυρί συλληφθείς ὑφ’ ἑλλήνων» (σ.σ.: Ο όρος «Ελληνες» δεν αναφέρεται στο έθνος των Ελλήνων. Έτσι ονομάζονταν οι ειδωλολάτρες γενικώς, οι εθνικοί.).
Αυτοί υπήρξαν οι πρωτοπόροι της συνάντησης Ελληνισμού και χριστιανισμού. Τα κείμενα του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου δείχνουν ότι ο συγγραφέας τους είναι άριστος γνώστης της αρχαίας φιλοσοφίας, και μάλιστα της πλατωνικής, δεν είναι όμως πλατωνιστής. Προσλαμβάνει την αγωνία, το οντολογικό αδιέξοδο του Πλάτωνα και όλων των αναζητητών του Θεού κατά την αρχαιότητα, φιλοσόφων, τραγικών ποιητών, αλλά και απλών ανθρώπων, και την κατευθύνει προς την σωστή οδό.
Την οδό που οδηγεί στην πύλη της ασάλευτης βασιλείας, όπου θα συναντήσουν τον άγνωστο Θεό, που με τόση αγωνία αναζητούσαν, τον αληθινό Θεό, που τους κήρυξε ο μέγας Απόστολος των Εθνών:
«Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη· Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ· διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, Ἀγνώστῳ θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν».
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»














