Οι Όσ. Νικήτας, Ιωάννης και Ιωσήφ από τη Χίο έζησαν στα τέλη του 10ου αι. μ.Χ. Ασκήτευαν σε σπηλιά και με τη συνδρομή του Κωνσταντίνου Μονομάχου έκτισαν το μεγαλοπρεπές μοναστήρι η οικοδόμηση του οποίου διήρκεσε δώδεκα έτη
Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ
Στο Συναξάριο της 20ης Μαΐου, αναγράφονται μεταξύ άλλων και τα εξής: «Τῇ εἰκοστῆ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Νικήτα, Ἰωάννου καὶ Ἰωσὴφ, τῶν ἐν τῶ Προβατείω ὄρει τῆς Χίου ἀσκησάντων καὶ κτητόρων τῆς ἐν Χίῳ Ἱερᾶς Νέας Μονῆς».
Οι όσιοι έζησαν τον 10ο αιώνα μ. Χ. στη Χίο. Το όνομά τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το μεγαλύτερο μοναστήρι της Χίου, την Βασιλική και Πατριαρχική Σταυροπηγιακή Νέα Μονή.
Στα χρόνια που βασίλευε ο Μιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγών στην Κωνσταντινούπολη, μόναζαν στο μαναστήρι του Αγίου Γεωργίου Συκούντος (σημερινό Άγ. Γεώργιο Συκούση) στη Χίο τρεις μοναχοί, οι αδελφοί Νικήτας και Ιωάννης και ο συνασκητής και κατά πάντα ομόψυχός τους Ιωσήφ.
Ζούσαν με ακρότατη νηστεία, αγρυπνία και προσευχή σε μια σπηλιά που βρισκόταν πάνω από το μοναστήρι. Η σπηλιά αυτή επρόκειτο αρκετούς αιώνες αργότερα να μετατραπεί σε ναό και στη συνέχεια να ιδρυθεί η μέχρι σήμερα υφισταμένη Ιερά Σκήτη των Αγίων Πατέρων, αφιερωμένη στους τρεις αυτούς μεγάλους ασκητές.
Το σημείο είναι βραχώδες και την εποχή εκείνη ήταν και δύσβατο και λόγω της θέσης του είναι εκτεθειμένο στους ανέμους. Ωστόσο το απαράκλητο του τόπου δεν έκαμψε τους τρεις οσίους ασκητές από τον πνευματικό τους αγώνα.
Κάτω από το βουνό που ήταν το ασκητήριο, απλωνόταν μια δασωμένη περιοχή. Μετά από κάποιο διάστημα της παραμονής τους στην σπηλιά, οι Πατέρες άρχισαν να βλέπουν την ώρα που άρχιζε να νυχτώνει ένα παράξενο φως που έλαμπε μέσα στο δάσος. Καθώς η εμφάνιση του μυστηριώδους φωτός συνεχιζόταν επί αρκετό χρονικό διάστημα, οι τρεις ασκητές θέλησαν να μάθουν τι ήταν και από πού προερχόταν. Ήταν ένα φυσικό φαινόμενο; Ήταν μια ουράνια αποκάλυψη; Ή επρόκειτο για ένα από τα τεχνάσματα του πονηρού για να πλανήσει τους ασκητές του Χριστού;
Κατέβηκαν λοιπόν στο δάσος, για να εντοπίσουν το σημείο απ’ όπου προερχόταν εκείνο το φως. Όσο όμως πλησίαζαν στην πηγή που το εξέπεμπε, τόσο εκείνο χανόταν με αποτέλεσμα να μη μπορούν να το εντοπίσουν.
Πήραν λοιπόν μια τολμηρή απόφαση: Να βάλουν φωτιά σε κείνο το άγριο δάσος (δεν ήταν καλλιεργημένη περιοχή, αλλά ρουμάνι) σκεπτόμενοι πως, αν επρόκειτο για σημείο από τον Θεό, ο τόπος δεν θα καιγόταν.
Πράγματι, υλοποίησαν την απόφασή τους. Τα δέντρα και οι άγριοι θάμνοι άρχισαν να καίγονται και η φωτιά να εξαπλώνεται. Ωσότου έφτασε μπροστά σε μία μυρτιά. Εκεί η φλόγα στάθηκε και έσβησε. Οι πατέρες πλησίασαν και είδαν με έκπληξη ότι η μυρσινιδιά εκείνη είχε μείνει εντελώς άθικτη, σαν την βάτο του Μωυσή, και ενώ όλα τα γύρω δέντρα και οι θάμνοι είχαν κατακαεί, εκείνης δεν είχαν υποστεί τον παραμικρό μαρασμό τα φύλλα και ο κορμός της.
Η μυρτιά εκείνη στάθηκε σαν ένα τείχος στην ορμή της φλόγας, που δεν την άφησε να εισχωρήσει στο υπόλοιπο δάσος. Οι πατέρες πλησίασαν και περιεργάζονταν το παράδοξο γεγονός. Και είδαν στα κλαδιά της μυρσίνης μια εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όμως η Παναγία ήταν ιστορημένη μόνη, δίχως να βαστάζει τον Χριστό. Τα χέρια Της και η όλη κίνηση του προσώπου Της ήταν σε στάση ικεσίας. Πως βρέθηκε εκεί αυτή η εικόνα; Το ερώτημα αυτό παραμένει αναπάντητο. Δύο είναι τα πιθανότερα ενδεχόμενα: Ή είχε μείνει εκεί κρυμμένη από τον καιρό της εικονομαχίας, όπως είχε συμβεί και με άλλες εικόνες, που οι κάτοχοί τους θέλησαν να τις προστατεύσουν από τη μανία των διωκτών, ή κάποιος ασκητής αρχαιότερος των Αγίων Πατέρων την άφησε εκεί. Δεν αποκλείεται όμως και η περίπτωση να έφυγε μόνη, θεία δυνάμει, από κάποιο άλλο μέρος, υποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό η Κυρία Θεοτόκος ότι στο σημείο αυτό που βρέθηκε η εικόνα Της επιθυμούσε να γίνει μοναστήρι στη Χάρη Της.
Οι Πατέρες αρχικά πήραν την εικόνα στο σπήλαιο που ασκήτευαν, αποδίδοντάς της όλες τις πρέπουσες τιμές. Όμως η εικόνα την άλλη μέρα βρέθηκε και πάλι στα κλαδιά της μυρσίνης απ’ όπου την είχαν πάρει. Οι Άγιοι την έφεραν πίσω, αλλά την άλλη μέρα την βρήκαν και πάλι στα κλαδιά της μυρσίνης. Αυτό επαναλήφθηκε κάποιες ακόμα φορές, ώσπου οι Πατέρες κατάλαβαν ότι το θέλημα της Θεοτόκου ήταν να μείνει εκεί που ευδόκησε εξ αρχής και εκεί να χτιστεί Μονή εις τιμήν και δόξαν Αυτής.
Οι Πατέρες έκαναν αμέσως αυτό που είχαν τη δυνατότητα να κάνουν. Έκτισαν στο σημείο που ήταν η μυρσίνη ένα μικρό εκκλησάκι που αφιέρωσαν στην Παναγία και τοποθέτησαν εκεί την Θεομητορική εικόνα, αναπέμποντας ευχαριστήριους ύμνους στη Μητέρα του Θεού που τους την φανέρωσε.
Την εποχή εκείνη βρισκόταν εξόριστος στην Μυτιλήνη ένας επιφανής αξιωματούχος της αυτοκρατορίας ο οποίος είχε περιέλθει στην δυσμένεια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄, ο Κωνσταντίνος , «ὁ τοῦ Θεοδοσίου παῖς, ῥίζης ἀρχαίας τῶν Μονομάχων», όπως τον περιγράφει ο Μιχαήλ Ψελλός.
Η εμφάνιση της Παναγίας και η ανέγερση ναού προς τιμήν της σύμφωνα με το πρότυπο του εν Κωνσταντινουπόλει ναού των Αγίων Αποστόλων
Οι τρεις Πατέρες, ο Νικήτας ο Ιωσήφ και ο Ιωάννης, φυσικά δεν γνώριζαν καν την ύπαρξή του, αφού ούτως ή άλλως δεν ενδιαφέρονταν για τα του κόσμου, αλλά ούτε τα σημερινά μέσα επικοινωνίας και πληροφόρησης υπήρχαν την εποχή εκείνη. Όμως η Θεοτόκος τους εμφανιζόταν σε ενύπνιο και τους πρόσταζε να μεταβούν στη Μυτιλήνη και να βρουν τον εξόριστο Κωνσταντίνο Μονομάχο, διότι επρόκειτο σύντομα να ανέλθει στον αυτοκρατορικό θρόνο. Από εκείνον θα ζητούσαν βοήθεια για να κτίσουν τη μεγαλόπρεπη μονή που ήθελαν να αφιερώσουν στην Θεοτόκο.
Πράγματι, οι πατέρες μετέβησαν στη Μυτιλήνη και βρήκαν τον εξόριστο Κωνσταντίνο. Τον παρηγόρησαν, του προείπαν ότι σύντομα θα γινόταν εκείνος αυτοκράτορας και του εξιστόρησαν τα όσα θαυμαστά είχαν βιώσει με την εικόνα της Θεοτόκου και του εξήγησαν ότι ήταν ανάγκη η εικόνα να θησαυριστεί σε έναν ευρύχωρο και μεγαλόπρεπο ναό, αντάξιο των βασιλικών τιμών.
Ο Κωνσταντίνος του υποσχέθηκε ότι θα αναλάμβανε με δικά του έξοδα την ανέγερση της Μονής και του καθολικού της μόλις θα έπαιρνε την εξουσία και ως επίσημη διαβεβαίωση, ως ενέχυρο ότι δεν θα λησμονούσε την υπόσχεσή του, τους έδωσε το δακτυλίδι του. Το 1045, όταν η αυγούστα Ζωή μένει μόνη στον θρόνο, ανακαλεί από την εξορία τον Κωνσταντίνο, ο οποίος γίνεται σύζυγός της και αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος.
Οι πατέρες έσπευσαν στην Κωνσταντινούπολη και υπενθύμισαν στον αυτοκράτορα την υπόσχεσή του. Ο Κωνσταντίνος έστειλε αμέσως στην Χίο τους καλύτερους καλλιτέχνες και έναν εκλεκτό αρχιτέκτονα, με την εντολή να οικοδομήσουν τον ναό κατά το πρότυπο του εν Κωνσταντινουπόλει ναού των Αγίων Αποστόλων. Η οικοδόμηση διήρκεσε δώδεκα έτη (1045-1057). Ο καλλωπισμός του ήταν ιδιαίτερα λαμπρός, κοσμημένος με μαρμάρινες στήλες στις οποίες διακρινόταν το πορφυρό χιώτικο μάρμαρο. Τα ψηφιδωτά του ήταν ίσως τα καλύτερα σε όλο τον Ελλαδικό χώρο. Επειδή υπήρχαν ήδη τα παλαιά, πιο λιτά κτίσματα που είχαν κτίσει οι τρεις Πατέρες, το μεγαλόπρεπο οικοδόμημα που τα αντικατέστησε ονομάστηκε Νέα Μονή. Ο Κωνσταντίνος Μονομάχος διασφάλισε τα προνόμιά της με χρυσόβουλα, τα οποία ανανέωσαν και διεύρυναν οι αυτοκράτορες που τον διαδέχθηκαν, του Ισαακίου Κομνηνού, του Κωνσταντίνου Δούκα, του Ρωμανού Διογένη, του Νικηφόρου Βοτανειάτη και αργότερα του Ανδρόνικου Παλαιολόγου.
Οι πειρασμοί φυσικά, δεν έλειψαν. Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Θ΄ οι τρεις πατέρες διαβλήθηκαν ως κακόδοξοι και δυσσεβείς στον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο. Οι κριτές πίστεψαν στις συκοφαντίες και εξόρισαν τον Νικήτα και τον Ιωάννη. Ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός επανεξέτασε την υπόθεσή τους και τους δικαίωσε, ενώ επικύρωσε τα προνόμια που ήδη τους είχαν παραχωρηθεί.
Ο άγιος Νικήτας αναχώρησε πρώτος για την ουράνια Βασιλεία, στις 20 Μαΐου και μετά από λίγο τον ακολούθησε ο άγιος Ιωάννης. Τελευταίος εξεδήμησε ο άγιος Ιωσήφ, δοκιμάζοντας κι εκείνος τον πειρασμό της συκοφαντίας. Κατηγορήθηκε ότι αυτός και οι μοναχοί ζούσαν τρυφηλό βίο και σπαταλούσαν το χρήμα της Μονής, γι’ αυτό και καθυστερούσαν την πληρωμή των φόρων. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ΄ ο Διογένης κάλεσε τον άγιο Ιωσήφ στη Κωνσταντινούπολη για να διερευνήσει την υπόθεση. Διαπίστωσε την αθωότητα των μοναχών, επικύρωσε με τη σειρά του τα χρυσόβουλλα των προκατόχων του, ενώ τον συκοφάντη τον συγχώρεσε, ορίζοντας να φύγει και να μεταβεί όπου ήθελε.
Ήρθαν όμως τα δύσκολα χρόνια για την αυτοκρατορία μας. Η Χίος, ακολουθώντας την τραγική μοίρα όλου του Γένους, έπεσε στα χέρια ξένων κατακτητών. Πρώτα των Γενουβέζων, που ήταν και η δυσκολότερη περίοδος για τους Ορθόδοξους του νησιού. Η Νέα Μονή έχασε τα πλουσιότερα κτήματά της και περιήλθε σε δεινή κατάσταση.
Η Οθωμανική κυριαρχία υπήρξε ευνοϊκότερη για τους Ορθόδοξους και οι Σουλτάνοι με φερμάνια τους επικύρωσαν τα προνόμια της Μονής, που γνώρισε νέα ακμή. Ως το 1822, όταν η ατυχής επανάσταση πνίγηκε στο αίμα και η Μονή καταστράφηκε κατά μεγάλο μέρος. Η επόμενη μεγάλη καταστροφή έγινε με τον μεγάλο σεισμό του 1881.
ΣΥΝΔΕΕΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Θα πρέπει να αποδώσουμε στην πρόνοια του Θεού το γεγονός ότι διασώθηκε σημαντικό τμήμα του παλαιού καθολικού, καθώς και κάποια από τα μοναδικής τέχνης ψηφιδωτά του.
Η Νέα Μονή είναι εκφραστής μιας παράδοσης που συνδέει γόνιμα το απώτατο παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».
Και όπως είχε προείπει η Γερόντισσα Μαριάμ, η Νέα Μονή είναι προορισμένη να ζήσει αιώνες ακόμη και κάθε μέρα μας αποκαλύπτεται.
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”