Ο Όσιος Νικηφόρος γεννήθηκε στα Καρδάμυλα το 1750, υπήρξε πνευματικός μαθητής των Αγ. Αθανασίου Παρίου και Αγ. Μακαρίου. Διετέλεσε ηγούμενος της Νέας Μονής, ενώ έγινε Αλείπτης Νεομαρτύρων, των οποίων αργότερα θα συγγράψει και τους βίους στο Νέο Λειμωνάριο
Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Χίος είχε λάβει ιδιαίτερα προνόμια από τον σουλτάνο, τα οποία της επέτρεψαν να λειτουργεί σχεδόν σαν αυτόνομη δημοκρατία. Ο θεσμός της Δημογεροντίας λειτούργησε στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας κατά τρόπο υποδειγματικό, ενώ άκμασε η παιδεία στο νησί και η περίφημη σχολή της στάθηκε φάρος των ελληνικών γραμμάτων και η φήμη της απλώθηκε σε όλη την Ανατολή. Όλο αυτό το έργο όμως ανακόπηκε το 1822 με την καταστροφή του νησιού από τους Τούρκους.
Κατά την περίοδο της ακμής της η Χίος είχε την πρόσθετη ευλογία να φιλοξενήσει στα χώματά της δύο από τους διαπρεπέστερους φιλοκαλικούς Πατέρες: τον αρχηγέτη της φιλοκαλικής αναγεννήσεως Άγιο Μακάριο Νοταρά και τον δάσκαλο του Γένους Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο. Ο τελευταίος μάλιστα διετέλεσε σχολάρχης στην περίφημη εκείνη Σχολή της Χίου (στο κτίριο της σχολής εκείνης στεγάζεται το σημερινό Γυμνάσιο της Χίου) και με το κύρος του ως δασκάλου να της προσθέσει ακόμη μεγαλύτερη αίγλη.
Δίπλα στους δύο μεγάλους αυτούς πατέρες στάθηκε πνευματικός μαθητής και συνοδοιπόρος ένας Χιώτης ιερομόναχος, που έμελλε να αφήσει κι εκείνος ανεξάλειπτο αποτύπωμα στο κίνημα των Κολλυβάδων αλλά και στην νεότερη Ιστορία της Χίου. Πρόκειται για τον Οσιο Νικηφόρο τον Χίο.
Ο Όσιος Νικηφόρος γεννήθηκε στα Καρδάμυλα της Χίου το 1750, σε μια περίοδο που η Χίος, αν και υπό οθωμανική κυριαρχία, άκμαζε οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και εκκλησιαστικά. Γόνος ευσεβών γονέων, έλαβε κατά τη βάφτισή του το όνομα Γεώργιος. Σε πολύ μικρή ηλικία προσβλήθηκε από λοιμώδη νόσο και οι γονείς του επικαλέστηκαν την Παναγία για τη σωτηρία του, δίνοντάς Της την υπόσχεση ότι, αν τον έσωζε, θα τον αφιέρωναν στη Χάρη Της, στη Νέα Μονή της Χίου, που ήταν στο όνομα της Θεοτόκου αφιερωμένη. Ο μικρός Γεώργιος έγινε καλά και «ἐδόθη δοτὸς ὑπὸ τῶν γονέων του», όπως αναφέρει επί λέξει το συναξάρι του, για να υπηρετήσει τη Θεομήτορα και τη Μονή Της.
Έγινε διακονητής του αγιοπατερίτη μοναχού Ανθίμου, τον οποίον ο ίδιος ο Οσιος περιγράφει ως σεβάσμιο και θαυμαστό γέροντα, και κατόπιν αποστάλθηκε στη Χίο για να φοιτήσει στα σχολεία της πόλης. Μαθήτευσε αρχικά δίπλα στον ιεροδιδάσκαλο Γαβριήλ Αστρακάρη, εφημέριο του Ναού του Αγίου Ευστρατίου στο Βουνάκι, και κατά το διάστημα της εκπαιδεύσεώς του μορφώθηκε κατά κυριολεξία και στην ψυχή αλλά και στα γράμματα. Εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή και έλαβε το όνομα Νικηφόρος, ενώ με το τέλος των σπουδών του χειροτονήθηκε διάκονος.
Η φιλομάθεια και η ευλάβειά του τον έφεραν κοντά στον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο, σχολάρχη τότε της Σχολής της Χίου, και τον Άγιο Μακάριο, επίσκοπο Κορίνθου. Συνδέθηκε και με τους δύο με ισχυρότατο πνευματικό δεσμό. Διακρίνοντας τη φιλομάθεια, την ευφυΐα και το ήθος του, η διεύθυνση της σχολής τον διόρισε δάσκαλο, ενώ παράλληλα μετέβαινε στη Νέα Μονή, όπου κήρυσσε τον Θείο λόγο.
Η Ιερά Βασιλική Νέα Μονή της Χίου αριθμούσε εκείνη την περίοδο πάνω από 400 μοναχούς. Ο μεγάλος αυτός αριθμός δημιουργούσε πολλά προβλήματα στη γενικότερη διαχείριση την πραγμάτων της μονής και κάποτε βρέθηκε με χρέος 60.000 γροσίων. Οι μοναχοί τότε αναγκάστηκαν να εκποιήσουν κάποια κτήματα για την αποπληρωμή του χρέους, γεγονός που κίνησε της υποψίες της Δημογεροντίας αλλά και πολλών κατοίκων του νησιού ότι δεν γινόταν καλή διαχείριση. Έτσι αποφασίστηκε η ανάθεση της ηγουμενίας στον Νικηφόρο, καθώς η ακτημοσύνη του, η ασκητικότητα και το ακέραιο του χαρακτήρα του ενέπνεαν σε όλους τους χριστιανούς του νησιού σεβασμό και εμπιστοσύνη.
Ο Νικηφόρος, βέβαια, τα αξιώματα και τα διοικητικά καθήκοντα τα απέφευγε με κάθε τρόπο, καθώς τον αποσπούσαν από την ησυχία, τη μελέτη και την προσευχή. Υπάκουσε παρ’ όλα αυτά στην απόφαση του λαού και της Δημογεροντίας και ανέλαβε τη διοίκηση της Μονής το 1802. Από τη θέση αυτή ο Όσιος Νικηφόρος αγωνίστηκε με ζήλο να συμβιβάσει τα διεστώτα και να εξομαλύνει την όλη κατάσταση με την ευθυκρισία και τη σεμνότητα που τον διέκριναν. Η προσφορά του στη μονή δεν αφορούσε μόνο τη διευθέτηση των οικονομικών και διοικητικών ζητημάτων της, αλλά πρωτίστως την πνευματική αναμόρφωση και την ανύψωση του ηθικού φρονήματος των μελών της.
Ετσι επιδόθηκε στη συστηματική διδασκαλία των μοναχών, όπως γράφεται στον βίο του: «ὄχι μόνον γραμμάτων, ἀλλὰ πραγμάτων καὶ ἀρετῆς, ἰδίᾳ δικαιοσύνης, ἥν εἶχεν ἑαυτῷ ἐγγενῆ καὶ ἔφερε διὰ τῆς παιδείας τὴν Ἀριστείδιον τελειότητα, ὡς μαρτυρεῖ ὁ ὅλος αὐτοῦ βίος».
Η απόσυρσή του στα Ρεστά μέχρι το τέλος της ζωής του και το φυτώριο που δημιούργησε μοιράζοντας δενδρύλλια στους γεωργούς. Στο πετραχήλι του κατέφυγαν οι Άγιοι Μάρκος ο Νέος, Αγγελής, Δημήτριος ο Πελοποννήσιος
Η διοίκηση μιας πολυπληθούς και οικονομικά ακμάζουσας -τότε- μονής προκαλούσε πολλά προβλήματα, τα οποία ήταν άχθος για έναν ησυχαστή, όπως ο Όσιος Νικηφόρος. Έτσι εγκατέλειψε την ηγουμενία για να αποσυρθεί σε ένα μικρό μοναστήρι στα Ρεστά, λίγο έξω από την πόλη της Χίου (Χώρα), αφιερωμένο στον Μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο.
Θα παραμείνει εκεί ως το τέλος της επίγειας ζωής του, με συμμοναστές τους επίσης Κολλυβάδες Νείλο τον Καλόγνωμο και Ιωσήφ. Πολύ κοντά τους ήταν το ασκηταριό του Αγίου Μακαρίου, με τον οποίον είχαν συχνή επικοινωνία, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε μαζί τους στα Ρεστά και ο δάσκαλός του Αγιος Αθανάσιος ο Πάριος.
Στη Μονή των Ρεστών ο Οσιος Νικηφόρος ασχολήθηκε με το κτήμα φυτεύοντας ελιές, συκιές, πεύκα και κυπαρίσσια, και δημιούργησε ένα μικρό φυτώριο. Από το φυτώριο αυτό έπαιρνε δενδρύλλια και περιερχόταν τα χωριά μοιράζοντάς τα στους γεωργούς με την προτροπή να τα φυτεύουν.
Τους έδινε δε ιδιαίτερη ευλογία γι’ αυτό. Πούλησε μάλιστα τα πατρικά του κτήματα στα Καρδάμυλα και τα χρήματα τα μοίραζε ως αμοιβή σε όσους φύτευαν καινούργια ελαιόδεντρα. Τη δεντροφύτευση ελαιών και πεύκων την όριζε ως κανόνα σε τυχόν αμαρτίες εξομολογουμένων, ώστε εν τέλει να αποβαίνει σε ευεργέτημα της πατρίδας του.
Όμως η αγάπη του για το νησί και τον λαό του Θεού δεν σταματά εδώ. Περιέρχεται τα χωριά αλλά και τη Χώρα επισκεπτόμενος ασθενείς, βοηθώντας αναγκεμένους, στηρίζοντας με τις προσευχές και τις συμβουλές του τους εμπερίστατους. Ο Θεός τον προικίζει με τη χάρη των ιαμάτων και με τα λείψανα του Αγίου Μακαρίου σταυρώνει ασθενείς και θεραπεύονται.
Την περίοδο εκείνη η Χίος ήταν ένας πόλος έλξης για χριστιανούς που είχαν εξισλαμιστεί και μετανοούσαν. Ηταν πόλος έλξης, διότι εγκαταβιούσαν εκεί οι τρεις μεγάλοι Αγιοι και δάσκαλοι του Γένους Μακάριος Νοταράς, Αθανάσιος ο Πάριος και Νικηφόρος ο Χίος, οι οποίοι τους εξομολογούσαν και τους ενθάρρυναν στην απόφασή τους να μαρτυρήσουν για τον Χριστό που πριν είχαν αρνηθεί. Ετσι ο Αγιος Νικηφόρος γίνεται και Αλείπτης Νεομαρτύρων, των οποίων αργότερα θα συγγράψει και τους βίους στο Νέο Λειμωνάριο, μαζί με τους Αγίους Μακάριο και Αθανάσιο Πάριο. Ανάμεσα στους Νεομάρτυρες που κατέφυγαν στο πετραχήλι του Αγίου Νικηφόρου είναι και οι Αγιοι Μάρκος ο Νέος, Αγγελής και Δημήτριος ο Πελοποννήσιος.
Εκτός από το Νέο Λειμωνάριο, στο οποίο εκτός από τον βίο των Νεομαρτύρων θα συμπεριλάβει και τους βίους πολλών ακόμα Αγίων, ιδίως όσων σχετίζονταν με τη Χίο, ο Αγιος Νικηφόρος θα αναπτύξει πλούσιο συγγραφικό έργο. Ανεκτίμητη είναι η προσφορά του στη σύναξη και διατήρηση των κειμηλίων της Νέας Μονής και των αυτοκρατορικών χρυσόβουλων. Χάρη στη δική του καταγραφή σώθηκαν έως τις μέρες μας. Το 1804 ολοκλήρωσε και εξέδωσε το βιβλίο της ιστορίας της Νέας Μονής, που περιλαμβάνει και την ακολουθία των τριών ιδρυτών της, των Οσίων Νικήτα, Ιωσήφ και Ιωάννου. Τέλος, συνέγραψε και την Ακολουθία του Αγίου Μακαρίου.
Σε μία από τις περιοδείες του στα χωριά της Χίου ο Αγιος Νικηφόρος προσβλήθηκε από μια αδιευκρίνιστη ασθένεια. Εμεινε για λίγες μέρες κλινήρης στο σπίτι της αδελφής του στη Χώρα και την 1η Μαΐου του 1821 αναχώρησε για την αιώνια βασιλεία.
Εζησε τον βίο του ταπεινά, ασκητικά, ησυχαστικά, αναλώνοντάς τον στην προσευχή και τη διακονία του πλησίον.
ΠΟΛΥΣΕΒΑΣΤΟΣ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Το συναξάρι του στο Χιακό Λειμωνάριο εκφράζει κατά τον καλύτερο τρόπο την προσωπικότητα και την προσφορά του Οσίου Νικηφόρου του Χίου: «Πρώτα έμαθε και στη συνέχεια δίδαξε με προθυμία και τους άλλους. Κήρυξε παντού με ζήλο τους λόγους του Ιησού Χριστού. Στη Νέα Μονή, ως αδελφός της Μοναστικής Κοινότητας, εργάστηκε αμερόληπτα και συγκέντρωσε όλο το υλικό για την ιστορία της, σαν ένα είδος ευγνωμοσύνης προς αυτήν. Γιατί τον δίδαξε τα γράμματα. Αλλά συγχρόνως και σαν φόρο τιμής προς ολόκληρο το Γένος, σαν να έλαβε από εκεί μια άφθαρτη λαμπάδα, την οποία, αφού ο ίδιος φωτίστηκε από αυτήν, την παρέδωσε σε άλλους, για να μην καταληφθεί από το σκοτάδι της λήθης. Διήνυσε τον βίο του εν νηστεία, προσευχή και μελέτη. Συνέδραμε σε κάθε κοινωφελή δράση και σε κάθε πάσχοντα συνάνθρωπο. Αξιοποίησε την αποστολή του στον κόσμο τόσο επωφελώς και σε τέτοιο εύρος, ώστε να καταστεί ο ίδιος πολυσέβαστος και ευλογημένος μεταξύ των ανθρώπων και να αποτελέσει στήριγμα της Εκκλησίας και του Γένους».