Ο Αγ. Ιουστίνος ο Φιλόσοφος από την Παλαιστίνη έζησε το 110 μ.Χ.
Σπούδασε και τη στωική και την πυθαγόρεια και την πλατωνική φιλοσοφία.
Ίδρυσε την πρώτη Ορθόδοξη Χριστιανική Σχολή, συκοφαντήθηκε από αιρετικούς και μαρτύρησε μαζί με τους μαθητές του
Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ
Από την εμφάνισή του, ως τις αρχές του 3ου μ. Χ. αιώνα, ο χριστιανισμός βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν απηνή διωγμό, αρχικά από τους Ιουδαίους, που τον θεώρησαν αίρεση, και στη συνέχεια τον ειδωλολατρικό κόσμο. Μόνα του όπλα ήταν ο ζήλος των Μαρτύρων του και ο λόγος των απολογητών του.
Όπως φαίνεται από το βιβλίο των Πράξεων, πρώτοι Απολογητές είναι οι ίδιοι οι Άγιοι Απόστολοι, που αποδεικνύουν μέσω των Προφητών στους ομοεθνείς τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας. Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, η Εκκλησία θα αντιμετωπίσει την εχθρότητα και του παγανιστικού αρχαίου κόσμου.
Η εχθρότητα αυτή των εθνικών οφειλόταν σε πολλούς λόγους και προερχόταν από διάφορα κοινωνικά στρώματα, από τη βάση ως την κορυφή της ρωμαϊκής πολιτείας.
Οι φιλόσοφοι της ρωμαϊκής επικράτειας αρχικά αντιμετώπισαν τον χριστιανισμό με ειρωνική διάθεση, θεωρώντας τον μια δεισιδαιμονία ιουδαϊκής προελεύσεως, θεωρώντας πάντως τους χριστιανούς ενάρετους ανθρώπους και χρηστούς πολίτες. Με την εμφάνιση όμως των πρώτων απολογητικών έργων, των οποίων οι συγγραφείς ήταν κάτοχοι υψηλής φιλοσοφικής παιδείας, τότε και μόνο άλλαξαν οι θύραθεν φιλόσοφοι τη στάση τους απέναντι στη νέα θρησκεία, εκλαμβάνοντάς την ως ένα νέο φιλοσοφικό σύστημα. Και άλλοι προσχώρησαν στις τάξεις της Εκκλησίας, άλλοι ολίσθησαν στις γνωστικές αιρέσεις (αντιμετωπίζοντας τον χριστιανισμό ως φιλοσοφική θεωρία, όχι ως την αποκεκαλυμμένη Αλήθεια), ενώ άλλοι, βλέποντας τη μείωση των μαθητών από τις σχολές τους, τον πολέμησαν με σφοδρότητα.
Οι Απολογητές που ανέλαβαν την υπεράσπιση του χριστιανισμού προέρχονταν από τις φιλοσοφικές σχολές. Ασφαλώς ως πρώτος Απολογητής θεωρείται ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, που άλλωστε χρησιμοποιεί σε δύο λόγους του τον όρο «απολογία». Οι συνεχιστές του έργου του θα εξακολουθήσουν ως την παρακμή της ειδωλολατρικής σκέψης και αργότερα θα το συνεχίσουν με την εμφάνιση του μωαμεθανισμού και στους τελευταίους αιώνες με την εμφάνιση των αθεϊστικών θεωριών. Ανάμεσα στους αρχαίους εκείνους Απολογητές εξέχουσα θέση καταλαμβάνει ο Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς. Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του την 1η Ιουνίου.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής Π. Χρήστου στην εισαγωγή των έργων του Αγίου Ιουστίνου, ο Ιουστίνος έδωσε αφθονότερα από κάθε άλλον απολογητή τα όπλα στον χριστιανισμό για να επεκταθεί ευρέως στις τάξεις των διανοουμένων.
Η καταγωγή του ήταν από τη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστίνης και ήταν γόνος ελληνικής οικογένειας, εθνικών στο θρήσκευμα. Ο Μεθόδιος Ολύμπου τον μνημονεύει ως άνδρα που δεν απείχε πολύ από τους Αγίους Αποστόλους, ούτε χρονικά ούτε ως προς το ήθος και την αρετή. Από όσα γράφει στο έργο του «Διάλογος προς Τρύφωνα», συμπεραίνεται ότι πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 110 μ.Χ. Περί το 135 είχε ολοκληρώσει τις φιλοσοφικές του σπουδές. Ανήσυχο πνεύμα, με οντολογικές ανησυχίες, σπούδασε και τη στωική και την πυθαγόρεια και την πλατωνική φιλοσοφία, προς την οποία φαίνεται ότι συνέκλινε περισσότερο, μετά την συνάντησή του στην Αθήνα (το πιθανότερο) με κάποιον φημισμένο πλατωνικό διδάσκαλο.
Ωστόσο, δεν σταμάτησε να αναζητά την Αλήθεια. Ώσπου κάποια μέρα, ενώ βρισκόταν σε ένα ερημικό παραθαλάσσιο μέρος, συναντήθηκε με κάποιον άγνωστό του γέροντα, ο οποίος, έπειτα από συζήτηση κατά τη σωκρατική μέθοδο, του αναίρεσε τις πλατωνικές δοξασίες για τη μετεμψύχωση και την προΰπαρξη των ψυχών και τον διαβεβαίωσε ότι είναι αδύνατον να δει τον Θεό ανθρώπινος νους, αν δεν είναι προικισμένος με το Άγιο Πνεύμα, που δίνει «ζωὴν καὶ πνοὴν κατὰ πάντα». Τον συμβούλευσε να μελετήσει την Αγία Γραφή και κατόπιν εξαφανίστηκε. Ο Ιουστίνος δεν τον ξανασυνάντησε ποτέ πλέον.
Η μεταστροφή του νεαρού φιλοσόφου υπήρξε ριζική: «Ἐμοὶ δὲ παραχρῆμα πῦρ ἐν τῇ ψυχῆ ἀνήφθη καὶ ἔρως εἶχέ με τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων, οἵ εἰσι Χριστοῦ φίλοι» περιγράφει ο ίδιος.
Λίγο αργότερα συναντήθηκε με κάποιον Ιουδαίο ονόματι Τρύφωνα. Ακολούθησε ένας διάλογος δύο ημερών μεταξύ τους, κατά τον οποίον ο Ιουστίνος αντέκρουσε όλα τα επιχειρήματα του Ιουδαίου συνομιλητή του.
Κατόπιν ο νεαρός φιλόσοφος έφυγε για τη Ρώμη και εκεί άνοιξε σχολή. Oπως υπογραμμίζει ο καθηγητής Π. Χρήστου, αυτή είναι η πρώτη γνωστή Ορθόδοξη Χριστιανική Σχολή ανωτέρας στάθμης. Οι μαθητές του πλήθαιναν μέρα με τη μέρα και μεταξύ αυτών ήταν ο Τατιανός και ο Ειρηναίος. Το έργο του δυσχεραινόταν από τις κρατικές Aρχές, αλλά και από τις οχλήσεις των αιρετικών Γνωστικών, εναντίον των οποίων συνέταξε συγγράμματα. Την περίοδο αυτή συντάσσει και τις δύο απολογίες του προς τις αρχές υπέρ των χριστιανών, συστηνόμενος με τη μετριοφροσύνη που τον χαρακτήριζε ως «εἷς ἐξ αὐτῶν». Ποτέ, άλλωστε, δεν επεδίωξε ηγετική θέση στην Εκκλησία.
Η σύλληψη και η δίκη ενώπιον του επάρχου, η θαρραλέα ομολογία στηνπίστη, και ο αποκεφαλισμός. Υπήρξεαπό τους πρώτους μεγάλους θεολόγους
Από το 160 μ.Χ. η διοίκηση του κράτους περιέρχεται στα χέρια του γιου του ηλικιωμένου αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς, Μάρκου Αυρηλίου.
Ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν ο ίδιος στωικός φιλόσοφος και άνθρωπος με ήθος. Ωστόσο, παρασυρόμενος από τους άλλους φιλοσόφους, ιδίως τον Κρήσκεντα, που φθονούσε βαθύτατα τον Ιουστίνο, καθώς έβλεπε το ενδεχόμενο απορρόφησης των οπαδών του από τον χριστιανισμό, κίνησε διωγμό εναντίον τους. Ενας από τους πρώτους Μάρτυρες του διωγμού εκείνου υπήρξε ο Πτολεμαίος, μαθητής του Αγίου Ιουστίνου.
Ο Ιουστίνος εγκατέλειψε για λίγο την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, μέχρι να κοπάσει ο πρώτος εκείνος διωγμός. Ωστόσο, λίγο μετά την επιστροφή του στη Ρώμη, ο στωικός φιλόσοφος και δάσκαλος του Μάρκου Αυρηλίου, Ιούνιος Ρουστικός, ανέλαβε τα καθήκοντα του επάρχου της πόλης. Οι δυο στωικοί φιλόσοφοι ήταν εξαρχής προκατειλημμένοι απέναντι στον χριστιανισμό και δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια να κατανοήσουν το πνεύμα της νέας θρησκείας, ή έστω να αναγνωρίσουν την αθωότητα των χριστιανών. Σε κάθε περίπτωση, οι ενέργειές τους οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Ιουστίνος λαμβανόταν σοβαρά υπόψη και θεωρείτο επικίνδυνος.
Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει. (Ιω. 12, 24)
Πράγματι, ο Αγιος Ιουστίνος συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δίκη ενώπιον του επάρχου Ρουστικού, μαζί με άλλους έξι χριστιανούς. Τα ονόματά τους έχουν διασωθεί στα αρχεία της δίκης: Χαρίτων, Χαριτώ, Ευέλπιστος, Ιέραξ, Παίων και Λιβεριανός. Ο Ρουστικός, κατά τα ειωθότα σε τέτοιες δίκες, ζήτησε από τους κατηγορούμενους να ομολογήσουν πίστη στους «νενομισμένους» θεούς της Ρώμης και να υπακούσουν στις εντολές του αυτοκράτορα. Με προεξάρχοντα τον Αγιο Ιουστίνο, όλοι οι Μάρτυρες ομολόγησαν θαρραλέα την πίστη τους και αρνήθηκαν να θυσιάσουν στους θεούς των εθνών. Χαρακτηριστικές είναι κάποιες από τις απαντήσεις του Αγίου Ιουστίνου στον Ρουστικό. Οταν ο έπαρχος τον ρώτησε «Ποια διδασκαλία ακολουθείς;» εννοώντας ποιο φιλοσοφικό σύστημα αποδέχεται, «Προσπάθησαν να μάθω όλες τις διδασκαλίες» αποκρίθηκε ο Αγιος, «αλλά συντάχτηκα με την αληθινή διδασκαλία, εκείνη των χριστιανών, κι ας μην αρέσει στους οπαδούς των ψευδών διδασκαλιών». Ο Ρουστικός, έπειτα από σύντομη ανάκριση, κατά την οποία ο Ιουστίνος για τελευταία φορά υπερασπίστηκε την Αγία Πίστη του Χριστού, ρώτησε τον κατηγορούμενο: «Ακου, είσαι λόγιος και φιλόσοφος. Αν μαστιγωθείς και αποκεφαλιστείς, πιστεύεις ότι θα ανέβεις στους ουρανούς;» «Ναι» απάντησε ο Μάρτυρας, «αν υπομείνω αυτά, θα κατοικήσω στα δώματα του ουρανού, και γνωρίζω ότι αυτή η δωρεά αναμένει όλους όσους ζουν με αυτόν τον τρόπο, ως τη συντέλεια των αιώνων». «Υποθέτεις λοιπόν ότι θα ανέβεις στους ουρανούς για να λάβεις την αμοιβή σου;» ξαναρώτησε ο Ρουστικός. «Δεν το υποθέτω απλώς, το γνωρίζω ακριβώς και είμαι απόλυτα βέβαιος» ήταν η αφοπλιστική απάντηση του Ιουστίνου.
Οι Αγιοι Μάρτυρες καταδικάστηκαν σε μαστίγωση και αποκεφαλισμό και έλαβαν τον στέφανο του Μαρτυρίου. Ο Αριστείδης Θεοδωρόπουλος, εκπαιδευτικός, ο οποίος έχει παράλληλα ασχοληθεί ιδιαίτερα με την αγιολογία και τη συγγραφή συναξαρίων, επισημαίνει ότι ο Αγιος Ιουστίνος προσπάθησε να εκφράσει τις χριστιανικές αλήθειες με τη γλώσσα της εποχής του και γι’ αυτό η πνευματική του προσφορά υπήρξε ανεκτίμητη. Ο Ευσέβιος Καισαρείας μνημονεύει οκτώ συγγράμματά του, εκ των οποίων σώθηκαν μόνο τρία, δύο απολογίες και ο «Διάλογος προς Τρύφωνα». Ειδικά η πρώτη απολογία, που απευθύνεται στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή, θεωρείται το σημαντικότερο απολογητικό έργο της αρχαίας Εκκλησίας.
Οπως τονίζει ο θεολόγος Λάμπρος Σκόντζος, ο Αγιος Ιουστίνος είναι ένας από τους πρώτους μεγάλους θεολόγους της Εκκλησίας μας. Παρόλο που δεν είχαν διευκρινιστεί ακόμη οι βασικές αρχές της χριστιανικής πίστεως, μπόρεσε να διατυπώσει κατά τρόπο ορθόδοξο πολλές από αυτές και κυρίως τη θεολογία του σαρκωμένου Λόγου.
Το έργο του Αγίου Ιουστίνου, καθώς και των άλλων Αγίων Απολογητών, προσλαμβάνει μια ξεχωριστή σημασία στις μέρες μας.
«ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΑΝΗΣΥΧΟΙ ΚΑΙ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΙ»
Όπως ορθά παρατηρεί ο Αριστείδης Θεοδωρόπουλος: «Στη σημερινή αλλοπρόσαλλη εποχή μας οι πνευματικά ανήσυχοι και ασυμβίβαστοι άνθρωποι αναζητούν συχνά απεγνωσμένα την αλήθεια και το φως, αλλά και το πραγματικό νόημα της ζωής και της υπάρξεώς τους μέσα από φιλοσοφικές περιπλανήσεις, αποκρυφιστικές θεωρίες και παγανιστικές τελετές. Ομως, αντί να βρουν λύση στα προβλήματα της ζωής και να αναζητήσουν φωτεινούς οδοδείκτες στην πνευματική τους πορεία, πέφτουν σε αδιέξοδο, συχνά δε οδηγούνται στην πλάνη και την πνευματική ανισορροπία, αφού ξέχασαν και περιφρόνησαν την απόλυτη αλήθεια και το πραγματικό φως που δεν είναι άλλο από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, Εκείνον που με τόσο ζήλο και αγάπη εγκολπώθηκε ο Αγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς, αλλά και οι υπόλοιποι θαρραλέοι απολογητές της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας».
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”