του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου*
Η Κυριακή των αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, κατά την πασχάλια αυτήν περίοδο, πορευόμενοι προς την εορτή της Πεντηκοστής, είναι θαυμαστή και δικαίως η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος καθόρισε να την εορτάση μεγαλοπρεπώς.
Αυτό γίνεται με Συνοδική θεία Λειτουργία, με ύμνους και λόγους θεοπρεπείς, με σύγκληση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και με εκδηλώσεις που αρμόζουν στην μεγάλη αυτήν εορτή, με την συμπλήρωση 1.700 ετών από την σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου που ονομάστηκε «Αγία» και «Μεγάλη» και έγινε το πρότυπο των άλλων Οικουμενικών Συνόδων που ακολούθησαν, στις οποίες εμείς οι Επίσκοποι δώσαμε ομολογία ότι θα τις τηρήσουμε τις αποφάσεις τους.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η παρούσα σύντομη ευχαριστιακή ομιλία, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου.
1. Η σημασία της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο στην Νίκαια της Βιθυνίας «εις τα Βασίλεια», και μάλιστα στην Μεγάλη αίθουσα του παλατίου της Νικαίας. Η έναρξή της έγινε την 20 Μαίου του 325 προκαταρκτικώς, και έπειτα επισήμως με την παρουσία του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου την 14 Ιουνίου και έληξε την 25 Αυγούστου του έτους 325, δηλαδή διήρκεσε περίπου δύο μήνες.
Παρόντες ήταν 318 Πατέρες, σύμφωνα με μαρτυρία του Μεγάλου Αθανασίου, που ήταν παρών ως νεαρός διάκονος, συνοδεύοντας τον Γέροντά του Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο. Γράφει: «Διά τούτο γαρ και οικουμενική γέγονεν η εν Νικαία σύνοδος, τριακοσίων δέκα και οκτώ συνελθόντων επισκόπων» (Μ. Αθανασίου, έργα 10, ΕΠΕ, σελ. 122). Και αλλού γράφει: «Ήσαν δε πλέον ή έλαττον τριακόσιοι» Επίσκοποι (Μ. Αθανασίου, έργα 9, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 32).
Πρόεδροι της Συνόδου διετέλεσαν ο Αντιοχείας Ευστάθιος και ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, ίσως και ο Κορδούης Όσιος, που αποτελούσαν ένα είδος προεδρείου με κύριον Πρόεδρο τον Μέγα Κωνσταντίνο. (Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τόμος I, σελ. 115)
Το έργο της Συνόδου ήταν θεόπνευστο και κινήθηκε σε δύο περιοχές.
Πρώτον, στο θεολογικό μέρος (οι όροι), όπως φαίνεται στα πρώτα άρθρα του «Συμβόλου της Πίστεως». Στην αρχή το Σύμβολο της Πίστεως αρνείται τον γνωστικισμό, ο οποίος υποστήριζε ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από έναν κατώτερο Θεό, τον Λόγο, γι’ αυτό εξηγούσε το κακό που υπάρχει σε αυτόν.
Στην συνέχεια κατεδικάζει την αίρεση του Αρείου ο οποίος ηρνείτο την θεότητα του Λόγου του Θεού, διδάσκοντας ότι ο Υιός είναι το πρώτο κτίσμα μεταξύ Θεού και ύλης, ότι είναι «ετερούσιος» από τον Πατέρα, ότι είναι «τρεπτός» και αγνοεί τον Πατέρα και ότι και το Άγιον Πνεύμα είναι «δεύτερη δημιουργημένη δύναμη και το πρώτο διά του Υιού κτίσμα» (Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τόμος I, εν Αθήναις, 1960, σελ. 53-56).
Δεύτερον έργο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ήταν το κανονικό, με το οποίο ρυθμίστηκαν τα σχετικά με την ενότητα της Εκκλησίας. Αφού με την θεολογική απόφαση ετέθησαν τα όρια μεταξύ ορθοδόξου πίστεως και αιρέσεως, με τους κανόνες ρυθμίστηκαν διάφορα ζητήματα που καθορίζουν την ενότητα της Εκκλησίας.
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος εξέδωσε είκοσι (20) ιερούς κανόνες που ρυθμίζουν κανονικά ζητήματα, όπως η εισαγωγή του Μητροπολιτικού Συστήματος στην Εκκλησία, το πότε συγκαλούνται οι επαρχιακές Σύνοδοι, για την χειροτονία των Επισκόπων, για τους καθαρούς και Παυλικιανούς, τους παραπεπτωκότας, για τους ακοινωνήτους, για το «μη κλίνειν γόνυ τη Κυριακή και τη Πεντηκοστή» κ.α.
Σχετικά με το θέμα πότε θα εορτάζεται το Πάσχα, δεν αναφέρεται μεν στους κανόνες της Οικουμενικής Συνόδου, αλλά καταγράφεται σε διάφορες ιστορικές πηγές (Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τόμος I, σελ. 121) καθώς επίσης περιγράφεται στην επιστολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την οποία απέστειλε «εκκλησίαις και επισκόποις τοις της αγίας και μεγάλης εν Νικαία συνόδου απολειφθείσι», όπου γράφει ότι «περί της του Πάσχα αγιωτάτης ημέρας γενομένης ζητήσεως έδοξε κοινή γνώμη καλώς έχειν, επί μιάς ημέρας άπαντας τους απανταχόσε Χριστιανούς την σωτήριον εορτήν επιτελείν του αγιωτάτου πάσχα» (Πρακτικά των αγίων και Οικουμενικών Συνόδων, Τόμος Α΄ έκδοσις Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ιεράς Σκήτης Αγίας Άννης, Άγιον Όρος, σελ. 193/281-194/282).
Ο Ματθαίος Βλάσταρις στο «Σύνταγμά» του κάνει ευρύτατη ανάλυση «περί του αγίου Πάσχα» και καταγράφει τους τέσσερις «διορισμούς», από τους οποίους οι δύο πρώτοι καθορίζονται από τους κανόνας των Αγίων Αποστόλων (Ζ΄) και οι άλλοι «εξ αγράφου παραδόσεως». Πρώτον, να εορτάζεται μετά την εαρινή ισημερία, δεύτερον να μη συνεορτάζεται με τους Ιουδαίους, τρίτον να εορτάζεται μετά την πρώτη πανσέληνον μετά την εαρινή ισημερία, και τέταρτον να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνον της εαρινής ισημερίας (Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα θείων και ιερών Κανόνων, Τομ. Στ΄, εκδ. Βασιλείου Ρηγοπούλου, σελ. 420). Και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης έχει ένα ευρύτατο σχόλιο για τον εορτασμό του Πάσχα (Πηδάλιον, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1970, σελ. 8-11).
Από αυτά φαίνεται καθαρά ότι τα όρια της Εκκλησίας είναι συγκεκριμένα, και όσοι βρίσκονται σε αυτά τα όρια είναι μέλη της Εκκλησίας, ενώ οι έξω από αυτά τα όρια είναι εκτός της Εκκλησίας. Αλλά και όσοι ζούν μέσα στην Εκκλησία, ομολογώντας την ορθόδοξη πίστη πρέπει να γνωρίζουν «πως δεί εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι, ήτις εστίν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄, 15).
Αυτό είναι σημαντικό, διότι ακούμε από πολλές πλευρές την άποψη ότι η Εκκλησία αποφαίνεται ποια είναι τα μέλη της και δεν αποφαίνεται για τους εκτός αυτής. Όμως, μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι ομολογούν την ίδια πίστη, αγωνίζονται να τηρούν τους ιερούς Κανόνες, όσοι δε είναι εκτός των ορίων που καθορίζουν οι όροι-δόγματα των Οικουμενικών Συνόδων είναι αιρετικοί. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, όπως και οι επόμενες έθεσαν σαφώς και τα όρια και τις προϋποθέσεις για την αλήθεια και την πλάνη.
2. Τα δύο θεολογικά ρεύματα στην Α΄Οικουμενική Σύνοδο
Εκείνο που είναι σημαντικό και αξιοπρόσεκτο, καθώς μελετάμε τα όσα έγιναν στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, είναι ότι σε αυτήν εκφράσθηκαν δύο θεολογικά ρεύματα, το ένα είναι το φιλοσοφικοθεολογικό ρεύμα των Αρειανών που καταδικάστηκε, και το άλλο το εμπειρικό ρεύμα το οποίο εξέφραζαν οι άγιοι Πατέρες και στηρίζονταν στην Αποκάλυψη του Λόγου του Θεού στους Προφήτες, Αποστόλους και Αγίους, και είναι το ορθόδοξο. Αυτό δείχνει και τις προϋποθέσεις του ορθοδόξου δόγματος και της εκκλησιαστικής ζωής.
Για να το δούμε αυτό πρέπει να εξετάσουμε ότι στο θέμα που αντιμετώπισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος για την Θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού, με τις δύο ερμηνείες, την μία φιλοσοφική και την άλλη θεολογική-εμπειρική, πρέπει να σημειωθή ότι προηγήθηκε διεξοδική συζήτηση, και μάλιστα οι αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου βασίσθηκαν στις αποφάσεις της Συνόδου της Αντιοχείας το 268/269 μ.Χ.
Όταν εξήλθαν οι Απόστολοι από την Παλαιστίνη και ο Χριστιανικός κόσμος εισήλθε σε περιοχές όπου επικρατούσε η ελληνική φιλοσοφία, ιδίως η αριστοτελική, αμέσως άρχισε μια συζήτηση για το ποιος ήταν Αυτός που αποκαλυπτόταν στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και αν Αυτός ήταν άκτιστος ή κτιστός.
Στην Αντιόχεια της Συρίας, που ήταν κέντρο σπουδών της Ελληνικής φιλσοφίας, ο Επίσκοπός της Παύλος Σαμοσατεύς ηρνείτο την θεότητα του Λόγου, χρησιμοποιώντας την Αριστοτελική φιλοσοφία. Τότε συνήλθε Σύνοδος το 268/269 στην Αντιόχεια, η οποία κατεδίκασε τον Παύλο Σαμοσατέα και εξέφρασε την αλήθεια ότι όλες οι αποκαλύψεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη ήταν αποκαλύψεις του Λόγου χωρίς σάρκα. Και Αυτός ο Άσαρκος Λόγος ενηνθρώπησε, γι’ αυτό ο Χριστός είναι Θεός. Το σημαντικό είναι ότι αυτή η Σύνοδος της Αντιοχείας είναι το θεμέλιο τόσο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου όσο και των μεταγενεστέρων, και προσέφερε το υλικό θεολογήσεως των Πατέρων (Γεωργίου Σίσκου, το πρόσωπο του Χριστού στην Παράδοση της Εκκλησίας [1ος -3ος αι.], Η Σύνοδος της Αντιοχείας του 268/269 μ.Χ. Ostracon, Ιούλιος 2020). Τις απόψεις του καταδικασθέντος Παύλου Σαμοσατέως συνέχισε, κάπως διαφοροποιημένες, ο Λουκιανός και ακολούθως ο Άρειος.
Έτσι, ήδη από τον 3ο αιώνα μ.Χ. φάνηκαν στην Εκκλησία αυτοί οι δύο τρόποι θεολογήσεως, ο φιλοσοφικός που κατέληξε σε αιρέσεις, και ο εμπειρικός που είναι οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
Αυτό φαίνεται από τα μέλη που συγκρότησαν την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Από την μία πλευρά ήταν άγιοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων ο Μέγας Αθανάσιος, ο άγιος Σπυρίδων, ο άγιος Νικόλαος και άλλοι ομολογητές της πίστεως.
Μάλιστα, ο άγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως στο έργο του «περί των αγίων Συνόδων και αιρέσεων» γράφει: «Πολλοί δε των εκείσε συνδεδραμηκότων επισκόπων ομολογηταί της πίστεως ετύγχανον, εν τοις διωγμοίς ακρωτηριασθέντες υπό των ασεβών και ανόμων βασιλέων, και των μεν τα νεύρα των ποδών, των δε οι οφθαλμοί, και ετέρων άλλα μέλη του σώματος αποτετμημένα ετύγχανον υπέρ της εις Χριστόν αυτών πίστεως και ομολογίας».
Και από την άλλη πλευρά ήταν ο Άρειος και μερικοί συνήγοροί του Επίσκοποι, περίπου δέκα επτά τον αριθμό, στους οποίους πρέπει να προστεθούν και φιλόσοφοι και ρήτορες με τον σοφιστή Αστέριο (Ιωάνou N. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τόμος I, σελ. 114-115).
Επομένως, από τα μέλη που συγκρότησαν την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο φαίνονται τα δύο αυτά θεολογικά ρεύματα, ήτοι η θεολογία που στηρίζεται στην Αποκάλυψη-φανέρωση του Ασάρκου Λόγου του Θεού στους Προφήτες και του Σεσαρκωμένου Λόγου στους Αποστόλους και τους Αγίους, και η θεολογία που στηρίζεται στην φιλοσοφία που είναι εκτός της ορθοδόξου παραδόσεως και αυτό είναι εκείνο που πρέπει να υπογραμμίζεται ιδιαιτέρως.
Ο πρωταγωνιστής στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, Μέγας Αθανάσιος, στα κείμενα που συνέταξε, μετά το πέρας της Συνόδου, αναφέρεται στα θέματα αυτά. Από τα τέσσερα κείμενά του «κατά Αρειανών» αντλούμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το υπόβαθρο της Αρειανικής αιρέσεως.
Στην αρχή του Α΄ κειμένου «κατά Αρειανών» γράφει ότι οι αιρέσεις που «της αληθείας απέστησαν» επινόησαν την «μανίαν» και η ασέβειά τους «πάλαι πάσιν έκδηλος γέγονε». Αυτοί οι αιρετικοί απομακρύνθηκαν από εμάς και «των τοιούτων ούτε ην, ούτε νυν εστι μεθ’ ημών το φρόνημα».
Μία από τις αιρέσεις αυτές είναι «η εσχάτη», η αίρεση του Αρείου, η οποία ερμηνεύθηκε ως πρόδρομος του αντιχρίστου, είναι «δόλιος» και «πανούργος», επειδή παρετήρησε ότι οι παλαιότερες «αδελφές» αιρέσεις καταδικάστηκαν, «υποκρίνεται περιβαλλομένη τας των Γραφών λέξεις, ως ο πατήρ αυτής διάβολος», ενδύεται από αγιογραφικά ρητά και προσπαθεί πάλιν να εισέλθη στον παράδεισο της Εκκλησίας «πλήσασα εαυτήν ως Χριστιανήν», για να απατήση κάποιους που φρονούν κατά Χριστόν «τη πιθανότητι των παραλογισμών».
Και πιο κάτω γράφει: «Τι γαρ όμοιον εωρακότες της αιρέσεως προς την ευσεβή πίστιν φλυαρούσιν ως μηδέν κακόν λεγόντων εκείνων;» (Μ. Αθανασίου, έργα 2, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 28-30).
Είναι φανερόν ότι ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρεται σε αιρετικούς, οι οποίοι καταδικάστηκαν συνοδικώς, και ότι η «αρειανική αίρεση», ενώ χρησιμοποιεί τον φιλοσοφικό τρόπο σκέψεως, προσπαθεί να τον επενδύση με αγιογραφικά χωρία. Αναφέρεται στον Παύλο τον Σαμοσατέα, του οποίου η διδασκαλία δεν είναι της Εκκλησίας (Μ. Αθανασίου, έργα 2, ενθ. αν. σελ. 102,1. 136,15. 250, 21. 334,17). Μάλιστα, σε κάποιο σημείο, αναφερόμενος στους Αρειανούς γράφει: «Τούτο μέντοι του Σαμοσατέως εστιν το φρόνημα, ο τη μεν δυνάμει και υμείς φρονείτε τω δε ονόματι μόνον αρνείσθε διά τους ανθρώπους» (Μ. Αθανασίου, έργα 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 150).
Από τα ανωτέρω εξάγεται ότι στα όσα προηγήθηκαν της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, στα όσα έγιναν κατ’ αυτήν, και στα όσα ακολούθησαν διακρίνονται σαφώς οι δύο αυτές θεολογικές τάσεις. Η πρώτη στηριζόταν στην ερμηνεία της Αγίας Τριάδος με φιλοσοφικούς στοχασμούς, που προέρχονταν, άλλοτε από τον Πλάτωνα, άλλοτε από τον Αριστοτέλη, άρα από την κλασσική μεταφυσική, και η δεύτερη στηριζόταν στην εμπειρική διδασκαλία των Προφητών, Απόστόλων και Πατέρων. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Συμβόλου της Πίστεως ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι «φως εκ φωτός».
Αυτό σαφέστατα παραπέμπει στην αποκάλυψη του Ασάρκου Λόγου στους Προφήτες και του Σεσαρκωμένου Λόγου στους Αποστόλους και τους Αγίους στο Φως. Άρα συγκρούστηκαν ο φιλοσοφικός στοχασμός με την εμπειρική-αποκαλυπτική θεολογία των αγίων.
Και αυτό είναι ένα μάθημα για όλους εμάς τους συγχρόνους Επισκόπους και θεολόγους, οι οποίοι πρέπει να θεολογούμε κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος υπερμάχησε για την επικύρωση των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, «αλιευτικώς, ουκ Αριστοτελικώς» (Αγ. Γρηγορίου Θεολόγου, έργα 1, ΕΠΕ, σελ. 378), δηλαδή σύμφωνα με την Αποκάλυψη του Θεού που δόθηκε στους αλιείς-Αποστόλους και όχι σύμφωνα με αυτούς που ακολουθούν τον Αριστοτελικό-φιλοσοφικό τρόπο σκέψεως στο μυστήριο της Αγίας Τριάδος και στο μυστήριο της θείας Οικονομίας, της ενανθρωπήσως του Υιού και Λόγου του Θεού. Αυτό πρέπει να είναι το σημαντικότερο συμπέρασμα από την σημερινή εορτή των Αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και της Συνοδικής αυτής θείας Λειτουργίας.
Και αυτό συνδέεται με το ότι, δυστυχώς, σήμερα κυριαρχεί παντού, ακόμη και στον Χριστιανισμό, ο ορθολογισμός, η λογικοκρατία. Είναι ευνόητον ότι δεν είμαστε εναντίον του ορθού λόγου και της λογικής, αλλά εναντίον του ορθολογισμού και της λογικοκρατίας, που παραθεωρούν τον Θεάνθρωπο Χριστό και τον θεούμενον άνθρωπο και υπερυψώνουν τον άνθρωπο, μέχρι τον υπεράνθρωπο και τον μετάνθρωπο.
Ευχηθήτε, Μακαριώτατε Δέσποτα, και Σεβασμιώτατοι αδελφοί Αρχιερείς, Μέλη της Ιεράς Συνόδου, να μην είμαστε τυπικοί εορταστές των Αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά «δέκτες, φύλακες και μεταδότες» τόσο των προϋποθέσεων των Οικουμενικών Συνόδων όσο και των αποφάσεων αυτών.
*Ο λόγος εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της Συνοδικής Θείας Λειτουργίας που τελέσθηκε την Κυριακή 1 Ιουνίου, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, για την επέτειο των 1700 ετών από την σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ. Χ. στην Νίκαια της Βιθυνίας