Για το οντολογικό περιεχόμενο της πατερικής ανθρωπολογίας και το ανθρωποείδωλο της τεχνολογίας, αναφέρθηκε ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, στην ομιλία του στο πλαίσιο του Επιστημονικού Συνεδρίου για την Τεχνολογία του περιοδικού «Θεολογία».
Ο κ. Χρυσόστομος ανέφερε ότι οι θεωρητικοί της σύγχρονης τεχνολογικής και ψηφιακής ανάπτυξης, αν και ομιλούν για μία «μεταβατική εποχή», εντούτοις, με την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας, τείνουν να καταστήσουν τον άνθρωπο «προσφερόμενο απόθεμα» και χρηστικό μέσο, μετατρέποντάς τον σε έναν παθητικό αποδέκτη ενός ψηφιακού κόσμου, που ο ίδιος αδυνατεί πολλές φορές να τον παρακολουθήσει, έστω και αν του έχουν δοθεί τεράστιες επιλογές προσβασιμότητας και επικοινωνίας.
Για τον λόγο αυτό, εξηγεί ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας, η σύγχρονη τεχνολογική ανάπτυξη αποτελεί το σοβαρότερο ζήτημα, το οποίο θα χαρακτηρίσει ολόκληρο τον 21ο αιώνα, ενώ το χρέος της Ορθόδοξης θεολογίας και της πατερικής ανθρωπολογίας φαίνεται ότι είναι πασιφανές, επιτακτικό και αναγκαίο.
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας, τόνισε ακόμη ότι η «τεχνολογία» δεν αφορά απλώς μόνο «το ανθρώπινο πράττειν», το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ του ανθρώπου και του κόσμου υποκαθιστώντας το «προσωπικό επίτευγμα της τέχνης» με τον απρόσωπο παράγοντα της «μηχανικής», ούτε αποτελεί την πράξη ή την μέθοδο, με την οποία αντικαθίστανται οι φυσικές δυνατότητες του ανθρώπου από τη μηχανή, εξουδετερώντας με τον τρόπο αυτό το ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά, όπως επισημαίνει ο M. Χάιντεγγερ, είναι η οντολογική καταστροφή του ανθρώπου και κατά συνέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης, γι’ αυτό και η «τεχνολογία», υπό την προοπτική αυτή, καθίσταται υπαρξιακή «απειλή» για τον άνθρωπο ως «εικόνος του Θεού».
Η πατερική ανθρωπολογία καλείται να απαντήσει με όρους οντολογίας και όχι ηθικής, αφού τα ζητήματα πλέον, τα οποία σχετίζονται με την τεχνολογία, αναδεικνύονται ότι είναι πρώτιστα οντολογικά και η προσέγγισή τους απαιτεί την ανάδειξη ανάλογων κριτηρίων, με τα οποία θα απαντηθούν τα αντίστοιχα οντολογικά ερωτήματα, όπως έκαναν άλλωστε και οι Πατέρες της Εκκλησίας στην εποχή τους.
«Η τεχνολογία λοιπόν σχετίζεται πρώτιστα με το ερώτημα «τι εστιν άνθρωπος», ένα ερώτημα το οποίο έχει επιχειρηθεί πολλές φορές να απαντηθεί, και το οποίο, στα όρια της πατερικής ανθρωπολογίας, αφορά μεν την περί του ανθρώπου αλήθεια αλλά συγχρόνως σχετίζεται και με το «πως εστιν άνθρωπος», ανέφερε ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος.
Διαβάστε την ομιλία του Μητροπολίτη Μεσσηνίας, Καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρυσοστόμου
Οἱ θεωρητικοί τῆς σύγχρονης τεχνολογικῆς καί ψηφιακῆς ἀνάπτυξης, ἄν καί ὁμιλοῦν γιά μία «μεταβατική ἐποχή», ἐντούτοις, μέ τήν ἁλματώδη ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας, τείνουν νά καταστήσουν τόν ἄνθρωπο «προσφερόμενο ἀπόθεμα» καί χρηστικό μέσο, μετατρέποντάς τον σέ ἕναν παθητικό ἀποδέκτη ἑνός ψηφιακοῦ κόσμου, πού ὁ ἴδιος ἀδυνατεῖ πολλές φορές νά τόν παρακολουθήσει, ἔστω καί ἄν τοῦ ἔχουν δοθεῖ τεράστιες ἐπιλογές προσβασιμότητας καί ἐπικοινωνίας.
Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ σύγχρονη τεχνολογική ἀνάπτυξη ἀποτελεῖ τό σοβαρότερο ζήτημα, τό ὁποῖο θά χαρακτηρίσει ὁλόκληρο τόν 21ο αἰώνα, ἐνῶ τό χρέος τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας καί τῆς πατερικῆς ἀνθρωπολογίας φαίνεται ὅτι εἶναι πασιφανές, ἐπιτακτικό καί ἀναγκαῖο.
Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία θά κληθεῖ νά διαλεχθεῖ σοβαρά καί ὑπεύθυνα μέ τό νέο τεχνολογικό περιβάλλον καί νά ἀναδείξει τά στοιχεῖα ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα θά δώσει ἀπαντήσεις στίς νέες καί πρωτόγνωρες τεχνολογικές προκλήσεις.
Τά ἐρωτήματα ἔχουν ἢδη ἐπισημανθεῖ καί οἱ συνέπειες ἔχουν ἐπίσης καταγγελθεῖ, ἐνῶ τό σημαντικό ἐρώτημα τῆς σχέσης τῆς τεχνολογίας μέ τόν ἄνθρωπο παραμένει σημεῖο τριβῆς.
Ὁ Μάρτιν Χάϊντεγγερ στά ἔργα του «Εἶναι καί Χρόνος» καί «Τό ἐρώτημα γιά τήν τεχνική» για πρώτη φορά ἀξιολογεῖ τήν τεχνολογία ὂχι ὡς ἕνα ἁπλό «ἐργαλεῖο», μέσο ἤ ὂργανο (instrumentum), τό ὁποῖο εἶναι χρήσιμο γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλ΄ ὡς πρός τήν «οὐσία» της. Ἐπισημαίνει ὅτι ὁ σωστός «ὁρισμός» γύρω ἀπό τήν «τεχνική-τεχνολογία» θά πρέπει νά ἀφορᾶ τή σχέση της πρός τόν ἄνθρωπο καί τήν «ἀλήθεια» τήν ὁποία ἐκφράζει, ἐνῶ τονίζει ὅτι μόνο μέσα ἀπό μία τέτοια προοπτική εἶναι δυνατόν νά κατανοήσουμε τήν οὐσία καί τόν σκοπό της.
Ἡ «τεχνολογία» δέν ἀφορᾶ ἁπλῶς μόνο «τό ἀνθρώπινο πράττειν», τό ὁποῖο παρεμβάλλεται μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου ὑποκαθιστώντας τό «προσωπικό ἐπίτευγμα τῆς τέχνης» μέ τόν ἀπρόσωπο παράγοντα τῆς «μηχανικῆς», οὔτε ἀποτελεῖ τήν πράξη ἤ τήν μέθοδο, μέ τήν ὁποία ἀντικαθίστανται οἱ φυσικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή μηχανή, ἐξουδετερώντας μέ τόν τρόπο αὐτό τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀλλά, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ M. Χάϊντεγγερ, εἶναι ἡ ὀντολογική καταστροφή τοῦ ἀνθρώπου καί κατά συνέπεια τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, γι’ αὐτό καί ἡ «τεχνολογία», ὑπό τήν προοπτική αὐτή, καθίσταται ὑπαρξιακή «ἀπειλή» γιά τόν ἄνθρωπο ὡς «εἰκόνος τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Μ. Χάϊντεγγερ προσεγγίζει τήν τεχνολογία σέ σχέση πρός τή ζωή καί τήν ὓπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὑπαρξιακά, προβάλλοντος συγχρόνως μέ τόν τρόπο αὐτό καί μία ἄλλη οὐσιαστική διάσταση τῆς ὀντολογίας, μέ τήν ὁποία ὃμως νομιμοποιεῖ τόν ἀτομισμό καί ἐπιβεβαιώνει τήν ἐλευθερία, ὄχι ὡς τό «ἀσκητικό κατόρθωμα» σεβασμοῦ, «ἔκστασης» καί ἀποδοχῆς τοῦ ἂλλου, ἀλλά ὡς μία διαδικασία ἱκανοποίησης ἀτομικῶν δικαιωμάτων, γι’ αὐτό καί ἡ συγκεκριμένη μορφή τῆς ἐλευθερίας μπορεῖ νά ὁδηγήσει στήν χρησιμοθηρική ἀσυδοσία (πρβλ. Ρωμ. 15, 1-2) σέ σχέση πρός τόν συνάνθρωπο καί τό περιβάλλον.
Ἡ Χαϊντεργιανή αὐτή πρόταση προκαλεῖ σήμερα τήν πατερική ἀνθρωπολογία, ἡ ὁποία καλεῖται νά ἀπαντήσει μέ ὅρους ὀντολογίας καί ὄχι ἠθικῆς, ἀφοῦ τά ζητήματα πλέον, τά ὁποῖα σχετίζονται μέ τήν τεχνολογία, ἀναδεικνύονται ὅτι εἶναι πρώτιστα ὀντολογικά καί ἡ προσέγγισή τους ἀπαιτεῖ τήν ἀνάδειξη ἀνάλογων κριτηρίων, μέ τά ὁποῖα θά ἀπαντηθοῦν τά ἀντίστοιχα ὀντολογικά ἐρωτήματα, ὅπως ἔκαναν ἄλλωστε καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐποχή τους.
Ἡ τεχνολογία λοιπόν σχετίζεται πρώτιστα μέ τό ἐρώτημα «τί ἐστιν ἄνθρωπος», ἕνα ἐρώτημα τό ὁποῖο ἔχει ἐπιχειρηθεῖ πολλές φορές νά ἀπαντηθεῖ, καί τό ὁποῖο, στά ὅρια τῆς πατερικῆς ἀνθρωπολογίας, ἀφορᾶ μέν τήν περί τοῦ ἀνθρώπου ἀλήθεια ἀλλά συγχρόνως σχετίζεται καί μέ τό «πῶς ἐστιν ἄνθρωπος».
Γιά τήν ἀπάντηση τοῦ συγκεκριμένου διπλοῦ ἐρωτήματος εἶναι ἀνάγκη νά προσδιοριστοῦν, ὡς ἀφετηριακά στοιχεῖα, τά ὀντολογικά καί δομικά στοιχεῖα τῆς ταυτότητας τοῦ ἀνθρώπου ὃπως αὐτά καθ-ορίζονται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
α) Τό πρῶτο στοιχεῖο εἶναι ἡ σωματικότητα.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σῶμα καί δέν ἔχει ἁπλᾶ σῶμα. Μέ τήν ἔννοια τῆς σωματικότητας δέν προσδιορίζεται μόνο ἡ σαρκική του πραγματικότητα ἀλλά, στήν βιβλική καί πατερική παράδοση, περιγράφεται κυρίως ἡ εὐρύτερη ὀντολογική πραγματικότητα, μέ τήν ὁποία δηλώνεται ἡ ὁλότητα, ἡ καθολικότητα καί ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου, γι΄ αὐτό καί ὁ ἂνθρωπος κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖται ἂτμητος, ὡς ἂ-τομον, καί προσεγγίζεται ὡς «ὃλον», ὡς σῶμα καί ψυχή, ἄλλωστε τό σῶμα χωρίς τήν ψυχή εἶναι «νεκρό» (πτῶμα) καί ἡ ψυχή χωρίς τό σῶμα εἶναι «φάντασμα» (γυμνή), εἶναι γνωστό ἐπίσης ὃτι ὁ χωρισμός σώματος καί ψυχῆς σημαίνει «θάνατο» (Ψαλμ. 103 (104), 29. Ἰωβ. 34, 14. Ἐκκλ. 12, 7).
β) Τό δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ἡ σχέση.
Ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει «πεῖρα» ζωῆς καί δηλώνει τήν ὕπαρξή του ὃταν βρίσκεται σέ σχέση μέ τούς συνανθρώπους του καί μέ τό περιβάλλον του ἀλλά καί ὃταν ἐπιδιώκει ἐγγενῶς μία συνεχῆ σχέση. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ σωματικότητα μαζί μέ τήν σχέση ἀποτελοῦν τά βασικά καί πρωτεύοντα στοιχεῖα τοῦ ὀντολογικοῦ περιεχομένου τῆς ἐννοίας «ἄνθρωπος», στόν χρόνο καί στόν χῶρο, γιατί καί τά δύο προσδιορίζουν τό εἶναι ἄνθρωπος, ὡς μία ἑνιαία ὀντότητα. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἄνθρωπος χωρίς τήν σωματικότητά του καί χωρίς τήν ἐγγενή σχέση, δηλαδή ὡς ἄ-σχετος, ἄλλως ὁ ἂνθρωπος δέν ὑπάρχει ἐν ζωῇ.
Αὐτήν τήν ὑπαρξιακή διάσταση καί ἀναγκαιότητα τῆς σχέσης, σέ ἀναφορά πρός τόν ὁρισμό «τί ἐστιν ἂνθρωπος», ἐπισημαίνει χαρακτηριστικά ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Τονίζει ὃτι «ὅ γε ἑαυτῷ ζῶν μόνῳ καί πάντων ὑπερορῶν περιττός ἐστι καί οὐδέ ἄνθρωπος, οὐδέ τοῦ γένους τοῦ ἡμετέρου», ἀποδυναμώνοντας καί τήν ἄποψη τοῦ Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ὡς ἄνθρωπο τόν «ἑαυτοῦ ἕνεκα καί μή ἄλλον ὄντα». Ἡ συγκεκριμένη ἀπάντηση τοῦ Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου ἐπιβεβαιώνει τήν πατερική ἀρχή τῆς ἀνθρωπολογίας, ὅτι ἡ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου δέν προσδιορίζει τό «τί ἐστιν ἄνθρωπος» ἀπό τή φύση ἀλλά ἀπό τόν τρόπο ὕπαρξης, τήν σχέση δηλαδή, τό «πῶς ὑφίσταται (ἐστιν) ἄνθρωπος». Ὑπ’ αὐτήν τήν διπλή ἒννοια ἡ σχέση, στά ὃρια τῆς πατερικῆς ἀνθρωπολογίας, δηλώνει μία ὀντολογική λειτουργικότητα.
γ) Ὁ ὁρισμός ὅμως «τί ἐστιν ἄνθρωπος» ἐμπεριέχει καί τόν καθορισμό «πῶς ἐστιν ἄνθρωπος», γεγονός τό ὁποῖο σχετίζεται με τήν ἐλευθερία, ἀκόμη ἕνα ταυτοτικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἐλευθερία εἶναι τό ἀνθρωπολογικό ἐκεῖνιο στοιχεῖο μέ τό ὁποῖο διαφοροποιεῖται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά ζῶα ἐνῶ συγχρόνως λειτουργεῖ ἀποτρεπτικά στὁ νά μήν μεταπέσει ὁ ἄνθρωπος στήν κατάσταση τοῦ χρηστικοῦ «ἀντικειμένου» ἤ τοῦ «πράγματος» (res).
Ἡ προβολή τοῦ ἀνθρώπου ὡς «εἰκόνος τοῦ Θεοῦ», στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἒχει τήν ἀναφορά της στήν ἐλευθερία καί στό αὐτεξούσιο του, ὡς τοῦ αὐθεντικοῦ κριτηρίου τῆς ὓπαρξης τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀνεγνώρισαν στόν ἄνθρωπο, ὡς τό «κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» δημιούργημα, τήν ἐλευθερία ὡς μία συνεχῆ «κίνηση» πρός ζωή καί ὡς ἕνα συνεχές γεγονός ἐλεύθερης καί ἐγγενοῦς σχέσης μέ τόν Θεό, τούς ἀνθρώπους καί τό περιβάλλον, ὁποία ὁδηγεῖ στήν ἀθανασία.
Στο σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ἐπισημάνουμε ἐπίσης ὃτι τήν ἰδιαίτερη λειτουργία τῆς σωματικότητας, ὡς ὃλου, στό πλαίσιο τῆς ἐλεύθερης καί ἐγγενοῦς σχέσης, ἐπιβεβαιώνει ἡ γενετική μηχανική, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἰδιότητες τῆς ἀλήθειας τῶν ὂντων καθορίζονται ὄχι ἀπομονωμένα, δυαλιστικά καί αὐτόνομα ἀλλά πάντοτε σέ σχέση πρός τίς ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές παραμέτρους τοῦ χώρου, τοῦ χρόνου καί τῆς ὓλης (βλ. θεωρία τῆς σχετικότητας), ὅπως καί ἡ «ἀνθρωπική κοσμολογική ἀρχή» (anthropic cosmological principle, 1986), σύμφωνα μέ τήν ὁποία τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι μέ τέτοιο τρόπο δομημένο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά προσαρμόζεται πρός τό περιβάλλον ἀλλά καί τό περιβάλλον πρός αὐτόν, γι΄αὐτό καί τό περιβάλλον χωρίς τόν ἄνθρωπο εἶναι «νεκρό» καί ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό περιβάλλον, ὡς «ἂ-σχετος», ὡς μή εὑρισκόμενος δηλαδή «ἐν σχέσει», εἶναι «ἀνύπαρκτος», ὡς συνεχῶς συρρικνούμενος. Ἡ συγκεκριμένη περί τοῦ ἀνθρώπου ἀλήθεια, ὡς γεγονός δηλαδή ἐλεύθερης καί ἐγγενοῦς σχέσης, ἐπιβεβαιώνεται, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀϊνστάιν καί μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς κβαντικῆς θεωρίας.
δ) Γιά τήν πατερική σκέψη ὁ ἄνθρωπος, ὃπως ἀναφέραμε, εἶναι ἄ-τμητος («ἄτομο»), χωρίς δηλαδή κάποια συναρμογή αὐτοτελῶν ἤ αὐτονόμων συστατικῶν στοιχείων ἤ τμημάτων, γεγονός τό ὁποῖο ὑποδηλώνεται καί ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζεται καί ἀπό τίς σύγχρονες βιολογικές ἐπιστῆμες, κυρίως μέ βάση τήν «ἀρχή τῆς ὁλότητας» (principe de totalité). Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ὑφίσταται ὡς ἐλεύθερο ὄν, τό ὁποῖο δημιουργεῖ σχέσεις μέ τούς ἄλλους, ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ του, ὡς «ἔκστασις», ἀκόμη καί μέσω τοῦ σώματός του. Εἶναι καί αὐτή μία συνεπαγωγή τῆς καθολικῆς θεώρησης τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ὀντολογικῆς καθολικότητας, ὡς μιᾶς δηλαδή μοναδικῆς καί ἀνεπανάληπτης προσωπικότητας.
Ἡ καθολική αὐτή θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς του, σημαίνει ὃτι δέν μπορεῖ νά προσδιοριστεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνο ἀπό τήν μονομερῆ ἔξαρση ἑνός ψυχισμοῦ, μιᾶς εὐφυΐας ἤ τῆς νοημοσύνης του, οὒτε ὡς μία ἀπολυτοποιημένη κατανόηση τῆς πνευματικῆς ἔναντι τῆς σαρκικῆς σύστασής του, γιατί με τον τρόπο αὐτό ὁδηγούμεθασ σέ μία ἐλλειμματική καί μονομερή κατανόηση τῆς ἀνθρώπινης ὓπαρξης, τοῦ εἶναι.
Ὑπ’ αὐτήν τήν προοπτική ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀναπτύσσει τίς διανοητικές ἱκανότητές του μονομερῶς καί ἀνεξάρτητα ἀπό τό σῶμα του ἢ καί εἰς βάρος τοῦ σώματός του, ἀφοῦ καί ὡς «ζῶον λογικόν», ὡς σκεπτόμενο ὄν, ἔχει τήν ἀνάγκη τοῦ σώματός του. Μέ τήν ὁποιαδήποτε λοιπόν μονομερή ἀνάπτυξη τοῦ νοῦ (πρβλ. computers, internet, «τεχνητή νοημοσύνη ἤ εὐφυΐα» κ.λπ.) ὁ ἄνθρωπος κινδυνεύει νά ὁδηγηθεῖ στήν κατάργηση τοῦ σώματός του, ἀκόμη καί ὡς ὀργάνου νόησης καί γνώσης ἢ νά το καταστήσει ὡς κάτι ὑποδεέστερο.
Ἡ «τεχνητή νοημοσύνη» ὃμως φαίνεται ὃτι θέτει καί νέα ἀνθρωπολογικά, ὑπαγορεύει μία «νέα ὀντολογία» καί προσπαθεῖ νά καθορίσει μία «νέα» ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Τό ἐρώτημα «τί ἐστιν ἄνθρωπος» τείνει νά ἀπαντηθεῖ μέ τήν προβολή ἑνός νέου τεχνολογικοῦ ἀνθρωποειδώλου, τοῦ «τεχνανθρώπου», ἑνός δηλαδή «πράγματος/ἀντικειμένου», μιᾶς μηχανῆς χωρίς σῶμα καί ψυχή ἀλλά μέ μία «ἰδιότυπη» ἀνάπτυξη νοημοσύνης, τῆς ὁποίας τά χαρακτηριστικά θά καθορίζονται ἀπό τά στοιχεῖα ἑνός χρηστικοῦ «ἀλγόριθμου» καί τά ὁποῖα θά προσδιορίζουν καί τήν ταυτότητά της, δηλαδή τό «πῶς ἐστιν». Θά κληθεῖ νά διαδραματίσει ἕναν ρόλο ἀνεξάρτητα ἀπό κάποια σχέση, δηλαδή χωρίς ἀναφορικότητα., Γιά παράδειγμα δέν θά μπορεῖ νά διαλεχθεῖ ἐλεύθερα μέ κάτι τό ὁποῖο θά βρίσκεται ἐκτός τῆς ὀντικῆς του κατάστασης, ἀκόμη οὒτε νά ἀγαπήσει, οὒτε νά ἐρωτευθεῖ.
Τό ἐρώτημα καί πάλι λοιπόν, ὡς πρός τήν συγκεκριμένη μορφή τῆς τεχνολογίας μετακινεῖται ἀπό τήν ἠθική στήν ὀντολογία ἐνῶ ἐπιβεβαιώνεται ὅτι ἀπαιτεῖται μία πιό βαθειά συζήτηση γιά τόν ρόλο τῆς τεχνολογίας, σέ σχέση πρός τό νέο ἀνθρωποείδωλο πού προβάλλει, γι΄αὐτό καί ἐπανέρχεται στό προσκήνιο τοῦ διαλόγου τό ἐρώτημα περί τῆς ὕπαρξης καί τοῦ σκοποῦ τῆς τεχνολογίας, σέ σχέση πρός τόν ἂνθρωπο καί τόν κόσμο, ἐπειδή ἡ τεχνολογία κατασκευάζει καί ἐπιβάλλει μία νέα μορφή ζωῆς, ἡ ὁποία παρεισφρύει στήν ἴδια τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μέσω τῆς τεχνολογίας ἀλλά ὡς τεχνολογία, καί καθορίζει μία συγκεκριμένη ἐξάρτηση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν δικό της κόσμο.
Αὐτή ἡ νέα στάση ζωῆς, ὅπως φαίνεται, σχετίζεται ἄμεσα καί μέ τό περί ἀνθρώπου ἐρώτημα, ἡ δέ ἀπάντησή του εἴτε ἀκολουθεῖ τό ὀντολογικό περιεχόμενο περί τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τό περιέγραψαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ἐγκλωβίζεται στήν ἴδια τή φύση τῆς τεχνολογίας.
Μέ τήν πρώτη ἀπάντηση, προβάλλεται ἡ ὀντολογία ὡς σχέση ἐν ἐλευθερία καί ὁ ἄνθρωπος ὡς ἐν «ἐκστάσει» ὂν καί ὄχι ὡς ἀτομικό «τόδε τι».
Μέ τήν τεχνολογική προσέγγιση ὁ ἂνθρωπος χάνει τό κυριότερο συστατικό τῆς ὀντολογίας πού εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἀφοῦ ὡς γνωστόν «ἡ τεχνική δέν μπορεῖ ποτέ νά ὁδηγήσει στήν ἐλευθερία», μέ ἀποτέλεσμα νά ὑποτάσσεται στήν τεχνολογία σέ φυσικά, βιολογικά, τεχνολογικά καί κοινωνικά δεδομένα καί νά κατανοεῖται ὡς μία «μηχανή» ἤ ὡς ἕνα ἐξάρτημα μιᾶς «κοσμολογικῆς μηχανῆς», μέ τήν ἐπικράτηση τῆς ἀναγκαιότητας ἔναντι τῆς ἐλευθερίας.
Μέ βάση ὅλα τά παραπάνω καί σέ σχέση πρός τήν φύση τῆς τεχνολογίας σέ ἐπίπεδο ἀποκλειστικά καί μόνο ὀντολογικό, τίθεται τό βασικό ἐρώτημα: Γιά ποία ὀντολογία τελικά μιλᾶμε; Τήν ὀντολογία τῆς σχέσης, ὅπως τήν περιέγραψαν ἀνθρωπολογικά οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐπιβεβαίωσαν οἱ σύγχρονες ἐπιστῆμες, ἤ γιά μία ὀντολογία τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο κυοφορήθηκε ὁ ὑπαρξισμός, ὡς μία συνεχής καί συγχρόνως ἀνεκπλήρωτη ἀναζήτηση τοῦ ἀτόμου, στή βάση τοῦ ὁποίου ἀναπτύχθηκε καί ἡ τεχνολογία;
Ἡ ὀντολογία τῶν Πατέρων διακρίνει τό εἶναι ἀπό τό φαίνεσθαι καί τό ἀναγάγει σέ τρόπο ὕπαρξης, δηλαδή στό πῶς εἶναι, στή σχέση. Ὅταν λοιπόν καλούμεθα νά ἀξιολογήσουμε τήν οὐσία τῆς τεχνολογίας ὀντολογικά, σέ σχέση δηλαδή πρός τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τότε εἶναι ἀναγκαῖο νά ἐπιβεβαιώνεται ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε κριτική θεώρηση, θετική ἤ ἀρνητική, θά πρέπει νά ἔχει πάντοτε τήν ἀναφορά της στό ὀντολογικό ἐρώτημα ἐάν καί σέ ποιό βαθμό ἡ τεχνολογική αὐτή ἀνάπτυξη ἀλλοιώνει ἢ ὂχι τό εἶναι καί τό πῶς τοῦ ἀνθρώπου, τή σχέση του δηλαδή μέ τόν κόσμο, τόν ἄνθρωπο καί τόν δημιουργό Θεό ὅπου ἐμπεδώνεται καί ἡ ἐλευθερία του.














