Ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κ. Ανδρέας, με αφορμή την Εθνική Επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, περιέγραψε μέσα από την φετινή Εγκύκλιό του το χρονικό των γεγονότων που οδήγησαν στο ιστορικό «ΟΧΙ» και την έναρξη του Έπους του 1940-1941. Με τον τίτλο «Λοιπόν, ἔχουμε πόλεμο», η εγκύκλιος αναφέρεται στα γεγονότα εκείνης της περιόδου που καθόρισαν την ιστορία της Ελλάδας.
Ο Μητροπολίτης, επισημαίνοντας τη σημασία αυτής της ιστορικής στιγμής, τονίζει ότι «ἡ Ἑλλάδα μας ἀπέσπασε τόν παγκόσμιο θαυμασμό», διότι ο αγώνας εκείνος είχε την προστασία του Χριστού και της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως βεβαίωσαν οι ήρωες του θρυλικού Έπους του 1940. Με αυτόν τον τρόπο, υπογραμμίζεται η θεία συμβολή στην επιτυχή έκβαση του αγώνα των Ελλήνων ενάντια στον φασισμό και την κατοχή.
Η εγκύκλιος καλεί τους πιστούς να θυμηθούν το πνεύμα θυσίας και ενότητας των Ελλήνων εκείνης της εποχής και να αντλήσουν διδάγματα από την πίστη και την αφοσίωση που επέδειξαν στον αγώνα τους για την ελευθερία. Ο Μητροπολίτης κ. Ανδρέας υπενθυμίζει ότι η ιστορική αυτή ημέρα δεν είναι μόνο μια ευκαιρία για εθνική περηφάνεια, αλλά και για βαθιά ευγνωμοσύνη προς τους προγόνους που υπερασπίστηκαν την πατρίδα και την πίστη τους με θάρρος και αυτοθυσία.
Διαβάστε την εγκύκλιο:
Στις τρεις τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο σπίτι του Πρωθυπουργού Ιωάννου Μεταξά στην Κηφισιά. Ο αστυφύλακας ασφαλείας, μη μπορώντας να διακρίνη ποιος ακριβώς ήταν ο επισκέπτης, ανήγγειλε λανθασμένα τον πρεσβευτή της Γαλλίας. Ο Μεταξάς δέχθηκε τον ξένο διπλωμάτη, που ήταν, όμως, της Ιταλίας ο πρεσβευτής, ο Εμμανουέλε Γκράτσι. Εκάθησαν και οι δύο στο μικρό σαλονάκι της εισόδου. Ο Γκράτσι αφηγείται: «Ο κυριότερος λόγος, που με κάνει να θεωρώ την περίοδο από 15 Αυγούστου (τορπιλλισμός της «ΕΛΛΗΣ») μέχρι 28 Οκτωβρίου 1940, ως την πιο σκληρή από όσες πέρασα στη ζωή μου». «Ο Μεταξάς είχε φορέσει μια σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό … Μόλις καθήσαμε …, χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο (του τελεσιγράφου). Ο Μεταξάς άρχισε να διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά, και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια, να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: “Λοιπόν, έχουμε πόλεμο”». Αυτό, ακριβώς, ήταν το επίσημο ΟΧΙ.
-Β-
Συνεχίζοντας ο Γκράτσι δηλώνει, ότι «τη στιγμή εκείνη το καθήκον του αξιώματός μου μου φάνηκε σταυρός, όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, όταν άκουσα τα λόγια του πρεσβύτη» Πρωθυπουργού, ο οποίος «την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει για την πατρίδα του (την Ελλάδα) τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του». (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, χωρίς να χάση καθόλου καιρό, ενημέρωσε αμέσως τον Βασιλέα Γεώργιο Β΄, τον Αντιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, τους Υπουργούς και άλλους αρμόδιους παράγοντες. Κατέβηκε γρήγορα στην Αθήνα και αμέσως συνεκάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο, σύσσωμο ενέκρινε το Διάταγμα της Επιστρατεύσεως. Ο Μεταξάς, λέγοντας «ο Θεός να σώση την Ελλάδα», και κάνοντας το σημείο του σταυρού, υπέγραψε πρώτος το κείμενο. Το ίδιο έκαναν, βαθειά συγκινημένοι κι’ αυτοί, όλοι οι Υπουργοί. Ο Ελληνοιταλικός πόλεμος, άρχιζε όπως τόνιζε και το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5:30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
-Γ-
Στο μεταξύ, ο Λαός που είχε πληροφορηθή την Ιταλική Επίθεση από τις έκτακτες εκδόσεις των Εφημερίδων και από τις σειρήνες, ξεχύθηκε στους δρόμους, που πλυμμύρισαν από Σημαίες Ελληνικές. Μα τι ήταν αυτό; Πανηγύρι, χαρά, τρέλλα, ενθουσιασμός! Κι’ όπως πάλι μας πληροφορεί ο Γκράτσι: «Ο τορπιλλισμός της «ΕΛΛΗΣ» επέτυχε ο,τι δεν είχε κατορθώσει να επιτύχει ούτε η εκστρατεία απειλών και ύβρεων του Ιταλικού Τύπου, την απόλυτη, δηλαδή, σύμπνοια του λαού … Η Ιταλική Κυβέρνηση μπορούσε να υπερηφανεύεται, γιατί είχε κατορθώσει να συσπειρώσει σε μια αρραγή ψυχική ενότητα, ένα λαό βαθειά διηρημένο από αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές και από βαθειά και παλιά πολιτικά μίση, γιατί είχε εμπνεύσει την γενναία και ακλόνητη απόφαση να πεθάνει, εν ανάγκη, για την πατρίδα του». Οι λαικές εκδηλώσεις κορυφώθηκαν, όταν ο Βασιλεύς και ο Πρωθυπουργός έκαναν την εμφάνισή τους στους δρόμους των Αθηνών. Κι’ όταν ο Στρατός μας πέρασε στην αντεπίθεση και άρχισε να απελευθερώνη την μία μετά την άλλη τις Ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπέιρου, η Ελλάδα μας απέσπασε τον παγκόσμιο θαυμασμό!
-Δ-
Και δικαιολογημένα. Γιατί ο αγώνας εκείνος είχε την προστασία του Χριστού και της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως έχουν βεβαιώσει οι ήρωες του θρυλικού Έπους του 1940. Γι’ αυτό, κι’ ύστερα από κάθε νίκη του Στρατού μας, εγέμιζαν οι Ναοί από κόσμο, που με δάκρυα ευγνωμοσύνης έσπευδε να ευχαριστήση την Παναγία, την Υπέρμαχο του Έθνους μας Στρατηγό.
Ωραίες ημέρες, ηρωικές, γεμάτες χάρη και χαρά, αλλά και εθνική υπερηφάνεια. Άμποτε να δώση ο Κύριος να μη σβήσουν ποτέ αυτά τα συναισθήματα από τις καρδιές των Ελλήνων και, μάλιστα, των νέων μας, που είναι η χρυσή ελπίδα της Εκκλησίας και του Έθνους.
Χρόνια πολλά, άγια και ευλογημένα για όλους.
Διάπυρος προς Χριστόν ευχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης ΑΝΔΡΕΑΣ