Με κάθε λαμπρότητα, αλλά και ιερά κατάνυξη ετελέσθη ο μέγας Πολυαρχιερατικός Εσπερινός της Εορτής του Πρωτοκλήτου των Αποστόλων, στο ιερό Αποστολείο, στον περικλεή και περίλαμπρο Ναό του, στην Αποστολική πόλη των Πατρών.
Χιλιάδες ευσεβών Χριστιανών προσέτρεξαν καθ’ όλον αυτό τον μήνα, κυρίως όμως στην ιερά εσπερινή εόρτια και πανηγυρική Ακολουθία, προκειμένου να συμμετάσχουν προσευχητικά και να προσκυνήσουν την χαριτόβρυτο και τιμία κάρα του Αποστόλου Ανδρέου, τον Σταυρό του Μαρτυρίου του, που προτίθενται στο μέσον του πανυπερλάμπρου Ναού, αλλά και τον Τάφο του, ο οποίος που ευρίσκεται στον Παλαιό, λεγόμενο, Ναό του.
Στην ιερά Ακολουθία εχοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνός, ο οποίος στο κήρυγμά του, αφού ευχαρίστησε τον Μητροπολίτη Πατρών για την αγάπη, την ολόθυμο στήριξη, αλλά και την πρόσκληση να μετάσχη της λαμπράς πανηγύρεως του Αποστόλου Ανδρέου αναφέρθηκε στους τρεις σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του Αποστόλου.
Ο πρώτος σταθμός είναι τα ρείθρα του Ιορδάνου ποταμού, όπου ελκύεται από το κήρυγμα του Ιωάννου του Προδρόμου και εντάσσεται στον κύκλο των στενότερων μαθητών του. Εκεί διδάσκεται ότι η μετάνοια και η θεογνωσία είναι καρποί της ασκήσεως και της ταπεινώσεως.
Με προτροπή του Προδρόμου ακολουθεί τον Χριστό. Συγκλονίζεται από την συνάντηση μαζί Του και σπεύδει να μεταδώση την χαρά του και στον αδελφό του, τον Πέτρο, γενόμενος ο Πρωτόκλητος Μαθητής του Χριστού και ο Νυμφαγωγός του Πρωτοκορυφαίου.
Ο δεύτερος σταθμός είναι η θάλασσα της Τιβεριάδος, η λίμνη Γεννησαρέτ, όπου ο Ανδρέας έζησε, εργάστηκε και δέχθηκε την κλήση να γίνη Απόστολος του Χριστού. Πρώτος αποδέχεται την πρόσκληση, γιατί φλέγεται η καρδιά του από ειλικρινή αγάπη για τον Θεό. Μετά την Πεντηκοστή περιοδεύει και κηρύττει το Ευαγγέλιο σε πολλές περιοχές. Ιδρύει Εκκλησίες, νουθετεί, στηρίζει, προσφέρει την ίαση, χειροτονεί Επισκόπους.
Ο τρίτος σταθμός της ζωής του είναι η θάλασσα των Παλαιών Πατρών, η θάλασσα της Αχαικής γης. Εδώ συλλαμβάνεται και οδηγείται στο μαρτύριο. Καταδικάζεται σε σταυρικό θάνατο, τον οποίο αντιμετωπίζει με γενναιότητα, ενθουσιασμό και σταυρικό ήθος. Διδάσκει τους Χριστιανούς, ότι η οδός που οδηγεί στον Θεό είναι ένας καθημερινός σταυρός. Συσταυρώνεται μαζί με τον Χριστό για να συναναστηθή μαζί Του.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Μητροπολίτης κ. Δαμασκηνός επεσήμανε, ότι οφείλουμε να λάβουμε ως μηνύματα από τον πρώτο σταθμό την βεβαιότητα, ότι μόνο μέσα από την θεοποιό ταπείνωση μπορούμε να προετοιμαστούμε για να αποδεχθούμε το μυστήριο της αποκαλύψεως του Θεού.
Από την θάλασσα της Τιβεριάδος οφείλουμε να διδαχθούμε ότι η πρόσκληση του Θεού απαιτεί την αποδοχή. Ο Θεός πάντα κρούει την θύρα της καρδιάς μας, αρκεί εμείς με θέρμη να αποδεχθούμε την πρόσκληση. Από τον τρίτο σταθμό διδασκόμαστε ότι το σταυρικό βίωμα δεν είναι μία στείρα και απαρχαιωμένη ιδεολογία, αλλά ένα βίωμα που ευφραίνει τις καρδιές μας και καλούμαστε να βιώσουμε στη ζωή μας.
Αν θέλουμε να είμαστε γνήσια τέκνα του Πρωτοκλήτου μία επιλογή έχουμε! την οδό του Σταυρού, της θυσίας και της κένωσης. Να ασκηθούμε στην συγχώρεση και την αγάπη που ενώνει και στην ταπείνωση που παραδειγματίζει.
Συνεχοροστάτησαν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες: πρ. Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβρόσιος, Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος, Ηλείας και Ωλένης κ. Αθανάσιος, Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ. Θεόκλητος, Κινσάσας κ. Θεοδόσιος, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Νικηφόρος ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Κερνίτσης κ. Χρύσανθος και ο οικείος Ποιμενάρχης, Πατρών κ.κ. Χρυσόστομος.
Τους αγίους Αρχιερείς προσεφώνησε και καλωσόρισε με λόγους θερμούς ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. Χρυσόστομος.
Η προσφώνηση του Σεβασμιωτάτου είχε ως ακολούθως:
Ω του παραδόξου θαύματος, εν ουρανώ και εν γη αγαλλίαμα σήμερον.
«Ανδρέας (το τιμιώτατον Θεώ και πράγμα και όνομα), ο πιστός και φρόνιμος του πατρός των Φώτων οικονόμος, ο μέγας του Θεού Λόγου κήρυξ και δοκιμώτατος ομιλητής, ο του Αγίου Πνεύματος αγιώτατος υπηρέτης και θεραπευτής ( κατά τον Νικήταν τον Παφλαγόνα), επί τω σεπτώ και σωτηρίω αυτού μαρτυρίω, συνεκάλεσεν άπαντας τους ανθρώπους τε και αγγέλους, εις επίγειον και ουρανίαν χοροστασίαν».
Και ημείς τα τέκνα του μεγάλου αυτού Εστιάτορος και Πανηγυριστού, με την σάλπιγγα της αγάπης και της χαράς, σαλπίζομεν τον εόρτιον και εωθινόν παιάνα, σκιρτώντες γηθοσύνως ως αρνία και έλαφοι, κατά την ρήσιν του Ιερού Χρυσοστόμου, δι’ άλλην περίπτωσιν.
Η φωνή μας εόρτιος και πανευφρόσυνος, έγινε πρόσκλησις η οποία ηδέως ηκούσθη από αδελφούς ηγαπημένους οι οποίοι κατέλιπον, προς καιρόν, πάσαν μέριμναν εν ταίς επαρχίαις αυτών και έσπευσαν, ίνα συγχαρώσιν μεθ’ ημών και τον Πρωταπόστολον μετά των τέκνων αυτού μακαρίσωσιν.
Όθεν την χάριν του Παρακλήτου και τας θαυμαστάς πρεσβείας του Πρωτοκλήτου, εν χαρμονή καρδίας, συγκινήσει βαθυτάτη και ευγνωμόνω καρδία επ’ αυτούς, επικαλούμεθα δι’ έτη πλείστα όσα, αγλαόκαρπα και πνευματικώς κατηγλαισμένα και εν ευγνωμοσύνη άπαντας καλωσορίζομεν και περιποθήτως κατασπαζόμεθα.
vΤον σήμερον, τον Αρχιερατικόν θρόνον κλεΐζοντα, νεώτατον εν τοις αδελφοίς, άρτι χειροτονηθέντα και προ ολίγου καιρού εν τη ιστορική και ενδόξω αυτού επαρχία, λαμπρώς κατασταθέντα, αεικίνητον και ακοίμητον υπηρέτην και εργάτην εις το ιερόν του Θεού Γεώργιον, εν τε τη Εκκλησία της Δημητριάδος, αλλά και εις την νέαν αυτού επαρχίαν και ιεράν έπαλξιν, πολλά δε εν τη Εκκλησία υποσχόμενον, Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνόν, ο οποίος απόψε παρεκλήθη, ίνα και λόγον πνευματικής οικοδομής απευθύνη προς το Χριστεπώνυμον πλήρωμα της Εκκλησίας μας.
Μετά δε ταύτα, κατά τα ιερά πρεσβεία της Αρχιερωσύνης και την εκκλησιαστικήν τάξιν, καλωσορίζομεν και εν αγάπη, ευγνωμόνως, προσαγορεύομεν,
Τον πολυσέβαστον πάσιν ημίν, πολιόν, γεραρόν και σεβάσμιον Ιεράρχην, Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην πρ. Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβρόσιον, του οποίου την σεβασμίαν χείρα, ευλαβώς κατασπαζόμεθα, τον πολλά κεκοπιακότα και κοπιάζοντα, υπέρ της αγιωτάτης ημών Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Πατρίδος, ευχαριστούντες διά τον λόγον αυτού, τον τε ελεγκτικόν πολλάκις, πάντοτε όμως παιδαγωγικόν, τον ευκαίρως ακαίρως μετά παρρησίας και αγάπης εκφερόμενον και προς οικοδομήν προσφερόμενον λόγον και εις τον οποίον, σεβάσμιον Ιεράρχην, εκ βαθέων ευχόμεθα, ίνα συνεχίση εις έτη πολλά την Αρχιερατικήν αυτού διακονίαν, διδάσκων και παιδαγωγών πνευματικώς.
Τον ποικίλοις χαρίσμασι κεκοσμημένον, λόγιον Αρχιερέα της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον βαθυνούστατον θεολόγον, τον ιεροίς λόγοις τε και συγγράμμασι, φωτίζοντα τα τέκνα της υπ’ ουρανόν Ορθοδοξίας, τον κλείζοντα την Ιεραρχίαν της Εκκλησίας της Ελλάδος, θερμουργόν λειτουργόν του Θεού του Υψίστου, τον την ιστορικήν ιεράν Μητρόπολιν της κατά Ναύπακτον και Άγιον Βλάσιον Εκκλησίας, θεοφιλώς και θυσιαστικώς διαποιμαίνοντα, την οποίαν από μικράν τοις ορίοις, πνευματικώς μεγίστην ανέδειξε και έως περάτων της Οικουμένης κατέδειξε, τον πολύτιμον γείτονα και φίλον γνήσιον και εγκάρδιον.
Τον ηγαπημένον αδελφόν, Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Σερρών και Νιγρίτης, τον του ηγαπημένου Μαθητού του Κυρίου, επαξίως, το όνομα φέροντα, τον του αλήστου μνήμης, Πρωθιεράρχου Χριστοδούλου, πνευματικόν υιόν ηγαπημένον, ο οποίος με την ολόφωτον παρουσίαν του κλείζει της ιστορικής Μακεδονικής Μητροπόλεως των Σερρών, τον αγιώτατον θρόνον και αγωνίζεται με γλώσσαν πεπαρρησιασμένην και ήθος αγωνιστού Ορθοδόξου Ιεράρχου διά τε την Εκκλησίαν και την Ορθόδοξον Πατρίδα μας, μετά του οποίου συνυπηρετήσαμεν εν τω επιτελικώ Οργανισμώ της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, πλησίον του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, κατά την λαμπράν εκείνην διά τε την Εκκλησίαν και την Πατρίδα περίοδον.
Τον της γείτονος Ηλείας σεπτόν Ποιμενάρχην, τον του Μεγάλου πατρός της Εκκλησίας Αθανασίου επώνυμον, τον πολλά κοπιάσαντα πλησίον του σεμνού και σοφού προκατόχου του κ. Γερμανού και εσχάτως, επαξίως εις διάδοχον αυτού αναδειχθέντα, τον πραύν και αθόρυβον εργάτην του Αμπελώνος του Κυρίου, Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ηλείας και Ωλένης κ. Αθανάσιον,
Τον εκ της νεανικής ημών ηλικίας, φίλον και αδελφόν ηγαπημένον, τον εν τη γενετείρα ημών και ερασμίω Μητροπόλει Μαντινείας και Κυνουρίας, συνεργόν εις το ιερόν του Κυρίου Γεώργιον, Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ. Θεόκλητον, τον τιμιώτατον συνιεροκήρυκα μου, τον γλυκύν τοις τρόποις και άδολον τη καρδία, τον συνοδοιπόρον εις τους πνευματικούς αγώνας πλησίον του Αγίου Γέροντός ημών, αλήστου μνήμης Αρχιερέως κυρού Θεοκλήτου, και του νυν λαμπρού και πολλοίς χαρίσμασι κεκοσμημένου, Ιεράρχου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Αλεξάνδρου, του οποίου τας πατρικάς ευχάς και ευλογίας επικαλούμεθα, τον αδελφόν λέγω Θεόκλητον τον ακάματον της Εκκλησίας εργάτην ο οποίος με σφρίγος και ζέσιν καρδίας εργάζεται, αγαπών τον Λαόν αυτού και υπό του ποιμνίου του μεγάλως αγαπώμενον.
Και τον Ιεραποστολικώ ζήλω φλεγόμενον, σεμνόν και ενάρετον Αρχιερέα του Αλεξανδρινού Θρόνου, τον επί πολλά έτη εν τη Αποστολική Εκκλησία των Πατρών θεοφιλώς και θεαρέστως διακονήσαντα και νυν εν τη Κεντρική Αφρική νυχθημερόν υπέρ του ευαγγελισμού και της σωτηρίας των εκεί αδελφών θυσιαστικώς εργαζόμενον, Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Κινσάσας κ. Θεοδόσιον,
Αλλά και τον της περιακούστου, αγιοτόκου και ηρωοτόκου Μητροπόλεως Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, νέον Ποιμενάρχην, τον της νίκης φερώνυμον, τον Νικηφόρον, δηλαδή, τον αποσταλλέντα παρά Κυρίου εις την γην και την πατρίδα, του Εθνοιερομάρτυρος Αγίου Γρηγορίου του Ε’, του Παλαιών Πατρών Γερμανού, του Εθνοιερομάρτυρος Ανανίου του Λαμπάρδη, εις την Πατρίδα και κοιτίδα πολλών ηρώων και μαρτύρων, εις τον άγιον τόπον ο οποίος επυροδότησε την σπίθαν της Ελευθερίας, τον σεμνόν και εργατικόν, τίμιον αδελφόν, προφρόνως κατασπαζόμεθα.
Πάντες αδελφοί, τιμιώτατοι και πεφιλημένοι, η ημετέρα ταπεινότης και ελαχιστότης και ο εμός συγκυρηναίος και αδελφός ηγαπημένος, Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Κερνίτσης κ. Χρύσανθος, ο ιερός Κλήρος και ο φιλόθεος και φιλάγιος Πατραικός Λαός, εν ευγνωμοσύνη Σας υποδεχόμεθα εις την Αποστολικήν και περιάκουστον πόλιν των Πατρών, θεωρούντες μεγίστην ευλογίαν και τιμήν την ενταύθα ευλογητήν παρουσίαν Σας, μετά των τιμίων συνοδειών Σας και του Κυρίου δεόμεθα, υπέρ υγιείας Υμών και μακροημερεύσεως, προς δόξαν θεού και εύκλειαν της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας, εν καιροίς μάλιστα δυσχειμέροις, αλλά και προς εύκλειαν της φιλτάτης ημών Ορθοδόξου Πατρίδος.
-Αγιώτατε και παμφίλτατε Αδελφέ, Μητροπολίτα της Γης των ηρώων Εξοδιτών και των Φιλελλήνων, της πυρφόρου και φωτοφόρου, τοις αίμασι κατηγλαισμένης Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου και της Πατρίδος του Εθναποστόλου και Ιερομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού, της χώρας παλαιών και νέων Αγίων, ως του Αγίου Καλλινίκου Εδέσσης, Σεπτέ Ποιμενάρχα Δαμασκηνέ, παρακαλώ Σε όπως, εκ της αγαπώσης καρδίας Σου και ως έχων νωπήν την, της Αρχιερωσύνης χάριν, απευθύνης υμίν, λόγον, τον προσήκοντα πανηγυρικόν τε, διδακτικόν και σωτήριον.