της Έφης Ευθυμίου
Τη δήλωση ότι το Καθολικάτο της Κιλικίας των Αρμενίων δεν είναι μονοφυσίτες, έκανε ο Kαθολικός Πατριάρχης του Μεγάλου Οίκου της Κιλικίας κ. Αράμ Α΄, τονίζοντας μάλιστα πως ο μονοφυσιτισμός είναι αίρεση.
Ο κ. Αράμ βρέθηκε το απόγευμα της Παρασκευής στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής, όπου έγινε η παρουσίαση του βιβλίου του για την Αρμένικη Εκκλησία το οποίο μετάφρασε ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας κ. Γαβριήλ, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Ιερώνυμο.
Στην παρουσίαση του βιβλίου, ο Πατριάρχης κ. Αράμ μιλώντας για τις κοινές ρίζες της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας με την Καθολική Εκκλησία των Αρμενίων, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «δεν είμαστε μονοφυσίτες. Δεν το λέω εγώ, η ιστορία το λέει. Δεν είμαστε μονοφυσίτες! Η μία φύση είναι αίρεση, η δυαδική, η ενωμένη φύση είναι Ορθοδοξία. Η Θεολογία μας έχει τις ρίζες της στην κοινή αποστολική μας φύση. Η ερμηνεία μας είναι Ορθόδοξη».
Ο Καθολικός Πατριάρχης στον χαιρετισμό του υπογράμμισε πολλές φορές τα κοινά που έχουν οι δύο Εκκλησίες, και οι δύο λαοί, της Ελλάδας και της Αρμενίας. «Όποιος το προσέξει, μπορεί να το δει πολύ εύκολα», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος πρόσθεσε πως σε κάθε σελίδα του βιβλίου του με τίτλο «Η Αρμένικη Εκκλησία», μπορεί κανείς να δει την παρουσία και των δύο Εκκλησιών, της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Αρμενίας, σε όλες τις πτυχές και εκδηλώσεις της ιστορίας των δύο λαών. «Χρησιμοποιώ τη λέξη commonality, καθώς «η σχέση μας με την Ελλάδα και την Εκκλησία της Ελλάδος, έχει βαθιές ρίζες στην ταυτότητά μας, κοινές παραδόσεις, κοινή θεολογία, χθες και σήμερα».
Εξέφρασε δε την πεποίθηση ότι πρέπει να συνεχιστεί ο διάλογος, υπό την καθοδήγηση του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, «να επαναφέρουμε τη δέσμευση μας για τον οικουμενικό, θεολογικό διάλογο».
Έχουμε κοινή χριστολογία, αν και διαφορετική ερμηνεία, δήλωσε ο Πατριάρχης κ. Αράμ. «Πιστεύω ότι το βιβλίο μας υπενθυμίζει ότι πρέπει να συνεχίσουμε αυτό το μαζί, να ανανεώσουμε τις προσπάθειές μας, να επεκτείνουμε τα κοινά σημεία. Ασφαλώς και έχουμε ζητήματα να συζητήσουμε ως Εκκλησίες» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σε ό,τι αφορά στον ρόλο της Εκκλησίας σήμερα, τόνισε πως η Εκκλησία δεν είναι μουσείο. «Πρέπει να δει που βρίσκεται στην κοινωνία, ποια είναι η θέση της σε όσα συμβαίνουν στον κόσμο, στην κλιματική αλλαγή, στη δημοκρατία και στην πολιτική, στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες. Οι Εκκλησίες μας δεν πρέπει να είναι περιφερειακές, έχουμε ρόλο να διαδραματίσουμε».
Ο Καθολικός Πατριάρχης Κιλικίας κ. Αράμ δήλωσε ακόμη ότι οι Εκκλησίες (σ.σ. της Ελλάδος και της Αρμενίας) έγιναν αναπόσπαστο μέρος των κοινωνιών. «Έχουν αναγνωριστεί ως Εκκλησίες των ανθρώπων, των λαών, των μαρτύρων. Το μήνυμα του βιβλίου είναι πώς θα μπορέσουμε να έρθουμε πιο κοντά με τους ανθρώπους, να γίνουμε μια πραγματικότητα στη ζωή των ανθρώπων».
Στον επίλογο του χαιρετισμού του, ο Καθολικός Πατριάρχης τόνισε την αγάπη του προς τον Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο και εξέφρασε τις ευχαριστίες του προς τον φίλο του όπως τον αποκάλεσε, Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας κ. Γαβριήλ για την εξαιρετική δουλειά.
Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας: Η Αρμενική Εκκλησία ταυτίσθηκε με το αδελφό αρμενικό έθνος
Από την πλευρά του ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας κ. Γαβριήλ, τόνισε τη βαθιά του συγκίνηση και τιμή για τη συμμετοχή του με τη μορφή του μεταφραστή στην έκδοση για πρώτη στα ελληνικά του βιβλίου της Αρμενικής Εκκλησίας από τις εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας.
Ο κ. Γαβριήλ στην παρουσίαση του τόνισε πως «αφορμή για την συγγραφή και για την έκδοση του παρόντος βιβλίου το 2016, όπως τονίζει ο ίδιος ο συγγραφέας του, Αγιώτατος Καθολικός Κιλικίας Αράμ Α΄, τον οποίο έχω την μεγάλη ευλογία να γνωρίζω προσωπικά, χάρις στους διμερείς και πολυμερείς διαλόγους, στα πλαίσια του Π.Σ.Ε., στάθηκε ο εορτασμός της συμπληρώσεως 1700 ετών, το έτος 2001, από την επίσημη μεταστροφή της Αρμενίας στον Χριστιανισμό, καθώς και η συμπλήρωση το 2015 ενός αιώνος από την Γενοκτονία των Αρμενίων.
Εξίσου σημαντικό κίνητρο για τον συγγραφέα αποτέλεσε η ανάγκη να καταστεί γνωστή η ιστορία των Αρμενικής Εκκλησίας και του λαού της τόσο στην αρμενική νεολαία της Διασποράς, όσο και σε όσους επιθυμούν να γνωρίσουν την ιστορία και την σύγχρονη πραγματικότητα της Αρμενικής Εκκλησίας».
Ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας δήλωσε ακόμη πως η Αρμενική Εκκλησία, με αποστολικές ρίζες στους Αποστόλους Θαδδαίο και Βαρθολομαίο, υπήρξε η πρώτη Εκκλησία που οδήγησε ένα ολόκληρο έθνος στον Χριστιανισμό, ήδη από το έτος 301 μ.Χ.
«Παρά τις διώξεις, τη γενοκτονία, τις πολιτικές δοκιμασίες και τον ξεριζωμό, η Αρμενική Εκκλησία διατήρησε ακέραιη στο διάβα των αιώνων, την αποστολική της ταυτότητα, παραμένοντας φάρος πίστεως και ελπίδας για τον πολύπαθο αρμενικό λαό.
Η παρούσα έκδοση έρχεται σε μία εποχή, κατά την οποία, ο διάλογος, η προσέγγιση και η κατανόηση μεταξύ των Ορθοδόξων και των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών καθίστανται εξαιρετικά σημαντικές.
Η Εκκλησία της Ελλάδος, μέσω της Αποστολικής Διακονίας, αποδεικνύει στην πράξη ότι δεν παραμένει αμέτοχη, αλλά επιθυμεί να συμβάλει ενεργά και ουσιαστικά στην αποκατάσταση της αδελφικής κοινωνίας με Εκκλησίες, με τις οποίες μας συνδέουν κοινοί μάρτυρες, κοινές πνευματικές ρίζες και παράλληλες κοινές ιστορικές εμπειρίες», σημείωσε ο Μητροπολίτης κ. Γαβριήλ.
Ο ίδιος εκτιμά ότι στο γεγονός αυτό συνέβαλε αποφασιστικά η σχεδόν ταυτόχρονη ένταξη των Ορθοδόξων και των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, με την οποία ανοίχτηκαν νέοι δίαυλοι επικοινωνίας και εκφράσθηκε το πνεύμα συνεργασίας, με τη θέσπιση ενός διμερούς θεολογικού διαλόγου, που εκτυλίχθηκε σε τέσσερις προπαρασκευαστικές διασκέψεις.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας, «η υποστήριξη αυτών των Εκκλησιών, ως προς την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, θα έπρεπε να συγκαταλέγεται όχι μόνο στις προτεραιότητες του Π.Σ.Ε., αλλά και όλων των διεθνών οργανισμών, προκειμένου να σταματήσει ο εξανδραποδισμός και οι διώξεις των αρχαιότερων και ιστορικότερων χριστιανικών Εκκλησιών, καθώς και των πρεσβυγενών Πατριαρχείων.
Η Αρμενική Εκκλησία, σε όλη την ιστορική της πορεία, ταυτίσθηκε με το αδελφό αρμενικό έθνος, που υπέστη πληθώρα βασάνων, με αποκορύφωμα βεβαίως τη Γενοκτονία του 1915, γεγονός που αποτελεί ένα διαχρονικό σημείο αναφοράς, ενότητας και μαρτυρίας για τον λαό αυτό, που συνεχίζει ως εκ θαύματος να επιβιώνει και να ακμάζει στη διασπορά.
Για τον λόγο αυτό, η σημερινή παρουσίαση, σε αυτόν τον φορτισμένο συμβολικά τόπο, που ενσαρκώνει τους αγώνες του ελληνικού λαού για ελευθερία, δημοκρατία και πνευματική συγκρότηση, λαμβάνει έναν επιπλέον ενωτικό χαρακτήρα. Δύο λαοί – ο ελληνικός και ο αρμενικός – συνοδοιπόροι στον πόνο και στη μαρτυρία, συναντώνται μέσα από την πνευματική γέφυρα αυτού του βιβλίου. Είναι μία συνάντηση μνήμης, και ελπίδας. Διαλόγου, αλλά και κοινής μαρτυρίας της πίστεως στον σύγχρονο κόσμο.
Ο Αράμ Α΄, είναι ένας αληθινός θεολόγος της ενότητος και της αγάπης. Ένας ποιμενάρχης με οικουμενικό όραμα, που συνδυάζει θεολογική κατάρτιση, ποιμαντική ευαισθησία και ένα πνεύμα διακονίας. Το έργο του δεν είναι απλώς καταγραφή· είναι μαρτυρία, πρόσκληση και προφητική φωνή».
Ευάγγελος Βενιζέλος: Αυτό που μας χωρίζει ιστορικά, είναι το χριστολογικό δόγμα
Από την πλευρά του, ο Καθηγητής Συνταγματικού ΔΙκαίου και πρώην υπουργός κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, τόνισε πως το βιβλίο είναι ένα έργο που παρουσιάζει ποια είναι η Αρμενική Εκκλησία και πώς αντιμετωπίζει τις προκλήσεις του παρελθόντος και του σήμερα.
«Όταν μια Εκκλησία αντιλαμβάνεται ότι εκτός από τη σχέση της με το παρελθόν πρέπει να διαμορφώσει και τη σχέση με το μέλλον, έχει τις προϋποθέσεις να διασφαλίσει την πορεία της μελλοντικά», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Το βιβλίο είναι εντυπωσιακό, τόνισε ο κ. Βενιζέλος, «συνιστά μια σύνοψη κοινωνιολογίας της θρησκείας, για τη σχέση της Αρμενικής Εκκλησίας με το αρμενικό έθνος και το αρμενικό κράτος. Αγγίζει ζητήματα σχέσεων κράτους-Εκκλησίας ή σχέσεων Εκκλησίας-εθνικής ταυτότητας, τα οποία προσεγγίζονται από τον Πατριάρχη κ. Αράμ και αποδίδονται εξαιρετικά από τον Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας».
Όπως δήλωσε ο κ. Βενιζέλος, «αυτό που χωρίζει τις δύο Εκκλησίες ιστορικά (σ.σ. την Αρμενική Εκκλησία και την Εκκλησία της Ελλάδος), είναι το χριστολογικό δόγμα. Το 2024 γιορτάζουμε μια επέτειο 1700 ετών από τη Σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια. Μπορούμε οι Ορθόδοξοι και οι αρχαίες ανατολικές Εκκλησίες με αφορμή αυτή τη Σύνοδο, που αποτελεί αντικείμενο αποδοχής και πίστεως, να βρούμε την ευκαιρία να τονίσουμε τα σημεία κοινής χριστολογικής αντίληψης».
Σε ό,τι αφορά στον διάλογο μεταξύ των Ορθοδόξων και των Ανατολικών Εκκλησιών, ο κ. Βενιζέλος σημείωσε πως «είμαστε πολύ κοντά στο να βρούμε τις διατυπώσεις, τα πράγματα, την κοινή πίστη, να καταλήξουμε σε ένα σύμβολο της πίστης που είναι κοινό και να γιορτάσουμε έμπρακτα αυτή τη μεγάλη επέτειο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Οι Αρχαίες Ανατολικές θρησκείες αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορεί να μείνουν αδιάφορες σε προκλήσεις που είναι κοινότοπες όπως η κλιματική κρίση ή τεχνητή νοημοσύνη. Πρέπει να δούμε ο άνθρωπος της σημερινής εποχής που βιώνει την ασφάλεια, πώς μπορεί να βρει τη σχέση του με την πίστη, με τη θέωση», πρόσθεσε ο ίδιος.
«Το βιβλίο είναι μια ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε όλα αυτά που μας ενώνουν. Έχουμε όλες τις προϋποθέσεις να ανεβάσουμε τους δεσμούς μας και να τους κάνουμε όπλο απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε».










