Η ζωή, το έργο και η ηρωική πορεία του αφανή ιερομάρτυρα Μητροπολίτη Κυδωνιών Γρηγορίουπου το Σεπτέμβριο του ’22 μαζί με ιερείς από το Αϊβαλί θυσιάστηκαν για το ποίμνιό τους. Ο Ηλ.Βενέζης γράφει για τις τελευταίες στιγμές
Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ
«Γνώρισα στα εφηβικά μου χρόνια τον Κυδωνιών Γρηγόριον. Ενέπνεε σέβας και ηρεμία. Και ακτινοβολούσε αγαθότητα: τίποτε το ηρωικό, τίποτε το βίαιο. Αυτό είναι το μεγαλείο του: Δεν φώναζε, δεν έδειχνε καν τι ήταν άξιος να πράξει αν εσήμαινε η ώρα».
Με αυτά τα λιτά λόγια ο Ηλίας Βενέζης περιγράφει τον Μητροπολίτη Κυδωνιών Ιερομάρτυρα Γρηγόριο στο βιβλίο του «Μικρασία Χαίρε».
Ποιος ήταν όμως ο Μητροπολίτης Κυδωνιών, που επρόκειτο να πεθάνει μαρτυρικά για να σώσει το ποίμνιό του;
Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Αντωνιάδης, ή Σαατσόγλου. Ο ίδιος μεταγλώττισε το τουρκικό επίθετο σε Ωρολογάς. Γεννήθηκε το 1864 στην Μαγνησία της Μικράς Ασίας και σπούδασε στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποίαν απεφοίτησε το 1889. Το ίδιο αυτό έτος χειροτονήθηκε διάκονος και δύο χρόνια αργότερα πρεσβύτερος, ενώ κατά την περίοδο 1889-1892 διετέλεσε δάσκαλος σε πολλά σχολεία καθώς και ιεροκήρυκας στην Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως.
Το 1892 ο Γρηγόριος θα μεταβεί στην Θεσσαλονίκη, όπου θα υπηρετήσει ως Πρωτοσύγκελος και Ιεροκήρυκας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα κηρύγματά του τα έκανε στην απλή καθομιλουμένη γλώσσα, ώστε να είναι κατανοητά από το ποίμνιο. Παράλληλα συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Παιδεία, και αναλαμβάνει την διεύθυνση της Αστικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Κατά την περίοδο 1894-1901 διετέλεσε επίσημος εκπρόσωπος της Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Σερρών, διδάσκοντας παράλληλα ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Σερρών. Το 1901 θα αναλάβει Πρωτοσύγκελος στην Μητρόπολη Δράμας, με Μητροπολίτη τον μετέπειτα Ιερομάρτυρα Χρυσόστομο Καλαφάτη.
Η περίοδος ήταν κρίσιμη από εθνικής πλευράς στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, καθώς η δράση των βουλγαρικών κομιτάτων είχε γίνει πραγματική μάστιγα για τους ελληνικούς πληθυσμούς και το ελλαδικό κράτος αδυνατούσε να παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια. Το κενό αυτό θα κάλυπτε –για μιαν ακόμα φορά- η εθναρχούσα Εκκλησία.
Ο Γρηγόριος ασφαλώς δεν αποτελούσε εξαίρεση. Και στις τρεις Μητροπόλεις της Μακεδονίας στις οποίες υπηρέτησε, αγωνίστηκε με ιδιαίτερο ζήλο για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων. Και όλως ιδιαιτέρως κατά την περίοδο που ήταν Πρωτοσύγκελος στη Μητρόπολη Δράμας, καθώς μαζί με τον ομόψυχό του Μητροπολίτη Χρυσόστομο συνεργάστηκαν αρμονικότατα και πέτυχαν πολλά.
Στις 12 Οκτωβρίου του 1902 χειροτονείται Μητροπολίτης Τιβεριουπόλεως και Στρωμνίτσης. Συνεχίζει με τον ίδιο ζήλο και το ίδιο θάρρος τον αγώνα του για τη στήριξη του ελληνορθόδοξου ποιμνίου του και την προστασία του από την ανεξέλεγκτη δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων, οι οποίοι προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν.
Η Οθωμανική κυβέρνηση πληροφορήθηκε τα σχετικά με τη δράση του και ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να τον απομακρύνει. Το Πατριαρχείο, υπό την πίεση των περιστάσεων, διαβαίνοντας τις δικές του συμπληγάδες, αναγκάστηκε να υπακούσει και να τον μεταθέσει στην νεοσύστατη τότε Μητρόπολη Κυδωνιών.
Στις 22 Ιουνίου του 1908 ο Γρηγόριος ενθρονίζεται Μητροπολίτης Κυδωνιών. Λίγα χρόνια αργότερα, θα αρχίσει ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος. Ο Ελληνικός στρατός, εισέρχεται νικητής στη Θεσσαλονίκη. Η Μακεδονία είναι και πάλι ελληνική. Οι αγώνες και οι θυσίες του Χρυσοστόμου και του Γρηγορίου κι όλων των αγωνιστών και μαρτύρων που άνοιξαν πλατύ το δρόμο της λευτεριάς, δεν πήγαν χαμένα. Ωστόσο η χαρά δεν θα διαρκούσε πολύ. Το 1914 ξεσπά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και την ίδια χρονιά αρχίζουν οι εκκαθαρίσεις των Νεοτούρκων σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Παράλληλα στο σώμα του Ελληνισμού διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια του εθνικού διχασμού, που θα το σπάραζε για πολλές δεκαετίες.
Όταν άρχισαν οι πρώτες επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης από πλευράς Νεοτούρκων, ένας από τους πρώτους στόχους τους ήταν οι Κυδωνιές. Το γνωστό Αϊβαλί, μια πόλη με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό 40000 κατοίκων. Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, όπως μαρτυρεί ο Κυδωνιεύς Ηλίας Βενέζης, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, που επρόκειτο να είναι από τους ελάχιστους Κυδωνιείς που επέζησαν από τα φρικτά Αμελέ Ταμπορού (τάγματα εργασίας), σε συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση συγκρατούσε το ποίμνιο για να μην προχωρήσει σε οποιαδήποτε απονενοημένη κίνηση. Ο Ταλαάτ πασάς, ο ιθύνων νους της εκτέλεσης του σχεδίου της αρμενικής γενοκτονίας, έφτασε στο Αϊβαλί για να δώσει προσωπικά τις οδηγίες για τον ξεριζωμό των Ελλήνων.
Η κατηγορία για εσχάτη προδοσία, η προσπάθειά του να σώσει τους Χριστιανούς και το φρικτό τέλος
Ατρόμητος ο Μητροπολίτης Γρηγόριος παρουσιάστηκε μπροστά του, έχοντας στα χέρια του το παλιό σουλτανικό φιρμάνι που παραχωρούσε προνόμια στην πόλη και του επεσήμανε τις ευθύνες του σε πολύ αυστηρή γλώσσα. «Ο Ταλαάτ πασάς», λέει ο Βενέζης, «απόμεινε να κοιτάζει αυτόν τον χριστιανό που τολμούσε να του μιλά τέτοια γλώσσα».
Την άνοιξη του 1917, ενώ η Ελλάδα έχει βγει στον πόλεμο στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ θέλοντας να κερδίσει τα εθνικά της δίκαια, οι Τούρκοι αποφασίζουν να μετακινήσουν τον μικρασιατικό πληθυσμό των παραλίων στην ενδοχώρα της Ανατολίας. στις 3 Μαΐου 1917 ο Μητροπολίτης Γρηγόριος καταχωρεί στον Κώδικα της Δημογεροντίας το πρακτικό εκείνου του πρώτου ξεριζωμού. Αποτυπώνει εκεί την τραγωδία αλλά και την ελπίδα και απορεί κανείς, σημειώνει ο Ηλίας Βενέζης, πού βρίσκει την έμπνευση να συντάξει με τόσο αίσθημα και τόσο λυρισμό το χαίρε του, «έρημος σε μιαν ερημωμένη πόλη , μόνος με τον πρωτοσύγκελος του και τα ορφανά του Ορφανοτροφείου που μέλλει να τα πάρει μαζί του για να τα σκέπει μες στην Ανατολή».
Ο Βενέζης παραθέτει ολόκληρο εκείνο το συγκλονιστικό κείμενο, του οποίου λίγα ενδεικτικά αποσπάσματα παρατίθενται εδώ:
«Πρακτικὸν τῆς 3ης Μαΐου 1917
Τετέλεσται! Τὸ ἔργον τῆς καταστροφῆς ἐπετελέσθη. Ἡ ἱστορικωτάτη πόλις μας ἐτάφη ὡς νεκρά. … Τίθεμεν ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτῆς τὴν παγερὰν πλάκα, ἐπ’ ἐλπίδι λίαν προσεχοῦς Ἀναστάσεως καθ ἥν τὰ τέκνα αὐτῆς , δοκιμασθέντα καὶ καθαρθέντα ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ, θὰ ἐπανέλθωσιν ἀπηλλαγμένα πλέον ἀνθρωπίων παθῶν, ἵνα ἄρωσι τὸν λίθον…»
Το 1918 τουρκικό στρατοδικείο δικάζει τον Μητροπολίτη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Ο Γρηγόριος οδηγείται στη φυλακή, όπου θα παραμείνει ως τις 16 Οκτωβρίου του ιδίου έτους.
Στις 19 Μαΐου του 1919 το Αϊβαλί περιέρχεται υπό τον έλεγχο του ελληνικού στρατού που αποβιβάστηκε στη Μικρά Ασία. Ο Γρηγόριος συνεχίζει τον αγώνα για το ποίμνιό του και θα συγκρουστεί αρκετές φορές με τον ύπατο αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη. Ο ουρανός της μικρασιατικής γης δεν θα έμενε γαλανός για πολύν καιρό. Ήδη από τις αρχές του 1921 αρχίζει να σκοτεινιάζει από τα μαύρα σύννεφα μιας μεγάλης καταστροφής που προμηνυόταν.
Τον Αύγουστο του 1922 άρχισε η κατάρρευση του μετώπου . Οι ελληνικές αρχές εγκαταλείπουν εσπευσμένα το Αϊβαλί. Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος καλεί εσπευσμένα σε σύσκεψη τους προκρίτους της πόλης και τους επισημαίνει ότι θα πρέπει οι κάτοικοι να την εγκαταλείψουν και να μεταβούν στη Μυτιλήνη. Οι πρόκριτοι δεν πείθονται. Από τη μια βρίσκουν ασήκωτο το βάρος της προσφυγιάς που θα περίμενε τους Κυδωνιείς. Από την άλλη φαντάζονται πως αν προσποιούνταν υποταγή στους Τούρκους, ο Κεμάλ θα επανέφερε τα παλιά σουλτανικά προνόμια, μιας και οι Τούρκοι χωρικοί δεν μπορούσαν να έχουν ούτε τα χρειώδη μέσα χωρίς τους Έλληνες τεχνίτες.
Η εισήγηση του Μητροπολίτη έπεσε στο κενό. Όταν στις 6 Σεπτεμβρίου τα πρώτα τμήματα του τουρκικού στρατού μπήκαν στο Αϊβαλί, τους υποδέχτηκε, προς μεγάλη τους έκπληξη, μια πομπή με επικεφαλής τον Μητροπολίτη, τον δήμαρχο, τους προκρίτους και τις συντεχνίες, με τα λάβαρα υψωμένα.. Ο Μητροπολίτης ζήτησε ακρόαση από τον στρατιωτικό διοικητή Αχμέτ Ζακή, σε μια τελευταία προσπάθεια να σώσει τους χριστιανούς. Η απάντηση του Ζακή δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνείας: «Απορώ και εξίσταμαι, βλέποντας τα κεφάλια σας να είναι ακόμα πάνω στους ώμους σας».
Ο Μητροπολίτης, πάντα το ίδιο ατρόμητος, ζήτησε να μεταφερθεί ο ελληνικός πληθυσμός με πλοία στην απέναντι ακτή. Εν τέλει εμφανίστηκαν κάποια πλοία υπό αμερικανική σημαία και επιβιβάστηκε σε αυτά το μεγαλύτερο μέρος των Χριστιανών, περίπου 20000 ψυχές. Ο ίδιος όμως αρνήθηκε να εγκαταλείψει την πόλη, ενόσω θα βρισκόταν εκεί έστω και ένας από τους πιστούς του ποιμνίου του.
Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Μητροπολίτη και τους ιερείς και τους οδήγησαν έξω από την πόλη. Ο Ηλίας Βενέζης, στο βιβλίο «Μικρασία Χαίρε», περιγράφει την πορεία τους προς το μαρτύριο:
«Εγώ», γράφει, «θα διηγηθώ την αυθεντική ιστορία.… Ήμουν με την προτελευταία αποστολή σκλάβων που οι Τούρκοι οδηγούσανε στο εσωτερικό της Aνατολής. Γυμνοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, καταματωμένοι, είχαμε φτάσει στην Πέργαμο. Μας ρίξαν σε μια αποθήκη. Την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένα νέο κοπάδι σκλάβων.
Ήταν, σε αξιοθρήνητη κατάσταση, οι παπάδες του Αϊβαλιού: αλλοσούσουμοι, καταματωμένοι κι αυτοί, με ξεσκισμένα ράσα, πεινασμένοι, ξυπόλυτοι, άγριοι απ’ τη μαρτυρική πορεία. Ο Κυδωνίων Γρηγόριος, αν και είχε ξεκινήσει μαζί τους, δεν έφτασε στην Πέργαμο. Έξω απ’ το Αϊβαλί οι Τούρκοι τον ξεχωρίσανε μαζί με μερικούς άλλους απ’ το κοπάδι και τον παραδώσανε σ’ ένα απόσπασμα εκτελεστικό που είχε, εκτός απ’ τα όπλα, και φτυάρια. Οι άλλοι οι παπάδες συνεχίσανε τον δρόμο. Σαν πέρασε λίγη ώρα, ακούσανε πίσω τους ντουφεκιές. Το απόσπασμα ενώθηκε μαζί τους αργότερα. Ένας Τούρκος του αποσπάσματος είπε: “Τον Δεσπότη τον θάψαμε ζωντανό. Οι ντουφεκιές ήταν για τους άλλους”».
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ ΕΔΙΝΕ ΑΓΙΟΥΣ
Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος και οι ιερείς, ως καλοί ποιμένες και άξιοι μιμητές του Αρχιποίμενος Χριστού, θυσίασαν τη ζωή τους για το ποίμνιό τους: «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων».
Ο Ηλίας Βενέζης κλείνει το κεφάλαιο αυτό του βιβλίου του τονίζοντας εμφαντικά: «Αυτή τη μαρτυρία καταθέτω για την Ορθοδοξία της Μικρασίας, που έδινε αγίους και μάρτυρες ταπεινούς και αφανείς, επειδή τους οδηγούσε ένα μόνο: η πίστη και το χρέος».