Του Αρχιμανδρίτη Αθηναγόρα Σουπουρτζή*
Εισαγωγή
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (Νίκαια, 325) αποτελεί ορόσημο τόσο εξ απόψεως δογματικής όσο και κανονο-δικαιικής για την Εκκλησία, αλλά και γενικά για τις επιστήμες του δικαίου, της ιστορίας, της κοινωνιολογίας και της πολιτικής θεωρίας. Εκτός από τη διατύπωση του ομολογιακού κειμένου (Σύμβολο Νικαίας) και την καταδίκη του Αρείου, η Σύνοδος εξέδωσε είκοσι (20) Ιερούς Κανόνες που ρύθμισαν ζητήματα εκκλησιαστικού ήθος και διοίκησης . Οι αποφάσεις αυτές –ως μέρος του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας– είχαν μακροχρόνιες επιπτώσεις στην οργάνωση και την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος . Σύμφωνα με τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Περιστερίου Γρηγόριο (Παπαθωμά), Καθηγητή του Κανονικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, οι Ιεροί Κανόνες δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως κατασταλτικοί περιορισμοί, αλλά ως μέσα διαφύλαξης της εκκλησιαστικής ενότητας και τάξης . Με γνώμονα αυτήν την αρχή, στο παρόν άρθρο εξετάζουμε κριτικά τα κανονικά ζητήματα που ανακύπτουν από τις αποφάσεις της Α΄ Συνόδου, αξιοποιώντας πρωτογενείς πηγές (κείμενα κανόνων) και δευτερογενείς αναλύσεις, οι οποίες θα αποτελέσουν οδηγητικό πλαίσιο για την ερμηνεία των κανόνων της Νίκαιας με σύγχρονη επιστημονική ματιά.
Οι Ιεροί Κανόνες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου – Συνοπτική παρουσίαση
Οι κανόνες της Πρώτης Συνόδου της Νίκαιας καλύπτουν ευρύ φάσμα θεμάτων, από την προσωπική κατάσταση του κλήρου μέχρι τη διοικητική δομή της Εκκλησίας. Ακολουθεί συνοπτική παράθεση των είκοσι κανόνων και των κύριων ζητημάτων που ρυθμίζουν :
• Κανόνας 1: Απαγορεύεται αυστηρά ο εκούσιος ευνουχισμός κληρικών. Όσοι ακρωτηριάστηκαν ακούσια (λ.χ. για ιατρικούς λόγους ή κατόπιν βασανιστηρίων) δύνανται να παραμείνουν στον κλήρο, όμως όσοι αυτοευνουχίστηκαν αποκλείονται από τα εκκλησιαστικά αξιώματα . Ο κανόνας αυτός αντανακλά την ανάγκη αποτροπής ακραίων ασκητικών πρακτικών που διαστρέβλωναν την έννοια της σωφροσύνης. Η Εκκλησία σεβάστηκε μεν περιπτώσεις εξαναγκασμένου ευνουχισμού, αλλά καταδίκασε την πράξη όταν γινόταν εκουσίως, θεωρώντας την ασυμβίβαστη με την ιερωσύνη.
• Κανόνας 2: Απαγορεύεται η πρόωρη χειροτονία νεοφύτων, δηλαδή ατόμων που μόλις προσήλθαν στον Χριστιανισμό . Ειδικότερα, ο κανόνας ορίζει ότι οι πρόσφατα βαπτισμένοι δεν πρέπει «εὐθὺς… προάγεσθαι» σε ιερατικά αξιώματα, αλλά χρειάζονται χρόνο κατήχησης και δοκιμασίας. Αυτό αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα της εποχής: λόγω της μαζικής προσέλευσης ειδωλολατρών στην Εκκλησία μετά την επικράτηση του Μ. Κωνσταντίνου, κάποιοι πιέζονταν ή και πίεζαν να καταλάβουν θέσεις πρεσβυτέρων ή επισκόπων χωρίς επαρκή πνευματική ωριμότητα. Ο κανόνας διασφαλίζει ότι η ιερωσύνη θα απονέμεται σε καταρτισμένα και δοκιμασμένα μέλη, θωρακίζοντας την Εκκλησία από τυχόν καιροσκοπισμό ή θεολογική ανεπάρκεια νεοφώτιστων κληρικών .
• Κανόνας 3: Απαγορεύεται στους κληρικούς (επισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους) να συγκατοικούν με γυναίκες που δεν είναι στενές συγγενείς τους . Η συνήθεια των “συνεισάκτων” –ευσεβών γυναικών που ζούσαν υπό το ίδιο στέγη με άγαμους κληρικούς ως «αδελφές»– καταδικάζεται, διότι μπορούσε να προκαλέσει σκάνδαλο ή ηθική παρεξήγηση. Ο κανόνας αυτός προληπτικά θωρακίζει το ήθος του κλήρου, απαιτώντας σαφή αποφυγή ενδεχόμενων πειρασμών .
• Κανόνες 4–5: Εισάγεται το μητροπολιτικό σύστημα στην εκκλησιαστική διοίκηση . Ο Κανόνας 4 ορίζει ότι η χειροτονία νέου επισκόπου πρέπει να γίνεται από όλους τους επισκόπους της επαρχίας (ή τουλάχιστον από τρεις με τη σύμφωνη γνώμη των υπολοίπων), κατοχυρώνοντας τη συνοδικότητα και αποτρέποντας μονομερείς ενέργειες . Ο Κανόνας 5 συμπληρωματικά προβλέπει τη σύγκληση επαρχιακής συνόδου δύο φορές το χρόνο (πριν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και το φθινόπωρο) ώστε να εξετάζονται τυχόν περιπτώσεις αφορισμών ή καθαιρέσεων κληρικών και να διασφαλίζεται κοινή αντιμετώπιση εκκλησιαστικών ζητημάτων. Όρισε επίσης ότι αν κάποιος Πιστός –κληρικός ή λαϊκός– αφορισθεί σε μία επαρχία, δεν επιτρέπεται η αποδοχή του σε άλλη χωρίς διερεύνηση των λόγων . Αυτές οι ρυθμίσεις ενίσχυσαν μία οιονεί δικαιική κοινοπολιτεία της Εκκλησίας: κάθε τοπική Εκκλησία οφείλει να σεβαστεί τις ποινές της άλλης, αποτρέποντας τη φυγή καταδικασθέντων αμετακλήτως σε άλλες επισκοπικές δικαιοδοσίες προς ευνοϊκότερη αντιμετώπιση.
• Κανόνας 6: Καθορίζει τα όρια δικαιοδοσίας των μεγάλων θρόνων: επικυρώνει το αρχαίο έθος ο Αλεξανδρείας να έχει εξουσία επί των Εκκλησιών της Αιγύπτου, Λιβύης και Πενταπόλεως, «καθώς και η Ρώμη» είχε ανάλογη πρωτοκαθεδρία στη Δύση . Παράλληλα αναγνωρίζονται τα προνόμια των Εκκλησιών της Αντιόχειας και των άλλων επαρχιών . Επί της ουσίας, ο κανόνας αυτός θέτει τις βάσεις της περιφερειακής αυτοκεφαλίας: μεγάλες μητροπόλεις (όπως Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια) διατηρούν αρχαία δικαιώματα διοίκησης πέρα από τα στενά όρια μιας επαρχίας. Συγχρόνως ο κανόνας ορίζει ότι κάθε χειροτονία/εκλογή επισκόπου χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του μητροπολίτη είναι άκυρη, εάν δέ στην κοινή ψήφο των μελών της συνόδου 2-3 επίσκοποι αντιδράσουν από διάθεση αντιλογίας ή μικροψυχίας, τότε υπερισχύει η απόφαση της πλειοψηφίας . Η ρύθμιση αυτή απέτρεψε παράτυπες χειροτονίες και έθεσε θεμέλια για την μετέπειτα εξέλιξη του πενταρχικού συστήματος των Πατριαρχείων. Επίσης εξέφρασε το όραμα της ομοφωνίας στη συνοδική αντιμετώπιση κρισίμων ζητημάτων.
• Κανόνας 7: Απονέμει τιμητική πρωτοκαθεδρία στον επίσκοπο Ιεροσολύμων (“τὸν ἐν Αἰλίᾳ”). Συγκεκριμένα, ορίζει ότι ο επίσκοπος της Αἰλίας (Ιερουσαλήμ), λόγω του κύρους της πόλης, θα λαμβάνει τιμές δεύτερης τάξεως (μετά τον μητροπολίτη της Καισάρειας) . Έτσι, αναγνωρίζεται ιδιαιτέρως η σημασία των Αγίων Τόπων, χωρίς όμως να διαταραχθεί η κανονική τάξη της επαρχίας (η Καισάρεια παρέμεινε η διοικητική μητρόπολη της Παλαιστίνης). Αυτός ο κανόνας προτύπωσε την μετέπειτα ανύψωση της Ιερουσαλήμ σε Πατριαρχείο (5ος αι.), καταδεικνύοντας πώς οι αποφάσεις της Νίκαιας είχαν δυναμική εξέλιξη.
• Κανόνας 8: Ρυθμίζει την επιστροφή σχισματικών ομάδων στην Εκκλησία, συγκεκριμένα των αυτοαποκαλούμενων Καθαρών, δηλ. των Νοβατιανών που δρούσαν κυρίως στην Μ. Ασία και την Αίγυπτο . Η Σύνοδος, με ποιμαντική διάκριση, αποφάνθηκε ότι όσοι Καθαροί (Νοβατιανοί) επιθυμούν να επανενωθούν με την Καθολική και Αποστολική Εκκλησία μπορούν να διατηρήσουν το αξίωμά τους (εφόσον είναι κληρικοί) επιβεβαιώνοντας γραπτώς ότι θα αποδέχονται τα δόγματα και την τάξη της Εκκλησίας . Ιδίως, όφειλαν να αναγνωρίσουν την μετάνοια και να αποδεχθούν σε πλήρη κοινωνία όσους έχουν τελέσει δεύτερο γάμο ή έπεσαν σε διωγμό αλλά μετανοούν – πρακτικές που οι Νοβατιανοί αρνούνταν λόγω υπερβάλλουσας αυστηρότητας . Αν σε κάποια πόλη όλοι οι κληρικοί ήταν πρώην Καθαροί, θα παρέμεναν στις θέσεις τους. Εάν όμως υφίσταται ήδη Ορθόδοξος επίσκοπος, ο Νοβατιανός «επίσκοπος» θα αναλαμβάνει καθήκοντα πρεσβυτέρου ή θα διατηρεί απλώς την τιμή του επισκόπου, καθώς είναι αντικανονικό να υπάρχουν δύο επίσκοποι στην ίδια πόλη . Αυτή η απόφαση δείχνει την εφαρμογή της αρχής της Οικονομίας: η Εκκλησία υποδέχεται πίσω τους ως άνω χωρίς αναβάπτιση ή χειροτονία, αρκεί να υπάρξει ομολογία πίστεως και υπακοή στην κανονική τάξη.
• Κανόνας 9: Θέτει όρους εγκυρότητας για χειροτονίες πρεσβυτέρων. Προβλέπει ότι αν κάποιοι χειροτονήθηκαν χωρίς προηγουμένως να εξεταστούν τα προσόντα και ο βίος τους, ή αν κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι διέπραξαν βαρύ παράπτωμα, η χειροτονία τους θεωρείται αντικανονική. Ο κανόνας αυτός υπογραμμίζει την ανάγκη ήθους και αξιολόγησης πριν την είσοδο στον κλήρο – μια αρχή που συνάδει με το αποστολικό “μηδενί χείρα ταχέως επιτίθει”(Α’Τιμ.5,22). Η Α΄ Σύνοδος, έχοντας επίγνωση ότι σε περιόδους κρίσης έγιναν βεβιασμένες χειροτονίες ανεπαρκών προσώπων, έθεσε διαδικασίες ελέγχου για να διαφυλάξει το κύρος της ιερωσύνης.
• Κανόνας 10: Καθαιρείται κάθε κληρικός που αρνήθηκε την πίστη (τῶν παραπεπτωκότων) κατά τους διωγμούς και παρ’ όλα αυτά χειροτονήθηκε είτε από άγνοια είτε εν γνώσει των χειροτονησάντων. Η διάταξη αυτή συμπληρώνει τον κανόνα 9, ειδικά για την περίπτωση των πεπτωκότων (lapsi). Όσοι δηλαδή θυσίασαν στα είδωλα ή λιποψύχησαν την ώρα του μαρτυρίου και αργότερα έγιναν κληρικοί, δεν μπορούν να παραμείνουν στην ιερατική διακονία. Η Σύνοδος δείχνει εδώ μηδενική ανοχή σε ζητήματα ακεραιότητας της πίστης για τον κλήρο: η αποστασία υπό διωγμό –έστω και ανθρώπινα κατανοητή– συνιστά ανυπέρβλητο κώλυμα για την ιερωσύνη, ώστε οι ποιμένες να είναι πρότυπα αφοσίωσης.
• Κανόνες 11–14: Καθορίζεται με λεπτομέρεια το επιτίμιο της μετάνοιας για τους λαϊκούς ή κατηχουμένους που υπέπεσαν σε άρνηση πίστεως κατά τους διωγμούς. Η Σύνοδος, «μολονότι δεν άξιζαν επιείκεια», αποφάσισε φιλάνθρωπα να υπάρχει δρόμος επιστροφής τους μέσω πολυετούς μετάνοιας . Συγκεκριμένα: όσοι έπεσαν χωρίς πίεση κατά τη δίωξη του Λικινίου (320–324) θα περάσουν 3 χρόνια ως ακροατές, 7 χρόνια ως γονυκλίνοντες (μετάνοια) και 2 χρόνια συμμετέχοντας μόνο στις ευχές με τους πιστούς, προτού αποκατασταθούν πλήρως στη Θεία Κοινωνία. Όσοι είχαν δείξει ζήλο και παραιτήθηκαν από τον στρατό για την πίστη, αλλά κατόπιν «ὥσπερ κύνες εἰς τὸ ἴδιον ἐξέραμα» επέστρεψαν στις κοσμικές τιμές αγοράζοντας ξανά αξιώματα, επιβαρύνονται αυστηρότερο επιτίμιο: 3 χρόνια ως ακροατές και 10 ως γονυκλίνοντες (σύνολο 13 έτη) . Ωστόσο, εισάγεται αρχή διάκρισης: εάν κάποιοι επιδεικνύουν ειλικρινή μετάνοια με δάκρυα και έργα, ο επίσκοπος μπορεί να τους ελαφρύνει την ποινή και να τους επαναφέρει νωρίτερα στην κοινωνία . Αντίθετα, όσοι αντιμετωπίζουν αδιάφορα την επιστροφή τους, θα εκπληρώσουν όλη τη χρονική τάξη. Επιπλέον, ο Κανόνας 13 ορίζει ότι κανείς μετανοών δεν πρέπει να στερηθεί το έσχατο και αναγκαιότατο εφόδιο (Θεία Ευχαριστία) προ θανάτου: αν ένας βαριά ασθενής ζητήσει κοινωνία, ο επίσκοπος οφείλει μετά από εξέταση να του τη δώσει . Εάν αναρρώσει, θα μετέχει μόνο στις ευχές (χωρίς προσφορά) μέχρι να συμπληρωθεί το επιτίμιο του. Ο Κανόνας 14 τέλος προβλέπει και για τους κατηχουμένους που θυσίασαν στα είδωλα: αυτοί θα υποβληθούν για 3 χρόνια στο επιτίμιο (ακροατές) και μετά θα επανενταχθούν στο στάδιο του κατηχουμένου (συνέχεια κατήχησης) . Συνολικά, οι διατάξεις 11–14 φανερώνουν πνεύμα συνδυασμού Κανονικής Ακρίβειας και Οικονομίας: η Εκκλησία ούτε αγνόησε την πτώση (τα επιτίμια είναι μακρά), ούτε όμως έκλεισε για πάντα την πόρτα της επιστροφής στους αμαρτήσαντες. Αυτή η ποιμαντική πρακτική ισορροπίας έγινε πρότυπο στους μεταγενέστερους αιώνες.
• Κανόνες 15–16: Ασχολούνται με την απαγόρευση μετακίνησης κληρικών από τη μία τοπική Εκκλησία σε άλλη (μετάθεσις). Ο κανόνας 15, «διὰ τὸ θορύβους και στάσεις γίγνεσθαι», καταργεί έθιμα ορισμένων περιοχών που επέτρεπαν σε επίσκοπο, πρεσβύτερο ή διάκονο να αλλάζει πόλη υπηρεσίας. Εφ’ εξής, κανείς κληρικός δεν δικαιούται να μεταβαίνει σε άλλη πόλη, εγκαταλείποντας την εκκλησία όπου χειροτονήθηκε· εάν το επιχειρήσει, οι πράξεις του είναι άκυρες και πρέπει να επιστρέψει στη αρχική του εκκλησία, αλλιώς θα αφορίζεται . Ο κανόνας 16 συμπληρώνει ότι καμία άλλη Εκκλησία δεν πρέπει να δέχεται λιποτάκτες κληρικούς από αλλού· αντιθέτως, να τους εξαναγκάζει να γυρίσουν πίσω, και αν επιμένουν, να τους αφορίζει. Αυτοί οι κανόνες στόχευαν στον περιορισμό της φυγής κληρικών προς πλουσιότερες ή επιφανέστερες έδρες – φαινόμενο που διατάρασσε την τάξη. Εδραίωσαν την αρχή «ένας επίσκοπος, μία πόλη» και την αφοσίωση του κλήρου στην τοπική του Εκκλησία. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και το πνεύμα τους ήταν να αποτρέψουν την ιδιοτέλεια, στην πράξη αργότερα η Εκκλησία μέσω της Οικονομίας επέτρεψε κατ’ εξαίρεση μεταθέσεις επισκόπων όταν το απαιτούσαν οι ανάγκες – μια ένδειξη της ευκαμψίας του κανονικού δικαίου.
• Κανόνας 17: Καταδικάζει την τοκογλυφία και γενικά τον έντοκο δανεισμό εκ μέρους των κληρικών. Διαπιστώνοντας ότι μερικοί κληρικοί, από πλεονεξία, δανείζουν χρήματα απαιτώντας «τὸ ἑκατοστὸν» (δηλ. μηνιαίως 1% ή 12% ετησίως), η Σύνοδος απαγορεύει ρητώς κάθε τέτοια πρακτική. Όποιος κληρικός μετά τη θέσπιση του κανόνα εξακολουθήσει να δανείζει με τόκο –είτε φανερά είτε με συγκαλυμμένους τρόπους (π.χ. απαιτώντας «το σώμα και ήμισυ» του κεφαλαίου)– θα καθαιρείται. Η διάταξη αυτή ανάγεται στην βιβλική αρχή “οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ” (Ψαλμ. 14:5) και διαφυλάσσει την εικόνα του κληρικού ως φιλαλήθους και αφιλάργυρου διακόνου. Στην εποχή μας, όπου ο δανεισμός με τόκο είναι θεσμοθετημένος στην οικονομία, ο κανόνας υπενθυμίζει ότι τουλάχιστον για τον κληρικό η εμπλοκή σε χρηματοπιστωτικές κερδοσκοπίες είναι ασυμβίβαστη με τη θέση του.
• Κανόνας 18: Αποκαθιστά την τάξη ιεραρχίας μεταξύ πρεσβυτέρων και διακόνων, που φαίνεται να είχε διασαλευθεί σε κάποιες περιοχές. Η Σύνοδος πληροφορήθηκε ότι σε ορισμένες εκκλησίες οι διάκονοι μεταδίδουν τη Θεία Ευχαριστία στους πρεσβυτέρους – παρότι οι διάκονοι δεν έχουν ιερατική χειροτονία να τελούν θυσία. Επίσης ότι μερικοί διάκονοι λαμβάνουν το Άγιον Δώρο προ του επισκόπου, ή κάθονται μεταξύ των πρεσβυτέρων στις συνάξεις . Όλα αυτά απαγορεύονται: οι διάκονοι πρέπει να γνωρίζουν ότι είναι διάκονοι (υπηρέτες) του επισκόπου και κατώτεροι των πρεσβυτέρων . Ο κανόνας ορίζει ρητώς ότι οι διάκονοι μεταλαμβάνουν μετά τους πρεσβυτέρους, και είτε ο επίσκοπος είτε ο πρεσβύτερος θα τους κοινωνεί. Επίσης οι διάκονοι δεν επιτρέπεται να κάθονται μαζί με τους πρεσβυτέρους (στο σύνθρονο), γιατί αυτό αντίκειται στην τάξη. Όσοι διάκονοι δεν υπακούσουν, καθαιρούνται . Η απόφαση αυτή απεκατέστησε την παραδοσιακή διάκριση βαθμών: ο διάκονος, αν και χειροτονημένος, παραμένει στη διακονική του θέση, ενώ η ευχαριστιακή προεδρία και η ιερατική τιμή ανήκει στον επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ανάγκη θέσπισης του κανόνα ίσως υποδηλώνει πως σε κάποιες εκκλησίες της εποχής, οι διάκονοι είχαν αποκτήσει υπέρμετρη επιρροή (π.χ. όντας στενοί συνεργάτες ισχυρών επισκόπων) και χρειάστηκε η Σύνοδος να επαναφέρει την κανονική ισορροπία.
• Κανόνας 19: Αναφέρεται στην αίρεση των Παυλιανιστών (οπαδών του Παύλου Σαμοσατέως) και ορίζει ότι όποιοι εξ αυτών επιστρέφουν στην Εκκλησία πρέπει οπωσδήποτε να αναβαπτίζονται. Ο Παύλος Σαμοσατέας είχε αρνηθεί την θεότητα του Λόγου και η βάπτισή του θεωρήθηκε άκυρη από την Εκκλησία. Συνεπώς οι Παυλιανιστές που προσέρχονταν έπρεπε να λάβουν το πραγματικό βάπτισμα. Αν κάποιοι από αυτούς είχαν χειροτονηθεί ως κληρικοί στην αίρεση, μετά τον αναβαπτισμό τους μπορούν να χειροτονηθούν εκ νέου από Ορθόδοξο επίσκοπο, εφόσον κριθούν άμεμπτοι. Σε διαφορετική περίπτωση (αν βρεθούν “ἀνεπιτήδειοι”), απορρίπτονται. Για τις λεγόμενες «διακόνισσες» των Παυλιανιστών, ο κανόνας διευκρινίζει ότι δεν είχαν λάβει χειροθεσία πραγματικής διακόνου, αλλά απλώς ανήκαν στις λαϊκές τάξεις με κάποιον ειδικό ρόλο, οπότε αντιμετωπίζονται και αυτές ως λαϊκές . Ο κανόνας 19 φανερώνει τη συνέπεια της Εκκλησίας ως προς τα μυστήρια των αιρετικών: όταν η δογματική απόκλισή τους ήταν τόσο σοβαρή ώστε να αλλοιώνει την πίστη (όπως στον Σαμοσατέα που αρνήθηκε την Αγία Τριάδα), η Εκκλησία απαιτούσε εκ νέου βάπτιση. Συγκριτικά, για τους Αρειανούς ή Νοβατιανούς –που διατηρούσαν το ορθό βάπτισμα στο όνομα της Αγ. Τριάδος– δεν απαιτήθηκε αναβάπτιση, παρά μόνο Χρίσμα ή/και δήλωση (λίβελλο) πίστεως. Έτσι, διαφαίνεται ένα κανονικό κριτήριο διαβάθμισης των αιρετικών βαπτισμάτων, που ανέπτυξαν αργότερα Πατέρες όπως ο Μέγας Βασίλειος.
• Κανόνας 20: Καθιερώνει ενιαία λειτουργική πρακτική στο ζήτημα της στάσης προσευχής. Απαγορεύεται η γονυκλισία (το γονάτισμα) κατά την προσευχή της Κυριακής και καθ’ όλη την περίοδο του Πεντηκοσταρίου (από Πάσχα έως Πεντηκοστή). Ο κανόνας στοχεύει στην ομοιομορφία: «ἵνα πάντα ἐν παντὶ τόπῳ φυλάττηται ὁμοίως», αποφασίστηκε να στέκονται όρθιοι οι πιστοί την Κυριακή και την ημέρα της Πεντηκοστής. Το θεολογικό υπόβαθρο είναι ότι κάθε Κυριακή είναι ανάμνηση Ανάστασης – στάση χαράς και θριάμβου, όχι μετανοίας. Μέχρι σήμερα, στην Ορθόδοξη πράξη, ο κανόνας αυτός τηρείται: οι γονυκλισίες της θείας λατρείας παύουν την Αναστάσιμη περίοδο και επαναλαμβάνονται στις λεγόμενες «Γονυκλισίες» της Πεντηκοστής. Ο κανόνας 20, αν και αφορά λεπτομέρεια ακολουθίας, φανερώνει το ενδιαφέρον της Συνόδου για ενότητα στην λατρεία, αποφεύγοντας τοπικές αποκλίσεις (όπως π.χ. οι Μικρασιάτες Τεσσαρεσκαιδεκατῖται που τηρούσαν έθιμα διαφορετικά για το Πάσχα – βλ. παρακάτω).
Συμπερασματικά, οι κανόνες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου καλύπτουν τρεις κύριες θεματικές: (α) Ήθος και θετικές – αρνητικές προϋποθέσεις λειτουργίας της ιερωσύνης (κανόνες 1–3, 9–10, 15–18) – θέτοντας όρους σωματικής ακεραιότητας, πνευματικής ωριμότητας, ηθικής τάξης και τάξης δικαιοδοσίας· (β) Μεταχείριση μετανοούντων, αιρετικών και σχισματικών (καν. 8, 11–14, 19) – εισάγοντας πρακτικές επανένταξης με δικαιοσύνη και έλεος· και (γ) Εκκλησιαστική διοίκηση και λατρεία (καν. 4–7, 20) – θεσπίζοντας το συνοδικό σύστημα, ιεραρχικά προνόμια και ενότητα στη λατρευτική πράξη. Αυτές οι αποφάσεις, όπως σημειώνει η καθηγήτρια της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, Ελένη Γιαννακοπούλου, συνιστούν “ουσιώδες μέρος από το πηγαίο υλικό των Οικουμενικών Συνόδων” και αποτελούν αντικείμενο διαρκούς έρευνας στην επιστήμη του Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου.
Η απόφαση περί του εορτασμού του Πάσχα
Πέραν των ανωτέρω κανόνων, η Α΄ Σύνοδος έλαβε μια σημαντική απόφαση για το θέμα του Πασχαλίου (ημερολογίου εορτασμού του Πάσχα), αν και αυτή δεν ενσωματώθηκε στους γραπτούς κανόνες. Στην αρχή του 4ου αιώνα υπήρχε διχογνωμία: κάποιες εκκλησίες της Μ. Ασίας, οι λεγόμενοι Τεσσαρεσκαιδεκατῖται, γιόρταζαν το Πάσχα στις 14 Νισάν (ταυτόχρονα με το εβραϊκό Πάσχα) ανεξαρτήτως ημέρας εβδομάδας, ενώ άλλες ακολουθούσαν την πρακτική να εορτάζουν πάντα Κυριακή μετά την εαρινή πανσέληνο. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος θεωρούσε αυτή τη διαμάχη –μαζί με την αίρεση του Αρείου– έναν από τους λόγους σύγκλησης της Συνόδου . Η Σύνοδος εν τέλει απαγόρευσε τον Τεσσαρεσκαιδεκατισμό και θέσπισε ότι όλοι οι Χριστιανοί θα πρέπει να εορτάζουν το Πάσχα την ίδια ημέρα, ακολουθώντας ένα κοινό υπολογισμό ανεξάρτητο από το εβραϊκό ημερολόγιο, όπως τον εφήρμοζαν η Εκκλησία της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας . Επιστολές του ίδιου του Μ. Κωνσταντίνου και πατέρων που συμμετείχαν (π.χ. επιστολή προς την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας) μαρτυρούν αυτή την απόφαση. Μάλιστα, επισημάνθηκε ότι η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας διέθετε αρχαία παράδοση αστρονομικού υπολογισμού – τον 19ετή κύκλο του Μέτωνος – την οποία ουσιαστικά υιοθέτησε η Σύνοδος . Έτσι, παρόλο που δεν υπάρχει “κανόνας Πάσχα” στους κανόνες της Νίκαιας, η οικουμενική της επιρροή επέβαλε ενιαίο Πασχάλιο που ίσχυσε έκτοτε. Αυτή η απόφαση διευκόλυνε την λατρευτική ενότητα της Χριστιανοσύνης: έκτοτε όλες οι Εκκλησίες (με ελάχιστες εξαιρέσεις) συνεορτάζουν την Ανάσταση, αποφεύγοντας το σκάνδαλο διχασμού στην κορυφαία εορτή της πίστεως.
3α. Ερμηνεία και κριτική προσέγγιση των κανόνων
Οι κανόνες της Νίκαιας αποτέλεσαν θεμέλιο του εκκλησιαστικού δικαίου και η ερμηνεία τους απασχόλησε τους κανονολόγους σε κάθε εποχή. Ήδη από τον 4ο–9ο αιώνα, μεγάλοι Πατέρες και σύνοδοι σχολίασαν ή συμπλήρωσαν τις νικαιικές διατάξεις. Στο έργο «Πηδάλιον» (1800) –μια συστηματική συλλογή όλων των ιερών κανόνων από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη– περιλαμβάνονται και οι 20 κανόνες της Α΄ Συνόδου με εκτενή σχόλια. Το Πηδάλιον, σε νεοελληνική γλώσσα, αποτέλεσε επί δύο αιώνες βασικό εγχειρίδιο εφαρμογής των κανονικών διατάξεων στην Ορθόδοξη Ανατολή. Ωστόσο, η σύγχρονη επιστημονική έρευνα, προσεγγίζει τους κανόνες με κριτικό πνεύμα και ιστορική συνείδηση. Εν πολλοίς, επιχειρείται η διεξοδική ανάλυση των αρχαίων κειμένων παράλληλα με τις ερμηνείες κλασικών (βυζαντινών) και νεότερων σχολιαστών. Μέσω αυτής της συγκριτικής προσέγγισης, αναδεικνύονται τόσο οι αμετάβλητες αρχές (π.χ. η συνοδικότητα, η το ενδεδειγμένο ήθος του κλήρου, η αξία της μετάνοιας) όσο και οι συγκεκριμένες συνθήκες του 4ου αιώνα που γέννησαν ορισμένες διατάξεις (π.χ. το ζήτημα του αυτοευνουχισμού ή των μετακινήσεων κληρικών) που σήμερα έχουν διαφορετική βαρύτητα).
3β. Ένα κρίσιμο σημείο στην ερμηνεία είναι η διάκριση μεταξύ γράμματος και πνεύματος των κανόνων.
Η Ορθόδοξη παράδοση ανέκαθεν εφάρμοζε το δίπολο «Ακρίβεια – Οικονομία»: η Ακρίβεια τιμά το γράμμα του κανόνα ως ιδανική έκφραση της εκκλησιαστικής τάξης, ενώ η Οικονομία επιτρέπει κατ’ εξαίρεσιν αποκλίσεις για την σωτηρία ψυχών και την οικοδομή της Εκκλησίας. Οι αποφάσεις της Νίκαιας το ίδιο μαρτυρούν αυτή την αρχή: π.χ. οι Κανόνες 11–14 επιβάλλουν αυστηρή Ακρίβεια χρόνων στην μετάνοια, αλλά και συγκαταβατική Οικονομία για όσους ειλικρινά μετανοούν . Ο Κανόνας 8 απαιτεί αποδοχή των εκκλησιαστικών πρακτικών από τους Νοβατιανούς (Ακρίβεια στην πίστη), αλλά επιτρέπει την ένταξή τους χωρίς νέες χειροτονίες (Οικονομία) . Μεταγενέστερα, η Εκκλησία χρειάστηκε να αποφασίσει εάν θα μεταθέτει επισκόπους σε νευραλγικές θέσεις, παρά την απαγόρευση του καν. 15 – συχνά το έπραξε Οικονομικώς όταν το έκρινε ωφέλιμο, ερμηνεύοντας ότι ο κανόνας στοχεύει στην αποτροπή ιδιοτελούς φυγής και όχι στο να εμποδίσει την Εκκλησία να τοποθετήσει ικανούς ποιμένες όπου υπάρχει ανάγκη. Τέτοιες περιπτώσεις δείχνουν ότι οι κανονικές αποφάσεις της Νίκαιας δεν εφαρμόζονται μηχανιστικά, αλλά περνούν από το φίλτρο της ζώσας εκκλησιολογικής εμπειρίας.
Σύγχρονος προβληματισμός – κανονική συνέχεια ή αναθεώρηση;
Στη σημερινή εποχή, ο ρόλος των αρχαίων κανόνων συχνά αποτελεί θέμα διαλόγου. Αφενός, υπάρχει η παραδοσιακή θέση ότι «οι ιεροί κανόνες έχουν αιώνιο κύρος», ως καρπός του Αγίου Πνεύματος, και ότι η παραμέλησή τους επιφέρει πνευματικές και πρακτικές συνέπειες στην εκκλησιαστική ζωή . Χαρακτηριστικά, η Ζ΄ Οικουμενική (787) διακήρυξε στον Α΄ κανόνα της: “θεωρούμε ισχύοντα όλα όσα επιτάσσουν οι κανόνες των Αγίων Αποστόλων, των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και των αγίων Πατέρων», επιβάλλοντας μάλιστα τις ανάλογες κυρώσεις σε όσους παραβαίνουν τους κανόνες (ανάθεμα, καθαίρεση, αφορισμό)” . Στο ίδιο πνεύμα, εκκλησιαστικοί συγγραφείς τονίζουν ότι αν οι κανόνες περί χειροτονιών και καθαιρέσεων τηρούνταν απαρέγκλιτα σήμερα, πολλά σκάνδαλα θα είχαν αποφευχθεί . Η άποψη αυτή βλέπει τους κανόνες της Νίκαιας ως δεσμευτικούς νόμους που δεν γηράσκουν, αλλά πρέπει να “λειτουργήσουν” ξανά στο πλήρες εύρος τους.
Αφετέρου, ορισμένοι κληρικοί και θεολόγοι υιοθετούν μια πιο ιστορική-κριτική στάση, θεωρώντας κάποιους κανόνες μη εφαρμόσιμους κατά γράμμα στη σημερινή κοινωνία. Υποστηρίζουν ότι το γράμμα των κανόνων μπορεί να φαίνεται «αναχρονιστικό ή καταπιεστικό» σε σύγχρονα ζητήματα. Για παράδειγμα, ο κανόνας περί ευνουχισμού (αρ. 1) ανταποκρινόταν σε τότε ασκητικές υπερβολές, εν πολλοίς άγνωστες σήμερα. Οι αυστηροί χρόνοι μετάνοιας των καν. 11–12 δύσκολα εφαρμόζονται ποιμαντικά στη σύγχρονη ενοριακή ζωή όπου οι άνθρωποι ζητούν άμεση συγχώρηση. Ακόμα, ο κανόνας 17 (απαγόρευση τόκου) συγκρούεται με την πραγματικότητα ότι πολλοί κληρικοί ζουν εντός ενός οικονομικού συστήματος που λειτουργεί με πίστωση – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να αισχροκερδούν, αλλά η κυριολεκτική εφαρμογή του κανόνα θα απαιτούσε οι ιερείς να μην έχουν ούτε τραπεζικούς τόκους στους λογαριασμούς τους. Τέτοιες παρατηρήσεις δεν στοχεύουν στην κατάργηση των κανόνων, αλλά στην επικαιροποιημένη κατανόηση τους. Σύμφωνα με την Επιστήμη του Κανονικού Δικαίου, η λύση δεν βρίσκεται ούτε στην άκριτη προσκόλληση (κανονολατρία) ούτε στην πλήρη εγκατάλειψη (κανονομαχία) των ιερών κανόνων . Αντιθέτως, προτείνεται μια ερμηνευτική ανανέωση: να μελετηθούν οι κανόνες στην ιστορική τους μήτρα και να αναζητηθεί το διαχρονικό τους πνεύμα, ώστε η εφαρμογή τους σήμερα να γίνει με τρόπο που υπηρετεί την αλήθεια και την αγάπη της Εκκλησίας.
Ο Καθηγητής Μητροπολίτης Γρηγόριος Παπαθωμάς τονίζει ότι κάθε ερμηνεία κανόνα οφείλει να διαφυλάσσει τον σκοπό του: την ενότητα της Εκκλησίας και την αποφυγή σκανδάλου. Για παράδειγμα, η δημόσια παρέκκλιση κληρικού από την τάξη –είτε δογματικά είτε ηθικά– συνιστά πνευματικό σκάνδαλο που απαιτεί πειθαρχική διόρθωση, ακριβώς διότι οι κανόνες υπάρχουν για να διαφυλάττουν το σώμα της Εκκλησίας ενωμένο και ανεπίληπτο. Από την άλλη πλευρά, η καθηγήτρια Ελένη Γιαννακοπούλου, με γνωστικό αντικείμενο το Κανονικό Δίκαιο και τη Διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων, επισημαίνει τη σημασία της συνεχούς κατήχησης γύρω από τους κανόνες: η θεολογική εκπαίδευση οφείλει να διδάσκει τόσο το περιεχόμενο όσο και το πνεύμα των αποφάσεων της Νίκαιας, ώστε οι νεότερες γενιές κληρικών και πιστών να κατανοούν γιατί θεσπίστηκαν και πώς μπορούν να εφαρμοστούν δημιουργικά σήμερα. Η Ειρήνη Χριστινάκη, Καθηγήτρια Κανονικού Δικαίου, τονίζει την ανάγκη νομιμότητας και κανονικής τάξης: οι σύγχρονες αποφάσεις των εκκλησιαστικών οργάνων θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους ιερούς κανόνες (καν. 5 της Νίκαιας: οι τοπικές σύνοδοι να κρίνουν δικαίως τις υποθέσεις), αλλά και το εκάστοτε νομικό πλαίσιο. Σε ένα παράδειγμα που αναφέρει ο Σεβ. Μητροπολίτης Γρηγόριος Παπαθωμάς, το δικαίωμα ελευθερίας έκφρασης των κληρικών στην Ελλάδα μπορεί νομικά να είναι κατοχυρωμένο, όμως κανονικά αυτο-περιορίζεται όταν η έκφραση προκαλεί διάσπαση του σώματος της Εκκλησίας: ο κανόνας τότε λειτουργεί ως “οδοδείκτης’’ για την προστασία της εκκλησιακής ενότητος έναντι της ασυδοσίας της διαίρεσης.
Συμπεράσματα
Τα κανονικά ζητήματα που ανέκυψαν από τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου εξακολουθούν να απασχολούν την Ορθόδοξη Εκκλησία, τόσο στην πράξη όσο και στη θεολογική σκέψη. Οι 20 κανόνες της Νίκαιας αποτέλεσαν θεμέλιο λίθο της εκκλησιαστικής ευταξίας, διασφαλίζοντας την τάξη στην ιεραρχία, το ήθος του κλήρου, την επανένταξη των πεπτωκότων με μετάνοια, και την κατοχύρωση της συνοδικότητας και ενότητας. Η κριτική μελέτη τους, όπως προτείνει η Επιστήμη του Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, δείχνει ότι οι αρχαίοι κανόνες δεν είναι μουσειακά κειμήλια, αλλά ζωντανή παρακαταθήκη που καλούμαστε να ερμηνεύσουμε δημιουργικά. Όπως εύστοχα διατυπώθηκε, οι Πατέρες της Ζ΄ Συνόδου «με προθυμία κρατούμε τους θείους Κανόνες μέσα στην καρδιά μας». Το “κράτημα στην καρδιά” υποδηλώνει όχι στείρα τυπολατρία, αλλά εσωτερίκευση του πνεύματος των κανόνων. Η Εκκλησία πορεύεται με βάση την παράδοση της Νίκαιας, ανανεώνοντάς την εμπράκτως σε κάθε εποχή. Η διατήρηση της εκκλησιαστικής ενότητας, η προστασία από τα σκάνδαλα, αλλά και η φιλάνθρωπη θεραπεία των αδυναμιών, παραμένουν στόχοι αμετακίνητοι – ίδιοι τότε και τώρα. Οι κανονικές αποφάσεις του 325 μ.Χ. εξακολουθούν, 17 αιώνες μετά, να προκαλούν δημιουργικό διάλογο μεταξύ Ακρίβειας και Οικονομίας, ιστορικότητας και επικαιρότητας, δείχνοντας ότι η κανονική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ένα δυναμικό πεδίο όπου η θεία αλήθεια συναντά τις ανθρώπινες συνθήκες. Η πρόκληση και ευθύνη της Επιστήμης του Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου είναι να προσφέρει στην Εκκλησία ερμηνείες αντάξιες του πνεύματος των Αγίων Πατέρων, ώστε οι ιεροί κανόνες της Νίκαιας να συνεχίσουν να καθοδηγούν συνετά και με διάκριση την πορεία του εκκλησιαστικού σώματος στον 21ο αιώνα.
Βιβλιογραφία
1. Γ.ΡΑΛΛΗ- M. ΠΟΤΛΗ , Σύνταγμα τῶν θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων , ἐν ̓Αθήναις , 1852 – 9, Τόμ . 2.
2. Γρ. Παπαθωμάς (Μητροπολίτης Περιστερίου), Η αντικανονική γονυκλισία της Κυριακής (Πατερική και Κανονική μαρτυρία), Επέκταση, 2017
3. Γρ. Παπαθωμάς (Μητροπολίτης Περιστερίου), Το Corpus Canonum της Εκκλησίας (1ος-9ος αι.) Το Κείμενο των Εκκλησιακών Κανόνων (Δίγλωση έκδοση: Ελληνικά και Γαλλικά), Επέκταση, 2015
5. Ειρ. Χριστινάκη-Γλάρου, Κανονική Θεωρία της Εκκλησιαστικής ποινής, Γρηγόρη, 2018
6. Ιερ. Βλάχος (Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου), Η “Αγία και Μεγάλη Σύνοδος” στην Κρήτη, Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου, 2018
7. Ειρ. Χριστινάκη-Γλάρου, Η αρχή της Νομιμότητας στους Ιερούς Κανόνες, Η Αρχή της μη αναδρομικότητας στους Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2007
8. Ελ. Γιαννακοπούλου, Το βάπτισμα των μη Ορθοδόξων. 1453-1756. Σταθμοί έρευνας και πράξης (Ιστορικοκανονική θεώρηση), Αθήνα 2015, σελ. 1-494,
9. Ελ. Γιαννακοπούλου, “Τά τελευταῖα ἐφόδια τῶν ἐξοδευόντων”, Λεῖτον ἔργον. Τιμητικός Τόμος στη μνήμη του καθηγητού π. Δημητρίου Τζέρπου, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2023, σελ. 397-406.
*Καθηγητή Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου Θεολογικής Ακαδημίας Volyn Ουκρανίας- Διδάσκοντος Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών