Στις 11:00 μ.μ. της Μεγάλης Παρασκευής, 18 Απριλίου 2025, τελέστηκε στον Πανάγιο Ναό της Αναστάσεως η Ακολουθία του Επιταφίου, δηλαδή η Θεόσωστη Ταφή του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.
Για την τελετή αυτή, η Αγιοταφική Αδελφότητα, συνοδευόμενη από τον φιλοξενούμενό της, Μητροπολίτη Ανέων κ. Μακάριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και προεξάρχοντος του Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ. Θεοφίλου, κατήλθε στον Πανάγιο Ναό της Αναστάσεως υπό τον πένθιμο ήχο των κωδώνων, και διήλθε από το Προσκύνημα της Αποκαθηλώσεως και τον Πανάγιο Τάφο προς το Καθολικό.
Εκεί εψάλη ο Κανών του Μεγάλου Σαββάτου «Κύματι Θαλάσσης», μέχρι τη στιγμή που οι ιερείς έλαβαν την άδεια από τον Πατριάρχη να ντυθούν με τα άμφιά τους, μαζί με τους αρχιερείς.
Αφού ενδύθηκαν, η συνοδεία εξήλθε από το Καθολικό και κατευθύνθηκε προς τα δεξιά, προς το προσκύνημα «Μή μου ἅπτου» των Φραγκισκανών, όπου και αναπέμφθηκε δέηση με εκφώνηση. Στη συνέχεια, η λιτανεία διήλθε από τα προσκυνήματα των Κλαπών, του Αγίου Λογγίνου, του «Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά Μου ἑαυτοῖς», του Ακανθίνου Στεφάνου και του Αδάμ, και ανέβηκε στον Φρικτό Γολγοθά.
Εκεί αναγνώστηκε το Ευαγγέλιο της Σταύρωσης του Χριστού, αναπέμφθηκε δέηση και έγινε προσκύνηση από τον Πατριάρχη, τους αρχιερείς, τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδος στα Ιεροσόλυμα κ. Δημήτριο Αγγελοσόπουλο και τον Πρόξενο κ. Πέτρο Αναγνωστάρα.
Στη συνέχεια, τέσσερις αρχιερείς σήκωσαν στα χέρια και στους ώμους τους το Εἱλητόν με το Σώμα του Κυρίου, το οποίο είχε τοποθετηθεί στην Αγία Τράπεζα του Φρικτού Γολγοθά, και το κατέβασαν, τοποθετώντας το πάνω στην πλάκα της Αγίας Αποκαθηλώσεως.
Εκεί ο Μακαριώτατος ανέγνωσε την Ευαγγελική περικοπή της Αποκαθηλώσεως και του Ενταφιασμού του Κυρίου από τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας και τον Νικόδημο, τον κρυφό μαθητή του Χριστού.
Ακολούθησε λιτανεία τρις πέριξ του Παναγίου Τάφου, με τον Πρωτοψάλτη του Ναού της Αναστάσεως, διάκονο π. Ευστάθιο και τους βοηθούς του, να ψάλλουν ύμνους.
Στο τέλος των τριών στάσεων και πριν από τα Εξαποστειλάρια, εκφώνησε ομιλία ο Γέρων Αρχιγραμματεύς, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης κ. Αρίσταρχος, η οποία είχε ως εξής:
«Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,
Σεβασμία τῶν Ἱεραρχῶν Χορεία,
Ἐκλαμπρότατε κ. Γενικέ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος,
Εὐλαβεῖς Ἱερεῖς,
Εὐσεβεῖς προσκυνηταί,
Σήμερον εἰς τάς δυσμάς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς καί τάς αὐγάς τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Σαββάτου εἰς τήν κατανυκτικήν καί μεγαλοπρεπῆ τελετήν ταύτην τοῦ Ἐπιταφίου, ἡ Ἐκκλησία βιώνει ἐν ἑαυτῇ καί προβάλλει εἰς τά μέλη της καί διακηρύσσει εἰς τόν κόσμον ὅλον, τό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ καί τῆς ταφῆς τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ προσβλέπουσα εἰς τήν Ἀνάστασιν Αὐτοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία διαλαλεῖ καί πάλιν ὅ,τι προεῖδον καί προεκήρυξαν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οἱ Προφῆται καί ὅ,τι εἶδον ἰδίοις ὄμμασι καί ἐψηλάφησαν ἰδίαις χερσί οἱ αὐτόπται μάρτυρες, μαθηταί, Ἀπόστολοι καί μύσται τοῦ Κυρίου.
Ὅτι ἐξ ἄκρας ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπον ὁ Θεός Πατήρ ηὐδόκησε καί ὁ Υἱός Αὐτοῦ ὁ Μονογενής, «ὁ ὥν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός, Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος καί ἐξηγήσατο» (Ἰωάν. 1, 18), προσέλαβε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου σάρκα ἀνθρωπίνην ἔλλογον καί ἔμψυχον, «λαθών ἐτέχθη ὑπό τό σπήλαιον» καί συνανεστράφη τούς ἀνθρώπους. Τοῦτο δέ ὅλον «γέγονεν κατά συγκατάβασιν Θεϊκήν, οὐχί κατά μετάβασιν τοπικήν», καθότι ὡς λέγει ὁ ὑμνῳδός τοῦ Ἀκαθίστου: «ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω, καί τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν, ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος». Ἐν τῇ μιᾷ Θεανθρωπίνῃ ὑποστάσει Αὐτοῦ καί ἐν δύο ταῖς φύσεσι, τῇ Θείᾳ καί τῇ ἀνθρωπίνῃ, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Θεός, παντοιοτρόπως εὐηργέτησεν τούς ἀνθρώπους. Ἐφήρμοσε τόν τέλειον νόμον τῆς ἀγάπης, ὄχι μόνον πρός τόν πλησίον ἀλλά καί πρός τούς ἐχθρούς. Ἐθεράπευσεν ἀνιάτους, ἀνέστησε νεκρούς, ἐν οἷς καί ὁ φίλος Αὐτοῦ ἐκ τῆς Βηθανίας Λάζαρος, ὅν ἤγειρε τετραήμερον.
Οὗτος ὡς «ἐλευθερωτής τῶν ψυχῶν ἡμῶν», θεραπεύων ἐν Σαββάτῳ, πολλάκις ἐδίδαξε τήν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῆς τυπικῆς τηρήσεως τοῦ Σαββάτου, λέγων «ὅτι τό Σάββατον ἐγένετο διά τόν ἄνθρωπον καί οὐχί ὁ ἄνθρωπος διά τό Σάββατον», (Μάρκ. 2, 27). Ἡ διδασκαλία αὕτη ἀπετέλεσε καί τήν κυρίαν ψευδῆ κατηγορίαν καί συκοφαντίαν ἐναντίον Αὐτοῦ, ἕνεκα τῆς ὁποίας καί συνελήφθη ὑπό τῶν ἀρχόντων τῶν Ἰουδαίων καί εἰς θάνατον καί δή θάνατον σταυροῦ ὑπό τοῦ Ρωμαίου ἡγεμόνος Ποντίου Πιλάτου κατεδικάσθη.
Ὑπακούων εἰς τήν εὐδοκίαν καί τό θέλημα τοῦ Πατρός ἑκουσίως ἐδέχθη ὑπέρ ἡμῶν σταυρόν, «ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν ἤχθη καί ὡς ἀμνός ἄμωμος ἐναντίον τοῦ κείραντος Αὐτόν ἄφωνος». Οἰκείᾳ θελήσει τό αἷμα αὐτοῦ ἐξέχεε ὑπέρ τῆς ἀνθρωπότητος ὅλης ἐπί τοῦ Φρικτοῦ καί Ἁγίου Τόπου τούτου. Τήν Καινήν Διαθήκην Αὐτοῦ μεθ’ ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς ἐν τῷ ἀχράντῳ αἵματι Αὐτοῦ ὑπέγραψε.
Ἐν ᾧ ὡς λέγει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν: «ὑπέρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καί τολμᾷ ἀποθανεῖν, ὁ Χριστός, ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν, ὑπέρ ἀσεβῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. 5, 6 – 7). Αὕτη ἦτο ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ διά τήν σωτηρίαν ἡμῶν. Ἐπειδή οἱ Ἕλληνες διά τῆς φιλοσοφίας δέν ἐγνώρισαν τόν Θεόν (Κορ. Α΄ 1,18) καί οἱ Ἰουδαῖοι διά τῆς νομικῆς τυπολατρείας σημεῖον αἰτοῦσι – «καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν… καί πιστεύσωμεν», (Μάρκ. 15,32) διά τοῦτο ηὐδόκησεν ὁ Θεός διά τῆς «μωρίας» τοῦ κηρύγματος νά σώσῃ τούς πιστεύοντας. Διά Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τούτου ἐσταυρωμένου. Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ μωρίαν διά τούς Ἕλληνας καί σκάνδαλον διά τούς Ἰουδαίους, δι’ ἡμᾶς δέ τούς πιστεύοντας εἰς Αὐτόν δύναμιν Θεοῦ εἰς σωτηρίαν. Τοῦτο ἠθέλησεν ὁ Θεός, ἵνα ἐν τῷ αἵματι τοῦ Σταυροῦ τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ ποιήσῃ καί «τά ἔθνη συγκληρονόμα καί συμμέτοχα καί σύσσωμα τῆς ἐπαγγελίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ Εὐαγγελίου», (Ἐφεσ. 3,6). Εἰς τήν κληρονομίαν ταύτην ἐνέταξαν ἑαυτάς ὅλαι αἱ Ἐκκλησίαι, εἰς τάς ὁποίας ἀπέστειλεν ἐπιστολάς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἐνέταξαν ἑαυτάς εἰς ἕν σῶμα, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τήν Ἐκκλησίαν, εἰς τήν ὁποίαν «οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος» (Κολ. 3, 11). Τοῦτο ἐπιγραμματικῶς ἐπαινεῖ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγων «σέ ἀγαπῶ Ἑλλάς γιατί προθύμως ὑπεχώρησες εἰς τόν Χριστόν».
Ὁ Θεός, συγκαταβαίνων εἰς τό ἀνθρώπινον ἡμῶν γένος, ἐχαρίσατο ἡμῖν τόν Υἱόν Αὐτοῦ Ἐναθρωπήσαντα, Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα. Ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἡμῶν ἐζωοποιήθη διά τῆς προσλήψεως ἐν τῇ Ἐνανθρωπήσει καί διά τοῦ ζωοποιοῦ αἵματος τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Χριστός κατῆλθεν ὑπέρ ἡμῶν διά τοῦ σταυροῦ εἰς τόν ᾋδην καί ἐκήρυξεν εἰς τούς προκεκοιμημένους κατόχους Αὐτοῦ μετάνοιαν. Ὁ δέ ᾋδης οὐκ ἐκράτησεν Αὐτόν, οὐκ ἔσχεν ἐξουσίαν ἐπ’ Αὐτοῦ. Ἀνέστη καί ὡς Μέγας Ἀρχιερεύς «διελήλυθε τούς οὐρανούς, Ἰησοῦς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. 4, 14), καί «οὐκ εἰς χειροποίητα Ἅγια ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν εἰσῆλθεν, ἀλλ’ εἰς αὐτόν τόν οὐρανόν καί ἐνεφανίσθῃ τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ ὑπέρ ἡμῶν» (Ἑβρ. 9, 24). Ὁ Ἀναστάς Χριστός ἀνέστησε τήν ἀνθρωπίνην φύσιν ἡμῶν, ἀνεβίβασε τό πρόσλημμα ἡμῶν εἰς τόν οὐρανόν, ἐκάθισεν αὐτό ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός καί ἐθέωσεν.
Εὐγνώμονες ἐπί τῇ τοιαύτῃ εὐεργεσίᾳ καί ἀκολουθοῦντες τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Δαμασκηνόν «προσκυνοῦμεν τά ὄργανα καί τούς τόπους τοῦ θείου πάθους, τό Τίμιον Ξύλον, ἐν ᾧ Ἑαυτόν ὡς θυσίαν προσενήνοχεν ὁ Χριστός ὡς ἁγιασθέν τῇ ἁφῇ τοῦ ἁγίου σώματος καί αἵματος, εἰκότως προσκυνοῦμεν τούς ἥλους, τήν λόγχην, τά ἐνδύματα καί τά ἱερά αὐτοῦ σκηνώματα, ἅτινά εἰσιν ἡ φάτνη, τό σπήλαιον, ὁ Γολγοθᾶς, ὁ ζωοποιός Τάφος, ἡ Σιών ἡ Ἁγία, τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ ἀκρόπολις.»
Ἀκρογωνιαῖος λίθος ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ὁ τίμιος Σταυρός τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἔνδοξος Ἀνάστασις Αὐτοῦ, ὁ Φρικτός Γολγοθᾶς καί τό ὄλβιον καί ζωοποιόν μνῆμα τοῦτο, ὁ Πανάγιος καί Ζωοδόχος Τάφος. Ἀπό τῶν σκηνωμάτων τούτων καί ἐν τῇ δυνάμει τούτων ἡ Σιωνῖτις Ἐκκλησία, «ἡ δεξαμένη πρώτη ἄφεσιν ἁμαρτιῶν διά τῆς Ἀναστάσεως» συνεχίζει ὑπό τήν πεπνυμένην διαποίμανσιν τοῦ Πρακαθημένου αὐτῆς καί Προεξάρχοντος τῆς πανηγύρεως ἡμῶν, τοῦ Μακαρωτάτου Πατριάρχου κ. Θεοφίλου νά ἐπιτελῇ τό ποιμαντικόν, συνδιαλλακτικόν καί εἰρηνευτικόν ἔργον αὐτῆς τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καί ὑποδοχῆς τῶν εὐσεβῶν προσκυνητῶν, ἁγιάζουσα τούτους διά τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ καί ψάλλουσα «Χαίροις ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὡραῖος παράδεισος, τὸ ξύλον τῆς ἀφθαρσίας τὸ ἐξανθῆσαν ἡμῖν αἰωνίου δόξης τὴν ἀπόλαυσιν, δι’ οὗ τῶν δαιμόνων ἀποδιώκονται φάλαγγες καὶ τῶν Ἀγγέλων συνευφραίνονται τάγματα, καὶ συστήματα τῶν πιστῶν ἑορτάζουσιν, ὅπλον ἀκαταγώνιστον κραταίωμα ἄρρηκτον τῶν Βασιλέων τὸ νῖκος τῶν Ἱερέων τὸ καύχημα, Χριστοῦ νῦν τὰ πάθη καὶ ἡμῖν δίδου προφθάσαι, καὶ τὴν Ἁγίαν Ἀνάστασιν» (Στιχηρά Ἑσπερινοῦ Σταυροπροσκυνήσεως)».
Ακολούθησαν τα Ευλογητάρια, οι Αίνοι και η Δοξολογία, κατά τη διάρκεια της οποίας προσκύνησαν τον Πανάγιο Τάφο ο Μακαριώτατος και οι Αρχιερείς.
Μετά την ολοκλήρωση της Δοξολογίας, η Πατριαρχική Συνοδεία ολοκλήρωσε την τελετή στο Καθολικό και επέστρεψε στο Πατριαρχείο, αναμένοντας την Τελετή του Αγίου Φωτός.